Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Τα βράδια του κλεινού άστεως

            Οκτώβρης. Νυχτώνει νωρίς.
Ήταν μέσα στο βαγόνι. Θα αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, όταν ξαφνικά ο συρμός σταμάτησε. Καταβροχθισμένοι από τη Γη, παγιδευμένοι σε μια τρύπα. Το μόνο που έβλεπαν ήταν τα άχρωμα ντουβάρια, οι ράγες, οι τρύπες στα τοιχώματα και διαφόρων ειδών ενδείξεις – προφανώς χρήσιμα μηνύματα για τους τεχνικούς.
Η καρδιά της. Δεν αισθανόταν την καρδιά της. Οι πνεύμονες δεν μπορούσαν να της δώσουν άλλη μια ανάσα. Θα πέθαιναν σε ‘κείνο το τούνελ και δε θα προλάβαινε να του ευχηθεί, δε θα προλάβαινε να μάθει νέα του, δε θα προλάβαινε να της πεις αν την σκεφτόταν. Για μια στάση επιβιβάστηκε και πρώτη φορά η απόσταση από τον έναν σταθμό στον άλλο ήταν τόσο μακρινή.
Η μηχανή πήρε μπρος, ο συρμός κινούταν τόσο αργά που υποψιαζόταν ότι ο οδηγός έχασε το δρόμο. Μάλλον, θα μπήκε σε λάθος τούνελ και άραγε θα έβγαιναν ποτέ από εκεί. Κι αν όχι; Ίσως να τους έβρισκαν έπειτα από χρόνια οι αρχαιολόγοι και αναρωτήθηκε τι θα έγραφαν στις σημειώσεις τους. Το πιθανότερο θα ήταν να το θεωρήσουν εγκληματική ενέργεια. Τα δράματα ελκύουν τους ανθρώπους. Ποιος να το φανταζόταν πως η αλήθεια θα ήταν απλούστερη:
«Αιτία θανάτου: η έλλειψη προσανατολισμού».
Αυτές οι ράγες έχουν και παρακλάδια; Τι να έπαθε ο μηχανοδηγός; Έκοψε δρόμο και βρέθηκε σε αδιέξοδο; Μήπως τον απείλησε κάποιος; Μήπως έπαθε κάτι και έπρεπε να σταματήσει για λίγο μέχρι να συνέλθει;  Και αν ναι, στα βαγόνια να υπήρχε γιατρός; Κάποιος θα έπρεπε να τον σώσει. Μήπως ερχόταν άλλος συρμός κατά πάνω τους και αν ναι, πόσο χρόνο είχαν για να αγκαλιαστούν; Θα ήταν σκληρό να τους βρει το τέλος αποκομμένους ακόμα και από τα συναισθήματα.
Ο χρόνος μεταξύ δυο σταθμών ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά. Και ο συρμός σε αργή κίνηση προσπερνούσε τα κομμάτια του τούνελ κι εκείνη ένιωθε φόβο. Εκείνον τον ίδιο φόβο που ένιωθε όποτε περπατούσε μόνη της στην ερημιά και πίσω της άκουγε βήματα, τα οποία δεν ήξερε αν ανήκαν σε έναν απλό νυχτοπαρωρίτη ή στον επόμενο θύτη της.
Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, αλλά οι πνεύμονες της βρίσκονταν σε άρνηση. Άρχισε να μετράει. Ένα… δύο… τρία… τέσσερα… πέντε… έξι… επτά… φως! Ξαφνικά, έβλεπε φως. Λευκό φως! Και καλογυαλισμένο δάπεδο. Επιτέλους, έφθασαν στο Μοναστηράκι.
Το Μοναστηράκι – ένα μικρό νησί στο κέντρο της Αθήνας. Τέλος εποχής και τα περισσότερα τουριστικά μαγαζιά κατεβάζουν τα ρολά τους μόλις πέσει το σκοτάδι.
Ερημιά στο στενό της οδού Πανδρόσου. Μόνο ένας βιολιστής στεκόταν σε μιαν άκρη και έντυνε με τη μουσική του τη νύχτα. Πλησιάζοντας προς τη Μητρόπολη, πού και πού ακούγονταν ψίθυροι ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονταν τα μυστικά τους, την κόπωσή τους, τα αστεία του δικού τους κώδικα. Οι τελευταίοι μαγαζάτορες κουνώντας τα κλειδιά έδιναν οδηγίες στους υπαλλήλους για το κλείσιμο. Ένα μπουζούκι ακουγόταν λίγο πιο πάνω κοντά στην οικία των Μπενιζέλων, σα να βγήκε από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60.
Ετούτη η δύση του καλοκαιριού, ετούτη η ανατολή του φθινοπώρου είχε μιαν άλλη χάρη. Το κέφι είχε αρχίσει να σβήνει, κάποιοι ανυπομονούσαν να φθάσει η μέρα της έναρξης των διακοπών τους. Πιο χαλαρά κυλούσε η νύχτα. Έφυγαν οι λιβελούλες με τα σακίδια στους ώμους αναζητώντας παντού ένα κρεβάτι, αλκοόλ, χορό και έρωτα. Τώρα είναι η εποχή των γερασμένων, των κουρασμένων, εκείνων που ήρθαν να αναβαθμίσουν το επίπεδο, λες και τους είπε κανείς ότι αναζητούμε απεγνωσμένα τη ναφθαλίνη.
Μια μεσόκοπη γυναίκα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Ο σύζυγός της την ακολουθούσε. Η γυναίκα δεν την είχε δει και είχε απλώσει την παλάμη της για να της την κρατήσει ο άντρας της, όμως εκείνη βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι που επαιτούσε τη σιγουριά. Σκέφτηκε να της το κρατήσει και σα δυο παλιές φιλενάδες να τρέχουν χοροπηδώντας και τραγουδώντας:
«Ένα φράγκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα – τσιγκολελέτα!»
Πλάκα δε θα είχε; Δε θα είχε. Ο κόσμος δεν έχει διάθεση για αστεία ανώριμων μέσα στα σκοτάδια.
            Ένας άντρας στεκόταν μπροστά από το ΑΤΜ. Μόλις πέρασε από δίπλα του την κοίταξε και τη ρώτησε:
«Θα με παντρευτείς; Γδύσου.»
Εκείνη επιτάχυνε το βήμα της και εκείνος συνέχισε να της φωνάζει:
«Γδύσου!»
Ήταν ο ίδιος. Έτρεχε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Νόμιζε πως ακόμα και αν έστρεφε το κεφάλι της θα έχανε πολύτιμο χρόνο διαφυγής. Στο βάθος αστυνομικοί. Πόση ανακούφιση!
            Στάθηκε δίπλα σε έναν από αυτούς και τότε κοίταξε αν την ακολούθησε. Δε φαινόταν πουθενά, αλλά ακόμα κι αν ήταν μπροστά της. Είχε κάπου να κρυφτεί.
            Το τούνελ εμφανίστηκε ξανά. Ο χρόνος ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου