Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος VΙI]

          Το τέλος των διακοπών φέρνει συνήθως μια μικρή πικρία, όμως άλλες φορές σου λείπει το σπίτι. Όχι τα ντουβάρια, αλλά όσα, όσους θεωρείς σπίτι.
           Επιστρέψαμε γεμάτοι. Γεμάτοι από ενέργεια για τους επόμενους μήνες, ευτυχία για όσα ζήσαμε και ανυπομονησία για μια νέα αρχή και το σχεδιασμό του επόμενου ταξιδιού.
 
Τέλος 


Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος VΙ]

             Πάνω σε ύψωμα στέκεται η μονή της Ευαγγελίστριας Θεοτόκου. Σε ένα υπέροχο τοπίο. Από τη μια, το πευκοδάσος και από την άλλη, καταπράσινοι λόφοι που τρέχουν να βουτήξουν τα πόδια τους στο γαλάζιο των Σποράδων.
            Πέτρα και κεραμίδι αγκάλιαζαν το μοναστήρι. Στον προαύλιο χώρο ένα πηγάδι στολισμένο με άνθη, περιμετρικά το μαγαζί της μονής με διάφορα προϊόντα, τα κελιά των μοναχών και τις γάτες που απολάμβαναν τον ήλιο του μεσημεριού.
Περνώντας το κατώφλι του ναού, ο οποίος χτίστηκε τον 18ο αιώνα, αισθάνεσαι αυτό που θα έπρεπε να αποπνέει κάθε ναός, τη σύνδεση με το θείο, την ανάγκη να βρεθείς με την ανώτερη δύναμη που θεωρείς ότι θα σου δώσει την ελπίδα – όποιος κι αν είναι ο θεός σου – ή θα πάρεις το κουράγιο να συνεχίσεις να ανηφορίζεις τον δρόμο που έχεις επιλέξει.
Σε έναν από τους εξωτερικούς τοίχους των κτηρίων, μια τεράστια εικόνα της Παναγίας στην κορυφή μιας σκάλας γεμάτης βασιλικούς και ορτανσίες και λίγο πιο πέρα η είσοδος του μουσείου, όπου φυλάσσεται η παράδοση του νησιού, της Εκκλησίας, των ανθρώπων που κάποτε πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Τα πλατιά σκαλοπάτια έξω από τη μονή, ανάμεσα στα πεύκα οδηγούσαν στο καφενείο με τις υπέροχες τριανταφυλλιές.
Ένα μικρό λεωφορειάκι του ΚΤΕΛ είχε τακτικά δρομολόγια από και προς το μοναστήρι. Επιστρέφοντας στη χώρα της Σκιάθου, ανεβήκαμε τα σκαλιά του μπαρμπα – Ζαφείρη, για να φθάσουμε στην κορυφή του λόφου εκεί, όπου δεσπόζει ο ναός του Αγ. Νικολάου και το ρολόι – το οποίο, ίσως να είναι το πρώτο πράγμα που παρατηρείς, καθώς το πλοίο πλησιάζει στην προβλήτα.
Από εκεί φαίνεται σχεδόν όλη η χώρα της Σκιάθου. Τα ολόλευκα σπίτια με τις κεραμοσκεπές χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο, τα πεύκα στον κόλπο και τα δεμένα στην μαρίνα ιστιοφόρα. Μείναμε εκεί, να θαυμάσουμε τη θέα για λίγο και να επισκεφθούμε το μικρό ξωκλήσι, μέχρι να περάσει η ώρα και να ανοίξει το Ναυτικό Μουσείο.
To Μπούρτζι ήταν σαν τις μουσικές καρέκλες. Στεκόμασταν όλοι σαν τα αρπακτικά κοντά στα παγκάκια και με το που σηκωνόταν κάποιος, τρέχαμε να προλάβουμε να καθίσουμε – με τρόπο, αλλά τρέχαμε –, καθότι εκεί ήταν το ιδανικό σημείο για να χαλαρώσεις. Κοίταζες τη θέα και ηρεμούσες και ας μη χανόταν το βλέμμα στα βάθη του ορίζοντα. Ήταν πιθανότερο το βλέμμα σου να παγιδευτεί σε κάποιο ιστίο ή να γαντζωθεί από ένα βράχο, αλλά και πάλι σε εκείνα τα παγκάκια ήθελες να καθίσεις. Να γείρεις το κεφάλι σου στον ώμο του και να απολαύσεις την ηρεμία ενός καλοκαιριού που ξεθώριαζε.
           Σε εκείνο το λόφο, βρίσκεται και το Μουσείο Ναυτικής και Πολιτιστικής Παράδοσης Σκιάθου.
            Το κτήριο όπου στεγάζεται επιβλητικό και η αρχιτεκτονική του ήταν ένα ταξίδι στο παρελθόν. Τότε που τα κτήρια είχαν χαρακτήρα και δεν ήταν ψυχρά κουτιά, βαμμένα με το νοσοκομειακό λευκό χρώμα, κατασκευασμένα για να απομακρύνουν τον επισκέπτη.
            Αν και η Ελλάδα έχει μια μεγάλη ναυτική παράδοση, έχω την αίσθηση πως δεν είναι αρκετοί εκείνοι που επιλέγουν να επισκεφθούν μουσεία της ναυτικής παράδοσης. Στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης της Σκιάθου, υπάρχουν εκθέματα που καλύπτουν την ναυτική ιστορία του νησιού από τον 19ο αιώνα έως σήμερα.
            Η θάλασσα που είτε αγαπάς για τη χαλάρωση, για τη δροσιά της, για τα προς το ζην που σου προσφέρει, για όσες μέρες στάθηκες σε ένα βράχο για να αδειάσεις τις σκέψεις σου ή να πάρει τα βάσανά σου… Η θάλασσα που κάποτε υπήρξε το παιχνίδι σου, δεν παύει να είναι ένας μυστήριος κόσμος που κάπως σε παρασύρει να τον ανακαλύψεις μέσω των εκθεμάτων και την ιστορία που φέρουν.
           
 [… συνεχίζεται…]


















Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος V]

             Επόμενη επίσκεψη ήταν στο Σκιαθίτικο Σπίτι.
            Μέσα στα στενά δρομάκια, πάνω στον παλιό κεντρικό δρόμο χτισμένο το 1910 το Σκιαθίτικο Σπίτι έχει ανοίξει τις πόρτες του για να υποδεχτεί τους επισκέπτες του νησιού.
            Η είσοδος δε θύμιζε σε τίποτα ένα λαογραφικό μουσείο. Η πόρτα της αυλής ανοιχτή, ο φωτισμός στον ολάνθιστο κήπο παρέμενε χαμηλός και, μόλις πατούσες στο κατώφλι, αισθανόσουν περισσότερο ως ένα φιλικό πρόσωπο που περνούσε από τη γειτονιά και σκέφτηκε να μπει να πει μια καλησπέρα, παρά ως επισκέπτης του μουσείου. Οι οικοδεσπότες, με το χαμόγελο στα χείλη, σε περιμένουν για να σε ξεναγήσουν στην ιστορία της οικογένειας και του νησιού.
            Ακόμα και αν είναι η πρώτη φορά που θα το επισκεφθείς, το περιβάλλον μοιάζει οικείο, γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάπως φέρνει αναμνήσεις από  τα σπίτια των γιαγιάδων μας. Οι συνήθειες των ανθρώπων και η μόδα της εποχής μπορεί να διέφερε σε κάθε μέρος της Ελλάδος, αλλά τότε – όπως και σήμερα – συναντούσαμε ομοιότητες.
Μέσα στο σπίτι όλα τα φώτα αναμμένα σα να ήταν γιορτή, όπως τότε που όταν γιόρταζε κάποιος από την οικογένεια, άναβαν όλα τα φώτα και η πόρτα παρέμενε ανοιχτή για να υποδεχτούν όλους όσοι πήγαιναν για να ευχηθούν.
Στο μπουφέ, σερβίτσια και ποτηράκια για διαφορετική χρήση – άλλο για το κρασί, άλλο για το λικέρ, άλλο για το τσίπουρο. Όσο μεγαλύτερη η περιεκτικότητα του οινοπνεύματος, τόσο στένευε το στόμιο του ποτηριού για να μη μεθούν με την μυρωδιά.  Τα σερβίτσια, τα πιάτα από τα ταξίδια και τα φλιτζανάκια με το αντίστοιχο πιατελάκι.
Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στα φλιτζανάκια. Μου θυμίζουν τα απογεύματα που η γιαγιά μου έψηνε έναν ελληνικό μέτριο και τον συνόδευε με ένα μπισκότο γεμιστό Παπαδοπούλου. Απολάμβανε το καφεδάκι της στο καθιστικό και έπειτα διάβαζε ένα βιβλίο ή παρακολουθούσε τηλεόραση. Ήταν η στιγμή που ξαπόσταινε από τις δουλειές της ημέρας.
Τα εργόχειρα κοσμούσαν τα σκαλιστά, βαριά έπιπλα, που αν έκλεινες τα μάτια είχαν να σου αφηγηθούν μια ιστορία – από τη δημιουργία τους, όταν ο επιπλοποιός τα σχεδίαζε κι έπειτα, έπιανε το ξύλο και το σκάλιζε με αγάπη ως τις μέρες στο χώρο του ιδιοκτήτη τους, φορεσιές που κάποτε ήταν τα ρούχα των γυναικών και αναλόγως την ηλικία τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, διαφοροποιούνταν. Πίσω από τον καναπέ, το ραδιόφωνο με τις λυχνίες που ακόμα και σήμερα λειτουργεί κανονικά και στη μέση το τραπέζι με το στρωμένο τραπεζομάντηλο και τις σκαλιστές καρέκλες που σου δημιουργούν την αίσθηση της φιλοξενίας.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα, ο αργαλειός με τα υφαντά και τα πλεκτά κουκλάκια με το όνομα, το οποίο ήθελε η πεθερά να δοθεί στο εγγόνι, κεντημένο στο καπέλο τους. Διάφορα αναμνηστικά από τον πόλεμο και το ταξίδι του παππού στην Αμερική και απέναντι η κρεβατοκάμαρα. Εκεί όπου φυλάσσεται το μπαούλο με τα προικιά και το νυφικό νυχτικό της γιαγιάς.
Βγαίνοντας από εκείνο το ζεστό, πέτρινο σπίτι, βρεθήκαμε στην αυλή. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να δούμε διάφορα εργαλεία και κουδούνια που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικό είδος ζώου, τη μυλόπετρα, το πράσινο σαπούνι, το φαναράκι της προξενήτρας, την κεραμική λεκάνη ζυμώματος…
Η ξενάγηση στο σπίτι ήταν τόσο απολαυστική που δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Δίνεται η ευκαιρία στον επισκέπτη, με έναν ευχάριστο τρόπο, να μαθαίνει την σκιαθίτικη παράδοση, αρκετά στοιχεία της οποίας υπήρχαν έντονα όχι μόνο στο νησί, αλλά σε όλη τη χώρα. Νοερά ταξιδεύεις στους περασμένους αιώνες και ένα τέτοιο ταξίδι δεν μπορεί παρά να είναι συγκινητικό, καθότι οι μνήμες είναι κοινές και προέρχονται από τους ανθρώπους που αγαπήσαμε και τώρα έχουν μια θέση ανάμεσα στα αστέρια. Και όσα εμείς δεν προλάβαμε να ζήσουμε, αποτελούν τις ρίζες μας. Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από καρποί ενός δέντρου που διαρκώς αναπτύσσεται και στη δική μας θέση, αργότερα θα βρίσκονται άλλοι και εκείνοι θα αφηγούνται ιστορίες για εμάς, για τους γονείς μας, τους παππούδες και το ταξίδι στο παρελθόν θα τους φέρνει κοντά στις ρίζες του δέντρου τους.  
 
 [… συνεχίζεται…]






Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙV]

           Εκείνο το πρωί μάς ξύπνησε η βροχή. Ήταν η μέρα που θα επισκεπτόμασταν τα μουσεία και αντί για αυτό στεκόμασταν σαν κουτάβια πίσω από την μπαλκονόπορτα και παρακολουθούσαμε τη βροχή που δεν είχε τελειωμό.
            Το μοτίβο επαναλαμβανόμενο σα μπουχάρα της Μοιραράκη: βροχή – παύση βροχής – βροχή – παύση βροχής – βροχή… και μας πήγε κατά αυτόν τον τρόπο ως το μεσημέρι. Όταν πια σταμάτησε για τα καλά, βγήκαμε διστακτικά από το δωμάτιο και περπατούσαμε στο δρόμο αργά λες και μπαίναμε στην παγωμένη θάλασσα (ξέρεις, πρώτα δακτυλάκι, μετά πατουσάκι, λίγο πιο μέσα ως το γόνατο να συνηθίσουμε τη θερμοκρασία, δυο βηματάκια ακόμα εκεί που φθάνει η στάθμη του νερού ως την κοιλιά και κάνεις μερικά επιτόπια μικρά πηδημάτακια – γιατί είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο ότι με αυτό τον τρόπο το νερό σκιάζεται και δε σε αγγίζει για να παγώσεις –, παίρνεις το χρόνο σου και βουτάς.).
      Πρώτη στάση το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ανεβήκαμε την κουρασμένη από τα χρόνια και τους επισκέπτες, ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο του σπιτιού και κάθε σκαλοπάτι ψιθύριζε τα μυστικά της γειτονιάς, όμως κανείς δε νοιαζόταν να τα ακούσει, καθότι όλοι βιαζόμασταν να ανακαλύψουμε το εσωτερικό του σπιτιού και να ακούσουμε τους ψιθύρους των τοίχων του, να νιώσουμε την αύρα τού κάθε δωματίου.
       Περνώντας στο εσωτερικό του σπιτιού, θέλεις να παραμείνεις σιωπηλός και έχεις μια συστολή μην τυχόν και ενοχλήσεις. Πορτρέτα της οικογένειας κοσμούν τους τοίχους, το σπίτι λιτό και λειτουργικό και, ίσως, κάποιος να φανταζόταν ότι το σπίτι του συγγραφέα ενδεχομένως να είχε μια αίγλη, αλλά η λάμψη όλη βρισκόταν στην απλότητα του.
        Σε βιτρίνα προστατευμένα τα προσωπικά του αντικείμενα και στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, το καθημερινό, το δωμάτιο με το τζάκι, δίπλα στο οποίο, ήταν τοποθετημένο ένα χαμηλό αυτοσχέδιο κρεβάτι που το λεπτό, στενό του στρώμα σχεδόν ακουμπούσε το πάτωμα, σε εκείνη τη ζεστή γωνιά του σπιτιού, ο συγγραφέας έκλεισε τα μάτια του με προορισμό την αιωνιότητα.
Βγαίνοντας κατεβήκαμε την πίσω σκάλα που οδηγούσε στην αποθήκη – κελλάρι, όπου σήμερα στεγάζεται το πωλητήριο με τα έργα του.
            Δε θα σου πω ψέματα. Βλέποντας την επιβλητική εξωτερική όψη του σπιτιού, περίμενα να δω ένα χώρο με βαριά σκαλιστά έπιπλα και μεγαλοπρέπεια. Εκείνο, όμως, που είδα ήταν ένα ταπεινό σπίτι, λιτό, όπως και οι ένοικοι του. Η διακόσμηση του σπιτιού «σιωπηλή» και ένιωσα πως τα γέλια και οι χαρές σε εκείνους τους τέσσερεις τοίχους ήταν κάτι σπάνιο. Πρέπει να επικρατούσε περισσότερο η μελαγχολία, η σιωπή και το ιδιαίτερο δέσιμο με το Θεό, και τη θρησκεία γενικότερα, λόγω ανατροφής και οικογενειακού περιβάλλοντος.
            Θα περίμενε κανείς πως οι νέοι δεν διαβάζουν έργα του Παπαδιαμάντη με τον ίδιο ζήλο που θα διάβαζαν κάποιον άλλο περισσότερο σύγχρονο σε αυτούς συγγραφέα, όμως στη Σκιάθο φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης είναι κομμάτι της ζωής τους και αυτό ήταν φανερό και στον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν για τον ίδιο και τα έργα του, αλλά και για το γεγονός ότι κάπως είχαν εντάξει τους τίτλους αυτών στην καθημερινότητα χρησιμοποιώντας τους ως ονομασία στις επιχειρήσεις.
            Σίγουρα είναι ένα ιστορικό αξιοθέατο που δε γίνεται να βρεθεί κάποιος στη Σκιάθο και να μην το επισκεφθεί ακόμα και αν δεν διάβασε ποτέ τη Φόνισσα ή Τα Ρόδιν’ Ακρογιάλια…           
 [… συνεχίζεται…]



 

 


Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙΙΙ]

            Το πρώτο πρωινό μας στη Σκιάθο το απολαύσαμε στο Μπούρτζι. Ανηφορίσαμε στο λόφο και ακολουθώντας το μονοπάτι πίσω από το Ναυτικό Μουσείο, κάτω από τα πεύκα βρισκόταν η τεράστια αυλή της καφετέριας με θέα στη θάλασσα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες γαλάζιο και πράσινο από τη μια πλευρά, απέραντο γαλάζιο μπροστά και, από την άλλη πλευρά, τα σκαρφαλωμένα στα βράχια σπίτια που φλέρταραν με το κύμα.
            Απλώσαμε το χάρτη στο τραπέζι και ως μικροί Μάρκο Πόλοι θα ξεκινούσαμε την εξερεύνηση από τα σοκάκια του κέντρου.
            Περπατούσαμε στα δαιδαλώδη (ίσως και να μην είναι, αλλά αν δεν έχεις προσανατολισμό… το silver alert δεν απέχει πολύ), γραφικά, στενά, λιθόστρωτα δρομάκια και σχεδόν σε κάθε βήμα υπήρχε κάτι όμορφο που άξιζε να απαθανατιστεί. Μια γλάστρα, ένα μπαλκόνι με περίτεχνα κάγκελα, ένα πέτρινο σπίτι που πάνω του είχε βρει στήριγμα μια βουκαμβίλια…
            Λίγο πριν βραδιάσει είχαμε τη φανταστική ιδέα να δούμε μια από τις διασημότερες παραλίες του νησιού, τις Κουκουναρίες.
            Τα τοπικά λεωφορεία διευκολύνουν αρκετά τη μετακίνηση, καθότι είναι διαθέσιμα προς διάφορους προορισμούς και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σκεφτήκαμε να πάμε μια βραδινή βόλτα στην παραλία ελπίζοντας πως θα υπάρχει κάτι δίπλα στο κύμα· ίσως κάποιο εστιατόριο ή μπαρ.
            Μέσα στη νύχτα, το λεωφορείο προσπερνούσε τα χωριά και εμείς δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν. Συνήθως, στην επαρχία, οι οδηγοί ενημερώνουν τους επιβάτες κάθε φορά που φθάνουν σε ένα χωριό, αλλά στη δική μας περίπτωση μάλλον ήταν κάποιο παιχνίδι γνώσεων και γεωγραφίας – για εμάς, γιατί οι Άγγλοι συνεπιβάτες μια χαρά γνώριζαν τις στάσεις, λες και ζούσαν χρόνια στο νησί και εμείς ήμασταν οι πραγματικοί τουρίστες. Σωτηρία δεν υπήρχε. Σαν άλλοι Κοντορεβυθούληδες βάζαμε σημάδια στη διαδρομή, σε περίπτωση που χαθούμε να καλέσουμε την αστυνομία, την πυροσβεστική… το σόι  μας, κάποιον τέλος πάντων και να του δώσουμε το στίγμα. Ο δρόμος μακρύς και η αγωνία μεγάλη. Ευτυχώς που υπάρχουν οι χάρτες στο κινητό και βλέπαμε πού ακριβώς ήταν η τοποθεσία μας και πού οι Κουκουναριές…!
            Φθάνοντας εκεί, ακούσαμε για πρώτη φορά τη φωνή του οδηγού:
«Κουκουναριές. Τέρμα.»
Ώπα! Τι τέρμα, ποιο τέρμα; Εδώ τέρμα; Εδώ πίσσα σκοτάδι. Κάτι φώτα σκόρπια σε μια έκταση, ούτε που καταλάβαμε τι ήταν. Μάλλον, κάποιο ξενοδοχείο, αλλά το χέρι μας στη φωτιά δεν το βάζαμε. Κοιτάξαμε πίσω – οι πύλες του ανεξήγητου. Κοιτάξαμε στον ουρανό, μήπως δούμε το άστρο το φωτεινό που θα μας οδηγήσει, τίποτα. Μαύρος καμβάς. Δεν το ρισκάραμε να μείνουμε στην ερημιά ούτε για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να έρθει το επόμενο λεωφορείο. Επιβιβαστήκαμε στο ίδιο και επιστρέψαμε στην πόλη, στο κέντρο, στα φώτα, στον πολιτισμό, εκεί που νιώθαμε ασφαλείς. Καλά πήγε και αυτό. Και φυσικά, τις Κουκουναριές δεν τις είδαμε ποτέ, αλλά θα θυμόμαστε πάντα το ρίγος που μας προκάλεσαν.

 [… συνεχίζεται…]


Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙΙ]

             Και θα αναρωτιέσαι· η Σκιάθος είναι νησί, γιατί με ΚΤΕΛμπους; Γιατί στις διακοπές χωρίς αυτοκίνητο τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με ένα λεωφορείο ή σε ένα λεωφορείο… ή τέλος πάντων, ένα λεωφορείο είτε τοπικό είτε υπεραστικό θα το χρειαστείς για τη μετακίνησή σου, αλλά κυρίως επειδή μου αρέσει, τα ταξίδια που μοιράζομαι μαζί σου, να έχουν τον τίτλο «Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους».

             Με αυτά και με ΄κείνα, πατήσαμε το πόδι μας στο νησί που οι ξένοι έμαθαν χάρη στην ταινία «Mama Mia» (σε συνδυασμό, βεβαίως, με τη Σκόπελο) και οι Έλληνες το έχουν συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
            Το κατάλυμά μας βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το λιμάνι, αλλά στη θέα από την προβλήτα το μόνο που βλέπαμε ήταν αριστερά μας ένας μικρός λόφος γεμάτος δέντρα, μπροστά μας μια πυραμίδα από σπίτια και δεξιά μας ιστιοφόρα. Ελπίδα καμιά! Αναζητώντας τη διαδρομή με τη βοήθεια των χαρτών στο κινητό, καθώς ανηφορίζαμε στο λιθόστρωτο δρομάκι, σχεδόν στην αρχή του, υπήρχε μια σήμανση για το σπίτι του Παπαδιαμάντη και αν στον τοίχο του δεν υπήρχε η ένδειξη ότι πρόκειται για μουσείο, τότε πολύ εύκολα θα το περνούσε κάποιος περαστικός για ένα σπίτι, όπου ακόμα κατοικείται. Δεν έβλεπα την ώρα να το επισκεφθούμε.
            Συνεχίσαμε το δρόμο μας τραβώντας τις αποσκευές που χοροπηδούσαν πάνω στους λίθους. Περπατήσαμε μπροστά από μαγαζιά περιποιημένα με ωραία διακόσμηση και προσεγμένες βιτρίνες. Ελάχιστα ήταν εκείνα τα τουριστικά μαγαζιά που ήταν ασφυκτικά γεμάτα με αναμνηστικά και σκονισμένα ή ξεθωριασμένα από τον ήλιο μικροπράγματα χωρίς καμία τάξη – ένας όγκος πραγμάτων για να χορταίνει το μάτι και να δυσκολεύεσαι να τα δεις όλα.    
 Σύμφωνα με τον πλοηγό, βρισκόμασταν σε απόσταση αναπνοής από το κατάλυμα, αλλά δεν υπήρχε πινακίδα. Ρωτήσαμε μια κοπέλα, η οποία μάς υπέδειξε την είσοδο. Μας υποδέχτηκε η κυρία Αλεξάνδρα. Μια ευγενέστατη κυρία, καλοσυνάτη, πρόθυμη να μας εξυπηρετήσει, να μας βοηθήσει με τυχόν απορίες που μπορεί να είχαμε και πάντα χαμογελαστή.
Οι κοινόχρηστοι χώροι θύμιζαν παλιά πολυκατοικία, αλλά ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου 7, αντικρύσαμε ένα ευρύχωρο, ανακαινισμένο και πεντακάθαρο δωμάτιο. Αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε προς αναζήτηση τροφής. Έπειτα από συνολικά εννιάμιση σχεδόν ώρες ταξιδιού, τα στομάχια μας είχαν αρχίσει τη διαμαρτυρία.
Σταματήσαμε στο πρώτο σουβλατζίδικο που βρήκαμε, όπου μάς εξυπηρέτησε ένας Θεσσαλονικιός. Δε ρωτήσαμε την καταγωγή του, εξάλλου δεν είμαστε οι τύποι που θα πιάσουν ψιλή κουβέντα με έναν άγνωστο. Βασικά, δεν είμαστε ούτε οι τύποι που θα πιάσουν ψιλή κουβέντα με έναν γνωστό (μιλάμε για μεγάλες σνομπαρίες…!), όμως δεν ήθελε και πολύ για να το μαντέψουμε. Παραγγείλαμε καλαμάκια κοτόπουλο και ο σερβιτόρος δεν παρέλειψε να σχολιάσει:
«Από την Αθήνα είστε παιδιά;»
«Ναι, από εκεί που το σουβλάκι το λένε καλαμάκι, την πίτα – τυλιχτό και όχι σάντουιτς, τα τυριά χωρίζονται σε φέτα, κασέρι, έμενταλ, γκούντα, ανθότυρο και όχι σε λευκά και κασέρια, το βερνίκι νυχιών το λέμε μανό και όχι όζα. Είμαστε αυτοί οι τύποι που τα λέμε όλα λάθος, αλλά είμαστε και πολύ πεινασμένοι.», σκέφτηκα πίνοντας το νερό άσπρο πάτο. Γιατί ως γνωστόν, η πείνα προκαλεί εκνευρισμό και η πολλή πείνα – λιποθυμία.
           Το βράδυ κάναμε έναν περίπατο, μια πρώτη βόλτα...ας πούμε «ερευνητική». Κατά μήκος της μαρίνας σχεδόν όλα τα σκάφη προσέφεραν εκδρομές σε παραλίες ή στη Σκόπελο, την κρουαζιέρα με την ονομασία Mama Mia. Μια ταινία, την οποία οι ντόπιοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο. Ακόμα και στον θερινό κινηματογράφο προβαλλόταν καθημερινά μεταξύ άλλων ταινιών. Το άρωμα της καμένης ζάχαρης και της πασπαλισμένης πάνω στο μέλι κανέλας αναδύονταν από μια καντίνα που πωλούσε μαλλί της γριάς και λουκουμάδες.
            Πέρα από τα ιστιοφόρα και τη βαβούρα του κέντρου, υπήρχε ένας δρόμος με εστιατόρια που σχεδόν χάιδευαν το κύμα, δεμένα αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον.
                Το φεγγάρι γέμιζε. Καθίσαμε σε ένα από τα παγκάκια και θαυμάζαμε τα αστέρια υπό τους ήχους της θάλασσας. Είχαμε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ακούγαμε τα αυτοκίνητα, τις ομιλίες των περαστικών, τα μαχαιροπίρουνα που χτυπούσαν ρυθμικά στα πιάτα… Ήμασταν εμείς οι δυο, η νύχτα και η θάλασσα. 

 [… συνεχίζεται…]



Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Σα Βγεις Στον Πηγαιμό Για Τη Σκιάθο…

             …να φροντίσεις να έχεις κοιμηθεί καλά.
            Η ανυπομονησία για το ταξίδι και η εμμονή το σπίτι να βρίσκεται σε άψογη κατάσταση (καθαρό και μυρωδάτο) για να μας υποδεχτεί, όταν θα επιστρέψουμε, ήταν οι λόγοι, εξαιτίας των οποίων δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα. Παρόλο το ξενύχτι, ο στόχος δεν επιτεύχθηκε στο βαθμό που θα ήθελα, αλλά μου κόστισε σε μαύρους κύκλους και κούραση.
            Το λεωφορείο προς Βόλο αναχωρούσε στις επτά το πρωί και θα έπρεπε να φύγουμε κατά τις έξι, όταν ακόμα η μέρα ήταν αγουροξυπνημένη και τα μάτια της δεν είχαν ανοίξει καλά για να φωτίσει τον κόσμο. Ήταν εκείνη η ώρα, με το ημίφως και από κάπου ψηλά χωρίς άλλα κτήρια να εμποδίζουν το βλέμμα, κάποιος θα μπορούσε να δει τον ήλιο να χουζουρεύει και με δυσκολία να πετάει τα σκεπάσματα για να ξεκινήσει το ταξίδι του από το ένα σημείο του ορίζοντα προς το άλλο, εκεί που θα χαθεί και θα είναι η ώρα για τη νυχτερινή βάρδια της Σελήνης.
            Στο σταθμό υπεραστικών λεωφορείων της Λιοσίων επικρατούσε μια σχετική ησυχία από εκείνες που χωρίς λόγο, θέλεις να μιλάς ψιθυριστά για να μη μοιάζει η φωνή σου με φάλτσες νότες στο χάραμα.
            Ο κόσμος ελάχιστος, αρκετοί νυσταγμένοι, καθόντουσαν σχεδόν σαν αγαλματάκια ακούνητα και αμίλητα στις καρέκλες του σταθμού και όσοι δεν είχαμε προμηθευτεί το εισιτήριο μας, περιμέναμε στη σειρά, μέχρι να ανοίξουν τα εκδοτήρια. Άλλοι επέστρεφαν στο Βόλο και για μερικούς από εμάς, θα ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός.
             Ώρα επτά. Ακόμα ένα ταξίδι με ΚΤΕΛμπους ξεκίνησε.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, εκεί μεταξύ γλυκού ύπνου και ροχαλητού, κάπου – κάπου άνοιγα τα μάτια μου για να θαυμάσω τη θέα. Στρέμματα με χρυσαφένιες καλαμποκιές, δεμάτια με στάχυα πάνω σε οργωμένα, καθαρά και περιποιημένα χωράφια, ένας υγροβιότοπος με πελώρια λευκά πτηνά…
            Έπειτα από τέσσερεις ώρες και μια εικοσάλεπτη στάση στο ενδιάμεσο, για να ξεπιαστούμε, φθάσαμε στο Βόλο. Περπατήσαμε από τον σταθμό των ΚΤΕΛ προς το λιμάνι αναζητώντας ένα πρακτορείο για να προμηθευτούμε τα εισιτήρια του πλοίου. Ελπίζαμε να προλάβουμε το πλοίο που θα αναχωρούσε στις δώδεκα το μεσημέρι, αλλά ήταν ήδη δώδεκα παρά δέκα όταν καταφέραμε να βρούμε το πρακτορείο, οπότε αποφασίσαμε να αναχωρήσουμε με το επόμενο, στις δυο. Καθίσαμε σε ένα καφέ στο λιμάνι μέχρι να περάσει η ώρα.
            Είχα ακούσει ότι ο Βόλος είναι μια όμορφη πόλη. Ίσως να αληθεύει, αλλά σίγουρα η ομορφιά του δε βρίσκεται στο κομμάτι που περπατήσαμε. Το θετικό είναι ότι πρόκειται για μια επίπεδη πόλη, οπότε αρκετοί πολίτες κυκλοφορούν με ποδήλατο και οι οδηγοί μάς φάνηκαν ιδιαιτέρως προσεκτικοί και καθόλου βιαστικοί. Αντιθέτως, έδιναν και προτεραιότητα στους πεζούς. Ενδεχομένως, αυτό να είναι το φυσιολογικό, αλλά ζώντας στην Αθήνα, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες να σε βρίσει ο οδηγός ακόμα κι αν έχεις προτεραιότητα, παρά να σταματήσει.
            Ήταν η αρχή των διακοπών που περιμέναμε έναν ολόκληρο χρόνο. Μακριά από την πόλη που μας κατασπαράζει και μια καθημερινότητα, στην οποία οι εικοσιτέσσερεις ώρες είναι ελάχιστες. Οτιδήποτε μας στεναχωρούσε, μας άγχωνε, μας κούραζε ήταν πλέον τριακόσια τριάντα ένα χιλιόμετρα μακριά.
            Απολαύσαμε τον καφέ μας σε ένα από τα μαγαζιά του λιμανιού και σιγά – σιγά μέσα στη ζέστη του καλοκαιριού με το μανδύα της υγρασίας που έκανε τα ρούχα να κολλούν πάνω μας σα σιδερότυπα (για εμάς τους δεινοσαύρους που τα προλάβαμε αυτά), προχωρήσαμε κατά μήκος του λιμανιού για να επιβιβαστούμε στο δελφίνι.
            Εκεί για πρώτη φορά είδα ένα περίεργο πράγμα σαν τηγανιτό αβγό τεραστίων διαστάσεων να επιπλέει. Κάποιος είπε ότι ήταν σαλούφα και ξάφνου ένας νέος κόσμος – εκείνος του National Geographic – ανοίχτηκε μπροστά μου.
            Επιβιβαστήκαμε και σε μια μιάμιση ώρα θα περπατούσαμε στα ίδια δρομάκια με εκείνα που περπατούσε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και εμπνεόταν τα διηγήματά του.
 
[… συνεχίζεται…]

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Η Πρώτη Ημέρα Του Σεπτεμβρίου

Σεπτέμβριος, ο μήνας που είναι λίγο καλοκαίρι..., λίγο φθινόπωρο...
Σεπτέμβριος, ο μήνας κάθε νέας αρχής.
Η αφετηρία όλων των προσδοκιών για τον κάθε χειμώνα που έρχεται.

Καλώς ήλθες, λοιπόν!



Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Το "2"

             Το δύο, που αν το προφέρουμε γρήγορα και κάποιος παρακούσει, ίσως να νομίσει πως είπαμε «το ωδείο». Το δυο και το ωδείο που δε φαίνονται και τόσο απομακρυσμένα το ένα από το άλλο.
Το δυο· αριθμητικό που κρύβει μέσα του τη συντροφιά, τη συνύπαρξη και από την άλλη το ωδείο, το οποίο από την αρχαιότητα ως σήμερα σχετίζεται με τον λυρισμό, τη μουσική την ποίηση…
Η μουσική που άλλοτε θρηνεί τη μοναξιά, άλλοτε ξεσπά στην αδικία, άλλοτε χαίρεται με την ευτυχία, άλλοτε μελώνει στον έρωτα… και πάντα κάθε συναίσθημα κρύβει μέσα του τουλάχιστον ένα «δυο».
Πώς να νιώσεις την αγάπη αν δεν αγαπήσεις ή δεν αγαπηθείς; Πώς να νιώσεις την μοναξιά, αν δεν απομακρυνθείς από κάποιον; Πώς να νιώσεις την αδικία, αν δεν αδικήσεις ή αν δεν αδικηθείς; Πώς να νιώσεις το καθετί αν κάπου στο μικρόκοσμό σου δεν υπάρχει εκείνο το συν ένα, το οποίο για τον καθένα μας ίσως να απεικονίζεται σε κάτι διαφορετικό. Σε ένα πρόσωπο συγγενικό, φιλικό ή ερωτικό.
Και σήμερα μια ημερομηνία γεμάτη δυάρια – που αν τελικά, τα αθροίσεις, ώστε να είναι μονοψήφιος, μάς κάνουν τρία – μοιάζει πιο αγαπησιάρα και από τη 14η Φεβρουαρίου. Τα δυο που δημιούργησαν κάτι όμορφο και εκείνο το τρία να είναι που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος.
Μια μέρα γεμάτη δυο. Εκείνο το δυο που μας στηρίζει, μας ενθαρρύνει, μας γοητεύει, μας εκνευρίζει, μας θυμώνει, μας στενοχωρεί, μας πληγώνει, μας αγαπά, μας αναζωογονεί, μας προσφέρει ασφάλεια, μας κάνει ευτυχισμένους. Μια σχέση αντιθέσεων που, όμως στο τέλος εκείνο που απομένει είναι το τρία.

Το δημιούργημα των ένα συν ένα· η αγάπη.



Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Το Κουδούνισμα Του Ποδηλάτου

        Στεκόταν πίσω από την κουρτίνα και περίμενε να ακούσει το κουδούνισμα του ποδηλάτου του ταχυδρόμου. Συνήθως, περνούσε μεταξύ έντεκα και μισή και δώδεκα και τέταρτο. 
          Χρόνια περίμενε εκείνο το γράμμα. Ο προηγούμενος ταχυδρόμος είχε ένα ξεθωριασμένο από τον ήλιο, πράσινο παπάκι και, μόλις άκουγε την εξάτμιση, πεταγόταν στο παράθυρο για να δει αν θα άφηνε κάτι και στο δικό της γραμματοκιβώτιο. Κάποτε λάμβανε πολλά γράμματα από φίλους που έμεναν μακριά. Εκείνο το «μακριά» δε σήμαινε απαραιτήτως άλλη πόλη ή άλλη χώρα. Μπορεί να σήμαινε και άλλη συνοικία.
Τα έπαιρνε από το γραμματοκιβώτιο και έτρεχε στο γραφείο για να τα διαβάσει και να απαντήσει σε όλα. Τα άνοιγε με προσοχή χρησιμοποιώντας τον χαρτοκόπτη της και, αφού έβγαζε το γράμμα από το φάκελο, έκοβε περιμετρικά το γραμματόσημο για να το προσθέσει στη συλλογή της.
Η χαρά της ήταν μεγάλη που κάποιος αφιέρωνε λίγα λεπτά από το χρόνο του για να της γράψει δυο λόγια, τα νέα του ή να μοιραστεί τις σκέψεις του, ακόμα και τις πιο ανόητες.
Έβγαζε από το συρτάρι τα αρωματισμένα χαρτιά αλληλογραφίας με σχέδια και φάκελο στο ίδιο μοτίβο και απαντούσε πάντοτε, χρησιμοποιώντας τον καλό της στυλό. Έγραφε κι εκείνη δυο λόγια, τα νέα της ή μοιραζόταν τις σκέψεις της… ακόμα και τις πιο ανόητες.
Υπήρχε, όμως κι ένα γράμμα που περίμενε χρόνια και ποτέ δεν έφθανε.
Ο ταχυδρόμος με το ξεθωριασμένο παπάκι, συνταξιοδοτήθηκε και τη θέση του πήρε ένας νεαρός που φορούσε το γαλάζιο πουκάμισο με τον Ερμή στην αριστερή τσέπη και το συνδύαζε με ένα κίτρινο καρό παντελόνι που μάλλον το είχε «πλύνε – βάλε». Άφηνε τσιγκελωτό μουστάκι και κοντό μούσι, φορούσε καπέλο χειμώνα – καλοκαίρι και το παπάκι αποσύρθηκε, για να πάρει τη θέση του ένα ποδήλατο με ταχύτητες.
Οι εποχές που ο ταχυδρόμος περνούσε καθημερινά απομακρυνόντουσαν όλο και περισσότερο, το κουδούνισμα του ταχυδρομικού ποδηλάτου σπανίως ακουγόταν κάτω από το παράθυρό της και ο χαρτοκόπτης σκούριαζε από ανία.
Κάθε μέρα άνοιγε το γραμματοκιβώτιο ένα δεκάλεπτο πιο αργά από την προηγούμενη δίνοντας του την ευκαιρία να αφήσει τα γράμματα, έστω και καθυστερημένα, όμως εκείνο παρέμενε άδειο. Εκεί, γύρω στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα, μπορεί να γέμιζε με λογαριασμούς ή πού και πού με διαφημιστικά φυλλάδια. Ψαχούλευε μήπως ήταν τυχερή και κάπου εκεί είχε τρυπώσει κάποιο γράμμα, αλλά τίποτα. Πάλι κανείς δεν την σκέφτηκε. Κι εκείνο το γράμμα, για ακόμα μια φορά δεν εμφανίστηκε.
Πόσες ημέρες, εβδομάδες, μήνες δεν ήλπιζε να ανοίξει το κουτί και να υπάρχει ένα γράμμα… όχι ένα οποιοδήποτε γράμμα, αλλά εκείνο το γράμμα που κάπως θα τα διόρθωνε όλα, αλλά ο εγωισμός του αποστολέα ήταν ανίατος. Σε εκείνο το γράμμα θα έβρισκε απαντήσεις σε ένα σωρό ερωτήματα που ενδεχομένως να επούλωναν πολλές πληγές. Περίμενε μια συγχώρεση από εκείνη, αλλά ο ίδιος δεν έκανε ένα βήμα μπροστά για να διορθώσει λάθη του παρελθόντος.
Είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να τον προσεγγίσει, όμως πάντοτε η πόρτα παρέμενε κλειστή. Άνοιγε μονάχα όταν ο ίδιος τη χρειαζόταν κοντά του. Όταν φοβόταν ή όταν απελπιζόταν. Δεν έβρισκε το θάρρος να εξωτερικεύσει τις ανησυχίες της σε καμία από τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους. Στο χαρτί όλα έμοιαζαν ευκολότερα. Ήταν η απόσταση που βοηθούσε και οι λέξεις που έμπαιναν σε μια σειρά. Είχε περάσει πολύς καιρός. Τόσος που ακόμα και η ίδια δε θυμόνταν τη χρονολογία που είχε βρεθεί στο ταχυδρομείο για να το στείλει με την ένδειξη του κατεπείγοντος. Πλέον ήταν πεπεισμένη πως είχε έρθει η ώρα να σταματήσει να περιμένει το κουδούνισμα του ποδηλάτου. Μόνη της έπρεπε να γιατρέψει τις πληγές της. Είχε μεγαλώσει πια, μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Ίσως να έφθανε ξανά η μέρα που θα τη χρειαζόταν και θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και, ίσως, όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή, να μην είχε το κουράγιο να απαντήσει σε κανένα γράμμα, σε κανένα τηλεφώνημα. Ίσως, μέχρι τότε τα αρωματισμένα χαρτιά αλληλογραφία να της είχαν τελειώσει. Δε θα αγόραζε καινούργια, ειδικά για εκείνον. Ήταν δυσεύρετα και δεν της είχε απομείνει κανείς φίλος δια αλληλογραφίας. 



Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Για Ποιον Χτυπά Η Καρδιά;

             Τούτο το κρύο βράδυ καθώς περπατούσα στο Σύνταγμα, βρέθηκα μπροστά στο μόνο τέμπο που συγκινεί όλους τους ανθρώπους. Στο κόκκινο που μόλις αρχίζει να χτυπάει αισθανόμαστε να μας έχει χαριστεί ο κόσμος. Στο κόκκινο που προσπαθούμε με όλη μας τη δύναμη να το διατηρούμε ανθισμένο, έντονο και υγιές από φόβο μην ξεθωριάσει, από φόβο μήπως πάψει να ακολουθεί το ρυθμό και αρχίζει να φαλτσάρει μέχρι να ραγίσουν όλες οι νότες και να σπάσουν οι γραμμές που τις βαστούν. Τρέμουμε μήπως δεν προλάβουμε να ζήσουμε όσα ονειρευτήκαμε. Τρέμουμε μήπως δεν προλάβουμε να επανορθώσουμε για τα λάθη που πλήγωσαν. Τρέμουμε για όσα ίσως δεν προλάβουμε να χαρούμε, να γκρινιάξουμε, να αγχωθούμε και να γελάσουμε με την ανοησία, στην οποία πιστεύουμε πως και αύριο υπάρχει χρόνος. Το κόκκινο που φυλάσσουμε σα θησαυρό, γιατί δεν αντέχουμε να το χάσουμε.
            Τούτο το κρύο βράδυ καθώς περπατούσα στο Σύνταγμα, βρέθηκα μπροστά σε μια κατακόκκινη καρδιά που χτυπούσε, στο πλαίσιο μιας καμπάνιας, η οποία – αν δεν κάνω λάθος – αφορούσε την αιμοδοσία. Ένα καρδιοχτύπι για τους δίπλα, τους απέναντι, για σένα, για μένα… για όλους μας.
            Η καρδιά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων συνυφασμένη με τον έρωτα, είναι από τις πρώτες ζωγραφιές που μαθαίνουμε να σχεδιάζουμε. Μεγαλώνοντας χάνουμε τον ρομαντισμό και όλα μας φαίνονται τόσο πεζά και μπανάλ!
            Μεγαλώσαμε και ξεχάσαμε ότι κάποτε μια κόκκινη καρδιά ζωγραφισμένη σε ένα φύλλο από το μπλοκ ζωγραφικής αποτελούσε το ιδανικό δώρο για εκφράσουμε ένα «σε ευχαριστώ», μια «συγγνώμη», ένα «μου λείπεις» και δεκάδες λόγους για ένα «σε αγαπάω». Δεν ξέραμε τότε τι σημαίνει έρωτας, όμως ξέραμε την αγάπη. Αγαπούσαμε και θέλαμε να το εκφράσουμε με έναν τρόπο απλοϊκό, αλλά ουσιαστικό.
Η κλεψύδρα έχει ήδη γυρίσει ανάποδα και μετράει αντίστροφα κι εμείς ακόμα βάζουμε μπροστά τον εγωισμό μας και ούτε λόγος για υποχώρηση. Όσες καρδιές έπρεπε να φθάσουν στους παραλήπτες τους, ξεγλίστρησαν μέσα από τα χέρια μας και έπεσαν κάτω και διαλύθηκαν σε δεκάδες κομμάτια.
Τούτο το κρύο βράδυ, στάθηκα μπροστά από την κατακόκκινη καρδιά που χτυπούσε χωρίς να την ακούει κανείς. Όλοι την προσπερνούσαν. Έτρεχαν στην πλησιέστερη προς τη ζεστασιά κατεύθυνση και κανείς δεν παρατήρησε ότι η ζεστασιά στεκόταν εκεί και τον περίμενε.    
            Αναρωτιόμουν αν είχα την ευκαιρία να δωρίσω αυτήν την καρδιά σε κάποιον, ποιος θα ήταν και τι μήνυμα θα ήταν γραμμένο στην κάρτα που θα τη συνόδευε;
            Αν εσύ είχες την ευκαιρία να δωρίσεις αυτήν την καρδιά σε κάποιον, ποιον θα επέλεγες και ποιο θα ήταν το μήνυμα που θα ήθελες να τη συνοδεύει;



Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Η Άφιξη Του Ψάρακα

            Έμεναν μόλις λίγες ώρες πριν από την άφιξή του. Φόρεσες τα καλά σου (ή έστω τις καθαρές, μυρωδάτες, φρεσκοσιδερωμένες πιτζάμες) και έφτιαξες τα μαλλιά σου για να μην πετάνε σα φάλτσες νότες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το μπουκάλι με το λευκό αφρώδες κρασί βρισκόταν ήδη στο τραπέζι δίπλα στο επιδόρπιο. Νωρίτερα είχες δειπνήσει. Είχες μαγειρέψει κόκορα με χοντρό μακαρόνι, σύμφωνα με τις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας σου. Βεβαίως, μπορεί να το συνηθίζουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδος, αλλά πού να το ξέρεις; Μήπως έχεις γιορτάσει κι αλλού την Πρωτοχρονιά; Ας τολμούσες να πεις πως θα λείψεις και άρχιζαν τα όργανα στο σπίτι. Αυτές οι άγιες μέρες είναι οικογενειακές και τα λοιπά και τα λοιπά… Και τι έκανε η οικογένεια; Βαριόντουσαν όλοι μαζί γύρω από το τραπέζι, περίμεναν να σημάνουν μεσάνυχτα για να αλλάξει η χρονιά, να ανταλλάξετε ευχές, να παίξετε και μια ξερή – έτσι για το έθιμο – και καληνύχτα σας.
            Αυτή την Πρωτοχρονιά, ετοίμασες το τραπέζι, απήλαυσες το βραδινό σου, έβαλες λίγη απαλή μουσική να παίζει και κάθισες αναπαυτικά στον καναπέ, υπό το φως των κεριών και των λαμπιονιών περιμένοντας τον Νέο. Όλα αυτά με τις πιτζάμες; Ναι, με τις πιτζάμες ή και με τις πιζάμες – αν το προτιμάς. Είπαμε· δεν είναι οι πιτζάμες οι πρόχειρες που τις φοράς όταν κοιμάσαι, όταν καθαρίζεις το σπίτι ή το μπαλκόνι, όταν βγαίνεις για να πετάξεις τα σκουπίδια, όταν πας στο συνοικιακό παντοπωλείο και, λόγω του κορωνοϊού που δεν βγαίνεις παρά μόνο αν είναι ανάγκη, οι πιτζάμες έχουν γίνει ένα με το δέρμα σου – τατουάζ. Εχθές, φόρεσες τις καλές σου, τις βαμβακερές, τις καινούργιες με την πολική αρκούδα που τις είχες μοσχοπλύνει και ήταν αφράτες και αρωματισμένες με λεβάντα.
            Σε λίγο θα έφθανε. Είχες βάλει το μπουκάλι με τον λευκό αφρώδη οίνο στο τραπέζι του σαλονιού, δυο ποτήρια και στη φοντανιέρα τα κεράσματα του πρέσβη και δίπλα η βασιλόπιτα. Σε ένα τεταρτάκι θα σου χτυπούσε το κουδούνι ο Νέος και μέχρι τότε αποφάσισες να αξιοποιήσεις το χρόνο σου, δημιουργώντας τη λίστα με όλα εκείνα που θα κάνεις τις επόμενες τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και στο τέλος, έγραψες και μερικές υποσχέσεις από εκείνες τις κοινότοπες, γιατί με την πρωτοτυπία μια αλλεργία σε πιάνει:
* να χάσω τα περιττά κιλά
* να κόψω το κάπνισμα
* να αθλούμαι
και συνέχισες με τα «να» που από την στιγμή που ακουμπούσες το μολύβι στο χαρτί για να σχηματίσεις το πρώτο γράμμα, ήξερες ότι δε θα τα τηρήσεις. Εξάλλου, αν ψάξεις στο συρτάρι του γραφείου σου, θα βρεις τις λίστες που είχες γράψει τις παραμονές Πρωτοχρονιάς των τελευταίων δέκα χρόνων και θα παρατηρήσεις ότι εκτός από κάτι μικρές αλλαγές ως προς τις επιθυμίες, οι υποσχέσεις παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες.
            Τι να κάνεις, όμως; Είναι ζωή αυτή που ζεις; Πού ελεύθερος χρόνος και πού να ξεσπάσεις τα νεύρα σου, πού να εκτονώσεις τα άγχη σου; Δε θα πιείς έναν καφέ; Έτσι ξεροσφύρι θα κατέβει; Δε θέλει και μια μικρή δόση νικοτίνης; Και πότε να πας στο γυμναστήριο, όταν τρέχεις όλη μέρα για τις υποχρεώσεις σου; Έχεις κι εσύ τα δίκια σου… και μια απάντηση για όλα, αλλά ελπίζεις. Τι να κάνεις; Η ελπίδα είναι που μας μένει στο τέλος.
            Δώδεκα παρά δυο. Αφήνεις στην άκρη το σημειωματάριο, ανοίγεις το κρασί, γεμίζεις τα ποτήρια και περιμένεις να χτυπήσει το κουδούνι.
            Δώδεκα παρά ένα. Σηκώνεσαι από τον καναπέ και πλησιάζεις προς την πόρτα. Αρχίζεις να μετράς αντίστροφα. Δέκα, εννέα, οκτώ, επτά, έξι, πέντε, τέσσερα, τρία… δύο… ένα! Άνοιξες την πόρτα και στεκόταν εκεί μπροστά σου. Νέος, όμορφος, δυνατός και… αμήχανος, σε αντίθεση με εσένα που τα μάτια σου έλαμπαν από τον ενθουσιασμό και τη χαρά, χαμήλωσε το βλέμμα και σου χαμογέλασε δειλά.
            Άνοιξες την πόρτα διάπλατα, μπήκε με το δεξί, άφησε την αποσκευή του στην είσοδο (λίγο μικρή για το μεγάλο διάστημα που θα μείνει, αλλά μάλλον θα τα έχει πλύνε – βάλε) και τον βοήθησες να βγάλει το παλτό του. Περάσατε στο σαλόνι, του προσέφερες λίγο κρασί και ένα από τα εδέσματα του πρέσβη για να τον γλυκάνεις. Εκείνος καθόταν μαζεμένος, περιεργαζόταν με το βλέμμα τον χώρο και έτρεμε σαν το ψάρι έξω από το νερό. Οι μεγάλες προσδοκίες σου τον είχαν αγχώσει, παρόλο που κι εκείνος δεν πήγαινε πίσω· σε γέμιζε ελπίδα. Μέχρι να ασπρίσουν τα μαλλιά του θα πορεύεστε μαζί. Είχε κάθε λόγο να σε γεμίζει αισιοδοξία και χαρά. Πώς θα περάσουν τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες αν σκέφτεσαι μόνο τη δυστυχία και τις συμφορές;
            Η αλήθεια είναι, όμως, ότι κι εσύ τον άρπαξες από τα μούτρα. Με το που καθίσατε και ανταλλάξατε ευχές, άρχισες να του διαβάζεις τη λίστα των επιθυμιών σου, άπλωσες το χάρτη, του πρόβαλες μια μικρή παρουσίαση που είχες ετοιμάσει… Δε σου πέρασε καν από το μυαλό ότι χρειαζόταν το χρόνο του για να προσαρμοστεί, να βρει τα πατήματά του, να σιγουρευτεί για τις ικανότητες του. Δε χαμπάριαζες! Νόμιζες πως ήσουν ο λοχαγός στο στράτευμα. Ο χρόνος ήταν πολύτιμος και έπρεπε να οργανώσετε το πλάνο για τους επόμενους δώδεκα μήνες. Του διάβαζες μια – μια τις επιθυμίες σου κι εκείνος δεν είχε προλάβει καν να ανοίξει τον εμπιστευτικό φάκελο που του είχε δώσει το αρχηγείο «Χρονολογίας», όπου αναγράφονται οι αποστολές που έχει να φέρει εις πέρας.
            Σε παρατηρούσε που ήσουν τόσο ενθουσιασμένη και με τον αέρα της νικήτριας και είχαν αρχίσει να ιδρώνουν τα χέρια του και να νιώθει πως ασφυκτιά, γιατί όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, γιατί ακόμα δεν είχε ανοίξει τον φάκελο με τις αποστολές του. Εσύ μπορεί να ήθελες να ταξιδέψεις στο φεγγάρι τον Ιούνιο και μια από τις αποστολές του να ήταν να κηρύξει πτώχευση η N.A.S.A. τον Μάιο. Δύσκολο έως απίθανο να συμβεί κάτι τέτοιο, αλλά μήπως ήξερε και ο ίδιος τι του επιφυλάσσει το μέλλον για να σε βοηθήσει να χτίσεις το δικό σου; Ο Νέος βρισκόταν στο «Α» κι εσύ με την ταχύτητα που έτρεχες είχες φθάσει στο «Ω».
            Ο Νέος, ο στρατιώτης 2022, έχει να φέρει εις πέρας πολλές αποστολές που δεν θα σου τις αποκαλύψει. Οπότε, εσύ μικρή μου πιτζαμοηρωίδα, καλά θα κάνεις να ηρεμήσεις και να έχεις υπομονή.
Μια νέα αρχή, δε σημαίνει ότι θα διαγράψει όλα όσα έχεις ζήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σημαίνει ότι με τη γνώση και τη σοφία που έχουμε αποκτήσει, προχωράμε μπροστά. Έχουμε τόσα άγχη και υποχρεώσεις στην καθημερινότητα και δεν υπάρχει λόγος να ετοιμάζουμε λίστες με «θα» και «να» που μόνο θα μας καταπιέζουν και δεν πρόκειται να προσπαθήσουμε για την τήρησή τους περισσότερο από μια εβδομάδα.
Εξάλλου, η αποσκευή του Νέου μπορεί να σου φάνηκε μικρή, αλλά κρύβει μέσα της δώδεκα μικρά πακέτα και καθένα από αυτά θα ανοίγονται με τη σειρά όταν θα φθάνει η ώρα και ίσως, να περιέχουν δώρα που σου αρέσουν, ίσως να περιέχουν δώρα που χρειάζονται αλλαγή.
            Ας φέρει ό,τι θέλει αυτό το έτος και ας ελπίσουμε να φέρει ό,τι επιθυμούμε.
Κι αν είναι να τηρήσουμε μια υπόσχεση, ας είναι να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και όλα τα άλλα θα έρθουν.
            Από τα βάθη της καρδιάς μου, σου εύχομαι αυτό το έτος είναι γεμάτο μαγικές στιγμές!