Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (III)


            Η ώρα περνούσε. Ο Βελισάριος ένιωθε σα να βρισκόταν στο διάδρομο ενός νοσοκομείου με λευκούς τοίχους, όπου επάνω τους είχαν περάσει δεκάδες χέρια πλαστικής λευκής μπογιάς σε μια προσπάθεια να του δώσουν μια αξιοπρεπή μορφή, όμως πάντοτε κατέληγε στο ίδιο θλιβερό αποτέλεσμα· πεσμένοι σοβάδες, τοίχοι φουσκωμένοι από την υγρασία, μια ατμόσφαιρα πλημμυρισμένη στα βακτήρια, τα μικρόβια και τη φορμόλη. Εκείνος άλλοτε περπατούσε σκυφτός και άλλοτε καθόταν σε εμβρυακή στάση σε μια σιδερένια καρέκλα έξω από την κλειστή πόρτα του θαλάμου, αναμένοντας την ετυμηγορία του γιατρού. Η κάθε δουλειά  ήταν μια μικρή βουτιά στη λίμνη του άγχους, όμως εκείνη η οντισιόν ήταν κάτι περισσότερο – ήταν το μεγάλο στοίχημα.
            Είχε δώσει ραντεβού με τη Μαρουλίτα στο καφέ του μουσείου. Έπειτα από κάθε σημαντική συνάντηση ήθελε να απολαμβάνει τον καφέ της κοιτάζοντας τα απομεινάρια της Ακροπόλεως – κάπως την χαλάρωνε η θέα στο Παρθενώνα.
            Ο Βελισάριος έφθασε νωρίτερα. Μόλις ελευθερώθηκε το αγαπημένο της τραπέζι, κάθισε και την περίμενε έχοντας ήδη πιει τρεις εσπρέσο σκέτους, έφαγε μια ομελέτα, ένα κομμάτι σοκολατόπιτας και η Μαρουλίτα ακόμα δεν είχε φανεί.
            Η απόφασή της να πάει μόνη της χωρίς να την περιμένει εκείνος έστω κάπου κοντά, αν όχι στο χώρο του θεάτρου, ήταν επιπόλαιη κατά τη γνώμη του, όμως εκείνη δεν ήθελε να νιώθει σαν υποψήφια Πανελλαδικών που περιμένει έξω από το σχολείο ο μπαμπάς της για να μάθει πώς έγραψε στο διαγώνισμα των μαθηματικών.
            Προσπάθησε να την καλέσει στο κινητό, όμως παρέμενε απενεργοποιημένο.
            Έπειτα από δυο ώρες και είκοσι τρία λεπτά, η Μαρουλίτα ανέβηκε από τις κυλιόμενες. Χαμήλωσε ελαφρά τα γυαλιά ηλίου με τους μαύρους φακούς και τις κόκκινες λεπτομέρειες στο σκελετό, εντόπισε τον Βελισάριο και τα στερέωσε ξανά στην καλοσχηματισμένη μύτη της.
            Ο βηματισμός της σταθερός και με αυτοπεποίθηση – όπως πάντα άλλωστε. Ο Βελισάριος τινάχτηκε από την καρέκλα για να την υποδεχτεί:
«Πώς πήγε;»
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα. Πώς πήγε; Τον πήραμε το ρόλο;»
«Γιατί; Μαζί περάσαμε από οντισιόν;»
«Αφού, ξέρεις πάντοτε συμπάσχω.»
Κρέμασε την τσάντα από την πλάτη της καρέκλας, άνοιξε τον κατάλογο αποφεύγοντας να απαντήσει. Ο σερβιτόρος πλησίασε. Της προσέφερε ένα ποτήρι δροσερό νερό και περίμενε να ακούσει την παραγγελία της:
«Ένα ποτήρι αφρώδη οίνο.»
«Θα το γιορτάσουμε, δηλαδή;», βιάστηκε να σχολιάσει ο Βελισάριος όταν απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος.
«Θα χαλαρώσουμε, δηλαδή.»
Η Μαρουλίτα έβγαλε τη βεντάλια από την τσάντα της και την κουνούσε άλλοτε νευρικά, άλλοτε με χάρη, πάντοτε διατηρώντας το στυλ της.
«Λοιπόν;», επέμεινε ο Βελισάριος.
«Λοιπόν…, ξέρεις ποιος είναι ο Κριστόμπαλ Κετγκλάς;»
«Ναι, ο διάσημος σκηνοθέτης. Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Η ερώτηση είναι αν τον γνωρίζεις φυσιογνωμικά. Βρε παιδί μου, αν περνούσε τώρα από μπροστά σου, θα τον αναγνώριζες;»
«Όχι. Κανείς δεν τον έχει δει. Είναι ένα μυστήριο.»
Η Μαρουλίτα σήκωσε το φρύδι της και συνέχισε να κάνει αέρα με τη βεντάλια της.
«Κανένα μυστήριο, αγαπητέ μου. Ο Κριστόμπαλ Κετγκλάς είναι ο Χριστόφορος, στου οποίου το πάρτι μάς είχε καλέσει η Λίζα, όταν πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Θυμάσαι;»
«Πώς δε θυμάμαι;! Είχε έρθει να σε δει στην παράσταση και ξετρελάθηκε με τις φωνητικές σου ικανότητες. Εκείνος δεν ήταν Έλληνας;»
«Κι αυτός Έλληνας είναι. Τον είδα να κάθεται πίσω – πίσω και είχα φάει τα σίδερα να θυμηθώ από πού τον ξέρω, αλλά αδύνατον! Τελείωσα το απόσπασμα μου, μού είπαν ότι θέλουν να με ξαναδούν σε μια εβδομάδα. Φυσικά, καμία έκπληξη ως εδώ. Βγήκα από το θέατρο. Ήρθε με χαιρέτισε, μου εξέφρασε για ακόμα μια φορά το θαυμασμό του και μου υπενθύμισε ποιος ήταν.»
«Και το επίθετο;»
«Είναι της λατίνας γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, το οποίο χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο.»
Ο Βελισάριος χαμογέλασε τρίβοντας τα χέρια του:
«Τέλεια! Άρα, έχουμε σίγουρο το ρόλο.»
«Δεν κατάλαβες, αγάπη μου. Δεν θα υπογράψω. Αν με ήθελε στην ταινία του, ας μιλούσε με τον ατζέντη μου, μια που με θαυμάζει τόσο πολύ. Η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο δεν ανέχεται να της συμπεριφέρονται σα να τελείωσε χθες τη σχολή.»
            Εκείνη ήταν η στιγμή που ο Βελισάριος ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια από ειδικό άμεσα.



Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (ΙΙ)


           Ο Βελισάριος ξεφυσούσε με τα καμώματα της Μαρουλίτας, όμως αυτή τη φορά τα καπρίτσια της δε θα περνούσαν. Κλείδωσε το γραφείο και κάλεσε τον ανελκυστήρα. Όση ώρα περίμενε να ανέβει ο θάλαμος σκεφτόταν έντονα όσα θα ήθελε να της πει, χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο που θα επιθυμούσε, αλλά ουδέποτε τόλμησε να ξεστομίσει.
            Ο θάλαμος έφθασε. Άνοιξε την πόρτα και πάτησε το κουμπί του ισογείου. Βγήκε από την πολυκατοικία και η Μαρουλίτα στεκόταν μπροστά του:
«Τι περιμένεις;», τη ρώτησε.
«Τίποτα. Θαυμάζω την αρχιτεκτονική της γειτονιάς.»
«Έχεις δίκιο. Εξάλλου, το Χίλτον είναι το ξενοδοχείο με τα μεγαλύτερα οπίσθια, έτσι δε λένε; ‘Ολα τα κτήρια είναι τόσο ξεχωριστά που κρύβονται πίσω του για να μην τα ματιάζουν.»
Η Μαρουλίτα μειδίασε ειρωνικά:
«Εσύ από τώρα έκλεισες το γραφείο;»
            Άπλωσε το χέρι του, την κράτησε από τον καρπό και την οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Σε όλη τη διαδρομή παρέμενε σιωπηλός. Η οδήγηση στην αθηναϊκή ριβιέρα ανέκαθεν τον βοηθούσε να κατευνάσει τον θυμό του.
            Σταμάτησε κοντά στην αγαπημένη του ταβέρνα.
«Εδώ θα φάμε;»
«Ναι, γιατί δεν είναι του επιπέδου σου;»
«Βελισάριε, διακρίνω έναν εκνευρισμό ή είναι ιδέα μου;»
«Ιδέα σου είναι. Πάμε.»
Κάθισαν στο μοναδικό τραπέζι που ήταν διαθέσιμο. Σε μια γωνία, κολλημένο στον τοίχο. Καθόλου ταιριαστό στην πληθωρική προσωπικότητα της Μαρουλίτας.  Ο Βελισάριος παρήγγειλε μερικούς μεζέδες που θα συνόδευαν το κρασί τους. Σερβίρισε πρώτα τη Μαρουλίτα, έπειτα γέμισε με κρασί το δικό του ποτήρι και κάρφωσε με το πιρούνι του ένα καλαμαράκι. Ο ήχος των τζιτζικιών πάνω στα αλμυρίκια, το αεράκι, η αύρα της θάλασσας, ο ήχος του λαδιού κάθε φορά που η μαγείρισσα έριχνε τις πατάτες μέσα στο τηγάνι, όλα συντελούσαν στη δημιουργία μιας χαλαρής ατμόσφαιρας χωρίς καμία διάθεση για συζητήσεις περί επαγγελματικών.
            Η Μαρουλίτα είχε ήδη μετανιώσει που έφυγε από το γραφείο του χωρίς καν να δεχτεί να συζητήσει μαζί του το ενδεχόμενο να παραστεί στην ακρόαση, αλλά ούτε ο εγωισμό της, ούτε η πορεία της στο χώρο τής επέτρεπαν να υποστεί αυτόν τον εξευτελισμό.
«Και αυτός ο Κετγκλάς έχει κάνει πολλές ταινίες; Εσύ τον έχεις ξανακούσει;»
«Ναι, ασχολείται κυρίως με ταινίες ιστορικού περιεχομένου και σχεδόν όλες είναι παραγωγές εκατομμυρίων. Γιατί ρωτάς; Εσύ δεν ήθελες να ακούς για εκείνον.», απάντησε μασουλώντας ακόμα ένα καλαμαράκι.
«Εσύ θεωρείς ότι με την έως τώρα πορεία μου δεν είναι υποτιμητικό να περάσω από οντισιόν;»
«Τουναντίον! Αυτό θα είναι μια ακόμα απόδειξη ότι δε διστάζεις να δοκιμαστείς και να τσαλακώσεις την εικόνα σου.»
«Κι αν με απορρίψει, θα θεωρηθώ ατάλαντη.»
«Αν σε απορρίψει δε σημαίνει τίποτα. Δεν του έκανες για το ρόλο και πάμε παρακάτω. Δεν είναι, όμως κρίμα να σκέφτεσαι αρνητικά, αντί να σκεφτείς πως μπορεί να του κάνεις και να ξεκινήσεις μια διεθνή καριέρα; Στο κάτω – κάτω, δες το σαν πρόκληση. Πάντως, αν ενδιαφέρεσαι, πρέπει να το ξέρω τώρα για να το κανονίσω.»
«Ωραία, ας το δοκιμάσουμε, παρόλο που το θεωρώ μεγάλο λάθος.»
«Λάθος θα είναι να μην μάθεις ποτέ τι θα συνέβαινε αν τα κατάφερνες.»
«Βελισάριε, δεν σε αντέχω όταν μιλάς σα να παπαγαλίζεις αποφθέγματα του Κοέλιο. Μια δουλειά είναι. Δε θα συμβεί κάτι το φοβερό. Ο κόσμος ήδη με ξέρει. Τέλος πάντων, έχω καιρό να παίξω στον κινηματογράφο… κανόνισέ το, λοιπόν.»
Ο Βελισάριος σήκωσε το ποτήρι του για να κάνει μια πρόποση για τα καλύτερα που έρχονται.

(συνεχίζεται…)