Τετάρτη 5 Μαΐου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος ΙV]

             Η Γερασιμίνα – εν αντιθέσει με την κυρία Πέρσα, η οποία είχε ενθουσιαστεί από τη γνωριμία τους – δεν τολμούσε να συστηθεί στον καινούργιο γείτονα που όσο περνούσε ο καιρός, θα πάλιωνε κι εκείνος.
            Η κυρία Πέρσα συνήθιζε να του πλέκει το εγκώμιο, όμως η Γερασιμίνα όσο καλή θέληση κι αν είχε, παρέμενε καχύποπτη. Συχνά – πυκνά τον έβλεπε να βγαίνει στο δρόμο και να φωνάζει στο Νίκο, τον έφηβο γυιό του ασφαλιστή που έμενε στην απέναντι πολυκατοικία, κουνώντας τον δείκτη του αριστερού του χεριού:
«Погоди! Погоди
«Σας παρακαλώ, κυρία Πέρσα, μείνετε μακριά του. Ο άνθρωπος δε φαίνεται να είναι στα καλά του.»
«Μια χαρά είναι ο Γεβγκένιι. Αυτός ο μικρός διάολος φταίει. Δε θα πετύχω τη μάνα του;!»
            Η Γερασιμίνα είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά. Όλες οι προσπάθειες να πείσει την Πέρσα να απομακρυνθεί από εκείνον έπεφταν στο κενό. Κάθε μέρα πήγαινε στο σπίτι του για τσάι, για να ανταλλάξουν απόψεις περί λογοτεχνίας και ποιήσεως και να ακούσουν μουσική πίνοντας βότκα.
            Η κυρία Πέρσα ξεχνούσε το χαρτάκι τις Τετάρτες στους Παναγόπουλους και τις Κυριακές περνούσε για δέκα λεπτά από την Γερασιμίνα, ίσα για μια καλησπέρα κι έπειτα χανόταν. Προτιμούσε τον υπόλοιπο χρόνο να τον περνάει με τον Γεβγκένιι.
«Μάγια σας έχει κάνει πια αυτός ο Ρώσος;!»
«Γερασιμίνα μου, τι λόγια είναι αυτά; Είσαι και μορφωμένη κοπέλα! Απολαμβάνω την παρέα του. Είναι άνθρωπος με επίπεδο. Έχει μια λεπτότητα σχεδόν συγκινητική. Δε συζητάμε τι έκανε ο τάδε και ο δείνα, ούτε τι θα μαγειρέψουμε, ούτε τα τρεξίματα που έχουμε ή τα χάπια που παίρνουμε. Συζητάμε για τέχνη, για φιλοσοφία ακόμα και για όνειρα. Μπορεί να είμαστε και οι δυο μεγάλοι πια, αλλά τα όνειρα δεν έχουν ηλικία.»
«Μαζί δε συζητάμε για λογοτεχνία;»
«Ναι, χρυσό μου, αλλά με τον Γεβγκένιι είναι αλλιώς. Όταν φθάσεις στην ηλικία μου, θα δεις πώς αλλάζουν οι σκέψεις και το μυαλό πια ανοίγει τα παράθυρα που μέχρι τότε είχε αμπαρωμένα από φόβο. Όσο πλησιάζει ο άνθρωπος στο τέλος δεν του έχει μείνει τίποτα να φοβηθεί. Ούτε τον θάνατο, ούτε καν τον ίδιο τον φόβο. Αρχίζει να πετάει τα βαρίδια. Γιατί νομίζεις πως οι γέροι είμαστε σκαιοί;»
«Επειδή κάποιοι είναι αγενείς;»
«’Η επειδή κουράστηκαν να υποκρίνονται και η σκέψη βγαίνει από τα χείλη χωρίς φιοριτούρες… Τα είπαν άλλοι, πριν από μένα.»
«Πάντως, δε μου φαίνεται να στέκει στα μυαλά του. Σας παρακαλώ, απομακρυνθείτε!»
«Δεν μπορώ να σου κάνω το χατίρι. Περνάω πολύ όμορφα μαζί του. Μου θυμίζει την εποχή που ζούσε ο άνδρας μου. Έτσι και με εκείνον φιλοσοφούσαμε. Ζούσαμε διαφορετικά την κάθε μέρα. Άνοιγαν οι ορίζοντες μου. Πώς να σου το εξηγήσω;»
«Τι έχει να σας προσφέρει αυτός ο άνθρωπος;»
«Γνώση και συντροφιά. Γεμίζει η μέρα μου και δε νιώθω πλήξη. Ούτε που καταλαβαίνω πώς περνάει η ώρα! Αλήθεια, ήξερες ότι είναι αρχαιολόγος;»
«Ναι, όλοι όσοι έρχονται εδώ είναι μορφωμένοι και τους έριξε στο μεροκάματο η κακή τους η μοίρα.»
«Τον αδικείς. Καμία κακή μοίρα δεν τον έφερε ως εδώ. Η επιστήμη του τον έφερε στην Ελλάδα και ο έρωτας τον κράτησε.»
           
            Είχε αρχίσει να νυχτώνει. Η κυρία Πέρσα έφυγε από το σπίτι της Γερασιμίνας. Πριν πάει στο δικό της έριξε μια ματιά στο σπίτι του γείτονα. Είδε φως και αποφάσισε να περάσει να του πει μια καληνύχτα. Πριν προλάβει να πλησιάσει, η αυλόπορτα άνοιξε ορμητικά. Πετάχτηκε από μέσα ο Γεβγκένιι σηκώνοντας το δείκτη του αριστερού του χεριού και φωνάζοντας στο Νίκο, ο οποίος έτρεχε προς τη διασταύρωση, κρατώντας δυο τριαντάφυλλα στο χέρι:
«Погоди! Погоди
Η Γερασιμίνα βγήκε στο παράθυρο. Κάτω από το φως της λάμπας του δρόμου φαινόταν μόνο η  Πέρσα και ο Γεβγκένιι:
«Κυρία Πέρσα, κυρία Πέρσα! Είστε καλά;»
«Ναι, Γερασιμίνα μου, μια χαρά είμαι. Μην ανησυχείς!», της απάντησε και έστρεψε το κεφάλι της προς τον Γεβγκένιι:
«Λοιπόν, καλό ξημέρωμα. Θα περάσω αύριο το πρωί.»
«Εντάξει. Καλό βράδυ.», της ευχήθηκε χαμογελώντας, αλλά η βαριά προφορά προσέθετε μια αυστηρότητα στα λόγια του.
            Ο Γεβγκένιι έκλεισε πίσω του την αυλόπορτα. Κάθισε στην καρέκλα της αυλής, γέμισε το ποτήρι του με βότκα και συνέχισε να διαβάζει ποιήματα του Πούσκιν.
Η Πέρσα συχνά τον παρακαλούσε να της μεταφράσει μερικά από αυτά, αλλά ο ίδιος αρνιόταν:
«Ο Πούσκιν δεν μεταφράζεται.», συνήθιζε να της λέει.
Αν το έκανε, θα χανόταν ο λυρισμός των στίχων του. Ήταν γλωσσοπλάστης και οι λέξεις ήταν αδύνατον να μεταφραστούν κατά προσέγγιση, γιατί θα έχαναν την αίγλη τους.
            Είχε ωραία βραδιά. Ο ουρανός καθαρός και κάπου – κάπου αχνοφαίνονταν μερικά σκορπισμένα αστέρια. Ο μοναδικός φωτισμός στην αυλή του προερχόταν από τα αναμμένα φανάρια και ‘κει, ανάμεσα στις τριανταφυλλιές και τις κάλλες σα να βλέπε την Κατιούσα του να του χαμογελά.
            Στην πραγματικότητα δε θύμωνε με τον Νικολάκη. Μήπως ο ίδιος δεν υπήρξε παιδί; Δεν έκανε σκανδαλιές; Ή μήπως δεν ερωτεύθηκε; Ο μικρός ήθελε τα λουλούδια για να τα χαρίζει στο κορίτσι του. Ο Γεβγκένιι ήθελε να του ζητούσε την άδεια και όχι να σκαρφάλωνε στην περίφραξη για να τα κόψει. Κάτι που αυτό ήταν κλεψιά, κάτι που όχι μόνο έκοβε τα λουλούδια, αλλά δεν ήξερε πώς να το κάνει και τα ρήμαζε… Δεν θα του έκανε κακό. Ήθελε μόνο να τον τρομάξει.
Κι εκείνο το «Погоди! Погоди!»*, ακουγόταν περισσότερο απειλητικό εξαιτίας της μπάσας φωνής του.
Θα του έφτιαχνε ένα μικρό μπουκέτο και θα του το έδινε για να το προσφέρει στο κορίτσι του – το είχε αποφασίσει –, αφού πρώτα έκαναν μια κουβέντα περί σεβασμού, κοινωνικής παιδείας και ήθους. Αυτό το погоди, έπρεπε να γίνει πράξη. Αν έμενε μόνο ως απειλή, ο Νίκος θα συνέχιζε να σκαρφαλώνει στο φράχτη, να κλέβει και να μην ιδρώνει το αφτί του. Και ο Γεβγκένιι, του οποίου τα μάτια είχαν δει πολλά, πίστευε πως ο Νικολάκης σήμερα έκλεβε λουλούδια, αργότερα όμως μπορεί να γινόταν διαρρήκτης και να έκλεβε κάτι πολυτιμότερο· χρήματα, κοσμήματα, συσκευές… Δεν ήταν κηδεμόνας του, ήταν όμως ο άνθρωπος που ο μικρός εξαπατούσε. Αυτό από μόνο του αποτελούσε έναν λόγο για να του μιλήσει, όπως θα έκανε στα δικά του παιδιά – όταν κάτι δεν μας ανήκει, δεν το παίρνουμε με τη βία, γιατί κάποιος άλλος κόπιασε για να το αποκτήσει. Με την ευγένεια, με μια απλή ερώτηση ποτέ κανείς δε ζημιώθηκε.
Αυτό θα έκανε και στο τέλος θα του έδινε και το μπουκέτο. Εξάλλου, τα λουλούδια του μαραίνονταν πάνω στα κοτσάνια. Δεν είχε σε ποιον να τα προσφέρει. Ομόρφαιναν την αυλή του και έπειτα μαράζωναν και έριχναν τα πέταλά τους.
Ήταν επιθυμία της Κατιούσας του, όταν ξυπνούσε, να άνοιγε τα παραθυρόφυλλα και να έβλεπε μπροστά της έναν κόσμο ολάνθιστο. Κάθε της ευχή ήθελε να πραγματοποιήσει κι αν για κάτι ένιωθε τύψεις, ήταν που εκείνη, την τελευταία της ευχή, να πάνε ένα ταξίδι στη λίμνη Μπαϊκάλ, για να θαυμάσει τους σχηματισμούς των παγωμένων νερών της, δεν της το πραγματοποίησε από φόβο μήπως επιβαρυνόταν περισσότερο η υγεία της. Το μόνο που κέρδισε τελικά ήταν μια μέρα ζωής παραπάνω. Ίσως αν την είχε πάει εκείνο το ταξίδι, να την έσωζε. Δε θα το μάθαινε ποτέ.
Η Κατερίνα, η Κατιούσα του, έφυγε με τον ίδιο τρόπο που μπήκε στη ζωή του – ήσυχα.
 

[Τέλος]

*Погоди σημαίνει "περίμενε" με την έννοια του "περίμενε και θα δεις". Είναι απειλητικό.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου