Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Ο Διακόπτης [III]

Έφθασε στον προορισμό του. Πλήρωσε τον ταξιτζή, πήρε τη βαλίτσα του και στάθηκε έξω από την ξύλινη πόρτα της μονοκατοικίας. Όλα τα φώτα αναμμένα και ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν από το εσωτερικό ήταν το σύρσιμο των επίπλων. Χτύπησε το κουδούνι.
Μια μικροκαμωμένη κοπέλα, ντυμένη με αθλητικές φόρμες, του άνοιξε:
«Ναι;»
Ο Αιμίλιος παρέμεινε σιωπηλός.
«Θέλετε κάτι;»
«Ήρθα για την κηδεία.»
«Είναι αύριο. Δε θα ξενυχτήσουμε εδώ. Καληνύχτα.», η μικροκαμωμένη γυναίκα τού έκλεισε την πόρτα.
Ο Αιμίλιος ένιωσε ανακούφιση. Δεν ήταν έτοιμος να μπει σε εκείνο το σπίτι ξανά. Για την ακρίβεια, ανυπομονούσε να ενηλικιωθεί για να φύγει μια για πάντα και η αρχή έγινε όταν στις εισαγωγικές κατάφερε να περάσει στη Θεσσαλονίκη.
            Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και η πόρτα άνοιξε ξανά. Αυτή τη φορά χωρίς να το επιδιώξει. Η μικροκαμωμένη γυναίκα κοίταξε προσεκτικά στον κήπο έχοντας μισάνοιχτη την πόρτα:
«Εδώ είναι, κυρά – Άννα. Να του φωνάξω;», ρώτησε στρέφοντας το κεφάλι της προς το εσωτερικό του σπιτιού.
«Κύριε! Κύριε!», του φώναξε.
Ο Αιμίλιος πλησίασε προς τη μικροκαμωμένη γυναίκα και την καλησπέρισε. Μέσα από το χολ ακούγονταν βήματα συνοδευόμενα από τον ήχο ενός μπαστουνιού. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά του. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Τα μάτια της βούρκωσαν και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Έκανε ένα βήμα μπροστά και άνοιξε τα χέρια της:
«Έλα να σε αγκαλιάσω, αγόρι μου.»
Ο Αιμίλιος την έσφιξε στην αγκαλιά του:
«Παιδάκι μου, μαύρη πέτρα έριξες πίσω σου.»
«Δεν είναι έτσι.»
«Έλα, μέσα.»
Ο Αιμίλιος ακούμπησε την αποσκευή του στο χολ.
«Έχεις φάει; Να σου φτιάξω κάτι;»
«Αχ, βρε Αννούλα μου, δε θα σταματήσεις ποτέ να με φροντίζεις;»
Η Άννα κρατούσε την παλάμη του με τα δυο της χέρια και γεμάτη συγκίνηση τον περιεργαζόταν με το βλέμμα:
«Τι κάνεις τέτοια ώρα;»
«Ήρθαμε με τη Γεωργία να συμμαζέψουμε λίγο για αύριο. Θα παρελάσουν όλες οι… υψηλές γνωριμίες του πατέρα σου. Μη μας πουν και ακαμάτρες!»
Ο Αιμίλιος χαμογέλασε.
«Πώς ήταν το ταξίδι σου; Σε περίμενα νωρίτερα. Πού ήσουν; Ανησύχησα. Μόλις μου είπε η Γεωργία ότι ένας κύριος με βαλίτσα χτύπησε κατά λάθος το κουδούνι, κατάλαβα ότι ήσουν εσύ κι ήθελα να πετάξω τη μαγκούρα και να τρέξω να σε προλάβω. Θα το έκανα, αλλά δε με βαστούν τα πόδια μου.»
«Δεν φταίει εκείνη· εγώ δεν της εξήγησα.»
«Να σου στρώσω επάνω να κοιμηθείς. Έχουμε αερίσει το σπίτι, στρώσαμε και καθαρά σεντόνια.»
«Δε θα μείνω εδώ.»
«Τι λες, παιδάκι μου, πού θα πας βραδιάτικα;»
«Όλο και κάποιο ξενοδοχείο θα είναι ανοιχτό.»
«Έχεις τέτοια σπιταρόνα και θα τρέχεις στα ξενοδοχεία;»
«Δεν το ένιωσα ποτέ σπίτι μου κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα.»
Η Άννα έβγαλε από την τσέπη της τα κλειδιά:
«Αυτό το νιώθεις σπίτι σου;»
Ο Αιμίλιος της χαμογέλασε. Εκείνη έκρυψε τα κλειδιά στην παλάμη του:
«Άντε να κάνεις ένα μπανάκι, έχει ζεστό νερό από τον ηλιακό, και να ξεκουραστείς. Θα κλείσουμε εδώ και θα ‘ρθω κι εγώ σε λίγο.»
            Η Άννα είχε ένα δωμάτιο στο σπίτι της που το είχε φτιάξει για τον Αιμίλιο τότε που ήταν μικρός. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα είχε περάσει στο σπίτι της Άννας, παρά στο πατρικό του. Ήταν σχεδόν αδύνατον για ένα ανήλικο να κοιμηθεί στο σπίτι του πατέρα του που μέρα παρά μέρα είχε πάρτι ή δείπνο σε κάποια από τις ερωμένες του.
            Τα σκεπάσματα στο κρεβάτι του ήταν φρεσκοπλυμένα και καινούργιες πιτζάμες διπλωμένες πάνω στο μαξιλάρι. Τον είχε γεννήσει κι ας μη βγήκε από την κοιλιά της. Ήξερε ότι προτιμούσε να κοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο στον κήπο παρά μέσα σε εκείνο το σπίτι που πέρασε τη ζωή του ως φιλοξενούμενος.
           Ο Αιμίλιος έβγαλε τα παπούτσια, φόρεσε τις παντόφλες του και πήγε στην κουζίνα. Δεν πεινούσε, αλλά είχε εκείνη τη συνήθεια να ανοίγει την πόρτα του ψυγείου και να κοιτάζει στο εσωτερικό του λες και θα άκουγε κάποιο χρησμό να βγαίνει μέσα από τα τυριά και τα λαχανικά.
           Η Άννα έκλεισε πίσω της την πόρτα, κρέμασε το σάλι της στην κρεμάστρα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα:
«Να σου φτιάξω κάτι γρήγορο να φας;»
«Όχι, έτσι το άνοιξα, από συνήθεια. Να! Θα πιούμε μια μπυρίτσα;»
«Και δεν πίνουμε;!»
Η ηλικιωμένη γυναίκα έβγαλε από το ντουλάπι δυο ποτήρια, τα ακούμπησε στο τραπέζι. Κάθισε την καρέκλα και στηριζόμενη στη μαγκούρα της, άπλωσε το κουρασμένο της πόδι. Ο Αιμίλιος άνοιξε την μπύρα και τη μοίρασε στα ποτήρια. Κάθισε στη διπλανή καρέκλα και τσούγκρισε το ποτήρι του με το δικό της:
«Λοιπόν, πώς είσαι;», τον ρώτησε.
«Όπως τα ξέρεις.»
«Πώς τα ξέρω;», επέμεινε η Άννα.
«Τι ώρα είναι η κηδεία;»
Η Άννα έσπρωξε το ποτήρι της λίγο πιο μέσα στο τραπέζι.
«Θα γίνει το μεσημέρι, στις τρεις. Άκου, γυιέ μου, σχετικά με αυτό, θέλω να είσαι δυνατός.»
«Τι περιμένεις να κάνω; Να χτυπιέμαι πάνω από τον τάφο του;»
«Δεν εννοώ αυτό. Υπάρχει λόγος που η κηδεία θα γίνει μεσημέρι. Θέλω να μου υποσχεθείς πως ό,τι κι αν ακούσεις, εσύ θα είσαι ψύχραιμος.»
«Θέλεις να μου εξηγήσεις;»
«Τίποτα. Αυτό μόνο. Έλα, πες μου τώρα τα νέα σου.», του είπε χτυπώντας τον φιλικά στο γόνατο.
Ο Αιμίλιος έμεινε για λίγο σιωπηλός.

 (…συνέχεια…)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου