Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙΙ]

             Και θα αναρωτιέσαι· η Σκιάθος είναι νησί, γιατί με ΚΤΕΛμπους; Γιατί στις διακοπές χωρίς αυτοκίνητο τα πάντα αρχίζουν και τελειώνουν με ένα λεωφορείο ή σε ένα λεωφορείο… ή τέλος πάντων, ένα λεωφορείο είτε τοπικό είτε υπεραστικό θα το χρειαστείς για τη μετακίνησή σου, αλλά κυρίως επειδή μου αρέσει, τα ταξίδια που μοιράζομαι μαζί σου, να έχουν τον τίτλο «Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους».

             Με αυτά και με ΄κείνα, πατήσαμε το πόδι μας στο νησί που οι ξένοι έμαθαν χάρη στην ταινία «Mama Mia» (σε συνδυασμό, βεβαίως, με τη Σκόπελο) και οι Έλληνες το έχουν συνδέσει με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
            Το κατάλυμά μας βρισκόταν λίγα μέτρα μακριά από το λιμάνι, αλλά στη θέα από την προβλήτα το μόνο που βλέπαμε ήταν αριστερά μας ένας μικρός λόφος γεμάτος δέντρα, μπροστά μας μια πυραμίδα από σπίτια και δεξιά μας ιστιοφόρα. Ελπίδα καμιά! Αναζητώντας τη διαδρομή με τη βοήθεια των χαρτών στο κινητό, καθώς ανηφορίζαμε στο λιθόστρωτο δρομάκι, σχεδόν στην αρχή του, υπήρχε μια σήμανση για το σπίτι του Παπαδιαμάντη και αν στον τοίχο του δεν υπήρχε η ένδειξη ότι πρόκειται για μουσείο, τότε πολύ εύκολα θα το περνούσε κάποιος περαστικός για ένα σπίτι, όπου ακόμα κατοικείται. Δεν έβλεπα την ώρα να το επισκεφθούμε.
            Συνεχίσαμε το δρόμο μας τραβώντας τις αποσκευές που χοροπηδούσαν πάνω στους λίθους. Περπατήσαμε μπροστά από μαγαζιά περιποιημένα με ωραία διακόσμηση και προσεγμένες βιτρίνες. Ελάχιστα ήταν εκείνα τα τουριστικά μαγαζιά που ήταν ασφυκτικά γεμάτα με αναμνηστικά και σκονισμένα ή ξεθωριασμένα από τον ήλιο μικροπράγματα χωρίς καμία τάξη – ένας όγκος πραγμάτων για να χορταίνει το μάτι και να δυσκολεύεσαι να τα δεις όλα.    
 Σύμφωνα με τον πλοηγό, βρισκόμασταν σε απόσταση αναπνοής από το κατάλυμα, αλλά δεν υπήρχε πινακίδα. Ρωτήσαμε μια κοπέλα, η οποία μάς υπέδειξε την είσοδο. Μας υποδέχτηκε η κυρία Αλεξάνδρα. Μια ευγενέστατη κυρία, καλοσυνάτη, πρόθυμη να μας εξυπηρετήσει, να μας βοηθήσει με τυχόν απορίες που μπορεί να είχαμε και πάντα χαμογελαστή.
Οι κοινόχρηστοι χώροι θύμιζαν παλιά πολυκατοικία, αλλά ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου 7, αντικρύσαμε ένα ευρύχωρο, ανακαινισμένο και πεντακάθαρο δωμάτιο. Αφήσαμε τα πράγματά μας και βγήκαμε προς αναζήτηση τροφής. Έπειτα από συνολικά εννιάμιση σχεδόν ώρες ταξιδιού, τα στομάχια μας είχαν αρχίσει τη διαμαρτυρία.
Σταματήσαμε στο πρώτο σουβλατζίδικο που βρήκαμε, όπου μάς εξυπηρέτησε ένας Θεσσαλονικιός. Δε ρωτήσαμε την καταγωγή του, εξάλλου δεν είμαστε οι τύποι που θα πιάσουν ψιλή κουβέντα με έναν άγνωστο. Βασικά, δεν είμαστε ούτε οι τύποι που θα πιάσουν ψιλή κουβέντα με έναν γνωστό (μιλάμε για μεγάλες σνομπαρίες…!), όμως δεν ήθελε και πολύ για να το μαντέψουμε. Παραγγείλαμε καλαμάκια κοτόπουλο και ο σερβιτόρος δεν παρέλειψε να σχολιάσει:
«Από την Αθήνα είστε παιδιά;»
«Ναι, από εκεί που το σουβλάκι το λένε καλαμάκι, την πίτα – τυλιχτό και όχι σάντουιτς, τα τυριά χωρίζονται σε φέτα, κασέρι, έμενταλ, γκούντα, ανθότυρο και όχι σε λευκά και κασέρια, το βερνίκι νυχιών το λέμε μανό και όχι όζα. Είμαστε αυτοί οι τύποι που τα λέμε όλα λάθος, αλλά είμαστε και πολύ πεινασμένοι.», σκέφτηκα πίνοντας το νερό άσπρο πάτο. Γιατί ως γνωστόν, η πείνα προκαλεί εκνευρισμό και η πολλή πείνα – λιποθυμία.
           Το βράδυ κάναμε έναν περίπατο, μια πρώτη βόλτα...ας πούμε «ερευνητική». Κατά μήκος της μαρίνας σχεδόν όλα τα σκάφη προσέφεραν εκδρομές σε παραλίες ή στη Σκόπελο, την κρουαζιέρα με την ονομασία Mama Mia. Μια ταινία, την οποία οι ντόπιοι προσπαθούν να εκμεταλλευτούν με κάθε τρόπο. Ακόμα και στον θερινό κινηματογράφο προβαλλόταν καθημερινά μεταξύ άλλων ταινιών. Το άρωμα της καμένης ζάχαρης και της πασπαλισμένης πάνω στο μέλι κανέλας αναδύονταν από μια καντίνα που πωλούσε μαλλί της γριάς και λουκουμάδες.
            Πέρα από τα ιστιοφόρα και τη βαβούρα του κέντρου, υπήρχε ένας δρόμος με εστιατόρια που σχεδόν χάιδευαν το κύμα, δεμένα αρμονικά με το φυσικό περιβάλλον.
                Το φεγγάρι γέμιζε. Καθίσαμε σε ένα από τα παγκάκια και θαυμάζαμε τα αστέρια υπό τους ήχους της θάλασσας. Είχαμε απομονωθεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν ακούγαμε τα αυτοκίνητα, τις ομιλίες των περαστικών, τα μαχαιροπίρουνα που χτυπούσαν ρυθμικά στα πιάτα… Ήμασταν εμείς οι δυο, η νύχτα και η θάλασσα. 

 [… συνεχίζεται…]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου