Σάββατο 22 Μαΐου 2021

Επειδή...

...την πραγματική αγάπη 
δεν ξέρεις πότε θα τη συναντήσεις, 
αλλά σίγουρα θα την καταλάβεις 
από την αύρα της.



 

Δευτέρα 17 Μαΐου 2021

Ο Κόσμος Ανάποδα

Ο κόσμος ανάποδα ίσως να είχε περισσότερο ενδιαφέρον.

Ο Άρης συχνά στεκόταν άλλοτε στα χέρια του με το κεφάλι κατακόρυφα στο έδαφος και άλλοτε ξάπλωνε αναζητώντας ένα ενδιαφέρον ταβάνι.
Δεν επέλεγε ούτε τα σύννεφα, ούτε τον ουρανό, ούτε τα αστέρια. Ο Άρης αναζητούσε το διαφορετικό, έναν κόσμο πλασμένο μέσα από τα μάτια κάποιου, όπου τα όνειρα και οι προσδοκίες θα ήταν αρωματισμένες με κοινότοπες ευχές – παγκόσμια ειρήνη και αγάπη.
Το πρωί της Κυριακής τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα σε ένα στενό σοκάκι της Αθήνας, ξεχασμένο από τη δεκαετία του ’60, πλαισιωμένο από πέτρινες, μισογκρεμισμένες μονοκατοικίες και διώροφα σπίτια, με περίτεχνα σχέδια στα τζάμια των εισόδων και από τα κάγκελα των μπαλκονιών να καταδύονται δεκάδες ανθισμένα φυτά – γαρυφαλλιές, τηλέγραφοι, αρμπαρόριζες, παχύφυτα…
Μέσα στην ηρεμία της Κυριακής, ανάμεσα στις μισάνοιχτες κουρτίνες, δραπέτευαν οι μυρωδιές, καθώς η κουτάλα ανακάτευε το φαγητό στο τσουκάλι.
Ψίθυρος δεν ακουγόταν, παρά μόνο πού και πού οι κραυγές των γλάρων που αναζητούσαν τροφή ή ο ήχος της καμπάνας.
Καθώς σεργιάνιζαν πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ τα περιστέρια, θυμήθηκε που κάποτε τον είχαν πάει σε ένα νησί και από το δωμάτιο του ξενοδοχείου φαινόταν η βεράντα ενός καθολικού μοναστηριού, όπου τα απογεύματα περνούσαν το χρόνο τους οι καλόγριες συζητώντας· και τότε άκουσε έναν τουρίστα από το διπλανό μπαλκόνι να λέει στη γυναίκα του:
«Κοίτα, πόσα περιστέρια περπατάνε σε εκείνη την ταράτσα!»
Αν τα περιστέρια πίστευαν στην αγάπη, ενδεχομένως να μην ήταν τόσο εκδικητικά. Να μην άρπαζαν την μπουκιά μέσα από το στόμα, να μην στιγμάτιζαν με τις ακαθαρσίες τους τα αυτοκίνητα, τα σπίτια ή τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στον τοίχο ενός κήπου.
            Αν ο κόσμος ήταν ανάποδα, ίσως εκείνη η κανονικότητα να διέφερε από αυτήν που όλοι αναμένουν λες και ήταν η ωραιότερη εκδοχή της ζωής τους.
      Ο Άρης κοιτούσε τα μαύρα τροφαντά πλάσματα, με την αδηφαγία στο βλέμμα, να περπατούν πέρα – δώθε στα καλώδια και πού και πού να σταματούν και να τον κοιτάζουν τόσο έντονα με κίνδυνο να του ρουφήξουν την ψυχή. Άραγε πώς θα ήταν μια κανονική ζωή, στην οποία θα ένιωθε πραγματικά ελεύθερος; Θα υπήρχαν κι εκεί εκδικητικά περιστέρια;
           Ελευθερία. Πραγματικά ελεύθερος δεν ένιωσε ποτέ.
          Πάντοτε, για το καλό του, ένα λουρί όριζε τις επιλογές του – πού θα πάει, πότε θα πάει… το μόνο που άλλαζε με τα χρόνια ήταν το χρώμα, το υλικό και το μήκος. Όσο μεγάλωνε το λουρί ήταν φτιαγμένο από πιο ανθεκτικό υλικό, το χρώμα του σκούραινε και σιγά – σιγά το μήκος αυξανόταν για να έχει την αίσθηση της ανεξαρτησίας. Στο πιάτο του σχεδόν κάθε μέρα το ίδιο φαγητό, μέχρι που μεγάλωνε, το βάρος αυξανόταν και η τροφή έπρεπε να αλλάξει, γιατί οι απαιτήσεις του οργανισμού του πια ήταν μεγαλύτερες.
Μια μέρα αποπειράθηκε να φύγει από το σπίτι. Να ζήσει ελεύθερος, ανεξάρτητος. Ήταν η μέρα που έφεραν το καινούργιο σαλόνι στον κηδεμόνα του και η πόρτα ήταν διάπλατα ανοιχτή. Χώθηκε κάτω από τον καναπέ που τον κρατούσαν δυο μεταφορείς και με μια τρεχάλα βγήκε από το διαμέρισμα. Τα είχε καταφέρει. Μόνο μια πόρτα έμενε ακόμα προς την ελευθερία. Σε λίγο θα άνοιγε για να φύγουν οι μεταφορείς κι εκείνος θα έκανε μια νέα αρχή.
Κατάφερε να βγει από το κτήριο χωρίς να τον δει κανείς. Έκανε μια βόλτα στο τετράγωνο. Άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει κλαίγοντας, σε μια γλώσσα παράξενη που δεν την είχε ακούσει ξανά. Τα κλάματά της σκέπαζαν οι αγριοφωνάρες ενός άνδρα και τα σπασίματα πιάτων, το σούρσιμο επίπλων. Οι χτύποι της καρδιάς του αυξάνονταν και ένιωσε ένα τρέμουλο στα πόδια του. Επιτάχυνε το βήμα του για να απομακρυνθεί γρήγορα από εκεί. Πιο κάτω ένας επαίτης που παρίστανε τον κουτσό, κούνησε το πλαστικό ποτήρι. Ακούστηκαν δυο – τρία κέρματα και απογοητευμένος σηκώθηκε, έβαλε την πατερίτσα κάτω από τη μασχάλη, άναψε ένα τσιγάρο και έφυγε περπατώντας κανονικά. Ο Άρης μόλις είχε γίνει μάρτυρας ενός θαύματος. Ο κουτσός περπάτησε χάρη στο μαγικό θόρυβο των κερμάτων.
Όσο απομακρυνόταν από το σπίτι, τόσο σκεφτόταν τον κηδεμόνα του, ο οποίος θα ανησυχούσε, μπορεί και να τον έψαχνε. Αυτός ήταν η μοναδική του οικογένεια. Επέστρεψε στο σπίτι και περίμενε να ανοίξει κάποιος την πόρτα της εισόδου για να μπει στο κτήριο.
Η πόρτα άνοιξε από τον άνθρωπο του που είχε κατέβει για να τον ψάξει. Ενδεχομένως να ήταν η μόνη του δέσμευση, αλλά ακόμα κι αν οι δεσμεύσεις είναι επιλογές, δεν παύουν ποτέ να είναι δεσμεύσεις και με δεσμά ουδείς είναι ελεύθερος.
Ο Άρης ήθελε να φεύγει. Να γνωρίζει άλλους πολιτισμούς και αρώματα, αλλά είχε ακούσει ότι χρειαζόταν πολλά λεφτά για να γίνει πολίτης του κόσμου. Ήθελε να πετάει, αλλά είχε τέσσερα πόδια και ούτε ένα φτερό. Ακόμα και τα μακριά αυτιά του δεν ήταν αρκετά δυνατά να σηκώσουν το σώμα του.
            Καμιά φορά η τηλεόραση παρέμενε ανοιχτή και εκείνος ξάπλωνε απέναντι που έμπαινε ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι από την μπαλκονόπορτα. Άκουγε για κλεψιές, για φονικά, για κακοποιήσεις, ασθένειες, βεντέτες, στις βόλτες του έβλεπε βρώμικα κτήρια στιγματισμένα από την ανοησία του καθενός, ο ένας να τσακώνεται με τον άλλον για μια θέση στάθμευσης, για μια ομάδα ποδοσφαίρου, για ένα στραβό βλέμμα να πιάνονται στα χέρια και όλοι οι υπόλοιποι να περπατούν δίπλα τους σα να μη συμβαίνει τίποτα.
         Τα κυριακάτικα απογεύματα συνήθως πήγαιναν στην πλατεία για έναν καφέ. Όλοι έδιναν σημασία στο κινητό τους και σχεδόν κανείς στον διπλανό του.  Ο άνθρωπός του έσκυβε να τον χαϊδέψει και του ψιθύριζε:
«Μην τους βλέπεις χαμογελαστούς. Οι περισσότεροι από αυτούς θα ξεσπάσουν τα νεύρα και τον καταπιεσμένο τους θυμό σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο.»
      Στον ανάποδο κόσμο του Άρη η καθημερινότητα ήταν διαφορετική. Οι άνθρωποι γελούσαν, συζητούσαν μεταξύ τους και έβρισκαν χρόνο για να δημιουργήσουν αναμνήσεις. Στον μπλε κάδο, τα βράδια πετούσαν όπλα, φαλτσέτες, λοστούς. Σέβονταν το περιβάλλον και τους συνανθρώπους τους. Το χρώμα, η χώρα, τα έθιμα, ο έρωτας… δεν τους χώριζε, αλλά τους ένωνε.
         Στον ανάποδο κόσμο του Άρη, η βία, η ανασφάλεια υπήρχαν μόνο ως λήμματα στα λεξικά και όσο ρομαντικό κι αν φαινόταν, σίγουρα κάποτε οι άνθρωποι ήταν περισσότερο ανοιχτοί, δοτικοί και λιγότερο εγκληματικοί. Ίσως να υπήρχε ένα μέρος κάπου στη Γη που η ζωή να ήταν παραδεισένια. Γεμάτη αρμονία και παλ αποχρώσεις. Χωρίς γκρίζα ντουβάρια και ανθρώπους που σκοτώνουν τους συνανθρώπους τους στο βωμό της απληστίας, της παράσιτης ύπαρξης ή της ματαιοδοξίας τους.
         Έχοντας διανύσει σχεδόν ένα χρόνο μαζί με τον άνθρωπό του κλεισμένοι στους τέσσερεις τοίχους, έχει πάψει να καταλαβαίνει εκείνους που ανυπομονούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Τόσο όμορφη ήταν η πραγματικότητα που τους είχε λείψει;
Ο Άρης ξαπλωμένος ανάσκελα στο στενό σοκάκι της Αθήνας, ξεχασμένο από τη δεκαετία του ’60, πλαισιωμένο από πέτρινες μισογκρεμισμένες μονοκατοικίες και διώροφα σπίτια, με περίτεχνα σχέδια στα τζάμια των εισόδων και από τα κάγκελα των μπαλκονιών να καταδύονται τα ανθισμένα λουλούδια, ονειρευόταν μια νέα αρχή. Αν ήταν ο πανίσχυρος Άρης, ο κυβερνήτης τούτου του κόσμου, θα τίναζε την μπέρτα του και με αποφασιστικότητα, θα πατούσε το κουμπί για το μηδενισμό του χρόνου και στη νέα αρχή ο κόσμος θα ήταν ανάποδα. Με περισσότερη αισθητική, καθόλου εγκληματικότητα, περισσότερη αγάπη, αλληλεγγύη, ομαδικότητα, παιδεία, λυρισμό, ποίηση, χρώμα και φως.
Στον ανάποδο κόσμο του Άρη δε θα υπήρχαν λουριά που θα έδιναν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας, αλλά από την άλλη όλα τα δίποδα και τα τετράποδα, θα έπρεπε να ήξεραν τι σημαίνει ελευθερία για να την εφαρμόσουν σωστά χωρίς να έχουν κακοποιητικές ή καταπιεστικές συμπεριφορές και αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Ο Άρης, όμως, ζούσε στον ίσιο κόσμο, όπου ναι μεν οι άνθρωποι δε συμφωνούσαν με τα δεινά, με τα οποία οι κοινωνίες ερχόντουσαν αντιμέτωπες, αλλά περιορίζονταν στην γκρίνια. Ίσως να ήταν περισσότερο αποτελεσματικοί αν μια μέρα αποφάσιζαν να δουν τον κόσμο ανάποδα.


