Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Η Καρυδιά

Γέρασες κι εσύ… Πόσες στιγμές καθρεφτίζονται στα φύλλα σου;!

Εσύ· παιχνίδι και φίλη. Σκαρφαλώναμε στα κλαδιά σου και μας αγκάλιαζες. Μας άφηνες να σε ταλαιπωρούμε, μας συγχωρούσες την αγαρμποσύνη και συμμετείχες με τον τρόπο σου στις ζαβολιές μας.
Σε μετατρέπαμε σε σπίτι, γραφείο, μαγειρείο, περίπτερο, μπαλκόνι με θέα... Καμιά φορά τσακωνόμαστε για την ιδιοκτησία, όμως στο τέλος συμφωνούσαμε ότι όλοι μας θέλουμε να παίζουμε με τα κλαδιά σου και καθόμασταν στις ρίζες σου. Κυνηγούσαμε τζιτζίκια και εσύ συνωμοτούσες μαζί μας κάνοντας ησυχία για να μην τα τρομάξουμε και σταματήσουν το τραγούδι.
Θυμάμαι και εκείνες τις στιγμές που θυμώναμε, κλαίγαμε και πάλι κάτω από τα κλαδιά σου καθόμασταν αποζητώντας την παρηγοριά.
Η γιαγιά περίμενε να της προσφέρεις γενναιόδωρα τους καρπούς σου και το σπίτι γέμιζε με τα κομμάτια και τα αρώματα σου. Στα γλυκά, στην οικογενειακή μυστική συνταγή για το μοσχαράκι ή λίγα καρύδια στη χούφτα για να μασουλάμε μέχρι να γίνει το φαγητό.
Παντού εσύ. Και τώρα γέρασες. Περνάμε από μπροστά σου και ούτε ένα νεύμα. Κι εσύ μας κοιτάζεις. Ίσως να μας καμαρώνεις που μεγαλώσαμε και ίσως να πικραίνεσαι που δεν είσαι πια το παιχνίδι μας. Ίσως να ευχόσουν κάθε φορά που ερχόμασταν στον κήπο να τρέχαμε στην αγκαλιά σου. Ίσως πάλι να κουράστηκες και να αποζητάς την ηρεμία.
Στα φύλλα σου καθρεφτίζονται όλα τα γέλια, τα δάκρυα, οι χαρούμενες φωνές, τα παιχνιδίσματα. Στα κλαδιά σου όλη η παιδική μας ηλικία.

Αγαπημένη μας Καρυδιά. Η ρίζα και το σπιτικό μας.


Αφιερωμένο στο Φώτη, την Κατερίνα και τη Γεωργία. 


Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Ο θάνατος του Μίκυ

            Ο εύθραυστος Μίκυ, την άφησε. Ως εκείνη την ημέρα μπόρεσε να ζήσει με την Αντουανέτ Μπουρτιγιόν και ως εκείνη την ημέρα είχαν περάσει αρκετά χρόνια.

Η απόφαση να μετακομίσουν στο Τορόντο πάρθηκε χωρίς πολλή σκέψη όταν προσέλαβαν τον πατέρα της Αντουανέτ σε μια μεγάλη εταιρεία ως εργάτη.
Η Αντουανέτ είχε κάθε λόγο να τον μισεί που εξαιτίας του αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι, σχολείο, συνήθειες, φίλους. Οι γονείς της πάντοτε την παρηγορούσαν ότι θα επισκέπτονταν το Γκαντινό συχνά για να βρίσκεται κοντά στους φίλους της. Η υπόσχεση τους τηρήθηκε τον πρώτο χρόνο, όμως αργότερα οι υποχρεώσεις και τα έξοδα δεν τους επέτρεπαν να ταξιδεύουν ως εκεί συνεχώς και οι αποδράσεις χρόνο με το χρόνο μειώνονταν μέχρι που εξαλείφθηκαν. Αλληλογραφούσε με τη φίλη της, την Κολέτ, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ύστερα από μερικούς μήνες, στο διπλανό σπίτι εγκαταστάθηκε η κυρία Μπέρκλεϊ, η οποία έγινε φίλη με την κυρία Μπουρτιγιόν και την επισκεπτόταν τα Σαββατοκύριακα μαζί με την Αντουανέτ.
Η κυρία Μπέρκλεϊ σχεδίαζε και έραβε κοστούμια για το θέατρο. Ανάμεσα στα υλικά της είχε και πούπουλα, με τα οποία διακοσμούσε τα καπέλα. Έδινε ό,τι περίσσευε στην Αντουανέτ για να φτιάχνει ρούχα για τις κούκλες της. Μια μέρα της είχε χαρίσει πούλιες, φτερά, ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα μπλε βελούδο – όχι από τα ρετάλια – το είχε κόψει ειδικά για να το χαρίσει στην Αντουανέτ, η οποία έπρεπε να ράψει ένα καινούργιο φόρεμα για το πάρτι της κούκλας της, της Μαρί.
Ένα βράδυ οι γονείς της κάθονταν στο σαλόνι και συζητούσαν πίνοντας κακάο. Η Αντουανέτ είχε μείνει μόνη της στην κουζίνα και μιλούσε χαμηλόφωνα. Ήταν ένας μονόλογος – χείμαρρος για όσα έκρυβε μέσα της. Τα μυστικά της, τα οποία σε εκείνη την ηλικία δεν ήταν τόσο σημαντικά, όμως δεν έπαυαν να κρύβουν μια μικρή ενοχή. Είχε κλέψει το αγαπημένο μολύβι του Ρόμπερτ για να τον εκδικηθεί που την έσπρωξε και καθώς σκόνταψε, πιάστηκε από ένα σύρμα το αγαπημένο της φόρεμα και σκίστηκε λίγο στην άκρη.
Άνοιξε το ψυγείο για να πιεί λίγο χυμό και είδε τα αβγά στο ράφι της πόρτας και τότε θυμήθηκε μια χειροτεχνία που είχαν κάνει στο σχολείο. Έβγαλε ένα από αυτά και έτρεξε να φέρει τα απαραίτητα υλικά.
Με τη βοήθεια μιας βελόνας, τρύπησε το κάτω μέρος, ρουφούσε το περιεχόμενο του και το έφτυνε αμέσως στο νεροχύτη πριν προλάβει να της μείνει η σιχαμερή γεύση του ωμού αβγού. Μόλις το άδειασε τελείως, το ξέπλυνε με νερό, το κόλλησε πάνω σε ένα ξύλινο σουβέρ, πήρε μερικά λευκά πούπουλα, από εκείνα που της είχε χαρίσει η κυρία Μπέρκλεϊ, και τα κόλλησε στο κεφάλι και την πλάτη του. Ζωγράφισε δυο μάτια μεγάλα, στρογγυλά και γκρίζα, μια ροζ μύτη και ένα πλατύ κόκκινο χαμόγελο. Το αβγό της ήταν έτοιμο, αλλά δεν μπορούσε να το λέει «αβγό». Θα ήταν ολοκληρωμένο όταν θα αποκτούσε όνομα. Αποφάσισε να το ονομάσει Μίκυ, από το καρτούν. Δεν έμοιαζε καθόλου με ποντίκι, αλλά τι πείραζε; Ούτε εκείνη έμοιαζε με βασίλισσα, αλλά την ονόμασαν Αντουανέτ. Από εκείνο το βράδυ, ο Μίκυ ήταν ο καλύτερος και ο πιο έμπιστος φίλος της. Άκουγε όλα της τα μυστικά, του εκμυστηρευόταν τα σχέδια της για το μέλλον, του διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε η Κολέτ ή κάθονταν στο δωμάτιο σιωπηλοί.
Έπειτα από μερικά χρόνια, όταν εκείνη διένυε την εποχή της ήβης, ο Μίκυ δε μαρτύρησε ποτέ στους γονείς της ότι έβγαινε κρυφά με τον Ζαν – Μπατίστ, ούτε αργότερα τους απεκάλυψε ότι αποφάσισε να παρατήσει το κολλέγιο για να επιστρέψει στο Γκατινό.
Ήταν Μάιος. Η Κολέτ θα περνούσε λίγες ημέρες στην πόλη με την Αντουανέτ. Είχαν να βρεθούν πολλά χρόνια. Μέσω της αλληλογραφίας, η μια μάθαινε τα νέα της άλλης και, ενώ έμοιαζε σα να μην έπαψαν ποτέ να είναι φίλες, εκείνες τις πρώτες ώρες που συναντήθηκαν η αμηχανία ήταν έντονη. Σα να γνωρίστηκαν εκείνη τη στιγμή. Λογικό. Όταν χωρίστηκαν ήταν και οι δυο παιδιά. Τότε το μεγαλύτερο μυστικό ήταν ότι έφαγαν κρυφά παγωτό. Τώρα πια ήταν ολόκληρες γυναίκες και τα μυστικά ήταν πολλά. Ο Πιέρ της Κολέτ, ο Ζαν – Μπατίστ της Αντουανέτ, η μετακόμιση που ήθελε να κάνει…
Το Γκατινό δε βγήκε ποτέ από την καρδιά της και η φίλη της εμφανίστηκε την πιο κατάλληλη στιγμή. Χρειαζόταν κάποιον να της δώσει μια σπρωξιά για να ξεκολλήσει επιτέλους από το Τορόντο.
Ένα απόγευμα βγήκαν οι τρείς τους. Θα πήγαιναν στον κινηματογράφο, αλλά η Αντουανέτ δεν κρατήθηκε. Απεκάλυψε στον Ζαν – Μπατίστ ότι θα ακολουθούσε την Κολέτ στο Γκατινό και τότε η κάθε επιθυμία για την παρακολούθηση της ταινίας, εξατμίστηκε. Ο Ζαν – Μπατίστ αντιδρούσε σαν απατημένη σύζυγος. Έκλαιγε, φώναζε, έβριζε… και εκείνη, μολονότι λυπόταν που αναγκάστηκε να τον ταπεινώσει, αποχώρησε. Η Μαρί και ο Μίκυ μόλις μάθαιναν το συμβάν, σίγουρα θα την δικαίωναν. Η Κολέτ, από την άλλη, έμεινε πίσω για να τον παρηγορήσει λέγοντας του όλα εκείνα που είχε ακούσει η φίλη της όταν ήταν η δική της σειρά να αλλάξει ζωή.
Η μετακόμιση στο Γκατινό – ή καλύτερα ο επαναπατρισμός – ήταν μια απόφαση, η οποία πάρθηκε επιπόλαια.
Το φορτηγό που μετέφερε τα πράγματά της ταξίδεψε δεκάδες χιλιόμετρα σχεδόν άδειο. Χάρισε τα περισσότερα από τα υπάρχοντά της στο πτωχοκομείο. Κράτησε μόνο το σεκρετέρ, μερικά ρούχα, τα καπέλα, τις καπελιέρες της και φυσικά, τον Μίκυ.
Το καινούργιο σπίτι ήταν ξύλινο, διαμπερές, πλήρως εξοπλισμένο, φρεσκοβαμμένο και το είχε νοικιάσει σε προνομιακή τιμή, καθότι είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ήταν γρουσούζικο. Η Αντουανέτ Μπουρτιγιόν δεν πίστευε σε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες και έτσι μετακόμισε αμέσως. Είχε βαρεθεί τα διαμερίσματα και τους ουρανοξύστες που έκρυβαν τα καλύτερα σημεία. Αναζητούσε ηρεμία, τα πόδια της να φθάνουν στη γη και περίμενε τον Ζαν – Μπατίστ για να ξεκινήσουν την ποιοτική, καινούργια, όμορφη ζωή στη μικρή πόλη. Είχε βρει δουλειά σε καφέ και ήταν μέλος μια ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Κάθε απόγευμα πήγαινε στις πρόβες, γιατί σε λίγο καιρό θα ανέβαζαν την παράσταση «Ηλίθιοι», του Σάιμον Νηλ κι εκείνη είχε το ρόλο της Σοφίας Ζουμπρίτσκι. Θα έρχονταν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ήλπιζε να παρευρισκόταν και ο Ζαν – Μπατίστ.
Σάββατο 15 Μαρτίου, ώρα 17:30. Όλα ήταν έτοιμα. Σιγά – σιγά ο κόσμος μαζευόταν. Η Αντουάνετ πίσω από την κουΐντα περίμενε να εμφανιστούν τα αγαπημένα της πρόσωπα για να πάρει λίγο κουράγιο. Μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκαν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ένας άνδρας. Καθόλου δύσκολο να μαντέψει κανείς πως επρόκειτο για το νέο εραστή της ολίγον ατίθασης γειτόνισσας τους.
Τρίτο κουδούνι. Πράξη πρώτη. Ο Ζαν – Μπατίστ δε φαινόταν πουθενά, όμως εκείνη δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα πείσματά του. Ήταν ηθοποιός και όφειλε να δώσει την καλύτερη παράσταση για όλους εκείνους που είχαν έρθει να την αποθεώσουν, γιατί για την Αντουανέτ δεν είχε σημασία αν ήταν ντίβα του Χόλυγουντ ή μια ερασιτέχνης ηθοποιός που έπαιζε για τους κατοίκους μιας επαρχίας. Όταν ανέβαινε στο σανίδι, ήταν εκείνη και άλλη καμία.
Πράξη τρίτη. Κορύφωση. Ο θίασος υποκλίθηκε και η αυλαία έπεσε.
Επέστρεψαν στο σπίτι της. Θα τους φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ. Πριν από το δείπνο, η Αντουανέτ κλείστηκε για λίγο στο δωμάτιο της. Πήρε στα χέρια της τον Μίκυ για να του αφηγηθεί πώς πήγε η παράσταση, να του εκμυστηρευτεί πώς ένιωσε που δεν εμφανίστηκε ο Ζαν – Μπατίστ, για να μοιραστεί μαζί του την ένταση του χειροκροτήματος, όταν ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι. Καθώς έτρεχε προς την πόρτα, το πόδι της μπλέχτηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου, σκόνταψε, ο Μίκυ έπεσε από το χέρι της και έγινε κομμάτια.
Έμεινε ακίνητη και άρχισε να κλαίει για το χαμό του λατρεμένου της, εύθραυστου Μίκυ, του μοναδικού συμμάχου στις αποφάσεις της, συντρόφου στα ταξίδια της, φύλακα των μυστικών της.
Η μητέρα της άνοιξε την πόρτα. Ο Ζαν – Μπατίστ πέρασε μέσα, άφησε τη βαλίτσα του, τη σήκωσε από το πάτωμα και την έσφιξε στο στήθος του. Ίσως ο Μίκυ να είχε γεράσει και να μην είχε κενό χώρο για άλλα μυστικά. Ίσως, πάλι, να ήξερε ότι έπειτα από εκείνο το κουδούνισμα, δε θα τον χρειαζόταν πια.


Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Τα βράδια του κλεινού άστεως

            Οκτώβρης. Νυχτώνει νωρίς.
Ήταν μέσα στο βαγόνι. Θα αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, όταν ξαφνικά ο συρμός σταμάτησε. Καταβροχθισμένοι από τη Γη, παγιδευμένοι σε μια τρύπα. Το μόνο που έβλεπαν ήταν τα άχρωμα ντουβάρια, οι ράγες, οι τρύπες στα τοιχώματα και διαφόρων ειδών ενδείξεις – προφανώς χρήσιμα μηνύματα για τους τεχνικούς.
Η καρδιά της. Δεν αισθανόταν την καρδιά της. Οι πνεύμονες δεν μπορούσαν να της δώσουν άλλη μια ανάσα. Θα πέθαιναν σε ‘κείνο το τούνελ και δε θα προλάβαινε να του ευχηθεί, δε θα προλάβαινε να μάθει νέα του, δε θα προλάβαινε να της πεις αν την σκεφτόταν. Για μια στάση επιβιβάστηκε και πρώτη φορά η απόσταση από τον έναν σταθμό στον άλλο ήταν τόσο μακρινή.
Η μηχανή πήρε μπρος, ο συρμός κινούταν τόσο αργά που υποψιαζόταν ότι ο οδηγός έχασε το δρόμο. Μάλλον, θα μπήκε σε λάθος τούνελ και άραγε θα έβγαιναν ποτέ από εκεί. Κι αν όχι; Ίσως να τους έβρισκαν έπειτα από χρόνια οι αρχαιολόγοι και αναρωτήθηκε τι θα έγραφαν στις σημειώσεις τους. Το πιθανότερο θα ήταν να το θεωρήσουν εγκληματική ενέργεια. Τα δράματα ελκύουν τους ανθρώπους. Ποιος να το φανταζόταν πως η αλήθεια θα ήταν απλούστερη:
«Αιτία θανάτου: η έλλειψη προσανατολισμού».
Αυτές οι ράγες έχουν και παρακλάδια; Τι να έπαθε ο μηχανοδηγός; Έκοψε δρόμο και βρέθηκε σε αδιέξοδο; Μήπως τον απείλησε κάποιος; Μήπως έπαθε κάτι και έπρεπε να σταματήσει για λίγο μέχρι να συνέλθει;  Και αν ναι, στα βαγόνια να υπήρχε γιατρός; Κάποιος θα έπρεπε να τον σώσει. Μήπως ερχόταν άλλος συρμός κατά πάνω τους και αν ναι, πόσο χρόνο είχαν για να αγκαλιαστούν; Θα ήταν σκληρό να τους βρει το τέλος αποκομμένους ακόμα και από τα συναισθήματα.
Ο χρόνος μεταξύ δυο σταθμών ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά. Και ο συρμός σε αργή κίνηση προσπερνούσε τα κομμάτια του τούνελ κι εκείνη ένιωθε φόβο. Εκείνον τον ίδιο φόβο που ένιωθε όποτε περπατούσε μόνη της στην ερημιά και πίσω της άκουγε βήματα, τα οποία δεν ήξερε αν ανήκαν σε έναν απλό νυχτοπαρωρίτη ή στον επόμενο θύτη της.
Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, αλλά οι πνεύμονες της βρίσκονταν σε άρνηση. Άρχισε να μετράει. Ένα… δύο… τρία… τέσσερα… πέντε… έξι… επτά… φως! Ξαφνικά, έβλεπε φως. Λευκό φως! Και καλογυαλισμένο δάπεδο. Επιτέλους, έφθασαν στο Μοναστηράκι.
Το Μοναστηράκι – ένα μικρό νησί στο κέντρο της Αθήνας. Τέλος εποχής και τα περισσότερα τουριστικά μαγαζιά κατεβάζουν τα ρολά τους μόλις πέσει το σκοτάδι.
Ερημιά στο στενό της οδού Πανδρόσου. Μόνο ένας βιολιστής στεκόταν σε μιαν άκρη και έντυνε με τη μουσική του τη νύχτα. Πλησιάζοντας προς τη Μητρόπολη, πού και πού ακούγονταν ψίθυροι ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονταν τα μυστικά τους, την κόπωσή τους, τα αστεία του δικού τους κώδικα. Οι τελευταίοι μαγαζάτορες κουνώντας τα κλειδιά έδιναν οδηγίες στους υπαλλήλους για το κλείσιμο. Ένα μπουζούκι ακουγόταν λίγο πιο πάνω κοντά στην οικία των Μπενιζέλων, σα να βγήκε από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60.
Ετούτη η δύση του καλοκαιριού, ετούτη η ανατολή του φθινοπώρου είχε μιαν άλλη χάρη. Το κέφι είχε αρχίσει να σβήνει, κάποιοι ανυπομονούσαν να φθάσει η μέρα της έναρξης των διακοπών τους. Πιο χαλαρά κυλούσε η νύχτα. Έφυγαν οι λιβελούλες με τα σακίδια στους ώμους αναζητώντας παντού ένα κρεβάτι, αλκοόλ, χορό και έρωτα. Τώρα είναι η εποχή των γερασμένων, των κουρασμένων, εκείνων που ήρθαν να αναβαθμίσουν το επίπεδο, λες και τους είπε κανείς ότι αναζητούμε απεγνωσμένα τη ναφθαλίνη.
Μια μεσόκοπη γυναίκα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Ο σύζυγός της την ακολουθούσε. Η γυναίκα δεν την είχε δει και είχε απλώσει την παλάμη της για να της την κρατήσει ο άντρας της, όμως εκείνη βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι που επαιτούσε τη σιγουριά. Σκέφτηκε να της το κρατήσει και σα δυο παλιές φιλενάδες να τρέχουν χοροπηδώντας και τραγουδώντας:
«Ένα φράγκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα – τσιγκολελέτα!»
Πλάκα δε θα είχε; Δε θα είχε. Ο κόσμος δεν έχει διάθεση για αστεία ανώριμων μέσα στα σκοτάδια.
            Ένας άντρας στεκόταν μπροστά από το ΑΤΜ. Μόλις πέρασε από δίπλα του την κοίταξε και τη ρώτησε:
«Θα με παντρευτείς; Γδύσου.»
Εκείνη επιτάχυνε το βήμα της και εκείνος συνέχισε να της φωνάζει:
«Γδύσου!»
Ήταν ο ίδιος. Έτρεχε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Νόμιζε πως ακόμα και αν έστρεφε το κεφάλι της θα έχανε πολύτιμο χρόνο διαφυγής. Στο βάθος αστυνομικοί. Πόση ανακούφιση!
            Στάθηκε δίπλα σε έναν από αυτούς και τότε κοίταξε αν την ακολούθησε. Δε φαινόταν πουθενά, αλλά ακόμα κι αν ήταν μπροστά της. Είχε κάπου να κρυφτεί.
            Το τούνελ εμφανίστηκε ξανά. Ο χρόνος ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά.