Ο
κόσμος ανάποδα ίσως να είχε περισσότερο ενδιαφέρον.
Ο Άρης
συχνά στεκόταν άλλοτε στα χέρια του με το κεφάλι κατακόρυφα στο έδαφος και
άλλοτε ξάπλωνε αναζητώντας ένα ενδιαφέρον ταβάνι.
Δεν
επέλεγε ούτε τα σύννεφα, ούτε τον ουρανό, ούτε τα αστέρια. Ο Άρης αναζητούσε το
διαφορετικό, έναν κόσμο πλασμένο μέσα από τα μάτια κάποιου, όπου τα όνειρα και
οι προσδοκίες θα ήταν αρωματισμένες με κοινότοπες ευχές – παγκόσμια ειρήνη και
αγάπη.
Το πρωί
της Κυριακής τον βρήκε ξαπλωμένο ανάσκελα σε ένα στενό σοκάκι της Αθήνας,
ξεχασμένο από τη δεκαετία του ’60, πλαισιωμένο από πέτρινες, μισογκρεμισμένες
μονοκατοικίες και διώροφα σπίτια, με περίτεχνα σχέδια στα τζάμια των εισόδων
και από τα κάγκελα των μπαλκονιών να καταδύονται δεκάδες ανθισμένα φυτά –
γαρυφαλλιές, τηλέγραφοι, αρμπαρόριζες, παχύφυτα…
Μέσα στην
ηρεμία της Κυριακής, ανάμεσα στις μισάνοιχτες κουρτίνες, δραπέτευαν οι
μυρωδιές, καθώς η κουτάλα ανακάτευε το φαγητό στο τσουκάλι.
Ψίθυρος
δεν ακουγόταν, παρά μόνο πού και πού οι κραυγές των γλάρων που αναζητούσαν
τροφή ή ο ήχος της καμπάνας.
Καθώς
σεργιάνιζαν πάνω στα καλώδια της ΔΕΗ τα περιστέρια, θυμήθηκε που κάποτε τον
είχαν πάει σε ένα νησί και από το δωμάτιο του ξενοδοχείου φαινόταν η βεράντα ενός
καθολικού μοναστηριού, όπου τα απογεύματα περνούσαν το χρόνο τους οι καλόγριες
συζητώντας· και τότε άκουσε έναν τουρίστα από το διπλανό μπαλκόνι να λέει στη
γυναίκα του:
«Κοίτα, πόσα περιστέρια περπατάνε
σε εκείνη την ταράτσα!»
Αν τα περιστέρια πίστευαν
στην αγάπη, ενδεχομένως να μην ήταν τόσο εκδικητικά. Να μην άρπαζαν την μπουκιά
μέσα από το στόμα, να μην στιγμάτιζαν με τις ακαθαρσίες τους τα αυτοκίνητα, τα
σπίτια ή τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές στον τοίχο ενός κήπου.
Αν ο κόσμος ήταν ανάποδα, ίσως εκείνη η κανονικότητα να
διέφερε από αυτήν που όλοι αναμένουν λες και ήταν η ωραιότερη εκδοχή της ζωής τους.
Ο Άρης κοιτούσε τα μαύρα τροφαντά πλάσματα, με την
αδηφαγία στο βλέμμα, να περπατούν πέρα – δώθε στα καλώδια και πού και πού να
σταματούν και να τον κοιτάζουν τόσο έντονα με κίνδυνο να του ρουφήξουν την
ψυχή. Άραγε πώς θα ήταν μια κανονική ζωή, στην οποία θα ένιωθε πραγματικά
ελεύθερος; Θα υπήρχαν κι εκεί εκδικητικά περιστέρια;
Ελευθερία. Πραγματικά ελεύθερος δεν ένιωσε ποτέ.
Πάντοτε, για το καλό του, ένα λουρί όριζε τις επιλογές του – πού θα πάει, πότε θα πάει…
το μόνο που άλλαζε με τα χρόνια ήταν το χρώμα, το υλικό και το μήκος. Όσο μεγάλωνε
το λουρί ήταν φτιαγμένο από πιο ανθεκτικό υλικό, το χρώμα του σκούραινε και
σιγά – σιγά το μήκος αυξανόταν για να έχει την αίσθηση της ανεξαρτησίας. Στο
πιάτο του σχεδόν κάθε μέρα το ίδιο φαγητό, μέχρι που μεγάλωνε, το βάρος
αυξανόταν και η τροφή έπρεπε να αλλάξει, γιατί οι απαιτήσεις του οργανισμού του
πια ήταν μεγαλύτερες.
Μια μέρα
αποπειράθηκε να φύγει από το σπίτι. Να ζήσει ελεύθερος, ανεξάρτητος. Ήταν η μέρα
που έφεραν το καινούργιο σαλόνι στον κηδεμόνα του και η πόρτα
ήταν διάπλατα ανοιχτή. Χώθηκε κάτω από τον καναπέ που τον κρατούσαν δυο
μεταφορείς και με μια τρεχάλα βγήκε από το διαμέρισμα. Τα είχε καταφέρει. Μόνο
μια πόρτα έμενε ακόμα προς την ελευθερία. Σε λίγο θα άνοιγε για να φύγουν οι
μεταφορείς κι εκείνος θα έκανε μια νέα αρχή.
Κατάφερε
να βγει από το κτήριο χωρίς να τον δει κανείς. Έκανε μια βόλτα στο τετράγωνο.
Άκουσε μια γυναίκα να φωνάζει κλαίγοντας, σε μια γλώσσα παράξενη που δεν την
είχε ακούσει ξανά. Τα κλάματά της σκέπαζαν οι αγριοφωνάρες ενός άνδρα και τα
σπασίματα πιάτων, το σούρσιμο επίπλων. Οι χτύποι της καρδιάς του αυξάνονταν και
ένιωσε ένα τρέμουλο στα πόδια του. Επιτάχυνε το βήμα του για να απομακρυνθεί
γρήγορα από εκεί. Πιο κάτω ένας επαίτης που παρίστανε τον κουτσό, κούνησε το
πλαστικό ποτήρι. Ακούστηκαν δυο – τρία κέρματα και απογοητευμένος σηκώθηκε,
έβαλε την πατερίτσα κάτω από τη μασχάλη, άναψε ένα τσιγάρο και έφυγε
περπατώντας κανονικά. Ο Άρης μόλις είχε γίνει μάρτυρας ενός θαύματος. Ο κουτσός
περπάτησε χάρη στο μαγικό θόρυβο των κερμάτων.
Όσο απομακρυνόταν
από το σπίτι, τόσο σκεφτόταν τον κηδεμόνα του, ο οποίος θα ανησυχούσε, μπορεί και
να τον έψαχνε. Αυτός ήταν η μοναδική του οικογένεια. Επέστρεψε στο σπίτι και περίμενε
να ανοίξει κάποιος την πόρτα της εισόδου για να μπει στο κτήριο.
Η πόρτα
άνοιξε από τον άνθρωπο του που είχε κατέβει για να τον ψάξει. Ενδεχομένως να
ήταν η μόνη του δέσμευση, αλλά ακόμα κι αν οι δεσμεύσεις είναι επιλογές, δεν παύουν
ποτέ να είναι δεσμεύσεις και με δεσμά ουδείς είναι ελεύθερος.
Ο Άρης ήθελε να φεύγει. Να γνωρίζει άλλους πολιτισμούς
και αρώματα, αλλά είχε ακούσει ότι χρειαζόταν πολλά λεφτά για να γίνει πολίτης του κόσμου. Ήθελε
να πετάει, αλλά είχε τέσσερα πόδια και ούτε ένα φτερό. Ακόμα και τα μακριά αυτιά
του δεν ήταν αρκετά δυνατά να σηκώσουν το σώμα του.
Καμιά φορά η τηλεόραση παρέμενε ανοιχτή και εκείνος ξάπλωνε απέναντι
που έμπαινε ένα ελαφρύ, δροσερό αεράκι από την μπαλκονόπορτα. Άκουγε για κλεψιές,
για φονικά, για κακοποιήσεις, ασθένειες, βεντέτες, στις βόλτες του έβλεπε βρώμικα
κτήρια στιγματισμένα από την ανοησία του καθενός, ο ένας να τσακώνεται με τον
άλλον για μια θέση στάθμευσης, για μια ομάδα ποδοσφαίρου, για ένα στραβό βλέμμα
να πιάνονται στα χέρια και όλοι οι υπόλοιποι να περπατούν δίπλα τους σα να μη
συμβαίνει τίποτα.
Τα κυριακάτικα απογεύματα συνήθως πήγαιναν στην πλατεία
για έναν καφέ. Όλοι έδιναν σημασία στο κινητό τους και σχεδόν κανείς στον
διπλανό του. Ο άνθρωπός του έσκυβε να
τον χαϊδέψει και του ψιθύριζε:
«Μην τους βλέπεις
χαμογελαστούς. Οι περισσότεροι από αυτούς θα ξεσπάσουν τα νεύρα και τον
καταπιεσμένο τους θυμό σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο.»
Στον ανάποδο κόσμο του Άρη η καθημερινότητα ήταν
διαφορετική. Οι άνθρωποι γελούσαν, συζητούσαν μεταξύ τους και έβρισκαν χρόνο
για να δημιουργήσουν αναμνήσεις. Στον μπλε κάδο, τα βράδια πετούσαν όπλα, φαλτσέτες,
λοστούς. Σέβονταν το περιβάλλον και τους συνανθρώπους τους. Το χρώμα, η χώρα,
τα έθιμα, ο έρωτας… δεν τους χώριζε, αλλά τους ένωνε.
Στον ανάποδο κόσμο του Άρη, η βία, η ανασφάλεια υπήρχαν
μόνο ως λήμματα στα λεξικά και όσο ρομαντικό κι αν φαινόταν, σίγουρα κάποτε οι
άνθρωποι ήταν περισσότερο ανοιχτοί, δοτικοί και λιγότερο εγκληματικοί. Ίσως να
υπήρχε ένα μέρος κάπου στη Γη που η ζωή να ήταν παραδεισένια. Γεμάτη αρμονία
και παλ αποχρώσεις. Χωρίς γκρίζα ντουβάρια και ανθρώπους που σκοτώνουν τους συνανθρώπους
τους στο βωμό της απληστίας, της παράσιτης ύπαρξης ή της ματαιοδοξίας τους.
Έχοντας διανύσει σχεδόν ένα χρόνο μαζί με τον άνθρωπό του
κλεισμένοι στους τέσσερεις τοίχους, έχει πάψει να καταλαβαίνει εκείνους που
ανυπομονούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα. Τόσο όμορφη ήταν η πραγματικότητα
που τους είχε λείψει;
Ο Άρης
ξαπλωμένος ανάσκελα στο στενό σοκάκι της Αθήνας, ξεχασμένο από τη δεκαετία του ’60,
πλαισιωμένο από πέτρινες μισογκρεμισμένες μονοκατοικίες και διώροφα σπίτια, με
περίτεχνα σχέδια στα τζάμια των εισόδων και από τα κάγκελα των μπαλκονιών να
καταδύονται τα ανθισμένα λουλούδια, ονειρευόταν μια νέα αρχή. Αν ήταν ο
πανίσχυρος Άρης, ο κυβερνήτης τούτου του κόσμου, θα τίναζε την μπέρτα του και
με αποφασιστικότητα, θα πατούσε το κουμπί για το μηδενισμό του χρόνου και στη
νέα αρχή ο κόσμος θα ήταν ανάποδα. Με περισσότερη αισθητική, καθόλου εγκληματικότητα,
περισσότερη αγάπη, αλληλεγγύη, ομαδικότητα, παιδεία, λυρισμό, ποίηση, χρώμα και
φως.
Στον
ανάποδο κόσμο του Άρη δε θα υπήρχαν λουριά που θα έδιναν την ψευδαίσθηση της ελευθερίας,
αλλά από την άλλη όλα τα δίποδα και τα τετράποδα, θα έπρεπε να ήξεραν τι
σημαίνει ελευθερία για να την εφαρμόσουν σωστά χωρίς να έχουν κακοποιητικές ή
καταπιεστικές συμπεριφορές και αυτό θα ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που θα έπρεπε
να αντιμετωπίσει.
Ο Άρης,
όμως, ζούσε στον ίσιο κόσμο, όπου ναι μεν οι άνθρωποι δε συμφωνούσαν με τα δεινά, με τα οποία
οι κοινωνίες ερχόντουσαν αντιμέτωπες, αλλά περιορίζονταν στην γκρίνια. Ίσως να
ήταν περισσότερο αποτελεσματικοί αν μια μέρα αποφάσιζαν να δουν τον κόσμο
ανάποδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου