Τρίτη 20 Απριλίου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος ΙΙΙ]

Φόρεσε το ταγέρ της, καρφίτσωσε στο πέτο ένα παγώνι ασημένιο διακοσμημένο με μπλε και πράσινα πετράδια στην ουρά – δώρο στον εαυτό της από το ταξίδι που είχε πάει στη Βενετία τη προηγούμενη χρονιά με τον πολιτιστικό σύλλογο. Πέρασε και λίγο ροζ κραγιόν στα χείλη της, πήρε τη μικρής της μαύρη τσάντα, έβαλε ένα μικρό καθρεφτάκι, το μαντήλι της, το πορτοφόλι της, τη βεντάλια και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Πρώτα θα πήγαινε στην εκκλησία – να ανάψει ένα κερί και να δώσει το παρόν. Ήταν η κοσμική έξοδος των περισσοτέρων κυριών της γειτονιάς και αν κάποια δεν εμφανιζόταν άρχιζαν τα κουτσομπολιά και οι ερωτήσεις με επικρατέστερη – κυρίως, αν έλειπε κάποια για περισσότερες από μια Κυριακές –  μήπως είχε αποδημήσει εις Κύριον.
Μόλις τελείωσε η λειτουργία, πήρε το αντίδωρο και έφυγε από την πλαϊνή πόρτα. Είχε δουλειές να κάνει. Δε θα χασομερούσε με καφέδες και συζητήσεις.
Πέρασε από το σπίτι της, φρεσκαρίστηκε και πήρε το ταψί με το γαλακτομπούρεκο που είχε ετοιμάσει για τον γείτονα της Γερασιμίνας.
Στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα της αυλής. Ακόμα και στο πεζοδρόμιο είχε τοποθετήσει ζαρντινιέρες με γεράνια και αρμπαρόριζα. Το σπίτι του σωστό φρούριο. Ούτε μια χαραμάδα δεν υπήρχε για να κρυφοκοιτάξει κανείς.
Έβγαλε τον μικρό καθρέφτη από την τσάντα της, ήλεγξε για ακόμα μια φορά το κραγιόν, έστρωσε λίγο τα μαλλιά και τα φρύδια της και χτύπησε το κουδούνι.
Τίποτα δεν ακουγόταν. Χτύπησε δεύτερη φορά:
«Ποιος είναι;», ρώτησε ο Γεβγκένιι με βαριά προφορά.
«Καλημέρα, η Πέρσα είμαι. Ανοίξτε μου, παρακαλώ.»
Ο Γεβγκένιι πλησίασε και μισάνοιξε την αυλόπορτα.
 «Καλημέρα σας! Ήρθα να σας καλωσορίσω στη γειτονιάς μας. Σας έφερα και ένα γλυκό για το καλό.»
Το βλέμμα του την επεξεργαζόταν, σούφρωσε τα φρύδια του και τελικά, ενέδωσε. Δεν είχε διάθεση για επισκέψεις, αλλά από την άλλη ουδέποτε υπήρξε αγενής. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και την προσκάλεσε να περάσει. Η Πέρσα στάθηκε απέναντι από τον άντρα με τη λευκή φανέλα και το πρόχειρο τζιν παντελόνι. Του χαμογέλασε, δίχως να της το ανταποδώσει.
«Με το δεξί θα μπω. Εγώ ξέρετε είμαι πολύ γουρλού. Για να καταλάβετε, οι Παναγόπουλοι δεν κάνουν ρεβεγιόν Πρωτοχρονιάς χωρίς εμένα. Απαραιτήτως βρίσκομαι στη λίστα των καλεσμένων τους.»
Ο Γεβγκένιι την κοίταζε σιωπηλός.
«Μπορώ να καθίσω;»
«Παρακαλώ.», της απάντησε τινάζοντας τα μικρά φυλλαράκια που είχαν πέσει στο μαξιλάρι της καρέκλας.
«Να σας προσφέρω λίγο τσάι;»
Ο Γεβγκένιι τόνιζε πολύ τα σύμφωνα, το λάμδα του ήταν βαρύ, το πρόσωπό του ανέκφραστο και τα πράσινα μάτια του πιο ψυχρά και από τον πάγο.
«Ευχαρίστως, αν δε σας κάνει κόπο. Σας έφερα και ένα γαλακτομπούρεκο. Εγώ το έφτιαξα. Είναι φρέσκο, φτιαγμένο με αγνά υλικά, από παλιά συνταγή της μητέρας μου. Όμοιο του δεν έχετε φάει. Πιστέψτε με.»
«Спасибо… Ευχαριστώ.», πήρε το ταψί και μπήκε στο σπίτι.
Η Πέρσα σιχαινόταν το τσάι. Όχι ως γεύση, αλλά ως συνήθεια. Από μικρό παιδί το είχε συνδυάσει με ασθένειες και βαθιά γεράματα. Η ίδια ήταν κουρασμένη από το χρόνο, όμως φρόντιζε πολύ την υγεία της. Ούτε από γρίπη δεν αρρώσταινε. Κάτι οι τακτικοί προληπτικοί έλεγχοι, κάτι η υγιεινή διατροφή, κάτι η κολύμβηση που δεν σταματούσε με το πέρας το καλοκαιριού... Ένιωθε ακμαία και πάντοτε έτοιμη να νικήσει κάθε μάχη με τα κακά που σέρνει πίσω του το γήρας.
Περπατούσε γύρω από τον μικρό κήπο, χάιδευε τα τριαντάφυλλα απαλά, μύριζε τις φρέζιες… τα λουλούδια ανθισμένα, τα κλαδιά των αναρριχώμενων φυτών πλεγμένα πάνω στα στερεώματα του τοίχου κι εκείνη ένιωθε σα μικρό κοριτσάκι που χανόταν ανάμεσα στα αρώματα και τα χρώματα.
            Ο Γεβγκένιι εμφανίστηκε φορώντας ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα σκούρο μπλε, υφασμάτινο παντελόνι, κρατώντας ένα δίσκο με το σερβίτσιο τσαγιού και δυο κομμάτια από το γαλακτομπούρεκο της Πέρσας.
 «Κρυώνετε; Θέλετε να πάμε μέσα;»
«Όχι, όχι μην ενοχλείστε. Χαρά Θεού έχει. Εξάλλου, δε θα μείνω πολύ. Έτσι ήρθα για να σας πω μια καλημέρα και να σας καλωσορίσω. Θα φύγω. Μη σας βάζω σε φασαρία. Έχετε κι εσείς τις δουλειές σας… έχω κι εγώ τις δικές μου...»
«Όχι, δε με βάζετε σε φασαρία. Πότιζα πριν και ήμουν λίγο απεριποίητος.»
«Μα, για όνομα του Θεού! Αλίμονο. Σπίτι σας είστε. Ήρθα κι εγώ απρόσκλητη.»
«Πώς είπατε λένε εσάς;»
«Πέρσα. Πέρσα Αϊβαλιώτη.», του απάντησε προτείνοντας του το χέρι της.
«Γεβγκένιι Ιβάναβιτς Ντρουγκανίν.»
            Ο Γεβγκένιι κοιτούσε επίμονα την καρφίτσα στο πέτο της Πέρσας, καθώς εκείνη έκανε μεγάλη προσπάθεια να πιεί μια γουλιά τσαγιού.
«Σας αρέσει η καρφίτσα μου;», τον ρώτησε ακουμπώντας το φλιτζάνι με το πιατέλο στο τραπέζι.
«Καλή είναι.»
«Μόνο καλή; Υπέροχη! Πέρσι είχαμε πάει εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο στη Βενετία και την είδα στη βιτρίνα ενός καταστήματος τόσο μικρού, σαν ποντικότρυπα, αλλά γεμάτο υπέροχα κοσμήματα.»
«Δεν ξέρω από αυτά, αλλά ο павлин… ο παγώνης, ξέρετε, ήταν ο αγαπημένος πουλής της γυναίκας μου.»
Έσκυψε προς το μέρος του και τον διόρθωσε ψιθυριστά:
«Είναι το παγώνι. Ουδέτερο.», του είπε χαμογελώντας.
«Ναι, σωστά. Με συγχωρείτε, αλλά καμιά φορά ξεχνάω.»
«Εμένα με συγχωρείτε, δεν ήθελα να σας προσβάλω· το είπα για να σας βοηθήσω. Πράγματι, είναι πολύ όμορφα! Έχετε δει από κοντά;»
«Ναι. Πολύ παλιά μέναμε σε ένα σπίτι με μεγάλο κήπο και είχαμε έναν αρσενικό παγγώνη… ένα παγώνι. Στην Κατιούσα μου, άρεσαν τα φτερά του που άνοιγαν σα βεντάλια. Δεν έχουν ωραία φωνή. Κάθε φορά που ερχόταν κάποιος στο σπίτι έκραζε. Ερχόταν κοντά μας, ακούμπαγε το κεφάλι του στα πόδια μας για να το χαϊδέψουμε και το βράδυ ήθελε να κοιμάται μέσα στο σπίτι. Στους παγγώνους…
«Στα παγώνια…», τον διόρθωσε ευγενικά η Πέρσα.
«Ναι, σωστά. Στα παγώνια δεν αρέσει να είναι κοντά με τους ανθρώπους. Φοβούνται. Εκείνο το παγώνι ήταν αλλιώς. Οι φίλοι μας ‘λεγαν στα αστεία ότι εκείνο δεν ήταν παγγώνης… παγώνι, αλλά σκυλί. Τον είχαμε από πολύ μικρό. Όταν τον πήραμε μόλις είχε βγάλει τα φτερά του και έτσι μας έμαθε. Η Κατιούσα μου τον έλεγε Απόλλωνα.»
«Απόλλων… ωραίο όνομα!»
«Η γυναίκα μου έλεγε: “το καημένο δεν έχει ωραία φωνή, αλλά θα του δώσουμε το όνομα του θεού της μουσικής για να μη νιώθει άσχημα που δεν πατάει πάνω σε καμία μελωδία”. Δεν είχε ωραία φωνή, αλλά φώτιζε τον κήπο μας με την ομορφιά του.»
«Γλυκός άνθρωπος η γυναίκα σας.»
«Ναι, ήταν και καλή και όμορφη και γλυκιά.»
«Εγώ ξέρετε μένω στο από πάνω στενό.», η Πέρσα βιάστηκε να αλλάξει θέμα, μόλις είδε τα πράσινα μάτια του να σκοτεινιάζουν.
            Συνέχισαν να κουβεντιάζουν περί ανέμων και υδάτων. Ο Γεβγκένιι δεν ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσε να εμβαθύνει σε προσωπικά θέματα, όσο και αν η Πέρσα ήθελε να μάθει τα πάντα για τον νέο γείτονα.
            Δοκίμασε το γαλακτομπούρεκο της και ενθουσιάστηκε. Αυτή ήταν η μικρή ευκαιρία που της δόθηκε, ώστε να τον προσκαλέσει σε γεύμα την επόμενη Κυριακή.
Αν κάτι απεχθανόταν αυτό ήταν η μοναξιά. Ήθελε να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους για να μη σκέφτεται. Η μελαγχολία δεν ταίριαζε με την ιδιοσυγκρασία της, ούτε καν με το κραγιόν της. Το μαύρο το φορούσε μόνο ως επίσημο ένδυμα, αλλά ακόμα και εκείνες τις ημέρες, η ψυχή της ήταν τυλιγμένη σε χρωματιστό μανδύα. Με αυτό τον μανδύα ήθελε να ντύνει όλους τους ανθρώπους του κύκλου της. Σαν παγώνι να τους χαρίζει ομορφιά ακόμα και αν ο χρόνος έχει τσακίσει τις μελωδίες της νιότης της.

 […συνεχίζεται…]