Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Το τελευταίο κομμάτι


            Η Σοφία δεν μπορούσε να του δώσει το τελευταίο κομμάτι της πίτας.
            Σε λίγο θα ξημέρωνε. Είχε φτιάξει μια κασερόπιτα για να τον ευχαριστήσει. Αγαπούσε τον Δημήτρη, αλλά δεν ήταν αρκετό. Είχε ονειρευτεί αλλιώς το κοινό τους μέλλον, αλλά διαψεύσθηκε. Δεν ήταν ο Ιππότης της, ούτε εκείνη η Πριγκίπισσα του.
            Οι μέρες κυλούσαν και το μόνο που έμενε στο τέλος της ημέρας ήταν να ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια καληνύχτα.
            Πέρασαν τα χρόνια κι έπαψε να τη ρωτάει πώς ήταν η μέρα της και εκείνη έπαψε να νοιάζεται για τις δικές του ανάγκες. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να μην πεθάνουν μόνοι. Τουλάχιστον εκείνη την ύστατη ώρα ο καθένας πίστευε μέσα του ότι θα είχε κάποιον για να τον αποχαιρετίσει, να ειδοποιήσει τους συγγενείς, να ανάψει ένα κερί για τη γαλήνη της ψυχής του.
            Το προηγούμενο απόγευμα είχαν έρθει οι γείτονες για ένα ουζάκι στην αυλή. Το γιασεμί ευωδίαζε και είχε ωραίο φεγγάρι. Το φεγγάρι του Ρίτσου:

«Τί φεγγάρι πόψε!
Εναι καλ τ φεγγάρι, - δ θ φαίνεται πο σπρισαν τ μαλλιά μου.
Τ φεγγάρι θ κάνει πάλι χρυσ τ μαλλιά μου. Δ θ καταλάβεις.»

Τους προσέφερε κασερόπιτα, αλλά εκείνο το τελευταίο κομμάτι το είχε φυλάξει για τον Δημήτρη.
            Στάθηκε πάνω από το ταψί. Δεν ήθελε να το φάει, ούτε να του το δώσει. Δεν του είχε δώσει εκείνο που λαχταρούσε περισσότερο, ένα παιδί. Δε θα πάθαινε τίποτα αν του στερούσε το τελευταίο κομμάτι της πίτας.
            Το ξυπνητήρι χτύπησε. Τύλιξε το κομμάτι σε ένα αλουμινόχαρτο, το έκρυψε στην τσάντα της και έβαλε το ταψί στο νεροχύτη.
            Ο Δημήτρης έπλυνε το πρόσωπό του, έστρωσε τα μαλλιά του με τις σταγόνες του νερού που είχαν απομείνει στα χέρια του και πήγε στην κουζίνα. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε στο τραπέζι. Η Σοφία του σέρβιρε τον καφέ στο δίσκο συνοδευόμενο από ένα ποτήρι δροσερό νερό και ένα τοστ.
«Τι είναι αυτό;»
«Το τοστ σου.»
«Δεν έχει μείνει καθόλου πίτα;»
«Όχι, το τελευταίο κομμάτι το έφαγες εχθές.»
«Εχθές το βράδυ είχε ένα κομμάτι. Πες ότι το έφαγες, τι με κοροϊδεύεις;»
«Σου είπα, δεν έμεινε.», ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ της, έβαλε το φλιτζάνι στο νεροχύτη, πάνω από το ταψί, πήρε την τσάντα της και έφυγε.
            Ο Δημήτρης άκουσε την πόρτα να κλείνει και έψαξε παντού για να βρει εκείνο το τελευταίο κομμάτι. Ήταν βέβαιος ότι δεν είχε τελειώσει, όμως δεν καταλάβαινε την επιμονή της να τον περιπαίζει. Δεν ήταν δα στην πρώτη νιότη για να κάνουν πείσματα.
            Αγαπούσε τις βόλτες με το αυτοκίνητο. Έβαζε τη μουσική στη διαπασών και οδηγούσε σε μεγάλους δρόμους. Κάπως της έδιναν την αίσθηση της ελευθερίας, πως ταξίδευε σε νέους προορισμούς για να απολαύσει τις ομορφιές του κόσμου. Έπειτα επέστρεφε στο σπίτι και ο μετρητής της ευτυχίας μειωνόταν. Τα είχαν πει όλα, τα είχαν κάνει όλα, είχαν πλήξει βλέποντας ο ένας τον άλλον και να μην υπάρχει τίποτα καινούργιο να προσμένουν, ούτε καν η διάθεση να προσπαθήσουν. Το μόνο που ακουγόταν στα αυτιά της ήταν τα λόγια μιας θείας της:
«Χωρίς παιδιά η γυναίκα δεν είναι ολοκληρωμένη. Τα παιδιά φέρνουν την ευτυχία στο σπίτι.»
Κανείς, όμως δεν την ρώτησε αν είχε γεννηθεί για να γίνει μάνα.
            Βγήκε από το αυτοκίνητο, πήρε το τελευταίο κομμάτι της πίτας από την τσάντα της και κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα.
            Κάθισε σε ένα βράχο, κρατώντας το στην αγκαλιά της. Κανείς δε θα το έτρωγε.
            Σε μια εβδομάδα θα γιόρταζαν την αργυρή επέτειο του γάμου τους. Δεν είχε κλίση στη μαγειρική, όμως είχε μάθει να φτιάχνει κασερόπιτα, γιατί ήταν η αγαπημένη του Δημήτρη. Εκείνο το τελευταίο κομμάτι ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Ήθελε να επιστρέψει και να προσπαθήσει ξανά. Να φτιάξει μια καινούργια κασερόπιτα, να ερωτευθούν από την αρχή και ο Δημήτρης να γίνει πάλι ο Ιππότης της, ο νέος που θα την περιμένει «ς τ μάντρα το τουβλάδικου, ς κε πο στρίβει δρόμος κα φαίνεται πολιτεία τσιμεντένια κι έρινη, σβεστωμένη μ φεγγαρόφωτο τόσο διάφορη κι ϋλη, τόσο θετικ σν μεταφυσικ πο μπορες πιτέλους ν πιστέψεις πς πάρχεις κα δν πάρχεις πς ποτ δν πρξες, δν πρξε χρόνος κ᾿ φθορά του.»
Και εκεί, στην αυλή τους, δίπλα στα γιασεμιά, μπροστά από το ταψί με την κασερόπιτα, να κουρνιάσει στην αγκαλιά του, να κρύψει το πρόσωπό της στο λαιμό του και να του ψιθυρίσει:
«Ἄφησέ με νρθω μαζί σου.»


*Πηγή φωτογραφίας: Gastronomos.gr - Φωτογράφος: Jessica Morfis
*Στο κείμενο υπάρχουν αποσπάσματα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, "Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος"

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Οδός Πέτρας 365


            Ο ήχος που έφθανε από το διπλανό διαμέρισμα έμοιαζε με βασανιστήριο του Γ’ Ράιχ. Μικρές σταγόνες στο πάτωμα ενός άδειου δωματίου έσταζαν με συχνότητα δευτερολέπτου.
            Η Φρόσω είχε μετακομίσει προσφάτως στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Πέτρας 365. Ένας ηλικιωμένος περί τα ογδόντα έτη άνδρας κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος τής το ανέφερε, όταν της έδειχνε το χώρο.
            Ο ηλικιωμένος άνδρας ονομαζόταν Χρυσόστομος Μαΐστρου και ήταν συνταξιούχος κηπουρός.
            Οι περισσότεροι κήποι της γειτονιάς ήταν δικά του δημιουργήματα. Τα λουλούδια τα αγάπησε για χάρη ενός κοριτσιού, το οποίο είχε ερωτευθεί κάποτε στην εφηβεία του. Δεν τελείωσε το σχολείο και η μόνη ανάμνηση που δεν είχε ξεθωριάσει, παρά την προχωρημένη του ηλικία, ήταν εκείνο το απομεσήμερο που μπήκαν οι Γερμανοί στο σπίτι, άρπαξαν τον πατέρα του και έκτοτε δεν τον είδε ξανά.
            Κάθε μέρα, όλη την ημέρα, εκείνος ο εκνευριστικός ήχος. Η Φρόσω παρακαλούσε να ξημερώσει για να πάει στη δουλειά και να πάψει να ακούει εκείνο το ενδελεχές τσικ… τσικ… τσικ…
            Ένα βράδυ, κουρασμένη και άυπνη καθώς ήταν, πέρασε από ένα φαρμακείο για να αγοράσει ωτοασπίδες. Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα αϋπνίας και εκείνη τη νύχτα ήθελε να βυθιστεί σε γλυκό ύπνο.
            Φόρεσε τις πιτζάμες, τις ωτοασπίδες και χουχούλιασε μέσα στο πάπλωμα.
            Ώρα επτά το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπούσε. Η Φρόσω δεν άκουγε το παραμικρό. Ξύπνησε από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν στα μάτια της μπαίνοντας από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο.
            Σηκώθηκε, ακούμπησε τις ωτοασπίδες στο κομοδίνο και η ηρεμία της νύχτας χάθηκε. Ο ήχος από το διπλανό διαμέρισμα είχε αντικατασταθεί από ουρλιαχτά, φωνές, φασαρία.
            Άνοιξε την πόρτα για να δει τι είχε συμβεί. Η διαχειρίστρια έπιανε την κορυφή του κεφαλιού της με τα δυο χέρια, νερά έτρεχαν από το διαμέρισμα, αστυνομία, πυροσβεστική, ένα ασθενοφόρο… Ο ηλικιωμένος άνδρας πέθανε ένα βράδυ την ώρα που πήγε να ανοίξει τη βρύση για να πιεί λίγο νερό. Εκείνος πεσμένος στο πάτωμα, το ποτήρι σπασμένο στη ματωμένη του παλάμη, τα φώτα της κουζίνας αναμμένα, τα μάτια του Χρυσόστομου Μαΐστρου σβησμένα.