Σκοτείνιασε ο χώρος. Οι φωνές των συναδέλφων της
ξεθώριαζαν και οι παλμοί της καρδιάς της αυξάνονταν προκαλώντας της το φόβο του
θανάτου.
Πάντοτε ήταν τρομακτικός ο θάνατος. Όσο πλησίαζε
δεκάδες σκέψεις πλέκονταν σαν κουβάρι:
«Προλαβαίνω να επιστρέψω στη ζωή ή έχω
φθάσει στον τερματικό σταθμό; Θα γίνω ρεζίλι αν δεν καταφέρω να πεθάνω και
είναι απλώς μια λιποθυμία; Ευτυχώς φοράω τις καινούργιες μου γόβες! Τουλάχιστον,
θα είμαι κοκέτα στη βαρκάδα με τον Χάρο. Έχω συμπληρώσει τα κουπόνια για τον Παράδεισο;
Έχει γούστο να μην έχω ψιλά για τον Αχέροντα! Αυτό μου έλειπε τώρα να με πουν
και λαθρεπιβάτισσα. Θα λείψω σε κανέναν; Σε ποια χέρια θα καταλήξει η συλλογή μου
από χάρτινους σελιδοδείκτες; Τα μάτια μου είναι κλειστά ή ανοιχτά; Λες να νομίζουν
πως κοιμήθηκα; Αναπνέω; Σε τι ρυθμό χτυπάει η καρδιά μου;»
Σιωπή.
Δευτερόλεπτα αργότερα βρήκε το φως της. Κανείς
δεν είχε καταλάβει τίποτα. Η ζωή έτρεχε κανονικά, σαν καλοκουρδισμένο ρολόι –
αγαπημένη κλισέ φράση – ή σαν το χάμστερ μέσα στον τροχό.
Θα μπορούσε να είχε πεθάνει και, αν δεν σωριαζόταν
στο πάτωμα, κανείς δεν θα είχε αντιληφθεί ότι κάποτε υπήρξε ανάμεσά τους και εκείνη
τη στιγμή θα την αποχαιρετούσαν για πάντα.
Όλα
ξεκίνησαν όταν η Φλώρα αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της ως σχεδιάστρια σε μια
μικρή οικογενειακή επιχείρηση, για να πάει σε μια μεγαλύτερη εταιρεία, κυρίως
για το σόι της και το βιογραφικό της. Η κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια μέρα στη
δική της φυλακή. Ο υπεύθυνος Σχεδιαστηρίου είχε μπερδέψει τους αιώνες και
πίστευε πως τα μεσαιωνικά βασανιστήρια ήταν της μόδας. Όλο το σύγχρονο λεξιλόγιο
εμφανιζόταν σα σούπερ κάτω από κάθε στιγμή της καθημερινότητας:
Χ Τοξικότητα Χ Έλλειψη Ενσυναίσθησης Χ Εκφοβισμός Χ Λεκτική Βία Χ
Κάθε μέρα όλο και κάτι συνέβαινε που κόσμος
από το Σχεδιαστήριο αναγκαζόταν είτε να υποβάλει παραίτηση ή τους απέλυαν, γιατί
η ανεπάρκεια των ανωτέρων κρυβόταν καλά κάτω από τη μπουχάρα, όπως και οι
δεξιότητες και η δουλειά των υφισταμένων. Το Σχεδιαστήριο ήταν το τμήμα με τις περισσότερες
αλλαγές προσώπων.
Μέχρι
που ήρθε εκείνη η μέρα. Η άγια μέρα που ο υπεύθυνος Σχεδιαστηρίου ανακοίνωσε τη συνταξιοδότησή του. Η ανακοίνωση του ήρθε σα δώρο λίγο
πριν τη δύση του παλαιού χρόνου. Η Φλώρα δεν ήταν από τα άτομα που εκδήλωναν τα
συναισθήματά τους. Συσσώρευε μέσα της το θυμό, τον εκνευρισμό, κυρίως από
πλήξη. Δεν άντεχε τους διαπληκτισμούς. Σκότωναν την μούσα μέσα της και
σπαταλούσε χρήσιμη ενέργεια. Αν έπρεπε να επιλέξει μεταξύ των συγκρούσεων και
του σχεδίου, πάντα κέρδιζε το σχέδιο.
Κάπως
έτσι έφθασε στο σήμερα, λίγο πριν τα κάλαντα των Φώτων να αναζητεί το φως της κάτω
από εννέα λάμπες λευκού φωτός. Ήταν ο συναγερμός του οργανισμού της για να ανησυχήσει
για το σώμα της και να τρέξει στο πρώτο εφημερεύον νοσοκομείο που θα έβρισκε.
Προσπαθούσε
για λίγο να ξεχάσει το ενδεχόμενο να λυγίσουν ξανά τα πόδια της και να βρεθεί
σε ένα πάτωμα. Εκεί απ’ όπου δε θα έκανε καμία προσπάθεια να επιστρέψει, ώστε
να μην χρειαστεί να έρθει αντιμέτωπη με όλους τους μικροοργανισμούς που
σουλατσάριζαν στα επείγοντα.
Οι
γιατροί την εξέτασαν, της έκαναν ένα σωρό ερωτήσεις, την είχαν στην αναμονή και
έπειτα ξανά με περισσότερες ερωτήσεις και επιπλέον εξετάσεις. Το μόνιτορ στραμμένο
στην πλευρά του γιατρού, την εμπόδιζε να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε, αλλά
σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά και για να βρει το δρόμο του, έπρεπε να το
καθοδηγήσει η χημεία. Χάπια και μετρήσεις. Πόσο σοβαρά να ήταν άραγε τα
πράγματα – κανείς δεν απαντούσε. Έφθασε το ξημέρωμα για να φύγει.
Περπάτησε μέσα στη νύχτα αναζητώντας ταξί –
όχι με ιδιαίτερη επιμονή. Όσο κι αν δυσκολευόταν, εκείνος ο περίπατος στη Βασιλίσσης
Σοφίας απεδείχθη σωτήριος. Κάπως όλα τα κομμάτια έμπαιναν στη θέση τους
σχηματίζοντας διάφορα σχέδια, όπως οι γραμμές της Νάσκα. Τα τέλεια σχήματα (τετράγωνο,
τρίγωνο, τραπέζιο, πεντάγωνο…) δεν ταίριαζαν στην ζωή, η οποία μοιάζει με χιλιάδες
ρυάκια που ενώνονται στο ποτάμι.
Όλο αυτό δεν άξιζε. Καμία μέρα υπομονής δεν
άξιζε σε εκείνη την εταιρεία. Τα πάντα δικαιολογούνταν ως μια κακιά μέρα, ως τη
σπιρτάδα μια δυναμικής προσωπικότητας και κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει
αυτό που πραγματικά ήταν· μια κακοποιητική συμπεριφορά.
Έφθασε
στο σπίτι, έκλεισε το ξυπνητήρι. Ξημέρωνε Σάββατο και εκείνες τις δυο μέρες
ήθελε να τις περάσει στη γαλήνη του σπιτιού της, στην ζεστασιά του κρεβατιού της,
κάτω από τα αστέρια που θα έπεφταν από τους ανοιχτούς ουρανούς της 6ης
Ιανουαρίου, γεμίζοντας τη νύχτα ευχές και επιθυμίες.
Δευτέρα
πρωί. Έφτιαξε έναν ζεστό καφέ, κάθισε στη θέση της ετοίμασε τα μολύβια της και
πριν προλάβει να ακουμπήσει τη μύτη του μολυβιού στο χαρτί ξέσπασε σε κλάματα.
Δεν είχε προηγηθεί τίποτα. Ήταν όλη η ένταση που είχε συσσωρεύσει και πλέον δεν
μπορούσε να τη συγκρατήσει, όσο κι αν το πάλευε.
«Τι έγινε;», τη ρώτησε η μια συνάδελφος από το
τμήμα Συσκευασίας που μόλις είχε επιστρέψει από την άδεια των εορτών.
Η Φλώρα απέφυγε να την κοιτάξει. Τα μάτια της παραήταν
φλύαρα, αλλά την πρόδωσαν τα χείλη της:
«Τίποτα. Απλώς, νιώθω πως τώρα που όλα
τελείωσαν, μού βγαίνει η ένταση. Δεν αντέχω άλλο.»
«Εγώ τόσα χρόνια στην εταιρεία δεν έχω πει
ποτέ ότι δεν αντέχω. Πάντα πίστευα πως έχω άλλο λίγο.»
Και η Φλώρα το ίδιο πίστευε τριανταπέντε χρόνια
– ότι άντεχε κι άλλο λίγο. Δεν ήξερε ποια ήταν τα όρια της. Ποτέ δεν τα είχε αγγίξει.
Ακόμα και για το συναίσθημα της έπρεπε να κριθεί. Ακόμα και ότι λύγιζε, γιατί ο
οργανισμός της δεν άντεξε, την έκανε στα μάτια των άλλων λίγη και
συναισθηματικά ευάλωτη… στα μάτια των άλλων.
Τα μάτια των άλλων που δεν περπάτησαν ποτέ στα
παπούτσια καμίας Φλώρας. Τα μάτια των άλλων που «φαντάζονταν», όμως δεν ζούσαν
την ένταση του εκφοβισμού. Τα μάτια των άλλων που τοποθετούσαν, ως νάρκισσοι, τους
εαυτούς τους σε θρόνους και κορυφές βουνών, κοιτάζοντας τους άλλους με υπεροψία,
επειδή οι ίδιοι βάδιζαν σε δρόμο διαφορετικά στρωμένο. Στα μάτια των άλλων,
ακόμα και τα σχέδια της υστερούσαν. Δεν αναγνώριζαν ούτε το ξεχωριστό της ταλέντο.
Είχε καταταγεί στο σωρό των ανειδίκευτων εργατών, των ατόμων που δεν είχαν
καμία σχέση με την τέχνη και απλώς έκαναν μουτζούρες καθώς μιλούσαν στο
τηλέφωνο.
Τα μάτια των άλλων που της ψαλίδιζαν τα φτερά
και δήλωναν άγνοια των πράξεων τους. Και ήταν τα ίδια μάτια των άλλων που μόλις
τολμούσαν να προσπαθήσουν να χωρέσουν το πέλμα τους στα μοκασίνια της, τους στένευαν,
κι ας φορούσε δυο νούμερα μεγαλύτερο παπούτσι.
Τα μάτια των άλλων δεν ανέπνεαν, όταν έπρεπε
να περπατήσουν το ίδιο μονοπάτι με εκείνη.