Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [V]

            Η Άννα μπήκε στο δωμάτιο του προσπαθώντας να ακουμπάει όσο πιο αθόρυβα μπορούσε το μπαστούνι της στο πάτωμα για να μην κάνει φασαρία και τον τρομάξει ή τον ξυπνήσει απότομα:
«Ξύπνα, υπναρά!», του ψιθύρισε, χαϊδεύοντας τον στο πρόσωπο τρυφερά, όπως τότε που ήταν μικρό παιδί και έπρεπε να ετοιμαστεί για το σχολείο.
«Τι ώρα είναι;»
«Έχει πάει έντεκα. Σου έχω ετοιμάσει πρωινό στην κουζίνα. Σήκω να πλυθείς, να φας καλά – όχι σκέτο καφέ –, να ετοιμαστείς και να έρθεις δίπλα. Πρέπει να πάω, γιατί σε λίγο θα έρθει το κέτερινγκ να ετοιμάσουμε την τραπεζαρία.»
«Θα έρθω να σε βοηθήσω.»
«Δε χρειάζομαι βοήθεια. Θα είναι η Γεωργία, το προσωπικό της εταιρείας… Πάρε το χρόνο σου να ετοιμαστείς κι έλα να σου δείξω και το μποστάνι.»
            Ο Αιμίλιος σηκώθηκε και άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Είχε συννεφιά. Από μικρός το παρατηρούσε· σε όποια εποχή του χρόνου και να γινόταν μια κηδεία, ο ουρανός ήταν πάντα πένθιμος. Ακόμα και ηλιόλουστη να ήταν η μέρα, οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν παγωμένες. Έκλεισε τα παντζούρια.
            Όταν πέρασε την αυλόπορτα του πατρικού του, όλη εκείνη η κίνηση με τους υπαλλήλους της εταιρείας κέτερινγκ να μπαινοβγαίνουν κουβαλώντας τα σκεύη με τα τρόφιμα, τα πλαστικά τελάρα με τα ποτήρια και τις στοίβες πιάτων, τον γύρισαν πίσω στο χρόνο. Κάποτε όλη αυτή η κινητικότητα σήμαινε γιορτή και σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι είχαν έρθει για να προετοιμάσουν το τελευταίο γεύμα προς τιμήν του πατέρα του.
            Στο πίσω μέρος του σπιτιού ο πατέρας του είχε φτιάξει ένα μποστάνι με λαχανικά εποχής, κοντά στη μάντρα είχε φυτέψει μια σειρά από οπωροφόρα δέντρα και από κάτω από μια λεμονιά είχε φωλιάσει ένα μικρό ροζ κυκλάμινο.
            Οι κότες σιωπηλές είχαν σκαρφαλώσει πάνω στις σανίδες που τους είχε βάλει για να κάθονται και να λιάζονται. Ούτε ένα αβγό δεν υπήρχε και ο κόκορας είχε απομονωθεί πάνω σε ένα τσιμεντόλιθο. Ακόμα και αυτά πενθούσαν το χαμό του κηδεμόνα τους. Μόνο ο Αιμίλιος δεν μπορούσε να συμμεριστεί τον πόνο τους.
«Μπορώ να σου κάνω μια αδιάκριτη ερώτηση;», τη ρώτησε καθώς τη βαστούσε από το μπράτσο και συνέχιζαν να περπατούν στον κήπο, χωρίς να την κοιτάξει κατάματα.
«Ό,τι θες, παιδί μου.»
«Είχες ποτέ ερωτική σχέση με τον πατέρα μου;»
«Άσε με, παιδάκι μου! Δε μου έφθαναν τα βάσανά μου, να έχω και τον πατέρα σου. Αυτός είχε τα μυαλά πάνω από το κεφάλι.»
«Εσένα, όμως σε εκτιμούσε.»
«Και με αγάπαγε. Κι εγώ το ίδιο. Μαζί μεγαλώσαμε. Τα σπίτια μας δίπλα – δίπλα και οι μανάδες μας ήταν φιληνάδες. Σαν αδελφό μου τον είχα. Δεν έχεις ιδέα πόσο μου λείπει. Μπορεί να έκανε τις παλαβομάρες του, αλλά είχε χρυσή καρδιά.»
 
            Η ώρα της κηδείας έφθασε. Η ηλικιωμένη γυναίκα υποβασταζόμενη από τον Αιμίλιο κάλυψε με ένα μαύρο πέπλο το πρόσωπό της για να θρηνήσει το χαμό του φίλου της χωρίς να χρειάζεται να απολογηθεί σε κανέναν για τη βαριά της ψυχή. Μόλις τελείωσε η ακολουθία, σήκωσε ελαφρώς το πέπλο, τον φίλησε στο μέτωπο και αργά με τη βοήθεια του μπαστουνιού της έφθασε ως την έξοδο.
            Η ξαδέλφη Νέλυ, πάντα πρόθυμη να ανακατευθεί, προσφέρθηκε να πάει την Άννα με το αυτοκίνητό της ως το σπίτι.
«Δε χρειάζεται, θα πάω εγώ μαζί της.»
«Αιμίλιε, δε γίνεται. Πήγαινε προς την ταφή και θα τη συνοδέψω εγώ. Δε θα αργήσω. Θα την αφήσω στο σπίτι και θα γυρίσω για να πάρω εσένα και τους γονείς μου.»
Ένιωθε παγιδευμένος ανάμεσα στα λιβάνια, τα δάκρυα και τα σχόλια αγνώστων προς εκείνον ανθρώπων.
            Καθώς προχωρούσε στο διάδρομο προς τον τάφο, συνοδεύοντας το φέρετρο, τον σταμάτησε μια γυναίκα καλοβαλμένη, ντυμένη στα μαύρα με ευγενική φυσιογνωμία και του ζήτησε μετά την τελετή να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
            Η πρώτη φτυαριά με το χώμα έπεσε και ακούστηκε ο θόρυβος από τα μικρά πετραδάκια καθώς έπεφταν πάνω στο ξύλινο καπάκι. Έφυγε. Είχε κάνει το καθήκον του ως όφειλε, σαν καλός γυιός τον συνόδεψε στην τελευταία του κατοικία.
                 Περπάτησε ως τον κεντρικό δρόμο. Θα μπορούσε να φύγει με κάποιον συγγενή, αλλά προτίμησε να πάρει ταξί – λιγότερες ερωτήσεις.
            Όταν έφθασε στο πατρικό του, βρήκε την Άννα στο δωμάτιο του πατέρα του. Καθόταν στο κρεβάτι και έκλαιγε πάνω από το μαξιλάρι του σα μωρό. Χτύπησε την πόρτα:
«Να περάσω;»
Εκείνη σκούπισε τα μάτια με τα ρυτιδιασμένα, κουρασμένα χέρια της. Ο Αιμίλιος έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από τη θήκη που ήταν τοποθετημένη στο κομοδίνο και της το προσέφερε:
«Ενοχλώ;»
«Μέχρι να τον δω στο φέρετρο δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι έφυγε. Εσύ πώς και ήρθες τόσο γρήγορα;»
«Μόλις τον έβαλαν μέσα έφυγα.»
«Καλά, δεν έμεινες ούτε για να σε συλλυπηθούν;»
«Μην ανησυχείς, έχω αφήσει αντιπρόσωπο. Θα τους αναλάβει η Νέλυ. Αν θέλει κάποιος να με συλλυπηθεί, μπορεί να το κάνει σε λίγο που θα έρθουν για την ψαρόσουπα.»
«Εσύ πώς είσαι;»
«Όπως ήμουν και προχθές και εχθές και όπως θα είμαι και αύριο και μεθαύριο. Πενθώ ακόμα για τη γυναίκα μου. Όταν έχασα τη Νόρα, έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου. Ούτε κατάλαβα πώς έγινε. Η γυναίκα μου ήταν ο άνθρωπός μου, το στήριγμά μου, η έμπνευσή μου και γιατί όχι, η ίδια μου η ζωή. Ακόμα για εκείνη πονώ, μόνο για εκείνη έχω δάκρυα… και για σένα. Εσείς οι δυο είστε οι σημαντικότεροι άνθρωποι για μένα. Αν πάθεις κάτι εσύ, θα ορφανέψω. Όχι, συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να στεναχωρηθώ για έναν άνθρωπο που δεν έδινε πεντάρα για μένα, που τα τελευταία χρόνια δεν είχαμε καμία επικοινωνία και που πάντοτε φερόταν τόσο εγωκεντρικά.»
«Σε αγαπούσε. Με τον τρόπο του, αλλά σε αγαπούσε.»
Ο τρόπος του που τον αγαπούσε, δεν του έλεγε τίποτα. Συχνά άκουγε την Άννα να του δικαιολογεί τους γονείς του χρησιμοποιώντας αυτή τη φράση, αλλά εκείνου δεν του καιγόταν καρφί, αν κάποιος τον αγαπούσε με τον τρόπο του, σημασία είχε να έφθανε η αγάπη στον ίδιο, διαφορετικά ο τρόπος ήταν λανθασμένος.
«Ήρθε και με βρήκε μια γυναίκα.»
«Ποια γυναίκα;», η Άννα έστρεψε τον κορμό της προς εκείνον, κρεμόταν από τα χείλη του.
«Δεν την ξέρω. Στεκόταν αριστερά σου στη λειτουργία. Μια φινετσάτη κυρία με ευγενική φυσιογνωμία.»
«Τι σου είπε;»
«Τίποτα, μου είπε ότι θα έρθει για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως.»
«Καλώς, να πάτε στη βιβλιοθήκη να τα πείτε ή πίσω στο μποστάνι… όχι, να πάτε καλύτερα στο σπίτι μου, να είστε πιο ήσυχα. Πάμε; Ακούω αμάξια. Θα ήρθαν οι πρώτοι.»
            Η γυναίκα πέρασε το κατώφλι του σπιτιού. Με το βλέμμα της επεξεργαζόταν το χώρο, άγγιζε τα αντικείμενα με τα ακροδάχτυλά της και πλησίασε τον Αιμίλιο. Της πρότεινε να πάνε στη βιβλιοθήκη. Ο πατέρας του είχε μια μικρή κάβα με διαφόρων ειδών ποτά. Ήπιαν ένα κονιάκ, όπως άρμοζε στην περίσταση και η ώρα για συστάσεις είχε πλέον έρθει. Η μυστηριώδης γυναίκα ήταν η Έφη, η μητέρα του.
            Καθόταν απέναντί της, την άκουγε προσεκτικά χωρίς να τη διακόπτει και το πρόσωπό του παρέμενε ανέκφραστο. Δεν είχε έρθει για να του απολογηθεί, ούτε για να κάνουν μαζί μια αρχή στη σχέση τους. Η κηδεία ήταν μια τέλεια ευκαιρία για να τον δει για ακόμα μια φορά, έστω κι αν ήταν η τελευταία. Δεν του μίλησε για το παρελθόν παρά μόνο για τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Λύθηκε και το μυστήριο σχετικά με τα έξοδα της κηδείας. Τα είχε αναλάβει όλα η Έφη – όχι ως ένδειξη αγάπης για όσα έζησε με τον πρώην σύζυγό της, αλλά για να απαλλάξει το γυιό της από αυτήν την υποχρέωση.
            Ολοκλήρωσε τυπικά τη συνομιλία τους, ευχαριστώντας την που ανέλαβε τα έξοδα και την οδήγησε στην τραπεζαρία. Εκείνος κλείστηκε στο δωμάτιο του. Τα πράγματα του ήταν στην ίδια θέση, όπως τα είχε αφήσει πριν φύγει για σπουδές. Ακόμα και οι αφίσες των συγκροτημάτων στον τοίχο, αν και κιτρινισμένες, κρέμονταν ακόμα από τις ίδιες σκουριασμένες πινέζες.
            Πήρε το μεταλλικό καλάθι των αχρήστων και άρχισε το ξεκαθάρισμα. Ξεκίνησε από τις οικογενειακές φωτογραφίες. Εκείνες τις λίγες που είχε από τη βρεφική του ηλικία, τους σχολικούς επαίνους, τα γράμματα που είχε γράψει στη μητέρα του, αλλά δεν τα είχε ταχυδρομήσει ποτέ, γιατί αγνοούσε πού βρισκόταν.
«Παιδί μου, μιλήσατε;», τον ρώτησε η Άννα από την πόρτα του δωματίου.
«Ναι. Δεν είχαμε και πολλά να πούμε.»
Μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Πλησίασε στον μεταλλικό κάδο και με δυσκολία έσκυψε για να δει τι πετούσε:
«Πού οφείλεται αυτός ο ζήλος για ξεκαθάρισμα;»
«Σε παρακαλώ, άφησέ με μόνο μου.»
«Μην παιδιαρίζεις. Προσπάθησε να δικαιολογήσεις τους ανθρώπους. Έσφαλαν, δε σου το αρνούμαι, αλλά κι εσύ τώρα… τι παιδιαρίσματα είναι αυτά που κάνεις;»
«Το σπίτι δεν ξέρουμε σε ποιον ανήκει. Εγώ απόψε επιστρέφω στην Ισπανία και καλό είναι να ξεκαθαρίσω μερικά πράγματα για να μην τα βρει ο επόμενος ιδιοκτήτης. Αυτό είναι όλο.»
«Το σπίτι είναι δικό σου. Γυναικάς ήταν, όχι ηλίθιος. Μείνε λίγες μέρες ακόμα. Ήρθες και με τούτα και με ‘κείνα, δεν πρόλαβα να σε χαρώ.»
«Έχω δουλειές.»
«Μπορεί να είναι και η τελευταία φορά που σε βλέπω. Έχω γίνει μαυσωλείο πια! Δε γίνεται να καθυστερήσεις λιγάκι την επιστροφή σου;»
«Κοίτα, θα σου το ζητούσα μόλις έφευγαν όλοι αυτοί, αλλά μια που το έφερε η κουβέντα, θα σου το πω τώρα. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Εδώ δεν έχεις κανέναν. Το σπίτι μου είναι μεγάλο, το έχεις δει, θα έχεις το δικό σου δωμάτιο και δε θα έχεις να ανησυχείς για τίποτα. Όσο ο πατέρας μου ήταν εδώ είχες και έναν άνθρωπο να πεις μια κουβέντα. Σε παρακαλώ, έλα μαζί μου.»
«Δε γίνεται, τώρα έχω άλλα βάσανα. Μου άφησε τις κότες και τα ραπανάκια. Δεν είδες;»
«Θα τα δώσουμε σε κάποιον. Θα σε φροντίζω και θα είμαι ήσυχος ότι είσαι καλά.»
«Χαίρομαι που με σκέφτεσαι, όμως εδώ μεγάλωσα. Εδώ είναι το σπίτι μου, η ρουτίνα μου και αν φύγω, θα μαραζώσω. Εδώ βγαίνω έξω, πάω μέχρι το μπακάλη στη γωνία και χαιρετάω δέκα ανθρώπους. Να έρθω εκεί, όχι μόνο δε θα ξέρω κανέναν, αλλά και να θέλω να τον χαιρετίσω, δε θα μπορώ να σταυρώσω λέξη. Ή μήπως φαντάζεσαι πως θα μιλάω μόνο με σένα; Εδώ που τα λέμε δεν είσαι και ο ευκολότερος άνθρωπος για κουβέντα.»
«Έστω να έρθεις για λίγες μέρες. Θα τα κανονίσω όλα εγώ.»
«Θα δούμε. Με την Έφη πώς πήγε; Όλα καλά;»
«Θα ήθελα να είχα περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Τώρα απλώς τη γνώρισα και ο καθένας τραβάει το δρόμο του.»
«Είναι η μάνα σου. Μην της γυρνάς την πλάτη.»
«Σου θυμίζω ότι η τελευταία φορά που την είδα ήταν όταν ήμουν τριών, δεν την θυμόμουν καν και μου γύρισε εκείνη πρώτη την πλάτη.»
«Δεν αισθάνεσαι την ανάγκη να κρατήσεις μια επαφή μαζί της… έστω τυπική;»
«Όχι. Οι γονείς νομίζουν πως ο φέρων τα γονίδια τους είναι υποχρεωμένος να τους αγιοποιεί, να τους συγχωρεί και να τους αγαπά ανιδιοτελώς. Δε θα τους φορέσω το φωτοστέφανο, επειδή με γέννησαν. Ούτε επειδή έχω το όνομά τους σημαίνει ότι πρέπει να δείχνω κατανόηση και να τρέφω συναισθήματα. Είναι κι αυτή μια σχέση ζωής. Αν δεν τον έχεις ζήσει τον άλλον, πώς να τον αγαπήσεις και πώς να τον συμπονέσεις; Λυπάμαι που ακούγομαι σκληρός, αλλά έτσι είναι. Δε γίνεται να μελώνουμε τα πάντα κατά όπως μας βολεύει.»
«Τι έχεις πάθει;»
«Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ για να μου πει ότι πέθανε, πήγα σε ένα μπαρ να πιώ και το ξημέρωμα με βρήκε λιώμα σε ένα σοκάκι δίπλα σε έναν αδέσποτο σκύλο που είχε ακουμπήσει το κεφάλι του στα πόδια μου για να κουρνιάσει. Εκείνη την ώρα, ταυτίστηκα τόσο πολύ με ‘κείνο το ζωντανό. Ήμασταν και οι δυο αδέσποτοι. Οι γονείς μας υπήρξαν, κάποτε… μια φορά στο παρελθόν, αλλά σε εκείνο το σοκάκι δεν ήταν κοντά μας. Αδέσποτοι χωρίς ταυτότητα, ο καθένας να μας αποκαλεί όπως του καπνίσει, άλλοι να μας κοιτάζουν με οίκτο και άλλοι με αποδοκιμασία. Εκεί ήταν που ο διακόπτης γύρισε, η λάμπα άναψε και οτιδήποτε συνέβαινε γύρω φαινόταν πεντακάθαρα πια. Κι αν με ρωτάς, σε περίπτωση που θα έπρεπε να επιλέξω κάποιον για να αγαπώ ανιδιοτελώς, να συγχωρώ, να αγιοποιώ και να του φορέσω το φωτοστέφανο, αυτή θα είσαι εσύ που με μεγάλωσες. Η μοναδική που ήταν κοντά μου πριν και μετά το γύρισμα του διακόπτη.»
 
Τέλος

[Πηγή φωτογραφίας: hager]



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [IV]

            Η Άννα ήπιε μια γουλιά από τη μπύρα και σκούπισε τον αφρό από τα χείλη της με τα δάχτυλά της, σαν ντροπαλή παιδούλα που ενοχικά για πρώτη φορά δοκίμαζε αλκοόλ:
«Ποιος θα είναι στην κηδεία, Άννα;»
«Κανείς. Ξέρεις τώρα… ο πατέρας σου ήταν πολύ κοινωνικός και δεν ξέρω τι κουτσομπολιά θα ακούσεις. Γι’ αυτό το είπα.»
«Ωραία, πες μου τώρα την αλήθεια.»
«Αγόρι μου, μην τα σκαλίζεις. Το μόνο που θέλω από σένα είναι να σταθείς στο ύψος σου. Αυτό. Σου είναι τόσο δύσκολο; Να ακούσεις ό,τι έχουν να σου πουν όσοι έρθουν, αλλά μην τους κρίνεις.»
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω. Έχει αποκτήσει παιδιά με άλλη;»
«Όχι, ηρέμησε. Αλήθεια, δε μου είπες, πώς νιώθεις;»
«Πώς θέλεις να νιώσω;»
«Ξέρω ‘γω! Ο πατέρας σου πέθανε.»
«Ναι, σωστά. Ο πατέρας μου πέθανε.», ο Αιμίλιος έγειρε την πλάτη του πίσω στην καρέκλα, έβαλε το χέρι στην τσέπη ψάχνοντας για τσιγάρα, αλλά η τσέπη του ήταν άδεια: «Όταν μου τηλεφώνησε η Νέλυ…»
«Το καημένο το κορίτσι, πότε θα πάψεις να το αποκαλείς με αυτό το όνομα;», τον διέκοψε χαμογελώντας η Άννα.
«Όταν θα εξατμιστεί η χολή της. Τέλος πάντων, όταν μου τηλεφώνησε, μού ήρθε κάπως… ξαφνικό. Λυπήθηκα, όπως θα λυπόμουν για το θάνατο οποιουδήποτε ανθρώπου που είχα γνωρίσει ή συναντήσει κάποτε. Δεν ένιωσα, όμως τον πόνο που νιώθει ένα παιδί όταν χάνει τον πατέρα του.»
«Έχεις γίνει σκληρός.»
«Όχι, είμαι ρεαλιστής. Δεν είχαμε σχέσεις. Στο δικό σου σπίτι μεγάλωσα, όχι στο δικό του. Εσύ ήσουν εκεί, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα και έμαθε ότι πέρασα στο Πανεπιστήμιο. Είδες τη λάμψη στα μάτια μας την ώρα που μας άφησε στο αεροδρόμιο. Εκείνος θα είχε το πεδίο ελεύθερο, εγώ θα πέταγα από πάνω μου έναν βραχνά κι εσύ θα είχες ακόμα ένα βάρος – να με βοηθήσεις με την εύρεση του σπιτιού και τη μετακόμιση. Το μόνο νέο που μάθαινα από τον πατέρα μου όταν έφυγα για σπουδές ήταν οι ταχυδρομικές επιταγές που μου έστελνε. Στο γάμο μου με τη Νόρα, δεν ήρθε με τη δικαιολογία ότι δεν έβρισκε αεροπορικό εισιτήριο για να έρθει ως τη Μαδρίτη. Του βρήκε η Νόρα και μας είπε ότι το βρήκαμε τελευταία στιγμή και είχε κανονίσει επαγγελματικό ταξίδι. Μας έστειλε δώρο ένα βάζο. Το έχω στο γραφείο μου, για κάδο. Πετάω τα σκουπίδια μου. Τα Χριστούγεννα η γραμματέας του μας έστελνε την εταιρική κάρτα με το τυποποιημένο μήνυμα και όταν πέθανε η Νόρα, δε με κάλεσε ούτε για να με συλλυπηθεί. Έστω τυπικά. Λυπάμαι που δεν κλαίω, λυπάμαι που δεν έχω να μοιραστώ μαζί σου θερμά συναισθήματα.»
«Μπορεί να έχεις δίκιο που αισθάνεσαι έτσι, αλλά έχεις άδικο σε ένα πράγμα· δεν ήσουν ποτέ βάρος για μένα. Το αντίθετο. Ζωντάνεψε το σπίτι.»
Ο Αιμίλιος τής φίλησε τα χέρια με ευγνωμοσύνη:
«Αυτό πάλι με τις κότες; Έφτιαξε κοτέτσι;», άλλαξε το θέμα πριν βάλει τα κλάματα.
«Ναι, τον τελευταίο καιρό είχε αποφασίσει να αρχίσει σιγά – σιγά να αποσύρεται. Πίσω στον κήπο είχε φυτέψει λαχανικά και μερικά δέντρα. Λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές και εκεί δίπλα έφτιαξε κι ένα κοτέτσι.»
«Μάλιστα, από μπον – βιβέρ, αγρότης…»
«Θυμάσαι το φίλο του, τον Ματθαίο;»
«Ναι, πώς δεν τον θυμάμαι;! Κάποια στιγμή τον είχε και λογιστή και μόλις έβλεπε τα έξοδα του πατέρα μου, του έλεγε ότι στο τέλος θα ζητιανεύει για να επιβιώσει και ο πατέρας μου γελούσε και του έλεγε ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν. Ζει αυτός;»
«Ζει και βασιλεύει. Πλέον έχουν πάει με τη γυναίκα του στο Τολό. Είχαν εξοχικό εκεί που το μετέτρεψαν σε μόνιμη κατοικία μόλις συνταξιοδοτήθηκαν. Αυτός, λοιπόν, είχε πει στον πατέρα σου ότι όσο ασχολείται με το χώμα, τόσο νιώθει την φόρτιση να φεύγει από τα χέρια του, να θάβεται στη γη και να μετουσιώνεται σε κάτι όμορφο, λαμπερό και χρωματιστό. Σε ένα λουλούδι ή σε ένα καρπό.»
«Και ασχολούταν ο ίδιος με τον κήπο; Αυτός πλαστικό λουλούδι έπιανε και μαραινόταν.»
«Κι όμως, σε πληροφορώ ότι τα πήγαινε μια χαρά. Θα πάμε όταν ξημερώσει να δεις το μποστάνι του.»
«Τουλάχιστον κατάφερε να φροντίσει κάτι κι εκείνος…»
«Άσε τον πατέρα σου, να πάει στο φως και πάμε κι εμείς για ύπνο. Μας περιμένει μεγάλη μέρα αύριο.»
Η Άννα σηκώθηκε από την καρέκλα, στηρίχθηκε στο μπαστούνι της, μάζεψε τα ποτήρια και με αργά βήματα πήγαινε να τα ακουμπήσει στον νεροχύτη. Ο Αιμίλιος βεβαιώθηκε ότι είχαν κλειδώσει το σπίτι και την καληνύχτισε:
«Θα τα πούμε αύριο. Τι ώρα θα φύγουμε από εδώ;»
«Μη σε ανησυχεί, έχουμε χρόνο. Θα σε ξυπνήσω το πρωί και θα τα τακτοποιήσουμε όλα. Άντε, να κοιμηθείς!»
«Άννα, πρέπει να μου δώσεις και τα στοιχεία του γραφείου τελετών.»
«Τι να τα κάνεις;»
«Να τακτοποιήσω τα σχετικά.»
«Είναι τακτοποιημένα, μη σε νοιάζει.»
«Από ποιον;»
«Πήγαινε να κοιμηθείς και σταμάτα τη φλυαρία. Από μικρός έτσι ήσουν·  την ώρα που έπρεπε να πας για ύπνο, σου έρχονταν όλες οι ερωτήσεις. Καληνύχτα!», τον φίλησε στο μέτωπο και πήγε στο δωμάτιο της.

(…συνεχίζεται…)
 

 

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [III]

Έφθασε στον προορισμό του. Πλήρωσε τον ταξιτζή, πήρε τη βαλίτσα του και στάθηκε έξω από την ξύλινη πόρτα της μονοκατοικίας. Όλα τα φώτα αναμμένα και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν από το εσωτερικό ήταν το σύρσιμο των επίπλων. Χτύπησε το κουδούνι.
Μια μικροκαμωμένη κοπέλα, ντυμένη με αθλητικές φόρμες, του άνοιξε:
«Ναι;»
Ο Αιμίλιος παρέμεινε σιωπηλός.
«Θέλετε κάτι;»
«Ήρθα για την κηδεία.»
«Είναι αύριο. Δε θα ξενυχτήσουμε εδώ. Καληνύχτα.», η μικροκαμωμένη γυναίκα τού έκλεισε την πόρτα.
Ο Αιμίλιος ένιωσε ανακούφιση. Δεν ήταν έτοιμος να μπει σε εκείνο το σπίτι ξανά. Για την ακρίβεια, ανυπομονούσε να ενηλικιωθεί για να φύγει μια για πάντα και η αρχή έγινε όταν στις εισαγωγικές κατάφερε να περάσει στη Θεσσαλονίκη.
            Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και η πόρτα άνοιξε ξανά. Αυτή τη φορά χωρίς να το επιδιώξει. Η μικροκαμωμένη γυναίκα κοίταξε προσεκτικά στον κήπο έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα:
«Εδώ είναι, κυρά – Άννα. Να του φωνάξω;», ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι της προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Κύριε! Κύριε!», του φώναξε.
Ο Αιμίλιος πλησίασε προς τη μικροκαμωμένη γυναίκα και την καλησπέρισε. Μέσα από το χολ ακούγονταν βήματα συνοδευόμενα από τον ήχο ενός μπαστουνιού. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Τα μάτια της βούρκωσαν και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε τα χέρια της:
«Έλα να σε αγκαλιάσω, αγόρι μου.»
Ο Αιμίλιος την έσφιξε στην αγκαλιά του:
«Παιδάκι μου, μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου.»
«Δεν είναι έτσι.»
«Έλα, μέσα.»
Ο Αιμίλιος ακούμπησε την αποσκευή του στο χολ.
«Έχεις φάει; Να σου φτιάξω κάτι;»
«Αχ, βρε Αννούλα μου, δε θα σταματήσεις ποτέ να με φροντίζεις;»
Η Άννα κρατούσε την παλάμη του με τα δυο της χέρια και γεμάτη συγκίνηση τον περιεργαζόταν με το βλέμμα:
«Τι κάνεις τέτοια ώρα;»
«Ήρθαμε με τη Γεωργία να συμμαζέψουμε λίγο για αύριο. Θα παρελάσουν όλες οι… υψηλές γνωριμίες του πατέρα σου. Μη μας πουν και ακαμάτρες!»
Ο Αιμίλιος χαμογέλασε.
«Πώς ήταν το ταξίδι σου; Σε περίμενα νωρίτερα. Πού ήσουν; Ανησύχησα. Μόλις μου είπε η Γεωργία ότι ένας κύριος με βαλίτσα χτύπησε κατά λάθος το κουδούνι, κατάλαβα ότι ήσουν εσύ κι ήθελα να πετάξω τη μαγκούρα και να τρέξω να σε προλάβω. Θα το έκανα, αλλά δε με βαστούν τα πόδια μου.»
«Δεν φταίει εκείνη· εγώ δεν της εξήγησα.»
«Να σου στρώσω επάνω να κοιμηθείς. Έχουμε αερίσει το σπίτι, στρώσαμε και καθαρά σεντόνια.»
«Δε θα μείνω εδώ.»
«Τι λες, παιδάκι μου, πού θα πας βραδιάτικα;»
«Όλο και κάποιο ξενοδοχείο θα είναι ανοιχτό.»
«Έχεις τέτοια σπιταρόνα και θα τρέχεις στα ξενοδοχεία;»
«Δεν το ένιωσα ποτέ σπίτι μου κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα.»
Η Άννα έβγαλε από την τσέπη της τα κλειδιά:
«Αυτό το νιώθεις σπίτι σου;»
Ο Αιμίλιος της χαμογέλασε. Εκείνη έκρυψε τα κλειδιά στην παλάμη του:
«Άντε να κάνεις ένα μπανάκι, έχει ζεστό νερό από τον ηλιακό, και να ξεκουραστείς. Θα κλείσουμε εδώ και θα ‘ρθω κι εγώ σε λίγο.»
            Η Άννα είχε ένα δωμάτιο στο σπίτι της που το είχε φτιάξει για τον Αιμίλιο τότε που ήταν μικρός. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει στο σπίτι της Άννας, παρά στο πατρικό του. Ήταν σχεδόν αδύνατον για ένα ανήλικο να κοιμηθεί στο σπίτι του πατέρα του που μέρα παρά μέρα είχε πάρτι ή δείπνο σε κάποια από τις ερωμένες του.
            Τα σκεπάσματα στο κρεβάτι του ήταν φρεσκοπλυμένα και καινούργιες πιτζάμες διπλωμένες πάνω στο μαξιλάρι. Τον είχε γεννήσει κι ας μη βγήκε από την κοιλιά της. Ήξερε ότι προτιμούσε να κοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο στον κήπο παρά μέσα σε εκείνο το σπίτι που πέρασε τη ζωή του ως φιλοξενούμενος.
           Ο Αιμίλιος έβγαλε τα παπούτσια, φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε στην κουζίνα. Δεν πεινούσε, αλλά είχε εκείνη τη συνήθεια να ανοίγει την πόρτα του ψυγείου και να κοιτάζει στο εσωτερικό του λες και θα άκουγε κάποιο χρησμό να βγαίνει μέσα από τα τυριά και τα λαχανικά.
           Η Άννα έκλεισε πίσω της την πόρτα, κρέμασε το σάλι της στην κρεμάστρα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα:
«Να σου φτιάξω κάτι γρήγορο να φας;»
«Όχι, έτσι το άνοιξα, από συνήθεια. Να! Θα πιούμε μια μπυρίτσα;»
«Και δεν πίνουμε;!»
Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε από το ντουλάπι δυο ποτήρια, τα ακούμπησε στο τραπέζι. Κάθισε την καρέκλα και στηριζόμενη στη μαγκούρα της, άπλωσε το κουρασμένο της πόδι. Ο Αιμίλιος άνοιξε την μπύρα και τη μοίρασε στα ποτήρια. Κάθισε στη διπλανή καρέκλα και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της:
«Λοιπόν, πώς είσαι;», τον ρώτησε.
«Όπως τα ξέρεις.»
«Πώς τα ξέρω;», επέμεινε η Άννα.
«Τι ώρα είναι η κηδεία;»
Η Άννα έσπρωξε το ποτήρι της λίγο πιο μέσα στο τραπέζι.
«Θα γίνει το μεσημέρι, στις τρεις. Άκου, γυιέ μου, σχετικά με αυτό, θέλω να είσαι δυνατός.»
«Τι περιμένεις να κάνω; Να χτυπιέμαι πάνω από τον τάφο του;»
«Δεν εννοώ αυτό. Υπάρχει λόγος που η κηδεία θα γίνει μεσημέρι. Θέλω να μου υποσχεθείς πως ό,τι κι αν ακούσεις, εσύ θα είσαι ψύχραιμος.»
«Θέλεις να μου εξηγήσεις;»
«Τίποτα. Αυτό μόνο. Έλα, πες μου τώρα τα νέα σου.», του είπε χτυπώντας τον φιλικά στο γόνατο.
Ο Αιμίλιος έμεινε για λίγο σιωπηλός.

 (…συνέχεια…)



Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [II]

Το αεροπλάνο προσγειώθηκε στην Αθήνα. Βγαίνοντας από την αίθουσα των αναχωρήσεων άρχισε να νιώθει ένα βάρος στο στήθος. Αγόρασε ένα πακέτο τσιγάρα. Είχε κόψει το κάπνισμα για χάρη της Νόρας. Εκείνη, από την άλλη, του έλεγε ότι δεν ήθελε χάρες, έπρεπε να το κάνει για το δικό του καλό, όμως για εκείνον η αποτοξίνωση από τη νικοτίνη ήθελε ένα ισχυρό κίνητρο και το βρήκε στο πρόσωπό της.
Επιβιβάστηκε στο λεωφορείο με προορισμό το κέντρο. Κάθισε σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας Συντάγματος. Ακούμπησε τη βαλίτσα του δίπλα στα πόδια του και έβγαλε από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα. Έσκισε τη ζελατίνα και άνοιξε το πακέτο. Τράβηξε ένα τσιγάρο από τη μέση.  Το στερέωσε μεταξύ των χειλιών του και έψαξε στις τσέπες του για να βρει τον αναπτήρα. Είχε ξεχάσει να αγοράσει. Έβαλε πάλι το τσιγάρο στο πακέτο. Κοιτούσε τους πιτσιρικάδες που έκαναν skateboard  στα σκαλοπάτια έχοντας στη διαπασών τη μουσική. Ο κρυφός ανταγωνισμός τους για το ποιος είναι καλύτερος και η εμμονή να επιδείξουν τις δεξιότητες τους, τον πήγε πολλά χρόνια πίσω.
Θυμήθηκε για λίγο την εφηβεία του. Κι εκείνος ήθελε να κάνει κόλπα με μια σανίδα. Να γλιστράει στο κράσπεδο και μαζί της να τινάζεται ψηλά και να τον κοιτάζουν οι άλλοι σα να πρόκειται για κάποιον υπέρ – ήρωα. Η αδυναμία του να ισορροπεί σε ένα κομμάτι ξύλου που στηριζόταν σε μικροσκοπικά ροδάκια, τον έκανε να μοιάζει περισσότερο με πουλί σε αιχμαλωσία. Τα φτερά κολλημένα στο σώμα του και αν κάποιος ξεχνούσε το πορτάκι του κλουβιού ανοιχτό, εκείνος δεν τολμούσε να τα ανοίξει. Ήταν πιθανότερο να μην μπορούσε να πετάξει και να τον έτρωγε κάποιο αρπακτικό. Πάντα κάπου σκόνταφτε και πάντα από κάπου αποκλειόταν.
Νύχτωνε νωρίς. Σηκώθηκε. Τράβηξε από το χερούλι τη μικρή αποσκευή, σφίγγοντας στα χέρια του το πακέτο των τσιγάρων. Καθώς διέσχιζε την πλατεία, την κοιτούσε σα να ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόταν την πόλη. Χάζευε τα νερά του σιντριβανιού που άλλαζαν χρώμα αναλόγως τον φωτισμό, τα επιβλητικά κτήρια της Βασιλέως Γεωργίου, την κίνηση στους δρόμους, τα άνευ λόγου κορναρίσματα και, από την κορυφή των σκαλοπατιών, διέκρινε τους Εύζωνες. Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα. Υπηρέτησε στο πεζικό. Δεν ήταν τόσο ψηλός όσο εκείνοι, αλλά δε θεωρούσε κιόλας πως έκαναν κάτι σπουδαίο. Ήθελε πολύ μεγάλη πειθαρχία, για να στέκονται εκεί ανέκφραστοι και κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη, αλλά κι εκείνος το ίδιο έκανε στο σπίτι του. Ανέκφραστος με απόθεμα ανοχής υπό οποιαδήποτε συνθήκη.
Πέρασε το φανάρι. Κατηφόρισε στην Πανεπιστημίου. Περαστικοί τον προσπερνούσαν άλλοτε βιαστικοί, άλλοτε διαβάζοντας κάποιο μήνυμα στο κινητό τους και άλλοτε κουβαλώντας σακούλες με ψώνια και σχολιάζοντας τις τιμές με τη συντροφιά τους.
Στάθηκε μπροστά από την Ακαδημία. Κάθισε για λίγο να πάρει μια ανάσα σε ένα από τα σκαλοπάτια. Ήταν κατάκοπος. Κάτι το ξενύχτι της προηγούμενης μέρας, κάτι το ταξίδι, κάτι όσα τον περίμεναν στο πατρικό του… Άνοιξε πάλι το πακέτο. Πήγε να βγάλει ένα τσιγάρο. Ακόμα δεν είχε αναπτήρα. Δεν ήταν μηχανική η κίνηση. Θα ζητούσε από κάποιον περαστικό φωτιά. Μπανάλ! Το τσιγάρο δεν είναι πια στη μόδα. Οι περισσότεροι είτε ατμίζουν, είτε το έχουν κόψει, και όσοι συνεχίζουν να καπνίζουν το κάνουν σα σχολιαρόπαιδα, σχεδόν στα κρυφά.
Έπαιζε με το πακέτο στριφογυρίζοντας το στα δάχτυλά του. Το ήθελε. Ήθελε να γεμίσουν οι πνεύμονές του νικοτίνη. Να μην υπάρξει ούτε ένα κύτταρο που θα ανέπνεε καθαρό οξυγόνο. Όποτε έκανε την κίνηση να το ανοίξει, ένιωθε το χέρι της Νόρας να του το κλείνει και δεν μπορούσε να εναντιωθεί στην υπόσχεσή του.
Σήκωσε ελαφρά το μανίκι του σακακιού του για να δει την ώρα. Μολονότι, το ρολόι του ήταν ακόμα ρυθμισμένο σε ώρα Ισπανίας, ήταν εύκολο να υπολογίσει την τοπική ώρα. Έπρεπε να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να περιφέρεται στους δρόμους ή θα πήγαινε κάπου να κοιμηθεί και πού.
Συνέχισε να περπατά. Στον πρώτο κάδο που βρέθηκε μπροστά του πέταξε τα τσιγάρα. Έστρεψε το βλέμμα του προς το δρόμο. Ένα ελεύθερο ταξί πλησίαζε. Περπάτησε βιαστικά προς την άκρη του πεζοδρομίου έχοντας σηκωμένο το χέρι του. Ο ταξιτζής σταμάτησε, έβαλε την βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ και πριν καλά – καλά κλείσει την πόρτα ο Αιμίλιος, ο οδηγός τον κοίταξε από τον καθρέφτη:
«Πού πάμε;», τον ρώτησε με οκνηρία στη φωνή του. 
(...συνεχίζεται…)



Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [I]

Ο Αιμίλιος πέρασε όλο το βράδυ σε ένα μπαρ που βρήκε τυχαία καθώς περπατούσε. Είχε ξεκινήσει τη βόλτα του νωρίς το απόγευμα και ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα.
Δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι παρά μόνο για εξωτερικές δουλειές που απαιτούσαν τη φυσική του παρουσία. Έβρισκε άσκοπο να λιώνει τις σόλες των παπουτσιών του στα λιθόστρωτα σοκάκια της πόλης άνευ λόγου.
Είχε μόλις τελειώσει το γεύμα του και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο για να απολαύσει τον καφέ του και να ξεκουράσει τα μάτια του προτού επιστρέψει ξανά στη μελέτη για την τυροκομική μονάδα που θα έχτιζε σε μια επαρχία μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την πόλη, για λογαριασμό ενός Γάλλου, κάποιου κύριου Μπερντό, όταν χτύπησε το τηλέφωνό του.
Η αχώνευτη ξαδέλφη του – όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, εξαιτίας της ομοιότητας της τόσο στην εμφάνιση όσο και στο χαρακτήρα με τη Νέλυ Όλσεν από το “Μικρό σπίτι στο λιβάδι”, το οποίο παρακολουθούσε ανελλιπώς κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων – τον ενημέρωσε ότι ο πατέρας του βρέθηκε νεκρός στο κοτέτσι. Έπαθε ανακοπή την ώρα που τάιζε τις κότες. 
Ήταν μοιραίο. Ο ίδιος δεν εξεπλάγην. Ο πατέρας του σε όλη του τη ζωή είχε ταΐσει κότες και κότες. Κάποια στιγμή θα του έπαιρναν και την ψυχή.
Η μητέρα του είχε καταλάβει την αδυναμία του συζύγου της στα πούπουλα. Η σταγόνα ξεχείλισε όταν ένα βράδυ τους είχαν προσκαλέσει σε αποκριάτικο πάρτι κι έπιασε τον άντρα της στο μπάνιο αγκαλιά με μια ημίγυμνη γυναίκα και εκείνον στολισμένο με τα μποα της. Αποχώρισε σιωπηλά. Ήταν υπέρ του δόγματος οφθαλμός αντί οφθαλμού, μόνο που εκείνη ερωτεύθηκε τόσο πολύ τον εραστή της που αποφάσισε να τους εγκαταλείψει και να φύγει μαζί του. Έκτοτε δεν την ξαναείδαν. Το διαζύγιο ήταν καθολικό. Χωρισμένη από οτιδήποτε ανήκε στο παρελθόν της, ξεκίνησε το μέλλον της με τη δική της γέννηση ως μια άλλη γυναίκα, με διαφορετικούς στόχους.
Ο Αιμίλιος ήταν μόλις τριών ετών. Ο πατέρας του πολυάσχολος και αδαής ως προς την ανατροφή ενός παιδιού, ανέθεσε το ρόλο της παραμάνας στην Άννα, τη γειτόνισσα τους, με το αζημίωτο… φυσικά.
Η Άννα ενδεχομένως να ήταν η μοναδική γυναίκα που ο πατέρας του σεβόταν περισσότερο και από την ίδια του τη σύζυγο. Η γνώμη της πάντοτε μετρούσε και χωρίς εκείνη στο σπίτι αισθανόταν μετέωρος. Ήταν η μοναδική γυναίκα που δεν είχε αγγίξει, αλλά από την άλλη πώς θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς κάτι τέτοιο με βεβαιότητα;
Βρισκόταν ήδη στο τρίτο ποτήρι ουίσκι. Δεν είχε μεθύσει, όμως άρχισε να νιώθει τα σύννεφα του μυαλού του να διαλύονται. Ο θάνατος του πατέρα του αποτέλεσε ένα μικρό παράθυρο απ' όπου έμπαινε κρύος, δυνατός άνεμος ικανός να γυρίσει το διακόπτη και να φωτίσει τις αποθήκες της μνήμης του. Είχε πάντα στο μυαλό του ένα καλοδουλεμένο παραμύθι χωρίς δράκους και πτώματα, μια δικαιολογία για να ζουν όλοι καλά κι εκείνος καλύτερα. Τις τελευταίες ώρες μετά λύπης του διαπίστωνε ότι αυτό που πετύχαινε ήταν να ζουν όλοι καλά κι εκείνος να παριστάνει τον ακόλουθο.
Πάντοτε ακολουθούσε. Άλλοτε επειδή δεν είχε επιλογή και άλλοτε από φόβο. Εκείνον τον φόβο που προκαλούσε η οικονομική ανασφάλεια και η ρετσινιά που θα του άφηναν αν τυχόν ακουγόταν στους κύκλους του πατέρα του πως δεν ήταν άξιος γυιός. Έπειτα από ένα διαζύγιο και μια χηρεία, οι γνώμες των άλλων έπαυαν να φθάνουν στα αφτιά του. Όσο δυνατά κι αν μιλούσαν, η ταχύτητα του ήχου είχε μηδενιστεί.
Έκανε νόημα στον μπάρμαν να του γεμίσει ξανά το ποτήρι.
Η επιστροφή στην Ελλάδα δεν ήταν μέσα στα σχέδια του. Είχαν περάσει περίπου οκτώ μήνες από το θάνατο της Νόρας και το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρεθεί σε ένα καφενείο με όλο το σόι να εκφράζει τη λύπη του για το δεύτερο χτύπημα που τον βρήκε μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Λυπήθηκε για τον πατέρα του, αλλά ο αιφνίδιος χαμός της Νόρας ήταν εκείνος που τον σημάδεψε.
Η κηδεία· μια ακόμα ανυπόφορη μέρα. Οι κότες θα θρηνούσαν τον κόκκορα και θα σκουπίζαν τα δάκρυα τους με τα μπόα, όσο η εξαδέλφη Νέλυ Όλσεν (κατά κόσμον Αθανασία Στριγκάρη) θα τύλιγε το χέρι της στο μπράτσο του και σαν πύθωνας θα το έσφιγγε μέχρι να διακόψει την κυκλοφορία του αίματός του.
Είχε φθάσει ήδη στο έκτο ουίσκι. Πλήρωσε και σηκώθηκε για να φύγει. Βγήκε από την πόρτα και κατέρρευσε. Ζαλιζόταν. Τα πόδια του δυσκολεύονταν να τον πάνε ως τον κεντρικό δρόμο για να πάρει ένα ταξί. Στερέωσε την πλάτη του στον πέτρινο τοίχο. Ήταν περασμένες τρεις. Δεν περνούσε κανείς από το σοκάκι. Ένα αδέσποτο γέρικο σκυλί κάθισε δίπλα του. Το κοίταξε. Ο σκύλος ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια του Αιμίλιου και μαζί άκουγαν τον ήχο της αλυσίδας από την οποία κρεμόταν η ξύλινη επιγραφή του μπαρ.
Λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος ένας οδοκαθαριστής τον βοήθησε να σηκωθεί. Με βαριά βήματα έφθασε στο σπίτι του. Έβαλε σε μια αποσκευή τα απολύτως απαραίτητα και το μαύρο του κοστούμι. Η επόμενη πτήση με προορισμό την Αθήνα θα αναχωρούσε το μεσημέρι.

(συνεχίζεται...)


Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Στη Χαραμάδα

Ξημέρωσε. Τα πόδια σου αδύναμα να σε σηκώσουν. Δεν άνοιξες τα παντζούρια. Ποτέ δε σου άρεσε να παραβιάζουν οι ηλιαχτίδες τον προσωπικό σου χώρο. Σε έχω δει να καταρρέεις και να ορθώνεσαι. Δυσκολεύομαι να σε καταλάβω. Φοράς το μακρύ νυχτικό σου, τα μαλλιά σου χυμένα στους ώμους, τα βήματα σου βαριά. Έχει ψύχρα έξω. Ρίξε το σάλι σου στους ώμους. Πλεγμένο με αγάπη από τα χέρια που σε φρόντισαν όσο κανείς άλλος. Σε έχω δει πολλές φορές να τρέχεις σαν τη χαμένη Χιονάτη μέσα στο δάσος. Ψάχνεις το δρόμο σου. Είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείς το σωστό μονοπάτι μέσα στο λαβύρινθο.
Δε σε θυμάμαι έτσι. Τρέχε, με ακούς; Τρέχε!
Μια φωνή δυνατή μέσα στο κεφάλι σου σε προστάζει. Ένστικτο ή ενδόμυχη επιθυμία; Φυλακισμένη χρόνια σε τούτη τη σήραγγα. Πέτρινοι υγροί τοίχοι. Δεν αντέχεις την υγρασία. Οι πνεύμονές σου ματώνουν.
Δε σε θυμάμαι έτσι. Σήκωνες το ανάστημά σου και τώρα συρρικνώνεσαι. Τα πάντα μοιάζουν να μειώνονται. Η θέλησή σου, τα όνειρα σου, η λαχτάρα και η αισιοδοξία σου. Η ευτυχία κάπου βρίσκεται κρυμμένη κι εσύ την αναζητάς.
Τρέχε! Τρέχε, σου λέω!
Είναι σκοτεινά στα υπόγεια και φοβάσαι. Δεν ξέρεις τι ακόμα μπορεί να κρύβεται πίσω από τους υγρούς, πέτρινους τοίχους. Πόσες απογοητεύσεις και πόσες παγίδες; Κουράστηκαν τα πόδια σου να σε κουβαλάνε. Κουράστηκες κι εσύ να αναζητάς την γαλήνη, όμως πρέπει να αγωνιστείς. Αυτό έκανες πάντα και αυτό πρέπει να συνεχίσεις να κάνεις.
Τρέχε! Τρέχε, τρέχε πιο γρήγορα!
Πόσες φορές δεν έφθασες ως τούτη την πόρτα και όσες κι αν άπλωσες το χέρι σου, δίστασες να ακουμπήσεις το κλειδί. Τι σε φοβίζει και δε θέλεις να το στρίψεις, μπορείς να μου πεις; Μην ιδρώνεις, μην τρομάζεις! Πίσω από εκείνη την πόρτα μπορεί να κρύβεται κάτι καλό, ίσως και κάτι κακό. Πόσα περισσότερα κακά να έρθουν; Εσύ τα έχεις χάσει όλα. Τίποτα περισσότερο πια δε ρισκάρεις.
Σε έχω δει που έχεις ανακαλύψει εκείνη τη μικρή χαραμάδα στην πόρτα και προσπαθείς να κρυφοκοιτάξεις τι σου κρύβει από πίσω, αλλά τίποτα δε φαίνεται, σωστά; Όλα θολά και όλα άγνωστα. Πιστεύεις πως αντέχεις κι άλλη συρρίκνωση; Τι αποζητάς πια, την εξαΰλωση;! Δεν έχεις άλλο περιθώριο.
Αν πετούσες το μαύρο μαντήλι που σου σφραγίζει τα μάτια, θα έβλεπες καθαρά ότι όλα μοιάζουν με μικρές σταγόνες που παρατάσσονται σε διάφορους σχηματισμούς για να υπηρετήσουν τις επιθυμίες σου, μικροί στρατιώτες ορκισμένοι υπερασπιστές της φιλοδοξίας σου. Πού είναι το θάρρος και το σθένος σου; Τρέχε, μη γυρίζεις, μη με κοιτάς. Θα βρίσκομαι πάντα πίσω σου. Εσύ έχεις μάθει να μάχεσαι στην πρώτη γραμμή κι εγώ από πίσω να μαζεύω τις συμφορές.
Τρέχε! Η πόρτα σε περιμένει.
Μην την κοιτάς. Άνοιξέ την. Τι νομίζεις πώς βρίσκεται από πίσω; Οι δράκοι πέθαναν και στα παραμύθια κανείς δε ζει καλά πια. Χιονάτη μόνη σου σε ένα λαβύρινθο που σε καταβροχθίζει, πώς να πετάξεις τις κατάρες από πάνω σου;! Μόνη σου σε ένα δάσος που τα βράδια στοιχειώνει. Μην είσαι δειλή. Εκεί πίσω μπορεί να είναι το φρικτό σου μέλλον, μπορεί οι στρατιώτες σου να έχουν υπερασπιστεί τα υπάρχοντα σου και να περιμένουν να εμφανιστείς. Μην περιμένεις να είσαι η πρωταγωνίστρια, αν πεθάνεις πρώτη. Ο δημιουργός κρατά τον βασικό του ήρωα ζωντανό τουλάχιστον ως το τέλος της ιστορίας. Μην λυγίζεις. Στάσου όρθια. Πέτα τον πάσσαλο που σφραγίζει την πόρτα και γύρνα το κλειδί, για να ελευθερωθείς.
Δεν μπορώ να σου πω αν είναι χειρότερη η δειλία ή η παρόρμηση, όμως σε διαβεβαιώ, θα πρέπει να μάθεις τι υπάρχει πίσω από εκείνη την πόρτα. Έστω να ξεκλέψεις λίγο από τη χαραμάδα. Να δεις αν αυτό που σου επιφυλάσσει είναι αυτό που εύχεσαι ή αυτό που σε τρομάζει.
Το παρελθόν σε βασανίζει. Έχεις όμορφες αναμνήσεις. Ο χρόνος πέρασε και τώρα αναπολείς με νοσταλγία. Το σήμερα είναι στείρο. Δεν έχει ούτε τις μυρωδιές, ούτε τις γεύσεις του χθες. Το αύριο; Έχεις αναρωτηθεί ποτέ για το αύριο ή μήπως το μόνο που βλέπεις μέσα από τη χαραμάδα είναι χερουβίμ; Κι αυτά θα έρθουν – δεν μπορώ να σου λέω ψέματα. Μέχρι τότε, όμως… τι;
Μπήκα στον πειρασμό να κοιτάξω από τη χαραμάδα. Όσες φορές σε ρώτησα μού έλεγες ότι ήταν σκοτεινά. Βγάλε το μαντήλι από τα μάτια σου. Άνοιξε τά καλά, σκύψε και δες μέσα. Μήπως πίσω από τούτη την πόρτα, την όποια τόσο φοβάσαι να ανοίξεις, είναι όλα όσα αποζητούσες. Έχεις αναρωτηθεί πόση δύναμη κρύβεται στα χέρια σου; Λύσε τα σχοινιά από τους καρπούς σου.
Άνοιξέ τη!
Τα πάντα έχουν δυο όψεις. Μπορεί και να αποτύχεις. Τι πειράζει. Δεν είναι η πρώτη φορά… δεν είσαι η μόνη. Μπορεί και να θριαμβεύσεις. Δε θέλεις να γευτείς τη νίκη; Κουράστηκα να σε κανακεύω.
Βάλε τα χέρια σου στον πάσσαλο – δε θα καείς, μη σε φοβίζει! Σπρώξ’ τον να πέσει.  Μη λιγοψυχάς! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον, οφείλουμε όμως να προσπαθούμε για ό,τι μας ψηλώνει. Βάλε δύναμη στα χέρια σου και σπρώξε τον πάσσαλο.
Γύρνα το κλειδί.
Η μαριονέτα πρέπει να πάψει να ακολουθεί τις επιθυμίες των μαριονετοπαιχτών της. Ναι, ναι, σε βασανίζει η σκέψη πως ίσως τους πληγώσεις. Αναρωτιέμαι αν έκαναν την ίδια σκέψη και για σένα.
Γύρνα το κλειδί.
Είναι η ώρα να κάνεις ένα μεγάλο βήμα. Να περπατάς σταθερά στο μονοπάτι που εσύ θα διαλέξεις. Άνοιξε την πόρτα. Φόρεσε τα πελώρια σου φτερά και πέτα στον ουρανό που σου ταιριάζει.
Γύρνα το κλειδί.
Η Μοίρα δε θα είναι πάντα τόσο γενναιόδωρη. Πάψε να μεμψιμοιρείς και πέτα!
Γύρνα το κλειδί, άνοιξε την πόρτα και πέτα!



Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Πάρε Το Μηδέν

Είχαν απομείνει πέντε λεπτά μέχρι την ώρα που θα έκλειναν οι πόρτες για το κοινό. Ακούμπησε τη θήκη των εργαλείων στο πάτωμα. Πάνω σε ένα από τα σκαλιά της κεντρικής σκάλας τοποθέτησε το μικρό, φορητό ραδιόφωνο που είχε αγοράσει για να το έχει πάντα μαζί της στη δουλειά. Άνοιξε το βαλιτσάκι. Έβγαλε τα εργαλεία, φόρεσε τα γάντια, την ειδική μάσκα προσώπου και με προσοχή τον πλησίασε.
«Καλησπέρα, Ταξιδιώτη! Με θυμάσαι; Είμαι η συντηρήτρια, η Στέλλα. Όχι από Στυλιανή, από Στέλλα… σκέτο. Εσένα ο Mitoraj δε σου έδωσε ένα όνομα, σε άφησε έτσι… να είσαι μυστηριώδης, όπως και η περιπετειώδης, γεμάτη ταξίδια, ζωή σου. Μη νομίζεις, και όνομα να είχες, δε θα νοιαζόταν κανείς για αυτό. Είχα έρθει και προχθές εδώ με θυμάσαι; Ελπίζω να είσαι καλή παρέα, γιατί θα περάσουμε αρκετή ώρα μαζί.
Άλλες φορές προτιμώ να ακούω μουσική όσο δουλεύω , όμως εσένα κάπως σε συμπάθησα και σκέφτηκα να πούμε μια κουβέντα, αν δεν έχεις αντίρρηση. Εμένα, ξέρεις, μου άρεσε πολύ να συζητώ. Αποζητούσα την επικοινωνία, μια ανάγκη που συχνά ερμηνευόταν ως πολυλογία. Απολάμβανα την ανταλλαγή απόψεων, τον χαβαλέ και τις υπερ-αναλυτικές συζητήσεις σχετικά με θέματα που απασχολούσαν την παρέα.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό… Μαζευόμασταν όλοι οι φίλοι, αγοράζαμε αναψυκτικά και σουβλάκια και πηγαίναμε στον μώλο. Καθόμασταν σαν τους Ινδιάνους, οκλαδόν, γύρω από την πλαστική σακούλα, μέσα από την οποία αναδυόταν η ιερή μυρωδιά του τζατζικιού που σήμαινε την έναρξη συζητήσεων που θα διαρκούσαν ως το ξημέρωμα.
Πέρασαν πολλά καλοκαίρια από τότε. Η παρέα μεγάλωσε και οι υποχρεώσεις άλλαξαν. Τα σουβλάκια πλέον τα απολάμβανε ο καθένας στο σπίτι του με την οικογένεια του, μιλώντας για τα δικά τους θέματα. Κι αν με ρωτάς, άλλαξα κι εγώ. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο προτιμούσα τη σιωπή.
Άλλαξαν πολύ τα χρόνια, Ταξιδιώτη μου. Δε συμφωνείς; Ναι, έτσι είναι. Όλα διαδραματίζονται μέσα από μια οθόνη. Αν κάποιος θέλει να επικοινωνήσει με κάποιον προτιμά τα γραπτά μηνύματα και κάποιες φορές μπορεί να μην είναι καν μια πρόταση, αλλά μια φατσούλα με συναίσθημα. Ακόμα και όταν βγαίνουν για καφέ ο καθένας ασχολείται με το κινητό του και κανείς με τη συντροφιά του. Τα έχω βαρεθεί όλα αυτά. Δεν ξέρω αν έμαθες τα νέα εδώ κάτω που ζεις, αλλά πλέον οι φίλοι μετριούνται από τα “μου αρέσει” και τα “τέλειο”. Ναι, όπως τ’ ακούς. Και δε με πειράζει αυτό· ο καθένας για τις διαπροσωπικές του σχέσεις έχει τα δικά του κριτήρια. Εκείνο που δεν μπορώ να χωνέψω είναι που έχουμε ξεχάσει να κάνουμε διάλογο. Θα το φανταζόσουν ποτέ αυτό που συμβαίνει τώρα;
Αγνοούμε παντελώς τις βασικές αρχές του διαλόγου. Δεν περιμένουμε να ολοκληρώσει ο συνομιλητής μας τη φράση του και έχουμε έτοιμο τον αντίλογο. Ξέρεις κάτι, Ταξιδιώτη μου, νιώθω πως έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να ακουστούμε παρά να ακούσουμε κι εκεί χάνεται όλο το παιχνίδι. Εσύ κάνεις την καλύτερη δουλειά! Ούτε σε νοιάζει να μοιραστείς, ούτε να ακούσεις το οτιδήποτε. Σαν εσένα, θέλω να γίνω. Να μη με νοιάζει. Έχω σταματήσει να μοιράζομαι συναισθήματα και σκέψεις, γιατί κάθε φορά που τολμώ να τα εκφράσω, όλοι είναι ειδικοί. Όλοι ψυχολόγοι των άλλων και κανείς του εαυτού του. Κάποτε ήμασταν καλοί ακροατές. Μάλλον, μας είχε εκπαιδεύσει το ραδιόφωνο. Τώρα πια που τα πάντα είναι εικόνα, έχουμε ξεχάσει να χρησιμοποιούμε τα αφτιά μας. Ακούμε ό,τι θέλουμε, το μεταβολίζουμε όπως θέλουμε, με αποτέλεσμα να μεταφέρουμε μια άλλη πληροφορία από εκείνη που ακούσαμε. Δεκάδες… εκατοντάδες φορές μού έχει έρθει η επιθυμία να πω στο συνομιλητή μου να καλέσει το μηδέν, όπως κάναμε παλιά με τα τηλέφωνα. Αν κρίνω από την χρονολογία γέννησής σου, πρόλαβες κι εσύ αυτή τη συνήθεια. Θυμάσαι πότε το λέγαμε; Κάθε φορά που η γραμμή δεν ήταν καλή, ακούγονταν παράσιτα και δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο άλλος. Πιάνω τον εαυτό μου να μην καταλαβαίνει τι λένε οι άλλοι. Να, τις προάλλες κάτι έλεγα σε μια γνωστή, με διέκοπτε και μου απαντούσε για άλλο πράγμα από εκείνο που προσπαθούσα να της εξηγήσω. Τότε δε θα ‘πρεπε να της πω να πάρει το μηδέν μπας και συνεννοηθούμε;
Γι’ αυτό σου λέω, εσύ μια χαρά είσαι εδώ. Και καλά έκανες και δέθηκες. Να μην μπαίνεις στον πειρασμό να μετακινείσαι.
Νιώθω μοναξιά. Όχι επειδή είμαι μόνη μου, επειδή αδυνατώ να επικοινωνήσω. Μιλάω δυνατά, σχεδόν φωναχτά, γιατί θέλω να είμαι βέβαιη ότι η φωνή μου φθάνει ως τον δικό τους λαβύρινθο, όμως από τις απαντήσεις που λαμβάνω, κατανοώ ότι κάπου χάθηκε μέσα εκεί και η Αριάδνη δεν ενδιαφέρεται να τη βοηθήσει δίνοντας της το μίτο. Βλέπεις, είναι μια φωνή βραχνή, ξεχειλισμένη από νικοτίνη, δεν είναι ο Θησέας για να γοητευθεί. Καμία επικοινωνία.
Δε με ενδιαφέρει πια να τηλεφωνήσω σε κάποιον, ούτε να επισκέπτομαι γνωστούς για να λέμε τα νέα μας. Ξέρεις τι έχω εγώ ανάγκη; Να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν και όλη την καλή διάθεση να ακούσουν. Να μην είναι επικριτικοί και να μην θεωρούν τις γνώμες των άλλων μπουρδολογίες. Κι αν ο τάδε ή ο δείνα κάνει λάθος, δεν πειράζει – είμαι σίγουρη ότι με έναν ευγενικό, καλοπροαίρετο τρόπο, θα μπορούν να τους διδάξουν κάτι ή να τους εξηγήσουν πού σφάλουν. Δεν υπάρχει πια αυτό. Όλη η ζωή μια αέναη απαξίωση. Άσε και το άλλο! Αν βρεθώ με τις φίλες μου, πλήττω απίστευτα πολύ. Μιλάνε διαρκώς για τα παιδιά τους, τις δουλειές του σπιτιού, τις τιμές στο σούπερ – μάρκετ… στα ύψη το γκότζι μπέρι! Εγώ τα παιδιά μου τα μεγάλωσα. Είναι πλέον στην εφηβεία. Σε δυο – τρία χρόνια θα ανοίξουν τα φτερά τους. Το σπίτι πάντα ζητάει. Είμαι η δούλα των τεσσάρων τοίχων. Ούτε ένα ρεπό δε δικαιούμαι. Ο άντρας μου έχει κι εκείνος τη δουλειά του και στο σπίτι συζητάμε για οικογενειακά θέματα. Αν προκύψει να βγούμε, να πάμε σε έναν κινηματογράφο, ένα θέατρο, θα πούμε και δυο λόγια παραπάνω για το έργο και τις εντυπώσεις που μας άφησε.
Παρόλ’ αυτά, εγώ, φίλε μου Ταξιδιώτη, νιώθω μοναξιά. Εκείνη τη μοναξιά που θέλει να μιλήσεις για άλλα θέματα μεγαλύτερα και σημαντικότερα από τους μικρόκοσμούς μας. Θέλω να συζητώ για τη φύση, τα ζώα, τις τέχνες, για ένα ενσταντανέ της καθημερινότητας που μου έφτιαξε τη διάθεση. Να φιλοσοφήσουμε ξεκινώντας από τη σημασία ενός ρητού κάποιου φιλοσόφου και να συνεχίσουμε με την ανάλυση του γύρω από το δικό μας περιβάλλον. Κανείς δεν είναι διαθέσιμος. Έχω απομακρυνθεί… ακόμα και από τα ίδια μου τα παιδιά. Δε συζητάμε, όπως παλιά. Πλέον από το στόμα τους δε βγαίνει τίποτε άλλο εκτός από ένα “Hi!”, ένα “lol!” και "O.M.G.”. Αυτό το τελευταίο, ξέρει πόσες φορές έχω βρεθεί σε τέτοια απόγνωση, που να θέλω να το ουρλιάξω με τούτη την ξεκουρδισμένη φωνή μου; Άπειρες! Δε ζητάω πολλά. Έναν υγιή διάλογο, λίγη ανθρώπινη επαφή. Να συζητάμε ως ομάδα και όχι να αγορεύει ο καθένας στο ποίμνιο του. Με καταλαβαίνεις; Εσύ μπορείς να με νιώσεις; Δεν έχει μάτια, δεν έχεις αφτιά, δεν έχεις καν καρδιά… πώς να με νιώσεις!
Εσύ που ταξιδεύεις, τι μαθαίνεις; Έτσι είναι ο κόσμος παντού ή μόνο εδώ ξεχάσαμε να ξεκλειδώσουμε τις ψυχές μας; Δεν απαντάς. Δεν πειράζει. Κι εγώ τη σιωπή επιλέγω όταν δεν στέκομαι απέναντί σου. Ένα ποτήρι κρασί, ένα τσιγάρο και κάθομαι στο γραφείο μου. Να μην βλέπω, να μην ακούω κανέναν, παρά μόνο τα τραγούδια που παίζουν στο πικ – απ.»
Η Στέλλα μάζεψε τα εργαλεία της, τα έβαλε ξανά μέσα στη θήκη τους, κατέβασε τη μάσκα της. Καθώς έβγαζε τα γάντια και τα τοποθετούσε στην πίσω τσέπη του παντελονιού της φόρμας εργασίας, στάθηκε απέναντι από τον Ταξιδιώτη και τον περιεργαζόταν με το βλέμμα:
«Δεν έχει παράπονο. Σε γυάλισα, σε έκανα κουκλάκι! Αυτά γι’ απόψε, φίλε μου. Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Πρέπει να πάω στον πάνω όροφο. Εις το επανιδείν!»


