Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Παιδί Δεύτερης Ευκαιρίας [I]

Ήταν προγραμματισμένο από καιρό να πάει στο χωριό. Η μάνα του τού είχε ζητήσει να τη βοηθήσει με τη μετακίνηση των επίπλων, ώστε να μπορούν να δουλέψουν οι μάστορες που θα ερχόντουσαν σε μερικές ημέρες. Παρόλο που ήταν ένα παραδοσιακό πέτρινο σπίτι με γερά θεμέλια, συχνά – πυκνά ζητούσε φροντίδα· άλλοτε βάψιμο και άλλοτε επισκευές. Εκεί βρίσκονταν φυλαγμένα περισσότερα από εκατό χρόνια οικογενειακής ιστορίας. Αν και γερασμένο, εξακολουθούσε ακόμα και τώρα να είναι ένα στολίδι που πάσχιζε να διατηρήσει την αίγλη του.
Η μάνα του ακούμπησε ένα καλάθι με παλιά σεντόνια στο πάτωμα και με τη βοήθεια του Λεωνίδα σκέπασαν όλα εκείνα τα βαριά, ξυλόγλυπτα έπιπλα. Πάνω από τα σεντόνια, τοποθέτησαν χοντρά χαρτόνια για να τα προστατέψουν από τη σκόνη και τις μπογιές. Ο Λεωνίδας ξεκρέμασε τους μεγάλους πίνακες, σε μερικούς από τους οποίους απεικονίζονταν τοπία και σε άλλους πορτραίτα των προγόνων τους.
Όταν ήταν μικρός, τούτο το ψηλοτάβανο σπίτι με την ξύλινη, στρογγυλή, εσωτερική σκάλα που οδηγούσε στις κρεβατοκάμαρες και πλέον έτριζε από το βάρος των βημάτων που ανεχόταν όλα τα χρόνια της ύπαρξής της, ήταν το κάστρο, το οποίο εκείνος, ως γενναίος ιππότης με το γυαλιστερό, ακονισμένο σπαθί του, προστάτευε μέρα – νύχτα. Στην εφηβεία είχε κουραστεί πλέον. Όλη εκείνη την κούραση που είχε συσσωρευτεί, ως τώρα, στα περασμένα σαράντα του χρόνια, δεν είχε καταφέρει να την αποβάλει.
Τράβηξε τη σερβάντα του σαλονιού με τη βοήθεια ενός εργάτη που καθάριζε τα αγριόχορτα από το διπλανό οικόπεδο. Πίσω της βρισκόταν πεταμένο ένα χαρτί διπλωμένο στα τέσσερα, κιτρινισμένο από το χρόνο. Το σήκωσε και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού του.
Ο ήλιος έδυσε. Βγήκε στη βεράντα. Είχε ανάγκη από λίγη νικοτίνη πριν πάει να κάνει ένα ντους για να διώξει από πάνω του την ταλαιπωρία της ημέρας. Μολονότι, είχε κόψει το κάπνισμα για περισσότερο από ένα χρόνο, εκείνο το τσιγάρο, το χρειαζόταν. Όχι πως υπήρξε ποτέ φανατικός καπνιστής, όμως δεν ήθελε πια ούτε τα περιστασιακά τσιγάρα που κάπνιζε κατά καιρούς στις διάφορες κοινωνικές του συνευρέσεις.
Περπάτησε ως την πλατεία. Το μοναδικό περίπτερο του χωριού έκλεινε νωρίς, αλλά το πρόλαβε στο παρά πέντε. Αγόρασε ένα πακέτο και έναν μικρό χρωματιστό αναπτήρα. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια που βρίσκονταν κάτω από τα πλατάνια. Άναψε το τσιγάρο, ακούμπησε το πακέτο και τον αναπτήρα στο παγκάκι. Έκανε μια τζούρα, έστρεψε το κεφάλι του προς τον ουρανό και φύσηξε τον καπνό. Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί. Στερέωσε το τσιγάρο στα χείλη του και με τα χέρια ελεύθερα ξεδίπλωσε το έγγραφο.

(συνεχίζεται…)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου