Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Παιδί Δεύτερης Ευκαιρίας [III]


                Η μάνα του δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Ξύπνησε μια μέρα και σταμάτησε να πηγαίνει στο νεκροταφείο. Αν και βαθιά μέσα του ήταν σίγουρος πως δε θα έφθανε ποτέ τη Στεφανία στην καρδιά της, ο Λεωνίδας πίστεψε πως σιγά – σιγά θα γινόταν σημαντικός για εκείνη. Όλη του η παιδική ηλικία έμοιαζε με αγώνα δρόμου. Έτρεχε παράλληλα με τη μνήμη της Στεφανίας ως την κορδέλα του τερματισμού και το έπαθλο θα ήταν η καρδιά της μάνας τους. Αρκετές φορές, λίγο πριν από τον τερματισμό, προσποιούταν ότι σκόνταφτε. Ήταν η αδελφή του. Δεν την είχε ζήσει. Δεν είχε ακούσει τη φωνή της, δεν είχε δει τα μάτια της, δεν την είχε αγγίξει. Είχε ακούσει τη φωνή της μάνας του να σπάει όποτε μιλούσε για τη Στεφανία, είχε δει τα μάτια της να υγραίνονται καθώς κοιτούσε τη φωτογραφία της και είχε αγγίξει τα χέρια της, καθώς έτρεμαν από τον πόνο της απώλειας. Καμιά φορά, όταν ερχόταν κάποιος Αθηναίος ή μακρινός συγγενής στο χωριό, έβρισκε την ευκαιρία να του μιλήσει για τον χαμό της. Όχι πως ο ξένος είχε καμιά όρεξη να μαθαίνει τα οικογενειακά δράματα των ντόπιων, ούτε ο Λεωνίδας ήθελε να τον λυπούνται, απλώς ο πόνος που είχε σκορπιστεί στο σπίτι τού απαγόρευε να μιλάει ελεύθερα για τα συναισθήματα του και πώς την είχε ο ίδιος στο μυαλό του.
                Η μάνα του τον φίλησε απαλά στο μέτωπο για να τον ξυπνήσει.
«Τι ώρα ήρθες; Δε σε άκουσα, με πήρε ο ύπνος.»
«Δεν άργησα. Συγγνώμη που αποκοιμήθηκα εδώ… Βασικά, συγγνώμη που μπήκα στο δωμάτιο της.»
Η μάνα του τού χαμογέλασε. Άνοιξε το παράθυρο για να μπει φως.
«Σήκω, να πλυθείς μέχρι να σου ψήσω έναν καφέ και κάτι να φας.»
Ετοιμάστηκε και πήγε στο κουζινάκι. Κάθισε στο μικρό ξύλινο τραπέζι που ήταν κολλημένο στον τοίχο και το χρησιμοποιούσε μόνο για να ακουμπάει τα υλικά της όταν μαγείρευε ή το απόγευμα που έπινε τον καφέ της λύνοντας σταυρόλεξα για να χαλαρώσει από τις δουλειές.
«Θα τα μαζέψω όλα.», του είπε γεμίζοντας το φλιτζάνι του καφέ.
«Μα, το δωμάτιο της Στεφανίας είναι μια χαρά. Δε χρειάζεται καμία επισκευή, ούτε καν βάψιμο.»
«Δεν πειράζει. Θα τα τακτοποιήσω όλα σε κούτες. Θα με βοηθήσεις να βάλουμε τα έπιπλα στην άκρη;»
«Μάνα, δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Είναι μια χαρά.»
«Πρέπει να βάλω τα έπιπλα του δικού σου δωματίου εκεί. Δεν έχουμε άλλον χώρο να τα αποθηκεύσουμε.»
Του κόπηκαν τα γόνατα. Η Στεφανία ήταν εκείνη που σχεδόν πάντα έφθανε στην κορδέλα του τερματισμού, όμως δε φανταζόταν πως ήθελε να τον πετάξει έξω από την οικογένεια.
Ο Λεωνίδας ήταν η δεύτερη ευκαιρία τους. Το δεύτερο παιδί, στο οποίο θα έπρεπε να προσφέρουν όλα όσα δεν πρόλαβαν να δώσουν στο πρώτο. Το πρώτο παιδί, όμως δεν έφυγε ποτέ. Έβρισκε τον τρόπο να τρυπώνει στη σκέψη τους, να κερδίζει το χρόνο τους, την αγάπη τους και όλος τους ο κόσμος να περιστρέφεται γύρω του, όσο ο αδελφός της προσπαθούσε απεγνωσμένα να ζήσει αυτό που οι φίλοι του αποκαλούσαν οικογένεια. Και τώρα, για ακόμα μια φορά βρισκόταν στην αφετηρία. Η διαφορά ήταν ότι δεν είχε τις δυνάμεις να τρέξει. Είχε μεγαλώσει. Το τρέξιμο τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια έπαψε να είναι το φόρτε του και ο τερματισμός τον άφηνε αδιάφορο. Εξάλλου, ήταν προδεδικασμένο ότι εκείνη θα κέρδιζε ξανά.
«Κατάλαβα.»
«Τίποτα δεν κατάλαβες. Παρήγγειλα καινούργια έπιπλα για να σου φτιάξω το δωμάτιο. Πόσο ακόμα θα κοιμάσαι σε ‘κείνο το κρεβάτι; Τα ‘φαγε τα ψωμιά του.»
«Ρε μάνα, δε χρειαζόταν τα μπεις σε έξοδα. Δε σου τρέχουν από τα μπατζάκια. Άσε να δεις πόσο θα πάνε οι επισκευές πρώτα.»
Η μάνα του στάθηκε μπροστά του, αγκάλιασε το κεφάλι του και το ακούμπησε στο στήθος της – όπως τότε που ήταν μικρός και έβλεπε εφιάλτες. Φοβόταν να κοιμηθεί και κούρνιαζε το κεφάλι του στην αγκαλιά της. Μια μικρή στρουθοκάμηλος – ό,τι δεν έβλεπε, δεν υπήρχε ή εξαφανιζόταν, αναλόγως την περίσταση. Αν και ήξερε την οικονομική της κατάσταση, κατά βάθος χάρηκε με την απόφασή της, γιατί ήταν αυτό που χρειαζόταν για να αισθανθεί σπουδαίος.
«Έχω κάνει τα κουμάντα μου, μη σε νοιάζει. Το μόνο που θέλω είναι να έρχεσαι συχνότερα και να έχεις ένα άνετο δωμάτιο για να ξεκουράζεσαι.»
                Ανέβηκαν στο δωμάτιο της Στεφανίας. Η μάνα του τού ζήτησε να πάρει ό,τι ήθελε. Ο Λεωνίδας επεξεργάστηκε το χώρο με το βλέμμα του.
«Δε θέλω τίποτα. Θέλω να αφήσεις το δωμάτιο της όπως είναι. Τα δικά μου, θα πω στο Γιώργη της ξαδέλφης σου μήπως τα θέλει. Εκείνος παίρνει παλιά έπιπλα και τα μεταποιεί. Θα του τα δώσουμε μπας και βγάλει κανά φράγκο.»
Η μάνα του άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα μια κρεμάστρα με ένα λευκό φορεματάκι και ένα μεγάλο πουγκί κεντητό που περιείχε λαδόπανα:
«Αυτά θέλω να τα πάρεις μαζί σου.»
«Τι είναι αυτά;»
«Τα βαφτιστικά της Στεφανίας μας.»

                Επέστρεψε στην Αθήνα. Έβγαλε από τη βαλίτσα το μικροσκοπικό, κιτρινισμένο από το χρόνο σε μερικά σημεία, φόρεμα. Ένιωσε σα να κρατούσε έναν πολύτιμο θησαυρό. Για πρώτη φορά, πήρε σχήμα η αγγελική της μορφή. Δεν ήταν απλώς ένα αερικό, ούτε ένα πλάσμα, το οποίο είχε μάθει να το αγαπά μέσα από την αγάπη των άλλων. Είχε πλέον την απόδειξη ότι εκείνο το κορίτσι κάποτε υπήρξε και ο Λεωνίδας πλησίασε ακόμα ένα βήμα στο παρελθόν. Κι όσο κι αν τον παραξένεψε η απόφαση της μάνας του να του εμπιστευθεί τα βαπτιστικά, κάτι μέσα του τον έκανε να νιώθει πώς τα πράγματα άλλαζαν. Με ένα επιπλέον βάρος στους ώμους του· την ευθύνη να προστατεύει όσα η ίδια κρατούσε φυλαγμένα. Τα ρούχα της είχαν θέση στη ντουλάπα του και η μνήμη της δε θα σβηνόταν ποτέ από την καρδιά του, γιατί εκείνο που είχε μάθει ήταν ότι στη ζωή υπάρχουν δεσμοί που δύσκολα ερμηνεύονται, όμως ακόμα δυσκολότερα σπάνε.



Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2020

Παιδί Δεύτερης Ευκαιρίας [II]

Ήταν το πιστοποιητικό θανάτου της Στεφανίας. Απόρησε που η μάνα του δεν το είχε αναζητήσει, αλλά από την άλλη μπορεί να ήταν και φυσιολογικό. Η Στεφανία δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι τους. Ζούσε σε κάθε πόρο του, σε κάθε χαρά, σε κάθε λύπη, σε κάθε ανάσα της μάνας του.
Δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έβαλε στην τσέπη του. Έσβησε το τσιγάρο στο τσιμέντο πατώντας το με το παπούτσι του, πήρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα από το παγκάκι και επέστρεψε στο σπίτι.
Η μάνα του κοιμόταν στην κρεβατοκάμαρά της. Έκανε ένα ντους, φόρεσε τις πιτζάμες του και ξάπλωσε στο παιδικό του δωμάτιο. Τα πράγματά του ήταν όλα μαζεμένα σε κούτες από τότε που έφυγε για την Αθήνα. Το ξύλινο ταβάνι είχε μαυρίσει από την υγρασία και τα παράθυρα ήταν σφραγισμένα. Θα το επισκεύαζαν και αυτό οι μάστορες.
Παρ’ όλη την κούραση του, δεν κατάφερνε να αποκοιμηθεί. Σηκώθηκε. Πήρε το πιστοποιητικό από το κομοδίνο, όπου το είχε ακουμπήσει για να μην το ανακαλύψει η μάνα του στο παντελόνι όταν θα το έβαζε στο πλυντήριο, και με αργά βήματα για να μην την ξυπνήσει, κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο της Στεφανίας.
Απέφευγε να μπαίνει μέσα. Μια φορά το τόλμησε όταν ήταν μικρός και η μάνα του τον πέταξε έξω. Από τότε δεν ήθελε να πατήσει ξανά το πόδι του εκεί. Κράτησε το πόμολο της πόρτας. Ολόκληρος άντρας και του ήταν αδύνατο να ελέγξει εκείνο το απροσδιόριστο συναίσθημα που έκανε τα χέρια του να ιδρώνουν και την καρδιά να επιταχύνει τους χτύπους της. Κατέβασε το πόμολο και άνοιξε προσεκτικά την πόρτα για να μην ακουστεί το τρίξιμο των μεντεσέδων. Η πόρτα της Στεφανίας ήταν η μόνη αθόρυβη.
Ήταν ακριβώς έτσι όπως το θυμόταν. Τίποτα δεν είχε μετακινηθεί από εκείνη τη μέρα που περίεργος, ως παιδί, τρύπωσε στο δωμάτιο. Ένα καθαρό δωμάτιο, βαμμένο που μύριζε άνοιξη. Ένα λαμπάκι αναμμένο στον τοίχο για να μη φοβάται η αδελφή του μόνη της στα σκοτεινά. Έκλεισε την πόρτα πίσω του, άναψε το φως.
Το δωμάτιο της Στεφανίας ήταν το μόνο καλοδιατηρημένο, σαν καινούργιο. Του έδινε την αίσθηση πως μπήκε σε άλλο σπίτι. Άνοιξε το παράθυρο. Την ημέρα, από εκεί φαινόταν όλη η πλαγιά. Από το δάσος ως τη θάλασσα, ως τον απέραντο ορίζοντα και την ανατολή. Ακόμα και βάζο με ολόφρεσκα λουλούδια της είχε βάλει στην ραφιέρα. Η κούκλα και το καφέ λούτρινο αρκουδάκι της παραταγμένα στο προσκέφαλο της κούνιας της, τα λευκά σεντόνια με τα μικρά κεντημένα λουλούδια στη ραφή τους, τα απαλά σκεπάσματα μοσχοβολούσαν. Στην ντουλάπα τα λιγοστά ρούχα της κρεμασμένα και δίπλα τους ένα σακουλάκι με ανθούς λεβάντας και χαμομηλιού για να διατηρούνται μυρωδάτα. Πλησίασε στην πολυθρόνα που ήταν τοποθετημένη δίπλα στην κούνια. Έβγαλε το πιστοποιητικό θανάτου από την τσέπη του και το έκρυψε κάτω από το μαξιλάρι. Δε χρειαζόταν να το βρει η μάνα του.
Ο Λεωνίδας κάθισε στην πολυθρόνα. Από τότε που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει, στην οικογένεια του μιλούσαν για τη Στεφανία, τη μικρή του αδελφή που πέθανε από πνευμονία όταν ήταν τεσσάρων ετών. Αρκετά χρόνια μετά το θάνατό της, η γέννησή του ήταν το φάρμακο των γονιών του, η γέμιση της άδειας φωλιάς. Άκουγε διαρκώς ότι η Στεφανία τώρα πια ήταν άγγελος δίπλα στο Θεό και ζει στον Παράδεισο. Η αγάπη των άλλων και η διαρκής αναφορά σε εκείνη, τον έκανε να την αγαπάει, να την αναζητά και να του λείπει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την έβλεπε στον ύπνο του. Του είχαν πει ότι ήταν ένα αδύνατο κορίτσι, με μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια και ξανθά μαλλιά. Ο Λεωνίδας άλλοτε την έβλεπε σε μικρή ηλικία και άλλοτε σαν έφηβο κορίτσι με μακριά μαλλιά στολισμένα με μικρά γαλάζια λουλούδια και αέρινο λευκό φόρεμα σαν οπτασία.
Πήγαινε στην πρώτη δημοτικού, όταν ένα μεσημέρι επέστρεφαν με τη μάνα του από το σχολείο και τη ρώτησε αν θα τον γεννούσε, σε περίπτωση που είχε τη Στεφανία, εκείνη περπατούσε βαριά, και με την ψυχρή φωνή της, του απάντησε αρνητικά.  Θα είχε τη Στεφανία, δεν ήθελε άλλο παιδί. Αν και αργότερα, ο ίδιος δικαιολόγησε τη στάση της, γιατί κατάλαβε ότι μιλούσε ο θρήνος της, εκείνο το μεσημέρι ένιωσε την απόρριψη, αλλά όχι τη ζήλεια.
Πήγε με το ποδήλατο του ως το νεκροταφείο και βρήκε τον τάφο της. Είχε πάει αρκετές φορές με τους γονείς του και είχε μάθει τη διαδρομή. Έκλαιγε με λυγμούς πάνω στο μάρμαρο. Του είχαν πει ότι οι άγγελοι όλα τα θεράπευαν. Η αδελφή του είχε λευκά φτερά και ήλπιζε στην ελεημοσύνη της. Μια γριά καντηλανάφτισσα τον είδε εκεί και τον έσυρε από τα αφτί:
«Τι κάνεις εσύ εδώ, παιδί πράμα;»
«Άσε με.», της φώναζε και την κλωτσούσε κλαίγοντας.
«Η μάνα σου το ξέρει;»
«Να μη σε νοιάζει.»
«Μπρος, φύγε! Ορίστε μας, μικρό παιδί να θρηνεί στα μνήματα.»
Πήρε το ποδήλατό του και γύρισε στο σπίτι. Η Στεφανία πάντα έβρισκε τον τρόπο να τον απομακρύνει από κοντά της, όποτε εκείνος έκανε την προσπάθεια να την πλησιάσει.
Επέστρεψε στο σπίτι. Δεν ήθελε να μπει μέσα. Κάθισε στην αυλή, τάχα μου πως έπαιζε με τα  φορτηγάκια του. Από το παράθυρο της κουζίνας ακουγόταν η φωνή της θείας του:
«Ευδοξία, πρέπει να συνέλθεις. Έχεις το Λεωνίδα. Πρέπει να νιώσει και τούτο το φουκαριάρικο ότι έχει μάνα. Η Στεφανία μας έφυγε, αλλά ήρθε ο μικρός και σε έχει ανάγκη.»
«Δε με καταλαβαίνεις. Έφυγε το μωρό μου. Θυμάσαι που το κράταγα στην αγκαλιά μου, μου γέλαγε και μου έσφιγγε τον αντίχειρα; Πώς να ξεχάσω τα ματάκια του, το γέλιο του…!»
«Το ξέρω, αλλά έχεις κι άλλο παιδί.»
«Τον αγαπάω, το Λεωνιδάκο μου. Δεν τον φροντίζω;»
«Τον φροντίζεις. Του πλένεις, του μαγειρεύεις, τον έχεις καθαρό, τον βοηθάς με τα μαθήματα, αλλά δεν είσαι εκεί. Είσαι σα ρομπότ. Βγάλε τα μαύρα, επιτέλους. Φθάνει! Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν.»

(συνεχίζεται…)

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Παιδί Δεύτερης Ευκαιρίας [I]

Ήταν προγραμματισμένο από καιρό να πάει στο χωριό. Η μάνα του τού είχε ζητήσει να τη βοηθήσει με τη μετακίνηση των επίπλων, ώστε να μπορούν να δουλέψουν οι μάστορες που θα ερχόντουσαν σε μερικές ημέρες. Παρόλο που ήταν ένα παραδοσιακό πέτρινο σπίτι με γερά θεμέλια, συχνά – πυκνά ζητούσε φροντίδα· άλλοτε βάψιμο και άλλοτε επισκευές. Εκεί βρίσκονταν φυλαγμένα περισσότερα από εκατό χρόνια οικογενειακής ιστορίας. Αν και γερασμένο, εξακολουθούσε ακόμα και τώρα να είναι ένα στολίδι που πάσχιζε να διατηρήσει την αίγλη του.
Η μάνα του ακούμπησε ένα καλάθι με παλιά σεντόνια στο πάτωμα και με τη βοήθεια του Λεωνίδα σκέπασαν όλα εκείνα τα βαριά, ξυλόγλυπτα έπιπλα. Πάνω από τα σεντόνια, τοποθέτησαν χοντρά χαρτόνια για να τα προστατέψουν από τη σκόνη και τις μπογιές. Ο Λεωνίδας ξεκρέμασε τους μεγάλους πίνακες, σε μερικούς από τους οποίους απεικονίζονταν τοπία και σε άλλους πορτραίτα των προγόνων τους.
Όταν ήταν μικρός, τούτο το ψηλοτάβανο σπίτι με την ξύλινη, στρογγυλή, εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες και πλέον έτριζε από το βάρος των βημάτων που ανεχόταν όλα τα χρόνια της ύπαρξής της, ήταν το κάστρο, το οποίο εκείνος, ως γενναίος ιππότης με το γυαλιστερό, ακονισμένο σπαθί του, προστάτευε μέρα – νύχτα. Στην εφηβεία είχε κουραστεί πλέον. Όλη εκείνη την κούραση που είχε συσσωρευτεί, ως τώρα, στα περασμένα σαράντα του χρόνια, δεν είχε καταφέρει να την αποβάλει.
Τράβηξε τη σερβάντα του σαλονιού με τη βοήθεια ενός εργάτη που καθάριζε τα αγριόχορτα από το διπλανό οικόπεδο. Πίσω της βρισκόταν πεταμένο ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα, κιτρινισμένο από το χρόνο. Το σήκωσε και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του.
Ο ήλιος έδυσε. Βγήκε στη βεράντα. Είχε ανάγκη από λίγη νικοτίνη πριν πάει να κάνει ένα ντους για να διώξει από πάνω του την ταλαιπωρία της ημέρας. Μολονότι, είχε κόψει το κάπνισμα για περισσότερο από ένα χρόνο, εκείνο το τσιγάρο, το χρειαζόταν. Όχι πως υπήρξε ποτέ φανατικός καπνιστής, όμως δεν ήθελε πια ούτε τα περιστασιακά τσιγάρα που κάπνιζε κατά καιρούς στις διάφορες κοινωνικές του συνευρέσεις.
Περπάτησε ως την πλατεία. Το μοναδικό περίπτερο του χωριού έκλεινε νωρίς, αλλά το πρόλαβε στο παρά πέντε. Αγόρασε ένα πακέτο και έναν μικρό χρωματιστό αναπτήρα. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια που βρίσκονταν κάτω από τα πλατάνια. Άναψε το τσιγάρο, ακούμπησε το πακέτο και τον αναπτήρα στο παγκάκι. Έκανε μια τζούρα, έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό και φύσηξε τον καπνό. Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί. Στερέωσε το τσιγάρο στα χείλη του και με τα χέρια ελεύθερα ξεδίπλωσε το έγγραφο.

(συνεχίζεται…)