["Ο ταξιδιώτης" έργο του Igor Mitoraj 1977 - 1978, μπρούντζος με καφέ πατίνα. 
Εκτίθεσαι στο Μουσείο του Ιδρύματος Ελίζας και Βασίλη Γουλανδρή στο Παγκράτι"]


Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Το Πικρό Μέλι

             Η ζωή είναι γεμάτη γεύσεις, μυρωδιές και μελωδίες. Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, οι αισθήσεις λειτουργούν ως υπηρέτες της μνήμης. Οσφραίνεσαι, γεύεσαι ή ακούς μια μελωδία και αμέσως, τα gnomes τρέχουν στο βάθος της σήραγγας. Σκάβουν στα τοιχώματα για να βρουν την ανάμνηση που είχες κρύψει, έπειτα την τοποθετούν προσεκτικά μέσα στο πελώριο – για το μέγεθός τους – βαγόνι και το σέρνουν πάνω στις ράγες προσεκτικά για να τη φέρουν ως το κέντρο πληροφοριών και να προβάλουν τη μικρού μήκους ταινία, στην οποία κάποτε πρωταγωνίστησες. Αυτή η δυσκολία των gnomes να σύρουν το βαγόνι, αλληλεπιδρά σε σένα τον ίδιο. Το νιώθεις όταν, καμιά φορά, τα κύτταρά σου ζορίζονται να εντοπίσουν τι τους θυμίζει ένα άρωμα, ένα φαγητό ή ένα τραγούδι. Και άλλοτε, όταν το gnome σύρει με ευκολία το βαγόνι μέσα στο σκοτεινό τούνελ του μυαλού σου, αυτομάτως οι εικόνες από τη γεύση της πασπαλισμένης κανέλας στο μοσχαράκι, το άρωμα του γιασεμιού, ένα τζιν μπουφάν με δεκάδες σκισίματα από το πέρασμα του χρόνου, έναν ουρανό πλημμυρισμένο με αστέρια, ένα τραγούδι..., βλέπεις τα πάντα· τα συναισθήματα, τα βλέμματα, τα χρώματα, τα λόγια, την ατμόσφαιρα.
            Ξυπνάς ένα πρωί και διαπιστώνεις ότι το gnome πήρε την πρωτοβουλία να σου θυμίσει μια σημαντική μέρα, χωρίς να του το ζητήσεις. Αποφάσισε μόνο του να πάρει το φανάρι του και να περπατήσει αρκετά χιλιόμετρα μέσα στο σκοτεινό τούνελ, να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι εσύ χουζουρεύεις και να σκαλίσει ακόμα ένα μέρος του τοιχώματος. Ανοίγεις τα μάτια σου και στο μυαλό σου, παίζει το Moondance του Van Morrison. Παλαιότερα θα χαιρόσουν, όμως τούτο το πρωί ένιωσες μια πικρία. Σκέφτηκες πως ίσως να σε βοηθούσε μια κούπα καφέ. Πλύθηκες, άνοιξες το ραδιόφωνο για να ξεγελαστείς, αλλά στο κεφάλι σου ακόμα τραγουδούσε ο Βαν. Άναψες το γκαζάκι. Το μπρίκι γεμάτο νερό. Έριξες και δυο κουταλιές καφέ. Τον ανακάτευες και κάπως μέσα στη δίνη της καφεΐνης έβλεπες όλες τις όμορφες στιγμές που συνδέθηκαν για πάντα με εκείνον τον χορό του φεγγαριού.
            Είχες μάθει τούτο το τραγούδι από το φίλο σου τον κιθαρίστα, ένα βράδυ στο δρόμο… Πόσο λάτρευες εκείνη την παρέα! Σαν τα φαντάσματα, κάθε βράδυ στο ίδιο σημείο συνάντησης, χωρίς να έχετε συνεννοηθεί, και μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα μάθαινες τραγούδια και πώς να απλώνεις τα όνειρα πέρα από τα συρματοπλέγματα. Και ύστερα, ήρθε ο χειμώνας. Πετάξατε ο καθένας για τον προορισμό του, όπως τα αποδημητικά πουλιά που γυρεύουν θερμότερα κλίματα. Δεν το είχατε κανονίσει, αλλά μέσα σου ήλπιζες πως το επόμενο καλοκαίρι θα ήσασταν στο ίδιο σημείο να τραγουδάτε, να χορεύετε, να ζωγραφίζετε καρικατούρες με κάρβουνο πάνω στην ακουαρέλα, κάτω από το φως του φεγγαριού.
            Η συνήθεια σου να κοιμάσαι με το ραδιόφωνο ανοιχτό ήταν η αιτία να ξυπνάς τα βράδια, μόλις άκουγες τις πρώτες νότες του Moondance – ποιος ξέρει ποιο gnome ξενυχτούσε και σκάλιζε στη σήραγγα. Τούτο το τραγούδι ήταν καρμικό. Στάθηκε η αφορμή για ακόμα μια σπουδαία γνωριμία. Ένας άνθρωπος που εμφανίστηκε από το πουθενά για να σου ανοίξει τους ορίζοντες. Βγήκες από τα πηγάδια που σε έπνιγαν και άρχισες να περπατάς σε νέα, φωτεινά μονοπάτια.
            Ο καφές έβραζε. Όλες εκείνες οι φιλίες σκεπάστηκαν από το καϊμάκι και βρέθηκαν στο βυθό του μπρικιού τα ίδια δευτερόλεπτα που ο Βαν σου τραγουδούσε:
«And all the leaves on the trees are falling» *
            Ξέρω. Σου λείπουν οι φίλοι σου που μαζί τους ένιωθες πνεύμα ελεύθερο, ένα μικρό φτερό που ο άνεμος το ταξίδευε και όσο απομακρυνόσουν οι κόρες των ματιών σου άνοιγαν διάπλατα για να χορτάσουν τον κόσμο.
            Οι μέρες περνούν. Καμία έκπληξη. Όλες ίδιες και το πεπρωμένο φοβάται να μιμηθεί τον κινηματογράφο. Σχεδόν ποτέ δεν συναντάς τα πρόσωπα που σου λείπουν πολύ, ούτε καν τυχαία. Το μόνο που σου έχει απομείνει είναι να νιώθεις ευγνώμων, επειδή κάποτε πέρασαν από τη ζωή σου.

 (*και όλα τα φύλλα στα δέντρα πέφτουν)

[Πηγή φωτογραφίας: https://theamazingdigitalart.tumblr.com/post/179721730755/gnome-by-svetoslav-petrov]




Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Στο Παγκάκι

Η ώρα έχει πάει 03:30. Ξημερώνει Δευτέρα. Η Κυριακή ανήκει στο παρελθόν.
Δε θυμάμαι αν σου το έχω πει ποτέ, αλλά παιδιόθεν είχα μια απέχθεια για τις Κυριακές, τις αργίες και όλα εκείνα τα απογεύματα αδράνειας που τα μαγαζιά είναι κλειστά και οι άνθρωποι κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους ή μαζεύονται στις καφετέριες τα πρωινά, το μεσημέρι γευματίζουν με συγγενείς και φίλους και από το απόγευμα και μετά παραμένουν στο σπίτι προσπαθώντας να συνέλθουν από τους μεζέδες και τα οινοπνευματώδη που κατανάλωσαν νωρίτερα.
Ξέρεις, ο παρατεταμένος ελεύθερος χρόνος δεν είναι κακός, τόσο επειδή κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς ως τεμπέλης, όσο επειδή ενεργοποιείται η μνήμη και κινδυνεύεις από τις ίδιες σου τις σκέψεις.
Η αδράνεια της Κυριακής είναι σαν τα παγκάκια. Μεγάλη κατάρα τα παγκάκια! Κάθεσαι και ατενίζεις και το μόνο που βλέπεις είναι οι στεναχώριες σου, τα αδιέξοδα σου, οι προβληματισμοί σου, τα λάθη σου. Κανείς ποτέ δεν κάθισε σε ένα παγκάκι για να σκεφτεί τις χαρές του. Ακόμα κι αν συνέβη, ο νους δεν έμεινε σε εκείνη την ευτυχισμένη στιγμή, ούτε ένιωσε χαρά καθώς την έβγαζε από το κουτί των αναμνήσεων. Σχηματίζεται ένα μειδίαμα και αμέσως, ένα σφίξιμο στην καρδιά, καθώς ήλπιζε κάτι να είχε συμβεί αλλιώς για να είχε διαρκέσει λίγο παραπάνω εκείνη η ευτυχισμένη περίοδος.
Ένα ξύλινο παγκάκι με φανερά τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Το χρώμα του ξεθωριασμένο, το ξύλο του ταλαιπωρημένο, σε μερικά σημεία σπασμένο και σε άλλα σαπισμένο από τον καιρό. Δεν έχει θέα σε κάποιο υπέροχο θαλάσσιο τοπίο ή στο ηλιοβασίλεμα, ούτε σε κήπους πλημμυρισμένους με λουλούδια. Ένα παγκάκι κουρασμένο από το χρόνο, ανάμεσα στα ξερά φύλλα του φθινοπώρου, τα οποία πέφτουν από ένα πλατάνι που γέρνει ελαφρώς από το βάρος της φυλλωσιάς του. Μένει εκεί για χρόνια περιμένοντας τον επισκέπτη που θα καθίσει μόνος του για να παρατηρεί τα φύλλα που πέφτουν στο χώμα, όπως εκείνες οι στιγμές που έπεσαν και χάθηκαν στο χρόνο.
Μια Κυριακή γεμάτη θυμό. Εκείνον τον θυμό που προκαλεί η συνειδητοποίηση των όσων δεν έπραξε κυρίως από δειλία. Δεν μπόρεσε να διεκδικήσει όσα ονειρευόταν, γιατί έπρεπε να ακούσει τους άλλους που παρίσταναν ότι ήξεραν καλύτερα και τελικά, αποδεικνυόταν ότι επέβαλαν μόνο τις δικές τους επιθυμίες και για τις δικές του δεν τους καιγόταν καρφί. Να εξυγιάνει τα τοξικά συναισθήματα που επιβάρυναν την ψυχή του, να φύγει αποφασισμένος ότι θα διατηρήσει τις αποστάσεις ασφαλείας από όλους όσοι του κουνούσαν το δάχτυλο και του φύτευαν την αμφιβολία και τον φόβο.
Το παλιό παγκάκι περιμένει εκείνον που θα καθίσει λίγη ώρα εκεί για να ψαχουλέψει το κουτί των αναμνήσεων, να τις ανακατέψει σε μια προσπάθεια να βρει την ευτυχία και τότε μικρές νεφέλες αστερόσκονης να ξεπηδήσουν και να θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές γέλιου, χρωμάτων, αισιοδοξίας, θετικότητας, γλυκιάς επίγευσης. Να θυμηθεί όλα τα σπουδαία του χαρίσματα και να βελτιώσει τα τρωτά του σημεία.
Το παλιό, ξύλινο, ταλαιπωρημένο – από το χρόνο και τον άνεμο – παγκάκι τις Κυριακές περιμένει εκείνον τον άνθρωπο που θα καθίσει για να παρατηρεί τα φύλλα του φθινοπώρου να πέφτουν στο έδαφος, όπως οι εικόνες του παρελθόντος που χάνονται στη λήθη, όμως αφήνουν τα ίχνη τους. Και έπειτα, όταν μαζέψει τις δυνάμεις του και πάρει το δρόμο της επιστροφής, να αφήσει πίσω του τις λιμνάζουσες Κυριακές και να αποκτήσει ένα ολοκαίνουργο κουτί, το οποίο, όταν θα το ανοίγει, να είναι γεμάτο αστερόσκονη, φως και χαρά και να αναγκάζεται να ψαχουλέψει, να ανακατέψει πολύ, για να βρει τους μαύρους, ασήκωτους βράχους.
Εξάλλου, τα παγκάκια δεν τοποθετήθηκαν για να ξαποσταίνουμε, να παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και να συνεχίζουμε με περισσότερη δύναμη και τόλμη;



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Το Ναυάγιο Της Ζωής

Πρώτη μέρα στη δουλειά. Ο Θοδωρής διορίστηκε φύλακας στον αρχαιολογικό χώρο. Δεν ήταν η δουλειά των ονείρων του – εξάλλου, πόσοι κάνουν τη δουλειά των ονείρων τους; Εκείνος ήταν γεννημένος ποδοσφαιριστής. Το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής του το πέρασε στα γήπεδα. Οι τοπικές ομάδες τον είχαν δοξάσει και όχι αδίκως. Είχε ιδρώσει τη φανέλα. Δούλευε πολύ σκληρά για το στόχο, που δεν ήταν άλλος από το να υπογράψει συμβόλαιο με μια μεγάλη ομάδα, ιδανικότερα με την ομάδα, της οποίας ήταν φίλαθλος. Ένα όνειρο άπιαστο πλέον. Είχε πατήσει τα τριάντα και κρέμασε τα παπούτσια του ως αρχηγός της τοπικής ομάδας, στην οποία αγωνιζόταν. Συνέχισε να πηγαίνει στο γήπεδο και να παίζει από μεράκι, όμως το όνειρό του είχε θαφτεί πλέον κάτω από εκείνο το γκαζόν που είχε χιλιοπατήσει τρέχοντας να προφυλάξει τη μπάλα από τους αντιπάλους και να τη στείλει στα δίχτυα. Σε εκείνο το γκαζόν που είχε δοξαστεί, αλλά και εκεί που δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε τραυματιστεί – άλλοτε σοβαρά και άλλοτε ελαφρά.
Μπήκε στο μικρό πέτρινο σπίτι, όπου κάποτε βρίσκονταν οι αποθήκες και τους τελευταίους μήνες είχε μετατραπεί σε παράρτημα του μουσείου με ενάλιες αρχαιότητες. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τα εκθέματα και τις προθήκες. Ούτε καν ένας πάγκος για να ακουμπήσει τα πράγματά του, ούτε καν μια καρέκλα. Ακούμπησε για λίγο το ποτήρι με τον κρύο του καφέ πάνω σε μια από της προθήκες για να βγάλει το μπουφάν. Τα νερά από το ποτήρι είχαν κυλήσει πάνω στο τζάμι. Πήρε από το ντουλαπάκι απορροφητικό χαρτί και καθαριστικό. Καθώς το καθάριζε, παρατηρούσε τα ευρήματα από το ναυάγιο. Από χρηστικά αντικείμενα, όπως ένα οστέινο χτενάκι, κομμάτια από γυάλινα μπουκάλια, βόλια, πυξίδες, μέχρι αμφορείς, χρυσά νομίσματα… ακόμα κι ένα μικρό πιθάρι γεμάτο φουντούκια είχαν βρει.
Τοποθέτησε ξανά στο ντουλάπι το καθαριστικό και στάθηκε για λίγο στην είσοδο του μουσείου. Αν και δεν άντεχε το κρύο, προτίμησε να σταθεί εκεί κοιτώντας το ψιλόβροχο που έπεφτε πάνω στο κοκκινόχωμα. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός και με χαμηλό φωτισμό που ένιωθε πως θα οδηγούνταν στην παράνοια, αν παρέμενε μέσα οκτώ ώρες κάθε μέρα.
Από μακριά είδε τον Γιώργη. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που διορίστηκε εργάτης στον αρχαιολογικό χώρο. Ο Γιώργης παράτησε το σχολείο στο Λύκειο. Πήγε στρατό στις Φέρρες και όταν επέστρεψε ο πατέρας του τού είχε στρωμένη δουλειά στο τσαγκάρικο. Ο Γιώργης με το ζόρι μάθαινε την τέχνη του τσαγκάρη. Τα χέρια του δεν έπιαναν, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Κάποια Χριστούγεννα πήγε στην Αθήνα με τους φίλους τους και ένα βράδυ, γλέντησαν σε ένα σκυλάδικο από εκείνα τα κρυμμένα στους τοίχους από ελενίτ, σε κάποιο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού. Η πληθωρική Ναταλία – η λίγο τραγουδίστρια, λίγο κονσομασιόν – τον έκανε να την ερωτευθεί. Ο Γιώργης κάθε Σαββατοκύριακο πηγαινοερχόταν για να τη βλέπει και να τη στολίζει με δώρα.
Από μικρός ήταν γενναιόδωρος. Στο σχολείο μοιραζόταν το κολατσιό του, με όποιο συμμαθητή του δεν είχε ή πεινούσε κι άλλο. Στο στρατό, αν εκείνος είχε χαρτζιλίκι, κερνούσε την παρέα του. Αργότερα, στο τσαγκάρικο, μάζευε παλιά παπούτσια και, με τη βοήθεια του πατέρα του, τα επισκεύαζε για να τα δωρίσει σε όσους είχαν ανάγκη.
Μαζί της ένιωθε τόσο μοναδικός που μέχρι και πρόταση γάμου της έκανε, όμως η Ναταλία κράτησε το δαχτυλίδι και απέρριψε την πρόταση. Μεγάλος ο έρωτας του για εκείνη και δύσπεπτος. Ξεκίνησε το ποτό. Όσο ζούσε ο πατέρας του, η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη. Μετά το θάνατό του, ο Γιώργης βούλιαξε. Η μάνα του καταριόταν τη Ναταλία από το πρωί ως το βράδυ. Μάγισσα την ανέβαζε, πορνίδιο την κατέβαζε για το κακό που έκανε στο γυιό της. Ακόμα και προξενιά του έφερνε, για να ξεκολλήσει το μυαλό του από εκείνη, αλλά η Ναταλία έλαμπε δια της απουσίας της.
Ένας γείτονας του τού έδωσε το πρώτο τσιγαριλίκι για να ξεπεράσει τον καημό του – ήταν φάρμακο, του είπε. Και από τσιγαριλίκι σε τσιγαριλίκι, ο Γιώργης εθίστηκε και αναζητούσε όλο και ισχυρότερα «φάρμακα», μέχρι που τον έφερναν σηκωτό στη μάνα του. Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Από τα χρήματα στο ταμείο, μέχρι τα εργαλεία του τσαγκάρικου είχαν γίνει όλα πρέζα. Έφθασε μέχρι και να χτυπάει τη μάνα του όταν δεν του έδινε λεφτά για τη δόση του ή άλλοτε, να ρημάζει τις εκκλησίες. Η σύλληψη του δεν άργησε να έρθει και τότε όλοι μιλούσαν για το ναυάγιο της ζωής.
Αν συναντούσαν τη μάνα του, προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο και όταν εκείνη συνέχιζε το δρόμο της, πίσω από την πλάτη της ξεκινούσαν οι ψίθυροι, τα κουτσομπολιά και η λύπηση.
Ο Γιώργης, το ναυάγιο της ζωής, χωρίς δουλειά, χωρίς σύντροφο, χωρίς λεφτά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, μέσα από τη φυλακή εντάχθηκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Όταν βγήκε, ήταν καθαρός και έτοιμος να αρχίσει από το μηδέν. Μόνο που τα πράγματα ήταν πια αλλιώς. Η εμπιστοσύνη των συγχωριανών του είχε χαθεί και οι πόρτες ήταν κλειστές. Η μόνη ελπίδα ήταν το δημόσιο, αλλά ακόμα κι εκεί με δυσκολία θα έμπαινε. Τα μόρια που είχε δεν έφθαναν και η μάνα του έπρεπε να εκλιπαρεί για ένα ρουσφέτι. Η σύνταξή της έφθανε για να συντηρηθούν οι δυο τους, όμως ο στόχος ήταν να τον εξασφαλίσει. Πόσο θα ζούσε ακόμα;! Πώς θα έφτιαχνε τη ζωή του;
Και έπειτα, ήρθε ο διορισμός. Ο Γιώργης ήταν εργατικός, συνεπής, χαμογελαστός και απείχε από κουτσομπολιά και ίντριγκες. Ήταν φιλικός με τους συναδέλφους του και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Πίσω από την πόρτα κρυβόντουσαν πολλοί θησαυροί από ναυάγια. Καθένα από αυτά έκρυβε μια ιστορία και ο Θοδωρής στεκόταν εκεί για να τα φυλάσσει.
Μολονότι και ο ίδιος ναυάγιο της ζωής τον αποκαλούσε στις παρέες, εκείνη την πρώτη μέρα στη δουλειά, συνειδητοποίησε ότι ο Γιώργης μπορεί να ήταν ναυάγιο, μπορεί να έφθασε στον πάτο, όμως βρήκε τον τρόπο να αφήσει το κουφάρι του πλοίου εκεί και να αναδυθεί στην επιφάνεια, φανερώνοντας τους μικρούς, καλά κρυμμένους θησαυρούς του.