 

Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος ΙV]

             Η Γερασιμίνα – εν αντιθέσει με την κυρία Πέρσα, η οποία είχε ενθουσιαστεί από τη γνωριμία τους – δεν τολμούσε να συστηθεί στον καινούργιο γείτονα που όσο περνούσε ο καιρός, θα πάλιωνε κι εκείνος.
            Η κυρία Πέρσα συνήθιζε να του πλέκει το εγκώμιο, όμως η Γερασιμίνα όσο καλή θέληση κι αν είχε, παρέμενε καχύποπτη. Συχνά – πυκνά τον έβλεπε να βγαίνει στο δρόμο και να φωνάζει στο Νίκο, τον έφηβο γυιό του ασφαλιστή που έμενε στην απέναντι πολυκατοικία, κουνώντας τον δείκτη του αριστερού του χεριού:
«Погоди! Погоди
«Σας παρακαλώ, κυρία Πέρσα, μείνετε μακριά του. Ο άνθρωπος δε φαίνεται να είναι στα καλά του.»
«Μια χαρά είναι ο Γεβγκένιι. Αυτός ο μικρός διάολος φταίει. Δε θα πετύχω τη μάνα του;!»
            Η Γερασιμίνα είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Όλες οι προσπάθειες να πείσει την Πέρσα να απομακρυνθεί από εκείνον έπεφταν στο κενό. Κάθε μέρα πήγαινε στο σπίτι του για τσάι, για να ανταλλάξουν απόψεις περί λογοτεχνίας και ποιήσεως και να ακούσουν μουσική πίνοντας βότκα.
            Η κυρία Πέρσα ξεχνούσε το χαρτάκι τις Τετάρτες στους Παναγόπουλους και τις Κυριακές περνούσε για δέκα λεπτά από την Γερασιμίνα, ίσα για μια καλησπέρα κι έπειτα χανόταν. Προτιμούσε τον υπόλοιπο χρόνο να τον περνάει με τον Γεβγκένιι.
«Μάγια σας έχει κάνει πια αυτός ο Ρώσος;!»
«Γερασιμίνα μου, τι λόγια είναι αυτά; Είσαι και μορφωμένη κοπέλα! Απολαμβάνω την παρέα του. Είναι άνθρωπος με επίπεδο. Έχει μια λεπτότητα σχεδόν συγκινητική. Δε συζητάμε τι έκανε ο τάδε και ο δείνα, ούτε τι θα μαγειρέψουμε, ούτε τα τρεξίματα που έχουμε ή τα χάπια που παίρνουμε. Συζητάμε για τέχνη, για φιλοσοφία ακόμα και για όνειρα. Μπορεί να είμαστε και οι δυο μεγάλοι πια, αλλά τα όνειρα δεν έχουν ηλικία.»
«Μαζί δε συζητάμε για λογοτεχνία;»
«Ναι, χρυσό μου, αλλά με τον Γεβγκένιι είναι αλλιώς. Όταν φθάσεις στην ηλικία μου, θα δεις πώς αλλάζουν οι σκέψεις και το μυαλό πια ανοίγει τα παράθυρα που μέχρι τότε είχε αμπαρωμένα από φόβο. Όσο πλησιάζει ο άνθρωπος στο τέλος δεν του έχει μείνει τίποτα να φοβηθεί. Ούτε τον θάνατο, ούτε καν τον ίδιο τον φόβο. Αρχίζει να πετάει τα βαρίδια. Γιατί νομίζεις πως οι γέροι είμαστε σκαιοί;»
«Επειδή κάποιοι είναι αγενείς;»
«’Η επειδή κουράστηκαν να υποκρίνονται και η σκέψη βγαίνει από τα χείλη χωρίς φιοριτούρες… Τα είπαν άλλοι, πριν από μένα.»
«Πάντως, δε μου φαίνεται να στέκει στα μυαλά του. Σας παρακαλώ, απομακρυνθείτε!»
«Δεν μπορώ να σου κάνω το χατίρι. Περνάω πολύ όμορφα μαζί του. Μου θυμίζει την εποχή που ζούσε ο άνδρας μου. Έτσι και με εκείνον φιλοσοφούσαμε. Ζούσαμε διαφορετικά την κάθε μέρα. Άνοιγαν οι ορίζοντες μου. Πώς να σου το εξηγήσω;»
«Τι έχει να σας προσφέρει αυτός ο άνθρωπος;»
«Γνώση και συντροφιά. Γεμίζει η μέρα μου και δε νιώθω πλήξη. Ούτε που καταλαβαίνω πώς περνάει η ώρα! Αλήθεια, ήξερες ότι είναι αρχαιολόγος;»
«Ναι, όλοι όσοι έρχονται εδώ είναι μορφωμένοι και τους έριξε στο μεροκάματο η κακή τους η μοίρα.»
«Τον αδικείς. Καμία κακή μοίρα δεν τον έφερε ως εδώ. Η επιστήμη του τον έφερε στην Ελλάδα και ο έρωτας τον κράτησε.»
           
            Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Η κυρία Πέρσα έφυγε από το σπίτι της Γερασιμίνας. Πριν πάει στο δικό της έριξε μια ματιά στο σπίτι του γείτονα. Είδε φως και αποφάσισε να περάσει να του πει μια καληνύχτα. Πριν προλάβει να πλησιάσει, η αυλόπορτα άνοιξε ορμητικά. Πετάχτηκε από μέσα ο Γεβγκένιι σηκώνοντας το δείκτη του αριστερού του χεριού και φωνάζοντας στο Νίκο, ο οποίος έτρεχε προς τη διασταύρωση, κρατώντας δυο τριαντάφυλλα στο χέρι:
«Погоди! Погоди
Η Γερασιμίνα βγήκε στο παράθυρο. Κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου φαινόταν μόνο η  Πέρσα και ο Γεβγκένιι:
«Κυρία Πέρσα, κυρία Πέρσα! Είστε καλά;»
«Ναι, Γερασιμίνα μου, μια χαρά είμαι. Μην ανησυχείς!», της απάντησε και έστρεψε το κεφάλι της προς τον Γεβγκένιι:
«Λοιπόν, καλό ξημέρωμα. Θα περάσω αύριο το πρωί.»
«Εντάξει. Καλό βράδυ.», της ευχήθηκε χαμογελώντας, αλλά η βαριά προφορά προσέθετε μια αυστηρότητα στα λόγια του.
            Ο Γεβγκένιι έκλεισε πίσω του την αυλόπορτα. Κάθισε στην καρέκλα της αυλής, γέμισε το ποτήρι του με βότκα και συνέχισε να διαβάζει ποιήματα του Πούσκιν.
Η Πέρσα συχνά τον παρακαλούσε να της μεταφράσει μερικά από αυτά, αλλά ο ίδιος αρνιόταν:
«Ο Πούσκιν δεν μεταφράζεται.», συνήθιζε να της λέει.
Αν το έκανε, θα χανόταν ο λυρισμός των στίχων του. Ήταν γλωσσοπλάστης και οι λέξεις ήταν αδύνατον να μεταφραστούν κατά προσέγγιση, γιατί θα έχαναν την αίγλη τους.
            Είχε ωραία βραδιά. Ο ουρανός καθαρός και κάπου – κάπου αχνοφαίνονταν μερικά σκορπισμένα αστέρια. Ο μοναδικός φωτισμός στην αυλή του προερχόταν από τα αναμμένα φανάρια και ‘κει, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τις κάλλες σα να βλέπε την Κατιούσα του να του χαμογελά.
            Στην πραγματικότητα δε θύμωνε με τον Νικολάκη. Μήπως ο ίδιος δεν υπήρξε παιδί; Δεν έκανε σκανδαλιές; Ή μήπως δεν ερωτεύθηκε; Ο μικρός ήθελε τα λουλούδια για να τα χαρίζει στο κορίτσι του. Ο Γεβγκένιι ήθελε να του ζητούσε την άδεια και όχι να σκαρφάλωνε στην περίφραξη για να τα κόψει. Κάτι που αυτό ήταν κλεψιά, κάτι που όχι μόνο έκοβε τα λουλούδια, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει και τα ρήμαζε… Δεν θα του έκανε κακό. Ήθελε μόνο να τον τρομάξει.
Κι εκείνο το «Погоди! Погоди!»*, ακουγόταν περισσότερο απειλητικό εξαιτίας της μπάσας φωνής του.
Θα του έφτιαχνε ένα μικρό μπουκέτο και θα του το έδινε για να το προσφέρει στο κορίτσι του – το είχε αποφασίσει –, αφού πρώτα έκαναν μια κουβέντα περί σεβασμού, κοινωνικής παιδείας και ήθους. Αυτό το погоди, έπρεπε να γίνει πράξη. Αν έμενε μόνο ως απειλή, ο Νίκος θα συνέχιζε να σκαρφαλώνει στο φράχτη, να κλέβει και να μην ιδρώνει το αφτί του. Και ο Γεβγκένιι, του οποίου τα μάτια είχαν δει πολλά, πίστευε πως ο Νικολάκης σήμερα έκλεβε λουλούδια, αργότερα όμως μπορεί να γινόταν διαρρήκτης και να έκλεβε κάτι πολυτιμότερο· χρήματα, κοσμήματα, συσκευές… Δεν ήταν κηδεμόνας του, ήταν όμως ο άνθρωπος που ο μικρός εξαπατούσε. Αυτό από μόνο του αποτελούσε έναν λόγο για να του μιλήσει, όπως θα έκανε στα δικά του παιδιά – όταν κάτι δεν μας ανήκει, δεν το παίρνουμε με τη βία, γιατί κάποιος άλλος κόπιασε για να το αποκτήσει. Με την ευγένεια, με μια απλή ερώτηση ποτέ κανείς δε ζημιώθηκε.
Αυτό θα έκανε και στο τέλος θα του έδινε και το μπουκέτο. Εξάλλου, τα λουλούδια του μαραίνονταν πάνω στα κοτσάνια. Δεν είχε σε ποιον να τα προσφέρει. Ομόρφαιναν την αυλή του και έπειτα μαράζωναν και έριχναν τα πέταλά τους.
Ήταν επιθυμία της Κατιούσας του, όταν ξυπνούσε, να άνοιγε τα παραθυρόφυλλα και να έβλεπε μπροστά της έναν κόσμο ολάνθιστο. Κάθε της ευχή ήθελε να πραγματοποιήσει κι αν για κάτι ένιωθε τύψεις, ήταν που εκείνη, την τελευταία της ευχή, να πάνε ένα ταξίδι στη λίμνη Μπαϊκάλ, για να θαυμάσει τους σχηματισμούς των παγωμένων νερών της, δεν της το πραγματοποίησε από φόβο μήπως επιβαρυνόταν περισσότερο η υγεία της. Το μόνο που κέρδισε τελικά ήταν μια μέρα ζωής παραπάνω. Ίσως αν την είχε πάει εκείνο το ταξίδι, να την έσωζε. Δε θα το μάθαινε ποτέ.
Η Κατερίνα, η Κατιούσα του, έφυγε με τον ίδιο τρόπο που μπήκε στη ζωή του – ήσυχα.
 

[Τέλος]

*Погоди σημαίνει "περίμενε" με την έννοια του "περίμενε και θα δεις". Είναι απειλητικό.