Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Βήματα

            Κάνει κρύο. Κάπου έχει χιονίσει. Ίσως μέχρι να ξημερώσει μερικές νιφάδες να λιώσουν στο πρόσωπό μου. Περπατάω μόνη μέσα σε τούτη την ήσυχη νύχτα που όλοι έχουν επιλέξει να κρυφτούν κάτω από τα ζεστά τους σκεπάσματα. Ακόμα και τα αδέσποτα έχουν κουρνιάσει μέσα στις τρύπες της πέτρινης μάντρας και δε νιαουρίζουν γύρω μου ζητιανεύοντας ψαροκόκκαλα.
Είναι σκοτεινά. Το τελευταίο τραμ με προσπερνά άδειο, με όλα τα φώτα του αναμμένα. Στα μπαλκόνια μικρά λαμπάκια αναβοσβήνουν, αλλά δε φθάνει το φως τους για να βρω το δρόμο μου. Ίσως να ήταν σημαντικό, αν είχα προορισμό.
Κουμπώνω όλα τα κουμπιά του παλτού μου, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες για να ζεσταθούν, αλλά δε νιώθω καμία αλλαγή. Αποκομμένη από τα συναισθήματα και τις καιρικές συνθήκες, θυμήθηκα τότε που ήμουν παιδί και προσπαθούσα να ισορροπήσω πάνω σε μικρά τοιχάκια που διαχώριζαν τις κατασκευές στην παιδική χαρά. Περπατούσα αργά και προσεκτικά, όπως ένας ακροβάτης. Κάθε βήμα μου έπρεπε να είναι σταθερό, αλλιώς κινδύνευα να βρεθώ στο κενό. Και θυμάμαι και κάτι άλλες φορές που ανέβαινα πάνω στο μονόζυγο και μου φαινόταν πως βρισκόμουν τόσο ψηλά που έπειτα φοβόμουν να κατέβω, γιατί ίσως να έπεφτα και να χτυπούσα σοβαρά, όμως – ως δια μαγείας, θα έλεγα – πάντοτε τα κατάφερνα και… τι ανακούφιση! Κατέβαινα από εκεί πάνω χωρίς να έχω την παραμικρή γρατζουνιά και την επόμενη μέρα, αντί να ήμουν ευγνώμων για την καλή μου τύχη, ρίσκαρα ξανά. Σα να με υπνώτιζαν τα άστρα και να ήθελα να πετάξω ανάμεσα τους. Λες κι αυτό θα με έκανε να θριαμβεύσω, αλλά, στο τέλος, νικούσε πάντα ο φόβος και κατέβαινα στο χώμα. Εκεί στα χαμηλά, ένιωθα ασφαλής. Πόσο αντιφατικό!
Ένα γλυκό σφύριγμα συνοδεύει μελωδικά τα βήματα μου. Προσπαθώ να ισορροπήσω στη γραμμή που ενώνει τις πλάκες. Δεν κινδυνεύω να πέσω, αλλά ούτε και να πετάξω. Ο στόχος είναι να μη χάσω το στοίχημα· ως το τέλος του πεζοδρομίου να μην στραβοπατήσω. Μετράω τα κιτρινισμένα φύλλα των δέντρων που έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους, ο άνεμος τα σκόρπισε ολόγυρα και οι ψιχάλες δακρύζουν από πάνω τους. Είκοσι οκτώ.
Τελευταίο βήμα. Κάποιος πριν από μένα αποπειράθηκε να κάνει το ίδιο. Είχε αφήσει τα ίχνη του στο τσιμέντο. Παύση. Δοκιμάζω να προσαρμόσω τα βήματα μου στα δικά του. Δεν ταιριάζουν. Στέκομαι, με τα πέλματά μου πάνω στα δικά του. Κλείνω τα μάτια και αισθάνομαι τις πρώτες νιφάδες να βαραίνουν τα βλέφαρά μου και να λιώνουν στο πρόσωπό μου.
Κάθε χειμώνας ένας μικρός θάνατος πριν από την ανάσταση.
Δεν ανυπομονώ για την άνοιξη. Δεν γεννηθήκαμε όλες Περσεφόνες. Κι αν με ρωτάς τι μου έχει λείψει· περισσότερο από όλα μου έχουν λείψει οι μέρες που ξάπλωνα στην ποδιά σου και μου χάιδευες τα μαλλιά.