Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Το Ιώδιο (3)

               Επέστρεψε αργά το βράδυ από το γραφείο. Ήταν κατάκοπος, χωρίς να γνωρίζει αν η αιτία της τόσο μεγάλης κόπωσης οφειλόταν στις διαρκώς αυξανόμενες επαγγελματικές του υποχρεώσεις, στο γεγονός ότι δεν ήταν πια είκοσι ετών ή στον οργανισμό του που διαρκώς συσσώρευε το άγχος, την πίεση και δεν υπήρχε τρόπος εκτόνωσης.
                Η πρώην σύζυγός του παράτησε τα πάντα· την καριέρα της, το σπίτι της, εκείνον, για να βρεθεί στην Ιταλία και να κάνει μια νέα αρχή με περισσότερη ηρεμία. Δεν την κατηγορούσε. Δεν έφταιγε εκείνη, η ευθύνη ήταν αποκλειστικά της Όντρεϊ Ουέλς, η οποία δημιούργησε την ταινία «Κάτω από τον ‘Ηλιο της Τοσκάνης» και αποτέλεσε την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο γάμος την είχε κουράσει. Δούλευαν και οι δυο πολλές ώρες, βλέπονταν ελάχιστα, ο έρωτας άρχισε να σβήνει και η αναπνοή να κόβεται. Η Στέλλα βρήκε τη λύτρωση. Έφυγε μακριά του.
                Καμιά φορά κατέβαινε στο κέντρο. Είχε βρει ένα μικρό υπόγειο μαγαζάκι με μπαχάρια και αφεψήματα. Αγόραζε ένα σακουλάκι πράσινο τσάι Ιαπωνίας με τριαντάφυλλο – ήταν το αγαπημένο της. Η Στέλλα του είχε διδάξει τον σωστό τρόπο προετοιμασίας του τσαγιού. Λάτρευε το τσάι και για εκείνη ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία. Πριν βάλει το νερό να βράσει, έπρεπε το σπίτι να ήταν τακτοποιημένο και καθαρό. Οι κουρτίνες κλειστές, το πικ – απ σε λειτουργία, αναμμένα κεριά και μαξιλάρια στο πάτωμα. Τον είχε πείσει πως με εκείνον τον τρόπο θα καθάριζε η ψυχή τους, θα χαλάρωναν και θα συνέβαλε σημαντικά στην ποιοτική ερωτική τους ζωή. Ουδέποτε – ούτε καν όταν έφυγε – δεν του απεκάλυψε αν τον θεωρούσε καλό εραστή ή απλώς έναν καταναλωτή πράσινου τσαγιού αναμειγμένο με τριαντάφυλλο.
                Εκείνη βρισκόταν παντού. Στο νερό που έβραζε, στο τσάι που βυθιζόταν μέσα στην τσαγέρα, στο άρωμα που αναδυόταν στο δωμάτιο. Ναι, ήταν μέρες που του έλειπε. Τώρα ζει στην Τοσκάνη, ενδεχομένως να απατά το τσάι με κάποια εκλεκτή ποικιλία κρασιού. Αν συμβαίνει αυτό, τι είδους ιεροτελεστία να ακολουθεί; Να κάθεται στη βεράντα της και να απολαμβάνει τη θέα στις κοιλάδες;
                Βγήκε από το αυτοκίνητο. Η κοπέλα του δευτέρου ορόφου πέταξε τα σκουπίδια στον κάδο, ο οποίος βρισκόταν περί τα δύο μέτρα από το σταθμευμένο του αυτοκίνητο. Η «μουσικάντισσα» ήταν πάντα κομψή, λιτή και περιποιημένη, όποτε έβγαινε από το σπίτι. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι, ένα τιρκουάζ πουκάμισο, λευκά πάνινα παπούτσια, τα μαλλιά της ελεύθερα και ελαφρύ μακιγιάζ. Πλησίασε αποφασισμένος να της μιλήσει:
«Με συγχωρείτε…!»
«Παρακαλώ.»
«Είστε η μουσικός που μένει στον δεύτερο;»
«Μάλιστα. Εσείς ποιος είστε;»
«Είμαι γείτονας.»
«Δε σας έχω δει στην πολυκατοικία.»
«Γειτονιά δεν είναι μόνο η πολυκατοικία σας. Μένω στο γωνιακό κτήριο.»
«Έχω την εντύπωση πως κάπου σας έχω ξαναδεί… Ίσως, στο περίπτερο.»
«Στο σπίτι σας. Είχα έρθει να ζητήσω ζάχαρη.»
«Στο δικό σας κτήριο, να υποθέσω πως όλοι είναι διαβητικοί;»
«Αφορμή έψαχνα. Θέλω να μάθω μουσική. Έψαξα για δάσκαλο, αλλά ούτε η κιθάρα, ούτε το πιάνο είναι του στυλ μου.»
«Και τι ταιριάζει στο στυλ σας;»
«Το σαξόφωνο.»
«Θα διαφωνήσω. Έχετε λεπτά χείλη και κοντά δάχτυλα. Καλύτερα να ασχοληθείτε με κάποιο άλλο πνευστό κατάλληλο για τα χαρακτηριστικά σας, όπως η τρομπέτα, η κορνέτα, το κόρνο… το κόρνο… ναι, γιατί όχι; Το κόρνο είναι μιας πρώτης τάξεως επιλογή. Και τώρα με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.»
«Μια στιγμή. Εσείς δεν μπορείτε να με βοηθήσετε;»
«Εγώ ούτε καθηγήτρια είμαι, ούτε παίζω κόρνο. Λυπάμαι.»
«Ίσως να τα καταφέρω με το σαξόφωνο.»
«Μπορεί. Σας εύχομαι να βρείτε κάποιον να σας διδάξει. Με συγχωρείτε, πρέπει να φύγω.»
« Έχετε δοκιμάσει να διδάξετε;»
«Γιατί επιμένετε;»
«Γιατί είναι σημαντικό για μένα. Κανένα ωδείο δε δέχεται νέες εγγραφές, θα πρέπει να περιμένω ως το Σεπτέμβρη και όσα δέχονται νέους μαθητές, έχουν ωράρια, τα οποία δεν με βολεύουν λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, ενώ εσείς μένετε εδώ και θα μπορούσαμε να προσαρμόσουμε τις ώρες των μαθημάτων αναλόγως με το πρόγραμμά μου.»
«Και οι δικές μου υποχρεώσεις; Αν δε με βολεύουν τα δικά σας ωράρια; Ακούστε, κύριε, πραγματικά δεν έχω άλλο χρόνο να ασχοληθώ μαζί σας. Εγώ είμαι επαγγελματίας μουσικός. Το καλύτερο που θα μπορούσα να κάνω, θα ήταν να σας προσφέρω μια πρόσκληση για τη συναυλία της συμφωνικής ορχήστρας. Παίζουμε σε δυο ημέρες στο Μέγαρο.»
Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε την πρόσκληση. Του την προσέφερε με την ευχή για καλή τύχη στην ανεύρεση δασκάλου μουσικής.

                Άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος. Δεν τον περίμενε κανείς. Ακόμα και μια λιβελούλα που είχε μπει το προηγούμενο βράδυ από την μπαλκονόπορτα, είχε εξαφανιστεί. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και έφαγε τα απομεινάρια της προηγούμενης ημέρας. Δυο κομμάτια πίτσα, μισό πεϊνιρλί, λίγη νερουλιασμένη σαλάτα.

(συνεχίζεται)


Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Έκτακτο Δελτίο: Η Ημέρα Της Μητέρας

Λίγα λουλούδια για τη μαμά μου, για τη μαμά της μαμάς μου, για τη μαμά σου,
για όλες τις μητέρες του κόσμου - όπου κι αν βρίσκονται.
Για όλες εκείνες τις φορές που νιώθουμε να χάνεται το έδαφος κάτω από τα πόδια μας και η μόνη σκέψη που μπορούμε να κάνουμε
- από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι τα βαθιά γεράματα –
είναι:
 «Θέλω τη μαμά μου!»


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Το Ιώδιο (2)

           Βράδυ Τρίτης. Τέλη Ιουλίου. Αρκετοί από τους κατοίκους της γειτονιάς είχαν ήδη εγκαταλείψει την πόλη για να απολαύσουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές με Greek mousaka και kalamaraki.
            Η αναμαλλιασμένη κοπέλα καθόταν στο μπαλκόνι. Εκείνος την παρατηρούσε από το πεζούλι του απέναντι πεζοδρομίου. Μόλις είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του και, στο πλαίσιο της εμμονής του, όποτε περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία της έριχνε μια ματιά στο μπαλκόνι της. Αν την συναντούσε, θα της πρότεινε να του διδάξει όσα γνώριζε γύρω από τη μουσική.
Η κοπέλα είχε ακουμπήσει τα πόδια της στα κάγκελα του μπαλκονιού και απολάμβανε το βραδινό της γεύμα χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στο πεζούλι απέναντι. Αδιαφορούσε για το τι συνέβαινε πέρα από τον δικό της κόσμο – ήταν φανερό. Εκείνος, ίσως, να κινδύνευε. Ίσως το επόμενο πρωί να μην ξυπνούσε. Να έπεφτε σε βαθύ ύπνο. Και πόσο άδικο που δε θα ερχόταν ποτέ η πριγκίπισσα να λύσει τα μάγια με το φιλί της και να τον ξυπνήσει!
Ίσως, όταν θα τον έβλεπε πάνω στο φορείο να μετάνιωνε που ποτέ δεν του έδωσε την ευκαιρία να της εξηγήσει ποιος ήταν ο λόγος που της χτύπησε το κουδούνι. Βεβαίως, από την άλλη, ίσως να ένιωθε και ανακούφιση, αλλά κυκλοφορεί η φήμη πως οι καλλιτέχνες είναι ευαίσθητοι άνθρωποι και αυτό θα ήθελε να πιστεύει και για τη «μουσικάντισα», όπως την αποκάλεσε η κυρία με το εμπριμέ φόρεμα.
Φοβόταν. Πραγματικά φοβόταν. Τα τσιμπήματα στο στήθος, η δυσκολία στην αναπνοή… Συγκοπή.
            Συγκοπή∙ όρος ιατρικός, όρος μουσικός.
Συγκοπή. Σε κάθε περίπτωση, όρος καρδιολογικός.
          
(συνεχίζεται)
(Πηγή Φωτο: e-cardiologos.gr)

Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Το Ιώδιο (1)

           Είχε μια ενδόμυχη επιθυμία να μάθει μουσική. Δεν ήταν καλός αθλητής, δεν τον ενδιέφερε το διάβασμα –άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που αδιαφορούσε για τη λογοτεχνία –, τα ταξίδια του άρεσαν, αλλά δεν ήταν πάντοτε εφικτό να παρατάει τα πάντα για να κάνει διακοπές. Ίσως αν έπαιρνε ένα σκύλο να αναγκαζόταν να κάνει μερικούς περιπάτους και να ξεκινούσε σιγά – σιγά και τη γυμναστική. Όχι. Επέμενε στη μουσική. Ενδεχομένως, να οφειλόταν στο απωθημένο που είχε από μικρός. Είχε καλή φωνή, μπάσα και κρυστάλλινη. Θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε σπουδαίο τενόρο, αλλά οι γονείς του δε θεωρούσαν ότι μέσω της τέχνης θα εξασφάλιζε τα προς το ζην. Τώρα, στα σαράντα και κάτι, θα μάθαινε μουσική. Ο γιατρός του ήταν σαφής· για να αποβάλει το άγχος θα έπρεπε να βρει μια ασχολία.
            Για περίπου μια εικοσαετία, δούλευε στην ίδια ναυτιλιακή εταιρεία, η οποία παρουσίαζε αλματώδη πρόοδο, το ίδιο και οι υποχρεώσεις του. Όλη η ζωή του, οι σκέψεις, τα σχέδια του περιστρέφονταν γύρω από την καριέρα του. Εντός λίγων μηνών, κατάφερε να εξελιχθεί σε ένα από τα σημαντικότερα στελέχη και να έχει δημιουργήσει ένα άρτιο τμήμα marketing έχοντας στην ομάδα του τους καλύτερους. Κάθε μέρα έφευγε από την εταιρεία πλήρης. Οι ώρες εργασίας ήταν πιο απολαυστικές και από το σεξ. Κέρδιζε σε ενέργεια και δε γνώριζε από εμπόδια.
Το τελευταίο διάστημα, ο οργανισμός του άρχισε να τον προδίδει. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο. Σε λιγότερο από πέντε εβδομάδες, το καινούργιο κρουαζιερόπλοιο του στόλου, θα ξεκινούσε τα ταξίδια του και εκείνος έπρεπε να πετύχει το στόχο, ο οποίος δεν ήταν άλλος από το να καταφέρει να το προωθήσει τόσο ώστε όλες οι αναχωρήσεις να έχουν εκατό τοις εκατό πληρότητα.
            Ένα απόγευμα επισκέφθηκε τον γιατρό του. Δεν ήταν κάτι παθολογικό. Όλες εκείνες οι ενοχλήσεις ήταν αποτελέσματα άγχους και το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να βρει μια ασχολία που θα τον χαλάρωνε και θα τον αποσπούσε από τη δουλειά του όσες ώρες βρισκόταν εκτός εταιρείας. Αποφάσισε να ακολουθήσει την εντολή του.
            Άνοιξε τη ντουλάπα αναζητώντας ένα πρόχειρο ρούχο για να πάει στο περίπτερο να πάρει μια εφημερίδα και τότε για πρώτη φορά διεπίστωσε ότι δεν είχε πρόχειρα ρούχα. Όταν βρισκόταν έξω φορούσε κοστούμι, όταν δούλευε φορούσε κοστούμι, όταν πήγαινε για ποτό φορούσε κοστούμι, όταν κοιμόταν φορούσε πυτζάμες και στο μπάνιο το μπουρνούζι του. Δεν είχε καν μια αθλητική φόρμα. Φόρεσε ένα πουκάμισο και ένα υφασμάτινο παντελόνι. Όλα τα παπούτσια του ήταν καλογυαλισμένα, δεν είχε αθλητικά ούτε λιγότερο γυαλιστερά.
            Αγόρασε μια εφημερίδα με αγγελίες και επέστρεψε στο σπίτι για να την ξεφυλλίσει. Στο ένθετο με τους καθηγητές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, δε βρήκε κανέναν που να ασχολείται με τη μουσική. Ή μάλλον βρήκε, μόνο που εκείνος δεν ήθελε να μάθει να παίζει κιθάρα. Αποφάσισε να απευθυνθεί σε ένα ωδείο, αλλά οι εγγραφές είχαν ολοκληρωθεί από το Σεπτέμβρη και δεν είχαν καν το χρόνο για να του κάνουν ιδιαίτερα.
Ένα απόγευμα, επιστρέφοντας στο σπίτι άκουσε μουσική από την απέναντι πολυκατοικία. Κάποιος έπαιζε σαξόφωνο και είχε αφήσει τα παράθυρα ανοιχτά.
            Στάθηκε στο πεζοδρόμιο προσπαθώντας να καταλάβει από ποιον όροφο ακουγόταν η μουσική. Μια μεσόκοπη γυναίκα φορτωμένη με τις σακούλες από τα ψώνια τον πλησίασε:
«Πάλι θα μας πάρει τα αφτιά!»
«Γνωρίζετε ποιος είναι;»
«Φυσικά, είναι η καινούργια που μένει στο δεύτερο. Είναι μουσικάντισσα και κάθε μέρα μας τρελαίνει με τα μπαπα – μπουπα.»
«Εγώ ακούω ότι παίζει ωραία.»
«Εσύ ακούς ό,τι θες.»
Η γυναίκα έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του εμπριμέ φορέματος και άνοιξε την πόρτα της εισόδου. Εκείνος την ακολούθησε:
«Μια στιγμή. Πού πας; Η είσοδος δεν επιτρέπεται.»
«Με περιμένουν.»
«Ποιος;»
«Η κοπέλα στο δεύτερο.»
Ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά πριν προλάβει να παραπονεθεί η γυναίκα.
Στάθηκε στη μέση του διαδρόμου. Οι πόρτες ήταν ασφαλείας και τα διαμερίσματα είχαν ηχομόνωση. Ακουγόταν αμυδρά η μουσική, αλλά δεν μπορούσε να εντοπίσει σε ποιο από τα δύο διαμερίσματα έμενε εκείνη. Επέλεξε να χτυπήσει το κουδούνι, στου οποίου το ταμπελάκι δεν υπήρχε όνομα. Αν είχε μετακομίσει τώρα, το πιθανότερο ήταν να μην είχε προλάβει να γράψει το όνομα της ή να το είχε αμελήσει.
            Μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από μέσα. Απάντησε ότι είναι ο γείτονας και χρειάζεται λίγη ζάχαρη. Πόσο κλισέ! Όμως τι να απαντούσε: «Άνοιξέ μου, αναζητώ απελπισμένα δάσκαλο μουσικής»;
            Η κοπέλα του άνοιξε. Τα μαλλιά της πιασμένα κότσο, τούφες έπεφταν δεξιά και αριστερά, δεν είχε ίχνος μακιγιάζ, αλλά – σε αντίθεση με εκείνον – είχε πρόχειρα ρούχα και του άνοιξε φορώντας ένα ξεχειλωμένο φούτερ και μια τρύπια φόρμα:
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα σας, μπορώ να περάσω;»
«Όχι. Ποιος είστε;»
«Είμαι γείτονας και θα ήθελα να σας απασχολήσω για λίγο.»
«Για ποιο λόγο;»
«Ήθελα να σας ρωτήσω αν μπορείτε να μου δανείσετε λίγη ζάχαρη.»
Η αναμαλλιασμένη κοπέλα πρόσεξε πως δεν κρατούσε κανένα βάζο για να τη βάλει.
«Λυπάμαι, δεν έχω.», του έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα.

Έφυγε.

Είχαν περάσει σχεδόν δυο εβδομάδες. Η σκέψη να προσλάβει την αναμαλλιασμένη κοπέλα ως καθηγήτρια μουσικής, έπαψε να είναι επιθυμία και είχε μετατραπεί σε εμμονή. Όσες φορές κι αν περνούσε μπροστά από την πολυκατοικία, δεν είχε καταφέρει να τη συναντήσει. Άλλες φορές οι μπαλκονόπορτες ήταν κλειστές και δε φαινόταν ίχνος φωτός από τις γρίλιες και άλλοτε την άκουγε να παίζει, αλλά η σκέψη να ανέβει στο διαμέρισμά της και να κάνει μια δεύτερη προσπάθεια να της μιλήσει έμοιαζε με αποτυχία.
            Η γυναίκα με το εμπριμέ φόρεμα, την οποία είχε συναντήσει τις προάλλες στην είσοδο, κρυφοκοιτούσε πίσω από την κουρτίνα. Το πρόσωπό της ανέκφραστο, αλλά εκείνος ήταν σίγουρος ότι πίσω από εκείνο το ψυχρό πρόσωπο, ξεκαρδιζόταν με το πάθημά του. Αδιαφόρησε.



(συνεχίζεται)

Καλημέρα!