Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Η Αφιλόξενη Μήτρα


            Λίγο πριν ξημερώσει, ένιωθε αβάσταχτους πόνους χαμηλά. Προσπάθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δεν πρόλαβε να ακουμπήσει τα πόδια της στο πάτωμα και άρχισε να αιμορραγεί. Σκούντησε τον Αλκιβιάδη:
«Αγάπη, ξύπνα.»
«Τι έγινε;»
«Το χάσαμε… Πάλι.»
Ο Αλκιβιάδης σηκώθηκε κράτησε στην αγκαλιά του την Κλειώ.
«Δεν πειράζει, θα προσπαθήσουμε ξανά. Πάω να καλέσω τη γιατρό.», την καθησύχασε δίνοντας της ένα τρυφερό φιλί και μια αγκαλιά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, κάλεσε τη γιατρό και ασθενοφόρο.
Η ώρα είχε πάει δέκα το πρωί. Μέσα της ήταν καθαρή. Είχαν κάνει τόσες προσπάθειες και η μήτρα της αρνιόταν να γίνει ένα φιλόξενο μέρος, όπου θα ανθίσει μια νέα ζωή. Αν και δεν το παραδέχτηκε ποτέ, η μεγαλύτερη επιθυμία της Κλειούς ήταν να γίνει μάνα. Όχι, για να έχει κάποιον να της φέρει ένα ποτήρι νερό στα γεράματα, ούτε για να κληρονομήσει το τριάρι που αγόρασαν στα Κάτω Πετράλωνα, ούτε επειδή ήθελε μέσα από το παιδί της να αναπληρώσει της δικές της φιλοδοξίες, ούτε για να φέρει ευτυχία στον γάμο της και να δεθεί με τον άντρα της – ο γάμος της ήταν ήδη ευτυχισμένος και ο άντρας την είχε επιλέξει για να ζήσει μαζί της τα υπόλοιπα χρόνια με ή χωρίς απόγονο. Ήθελε ένα παιδί για να φέρει ακόμα ένα κομμάτι ευτυχίας στην οικογένεια τους, να του χαρίσουν ανιδιοτελή αγάπη, να το προστατεύουν, να το φροντίζουν και μια μέρα να το δουν όπως εκείνο το επιθυμεί, να το καμαρώνουν που τα κατάφερε σε ό,τι είχε επιλέξει και ως αντάλλαγμα να μην περιμένουν τίποτα – ούτε καν το «σε αγαπώ».
Αν η Κλειώ επέμενε, ο Αλκιβιάδης ήταν διατεθειμένος να πάρει μέχρι και δάνειο για να προσπαθήσουν ακόμα μια φορά να γίνουν γονείς με εξωσωματική, όμως εκείνη δεν άντεχε άλλο. Ήταν ο ίδιος πόνος που ανακυκλωνόταν και δεν είχε καμία ελπίδα. Κάθε προσπάθεια διαρκούσε μερικές μέρες ή ένα μήνα το πολύ και έπειτα ξανά από την αρχή. Δε ήθελε να το περάσει ακόμα μια φορά.
Ας μη γινόταν ποτέ μάνα. Πίστευε πως αν αγαπάει κάποιος τα παιδιά, φροντίζει όλα τα παιδιά που το έχουν ανάγκη, δε χρειαζόταν να βγει από μέσα της για να το αγαπήσει και να το φροντίσει. Κάτι τέτοιο το έβρισκε και λίγο εγωιστικό, να νοιάζονται μόνο για πλάσματα που έφεραν τα δικά τους γονίδια. Πολλές φορές φλέρταρε με την ιδέα της υιοθεσίας, όμως και αυτό ήταν αποθαρρυντικό, καθότι μάθαινε ότι ήταν δύσκολο να εγκριθεί. Όσο παράλογο και να της φαινόταν που προτιμούσαν οι υπεύθυνοι να μεγαλώνουν τα παιδιά σε ιδρύματα, αντί σε οικογένειες που θα τους προσέφεραν όσα χρειάζονται για να μεγαλώσουν σωστά, μέχρι ενός σημείου δικαιολογούσε τη στάση τους.
Άκουγε συχνά να της λένε ότι αν μια γυναίκα δε γεννήσει, δεν ολοκληρώνεται και αναρωτιόταν ποιος το αποφασίζει αυτό. Άραγε, ποιος ήταν σε θέση να αποφασίσει αν μια γυναίκα, η οποία δε θέλει να γίνει μάνα ή δεν μπορεί, δε νιώθει ολοκληρωμένη; Και από την άλλη, παρακολουθούσε στις ειδήσεις γυναίκες που κατάφεραν να βιώσουν την μητρότητα και το ένστικτο είχε απενεργοποιηθεί. Εγκατέλειψαν τα μωρά τους στα σκουπίδια, τα σκότωσαν ή τα κακοποίησαν, την ίδια ώρα που εκείνη πάσχιζε να φέρει ένα παιδί στη ζωή για να του χαρίσει τον κόσμο και σκεφτόταν πως αν αληθεύει ότι τα παιδιά είναι θέλημα Θεού, τότε μάλλον δεν τα πάει και πολύ καλά με τη διανομή.
Κάπου – κάπου διάβαζε άρθρα στο διαδίκτυο που αναφερόντουσαν στη μητρότητα ως τη δυσκολότερη δουλειά. Ένας χαρακτηρισμός που την εξόργιζε. Υπήρχαν γυναίκες, οι οποίες αναφερόντουσαν στο αγαθό της φύσης ως “δουλειά”, δηλαδή ως καταναγκαστική, αμειβόμενη εργασία. Το θεωρούσε θράσος εκ μέρους τους να θέλουν να φέρονται από τη μια ως «θύματα» μιας κατάστασης που επέλεξαν και, από την άλλη, να χρησιμοποιούν ένα λεξιλόγιο που ναι μεν μπορεί να θεωρούν ότι τις κατατάσσει αυτομάτως σε ένα ανώτερο επίπεδο και να μυρώνουν εαυτόν ως ανώτερα πλάσματα από άλλες γυναίκες που δεν ανήκουν σε εκείνη την κατηγορία για το δικό τους λόγο η καθεμιά.
Οι μανούλες του ίντερνετ, ομολογουμένως μια περίεργη φάρα, που ακόμα και μερικές από τις φίλες της, οι οποίες ήταν ήδη μητέρες, σε κάποιες συζητήσεις, της αποκάλυπταν ότι ούτε οι ίδιες τις άντεχαν. Κυρίως, γιατί όσες φορές και αν βρέθηκαν στο μαιευτήριο, όσο σπουδαίες και αν ήθελαν να νιώσουν, ορισμένες συμπεριφέρονταν στα σχόλια σαν να απέβαλαν την ανθρωπιά και την ευγένεια τους μαζί με τον πλακούντα. Αν κάποιος διαφωνούσε με κάποια άποψη, μερικές έπεφταν σαν τα κοράκια απάνω του για να του πουν ότι δεν είναι μάνα και δεν ξέρει. Ακόμα κι αν αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν μάνα ή πατέρας, σίγουρα κάποτε υπήρξε παιδί και ίσως, οι αναμνήσεις και τα δικά του βιώματα να τον βοήθησαν να σχηματίσει μια άποψη μέχρι εκεί που μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί και να νιώσει το δεσμό του γονέα με τα παιδιά. Η Κλειώ διαπίστωνε με απογοήτευση ότι η μητρότητα ούτε τις γλύκανε, ούτε τις έκανε να έχουν περισσότερη εν συναίσθηση.
Αυτή τη φορά, δεν αποκάλυψαν σε κανέναν ότι προσπάθησαν ξανά. Είχε βαρεθεί να ακούει ότι η επιστήμη έχει κάνει πρόοδο και αν το ήθελαν πολύ θα τα κατάφερναν. Η επιστήμη πράγματι είχε προοδεύσει, αλλά ο κυρίαρχος του παιχνιδιού ήταν ο ίδιος της ο οργανισμός. Ένας οργανισμός, μάλλον, εγωκεντρικός που δεν καταδεχόταν να τη μοιράζεται με άλλο πλάσμα. Πλέον, δεν άντεχε να δέχεται πιέσεις από το σόι για το πότε θα βάλουν μπροστά για ένα παιδάκι, λες και το παιδάκι ήταν κατασκευή. Οι μητέρες τους είχαν προαποφασίσει να τους βοηθήσουν με την ανατροφή του, χωρίς να τους ρωτήσουν αν τις εγκρίνουν για αυτό το ρόλο. Δεν θα ήταν η κούκλα που θα τους έδιναν για να παίζουν. Θα ήταν το μωρό τους που είχαν οι ίδιοι αποφασίσει με ποιο τρόπο θα το ανέτρεφαν, τις αξίες που θα του μάθαιναν και πώς θα μοίραζαν τις υπόλοιπες υποχρεώσεις τους, ώστε να το μεγαλώσουν οι ίδιοι. Τίποτα από όλα αυτά δεν είχε σημασία πια.
Η κοιλιά της Κλειούς ήταν άδεια. Για ακόμα μια φορά ήταν μια σαπουνόφουσκα που ένα αόρατο χέρι την έσκασε στον αέρα. Όσο κι αν προσπαθούσε ο Αλκιβιάδης να την στηρίξει, το δικό τους σπίτι δεν ήταν στη λίστα διανομής.
Ψυχολογικά είχαν εξαντληθεί. Οικονομικά δεν άντεχαν άλλες απόπειρες. Δε θα άκουγε ποτέ τη λέξη «μαμά» να απευθύνεται σε εκείνη, αλλά ενδεχομένως, να ήταν εξίσου σημαντική η γενναιοδωρία της καρδιά της, ακόμα και αν η μήτρα της παρέμενε πεισματικά αφιλόξενη.



Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Η Σκουριασμένη Γαρδένια


Έχουν περάσει σχεδόν δυόμιση χρόνια από τότε που η Νένα τα παράτησε όλα για να ακολουθήσει το όνειρό της. Πόσο καιρό θα ασχολιόταν ακόμα με τα λογιστικά βιβλία!
Εγκαταστάθηκε σε μια συνοικία του Μαϊάμι και άνοιξε εκεί το δικό της μικρό μαγαζί με χειροποίητα, σπιτικά παγωτά. Έκανε και την απειλή της πραγματικότητα· έφτιαξε το παγωτό με το όνομα «Λάβα» (τιμής ένεκεν στο αγαπημένο της νησί, τη Σαντορίνη). Συνδύασε τη μαύρη σοκολάτα με το κόκκινο, μικρό ντοματάκι (γνωστό και ως κερασοτοματάκι) και κάτι άλλα υλικά… Έπειτα, το έβαζε στο κυπελάκι και το στόλιζε, ώστε να μοιάζει με ηφαίστειο, μέσα από το οποίο έτρεχε η λάβα.
Η Λέλα περίμενε κάθε φορά το καλοκαίρι, όταν η Νένα ξέκλεβε δυο εβδομάδες και ερχόταν στην Ελλάδα. Μπορεί να της άρεσε η νέα της ζωή στην Αμερική, να είχε βρει τις ισορροπίες της, να είχε ηρεμήσει μακριά από ορισμένους τύπους, αλλά τις διακοπές στα ελληνικά νησιά δεν τις έχανε για κανένα λόγο.
Συχνά την έφερνε στο μυαλό της, όπως τούτη τη μέρα που ξημέρωσε Πρωτομαγιά.
Η Λέλα δεν είχε φτιάξει το στεφάνι της από την παραμονή το βράδυ – όπως συνήθιζε πριν από την εποχή του κορωνοϊού, – γιατί δεν υπήρχε κανένα ανθοπωλείο ανοιχτό στην περιοχή, ούτε καν πλανόδιοι ανθοπώλες, ούτε ένα χωράφι, ένας λόφος για να μαζέψει μερικά αγριολούλουδα. Βγήκε στο μπαλκόνι να ποτίσει τα λουλούδια. Τουλάχιστον, είχε εκείνα για να θυμίσουν λίγο την άφιξη του Μαΐου.
Καθώς πότιζε την γαρδένια, θυμήθηκε τότε που ακόμα πήγαιναν στο σχολείο και η Νένα έκοβε τα άνθη της γαρδένιας από τη γλάστρα του πατέρα της, τα έβαζε σε μια χάρτινη σακούλα οπωροπωλείου και τα χάριζε στη Λέλα, επειδή ήταν τα αγαπημένα της… όμως, κυρίως, επειδή η Νένα δεν χώνευε τα λουλούδια. Ήταν το χειρότερο της – αν καμιά φορά έπρεπε να τα φροντίσει. Για εκείνη, ήταν τα βρωμολούλουδα που της την έδιναν στα νεύρα.
Η Λέλα έπαιρνε τα άνθη της γαρδένιας, τα έβαζε μέσα σε μια γυάλα με νερό για να αναδύεται το άρωμά τους στο δωμάτιο και εκείνη ως αντάλλαγμα, της χάριζε τις αγαπημένες της τσίχλες με γεύση φράουλα, οι οποίες δεν κυκλοφορούν πια, αλλά η φίλη της ξετρελαινόταν για αυτές. Από εκείνη την εποχή, είχε συνδέσει στο μυαλό της τη Νένα με τις γαρδένιες.
Έκτοτε άλλαξαν πολλά. Η Νένα έφυγε για να φτιάχνει τα ηφαιστειακά παγωτά της στην Αμερική, η Λέλα συνέχισε να φωτογραφίζει μπιντέδες και η γαρδένια βαριόταν πια να ανθίσει.