Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Τα Καλά Παιδιά


Αν υπάρχει κάτι που με έχει κουράσει είναι το σύνδρομο του «καλού παιδιού». Δεν μπορώ να ακούω άλλο να συζητάνε για αυτό το σύνδρομο και δεν μπορώ να βλέπω άλλο τους ανθρώπους να είναι υποταγμένοι σε μια εικόνα του εαυτού τους, η οποία είναι πλασματική, δημιούργημα των γονιών τους από τότε που έκαναν πρεμιέρα σε τούτο τον πλανήτη.
Παρόλο που δεν είμαι ειδική και από το Τμήμα Ψυχολογίας, δεν έχω περάσει ούτε απ’ έξω, θα ήθελα να μοιραστώ μερικές σκέψεις που κάνω σχετικά με αυτό το θέμα μέσα από την παρατήρηση, όχι για κάποιο ιδιαίτερο λόγο· έτσι, κουβέντα να γίνεται.
Ας τα πάρουμε, όμως, από την αρχή.
Το «σύνδρομο του καλού παιδιού», με λίγα λόγια, είναι όταν το άτομο αναγκάζεται να κάνει το καλό και να είναι υπομονετικό, να καταπίνει ό,τι φαρμάκι (του ματς ντράμα!) το κερνούν και δεν κάνει επίδειξη του Σορμπόν ή οποιουδήποτε άλλου πτυχίου γαλλομάθειας διαθέτει, γιατί η προτεραιότητα του είναι να μην απογοητεύσει ή στεναχωρήσει την οικογένεια του, τους οικείους του ή τέλος πάντων, όποιον εμπλέκεται στην κατάσταση, γιατί τα καλά παιδιά δε πληγώνουν τους άλλους και φυσικά, δεν αντιμιλούν.
Κάπως έτσι ξεκινάνε τα σύνδρομα που μας καλλιεργεί η αγία οικογένεια και κάπως έτσι πορευόμαστε. Το αποτέλεσμα; Φθάνεις σε μια πραγματικότητα της ενήλικης ζωής που θέλεις να πεις όλα αυτά που έχεις στο μυαλό σου και δεν εξωτερικεύεις όχι λέξη, ούτε επιφώνημα, από όσα έχεις μέσα σου, γιατί φοβάσαι μη σβήσει το φωτοστέφανο που στέκεται πάνω από τη χωρίστρα (αλληλούια!).
Είναι, λοιπόν, κάποια τυπάκια εκεί έξω που νομίζουν πως, λόγω θέσης και σχέσης, έχουν κάθε δικαίωμα να λένε ό,τι κατεβάσει η κούτρα τους, να σε προσβάλουν, να σε μειώσουν ή ακόμα και να σου προκαλούν ενοχές, χωρίς να υπολογίζουν ότι κι εσύ έχεις και νόηση και στόμα και από επιλογή έχεις στήσει φράγμα στο χείμαρρο.
Εκτός από νόηση και στόμα, έχεις και την έννοια να μη χαρακτηριστείς κακός ή να σε κατηγορήσουν ότι ξεπερνάς τα όρια του κατινάζ – θέλεις να κρατάς κι ένα επίπεδο. Ίσως, να επιλέξεις να παραμείνεις σιωπηλός την πρώτη φορά, να κάνεις το κορόιδο τη δεύτερη, να τον στραβοκοιτάξεις την τρίτη… ε, την τέταρτη ή… καμιά φορά και την εικοστή – κάλλιο αργά παρά ποτέ –, η καλοσύνη που σου δίδαξε η οικογένεια σου, το κατηχητικό, το δημοτικό, ο προσκοπισμός, η Μαίρη Πόπινς ή οποιοσδήποτε άλλος, κάνει το δικό της μεγάλο περίπατο. Και ίσως, να είναι χειρότερο, γιατί όχι μόνο θα μιλήσεις, αλλά θα τα πεις όπως δεν περίμεναν να σε ακούσουν. Ενδεχομένως, να μη βρίσεις, καθότι έχεις και μια αστική ευγένεια, όμως μια χαρά θα σφάξεις με το βαμβάκι. Ξέρεις εκείνη την παροιμία που λέει η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει;
Η ταμπελίτσα του καλού παιδιού που ορισμένοι δίνουν στον εαυτό τους – γιατί, υπάρχουν και μερικοί εκεί έξω που έχουν κάνει την αυτοκριτική τους και σου λένε:
«Έχω λευκό ποινικό μητρώο, δεν μπλέκω σε φασαρίες, άρα είμαι καλό παιδί.»
Φιλαράκι, τα ‘μαθες τα νέα; Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο για να προσδιοριστείς ως καλό παιδί.  Υπάρχουν κι άλλα κριτήρια. Τέλος πάντων, δεν θα κάνουμε και το ψυχογράφημα του καθενός.
            Είμαστε άνθρωποι με το καλό και το κακό μέσα μας. Σημασία έχει σε ποιο από τα δυο επιτρέπουμε να αναπτυχθεί περισσότερο στην πορεία. Άσε, που μερικούς μάς απασχολεί και η υστεροφημία μας. Δηλαδή πώς θέλεις να σε θυμούνται όταν έρθει η ώρα της ύστατης κρουαζιέρας; Όταν ο βαρκάρης θα σε έχει στη βάρκα, όσοι παρευρίσκονται στο καφενείο, εκεί ανάμεσα στον καφέ, το κονιάκ και το παξιμάδι, τι θέλεις να σκέφτονται για σένα; Να σε κρατήσουν στη σκέψη τους ως έναν άνθρωπο ήσυχο, κεφάτο, καλοσυνάτο, γενναιόδωρο, τσιγγούνη, κακιασμένο, δολοπλόκο, ψεύτη; Από την άλλη θα μου πεις, στο τέλος θα κρατήσουν το χαρακτηρισμό που τους βολεύει. Σωστά.
            Υπάρχουν οικογένειες που μαθαίνουν στα παιδιά τους την καλοσύνη και την αγάπη και την ίδια στιγμή τα διδάσκουν ότι ο καλός, καλό δεν έχει. Αυτό από μόνο του, δε θα μπορούσε να αποτελεί μια διαταραχή;
            Εκεί έξω δεν υπάρχουν καλά παιδιά. Δεν υπάρχουν κακά παιδιά. Βασικά, οι περισσότεροι δεν είναι καν παιδιά. Είναι ενήλικες με συναισθήματα και έναν συγκεκριμένο ασπρόμαυρο χαρακτήρα, οι οποίοι δε γουστάρουν να υπάρχουν άνθρωποι στο περιβάλλον τους που εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι αρκετές φορές σιωπούν για να αποφύγουν τους διαπληκτισμούς και τους καταχωρούν στη λίστα των αδιάφορων, των ρεμαλιών ή τέλος πάντων, όπου εκείνοι θέλουν να τους έχουν “γραμμένους”, κι αν τολμήσουν να αντιμιλήσουν ή να υψώσουν τη φωνή τους μια οκτάβα πάνω, οι άλλοι μένουν έκπληκτοι:
«Εσύ ήσουν καλό παιδί. Δε σε αναγνωρίζω.»
Ναι, ήταν καλό παιδί μέχρι που είδε σε έναν υπέρηχο ότι το φυσιολογικό στομάχι δεν βρίσκεται σε μια κατάσταση μόνιμου πρηξίματος.
Στο κάτω – κάτω, ορισμένα πράγματα είναι επιλογές. Δεν μας υποχρεώνει κανείς να πορευόμαστε σε κοινό δρόμο με κάποια πρόσωπα εφ’ όρου ζωής. Ακόμα και οι εθνικές οδοί, ακόμα και οι ποταμοί κάποια στιγμή διακλαδώνονται και τότε επιλέγουμε προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να πορευτούμε.
Καλώς ή κακώς, είμαστε θνητοί – ένας κουβάς γεμάτος, χρώματα, συναισθήματα, λάθη, περγαμηνές και επιλογές. Να είμαστε ευγενικοί, να έχουμε κοινωνική παιδεία, πολιτισμό, να είμαστε καλοσυνάτοι, αλλά να θέτουμε και όρια. Αν σε κάποιους γινόμαστε δυσάρεστοι, δεν πειράζει· θα το ξεπεράσουν – είτε καλά είτε κακά παιδιά, σίγουρα είναι μεγάλα παιδιά, για να διαχειριστούν τη δυσαρέσκειά τους.



Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Θρόνος Χωρίς Βασιλιά

Πρώτη μέρα στη δουλειά. Δεν είχε περάσει ούτε εβδομάδα που της ανακοινώθηκε η πρόσληψη.
Έπειτα από σχεδόν έναν χρόνο στις ουρές του ΟΑΕΔ είχε χάσει την παραμικρή ελπίδα. Το απολυτήριο του Λυκείου δεν ήταν αρκετό ούτε για να κρατήσει δίσκο σε καφετέρια. Ακόμα κι εκεί, προηγούνταν οι φοιτητές – οι εν δυνάμει πτυχιούχοι. Μόλις διάβασε την προκήρυξη για τις καθαρίστριες στο μουσείο, κατέθεσε τα χαρτιά της χωρίς καμία προσδοκία. Ανήκε στη γενιά που μεγάλωσε με την πεποίθηση ότι μια θέση στο δημόσιο δίδεται σε όσους διαθέτουν μέσο. Αυτή τη φορά έκανε λάθος. Μπορεί να μην είχε τις κατάλληλες γνωριμίες, όμως τώρα γυάλιζε τα έπιπλα, τις βιτρίνες και τους πολυελαίους του πρώτου ορόφου του μουσείου.
Καθώς σκούπιζε το διάδρομο της μεγάλης σάλας, βρέθηκε μπροστά στο θρόνο. Στάθηκε για λίγο να τον κοιτάζει. Όταν ήταν μικρή ο παππούς της τής διάβαζε παραμύθια με βασίλισσες, βασιλιάδες, πρίγκιπες, ιππότες και άλλους γαλαζοαίματους, και της έλεγε ότι μια μέρα θα γνώριζε έναν άντρα που θα την είχε βασίλισσα.
Μεγάλωσε και βρήκε το Λυκούργο. Βασιλιάς στην καρδιά της, κορώνα στο κεφάλι της ο Λυκούργος της. Κι εκείνη δεν είχε παράπονο· βασίλισσα την είχε… στην κουζίνα.
Η Ελευθερία ήταν καταπληκτική μαγείρισσα. Έμαθε να μαγειρεύει από πείσμα, για να μην την λένε άχρηστη. Δεν έχανε πρωινάδικο για πρωινάδικο προκειμένω να παρακολουθήσει την ενότητα της μαγειρικής. Έτσι και ο έρωτας με τον Λυκούργο, πέρασε πρώτα από το στομάχι. Διανομέας δεν είχε δει το κουδούνι τους και εκείνη ένιωθε σπουδαία κάθε φορά που ο σύντροφός της την επαινούσε. Κι εκείνο το «Είσαι η βασίλισσα της κουζίνας», την έκανε να καμαρώνει με ύφος δώδεκα καρδιναλίων.
Πέρασε ο καιρός· εκείνη έχασε τον ενθουσιασμό της για την μαγειρική και ο ουρανίσκος του Λυκούργου άρχισε να βαριέται το σπιτικό φαγητό και να αναζητά νέες γεύσεις. Οι κατσαρόλες κρεμάστηκαν, τα μυρωδικά μαράθηκαν. Η πόρτα άνοιγε και δεν έτρεχε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Το τραπέζι δεν ήταν στρωμένο και στο βάζο δεν είχαν τοποθετηθεί φρέσκα λουλούδια για μήνες. Η φλόγα που τους ένωνε τρεμόπαιζε. Πέρασε ο έρωτας και σκορπίστηκε η ομίχλη. Η ορατότητα ήταν καλύτερη και πλέον τα σουτζουκάκια δεν είχαν την ίδια ισχύ. Οι συζητήσεις άβολες και η αδιαφορία είχε λάβει τη θέση της κατανόησης. Δεν άργησε να έρθει η πτώση των στεμμάτων και η κατάργηση των κτητικών αντωνυμιών. Ο Λυκούργος της έγινε ο Λυκούργος και η βασίλισσα της κουζίνας, ήταν απλώς η Ελευθερία. Μια Ελευθερία κι ένας Λυκούργος που περιφέρονταν στον ίδιο χώρο ως απλοί υπήκοοι ενός βασιλιά έρωτα, για τον οποίο πια θρηνούσαν.
Η Ελευθερία στεκόταν μπροστά στον άδειο θρόνο και μόνο ένα πρόσωπο μπορούσε να φανταστεί καθήμενο εκεί· τον κάποτε δικό της Λυκούργο και δίπλα του εκείνη, η βασίλισσα του με σκήπτρο την κουτάλα. Έσκυψε το κεφάλι της και συνέχισε να σκουπίζει τα απομεινάρια του δικού της παραμυθιού, όπου έζησαν αυτοί καλά σε ξεχωριστά βιβλία.