Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Ο θάνατος του Μίκυ

            Ο εύθραυστος Μίκυ, την άφησε. Ως εκείνη την ημέρα μπόρεσε να ζήσει με την Αντουανέτ Μπουρτιγιόν και ως εκείνη την ημέρα είχαν περάσει αρκετά χρόνια.

Η απόφαση να μετακομίσουν στο Τορόντο πάρθηκε χωρίς πολλή σκέψη όταν προσέλαβαν τον πατέρα της Αντουανέτ σε μια μεγάλη εταιρεία ως εργάτη.
Η Αντουανέτ είχε κάθε λόγο να τον μισεί που εξαιτίας του αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι, σχολείο, συνήθειες, φίλους. Οι γονείς της πάντοτε την παρηγορούσαν ότι θα επισκέπτονταν το Γκαντινό συχνά για να βρίσκεται κοντά στους φίλους της. Η υπόσχεση τους τηρήθηκε τον πρώτο χρόνο, όμως αργότερα οι υποχρεώσεις και τα έξοδα δεν τους επέτρεπαν να ταξιδεύουν ως εκεί συνεχώς και οι αποδράσεις χρόνο με το χρόνο μειώνονταν μέχρι που εξαλείφθηκαν. Αλληλογραφούσε με τη φίλη της, την Κολέτ, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ύστερα από μερικούς μήνες, στο διπλανό σπίτι εγκαταστάθηκε η κυρία Μπέρκλεϊ, η οποία έγινε φίλη με την κυρία Μπουρτιγιόν και την επισκεπτόταν τα Σαββατοκύριακα μαζί με την Αντουανέτ.
Η κυρία Μπέρκλεϊ σχεδίαζε και έραβε κοστούμια για το θέατρο. Ανάμεσα στα υλικά της είχε και πούπουλα, με τα οποία διακοσμούσε τα καπέλα. Έδινε ό,τι περίσσευε στην Αντουανέτ για να φτιάχνει ρούχα για τις κούκλες της. Μια μέρα της είχε χαρίσει πούλιες, φτερά, ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα μπλε βελούδο – όχι από τα ρετάλια – το είχε κόψει ειδικά για να το χαρίσει στην Αντουανέτ, η οποία έπρεπε να ράψει ένα καινούργιο φόρεμα για το πάρτι της κούκλας της, της Μαρί.
Ένα βράδυ οι γονείς της κάθονταν στο σαλόνι και συζητούσαν πίνοντας κακάο. Η Αντουανέτ είχε μείνει μόνη της στην κουζίνα και μιλούσε χαμηλόφωνα. Ήταν ένας μονόλογος – χείμαρρος για όσα έκρυβε μέσα της. Τα μυστικά της, τα οποία σε εκείνη την ηλικία δεν ήταν τόσο σημαντικά, όμως δεν έπαυαν να κρύβουν μια μικρή ενοχή. Είχε κλέψει το αγαπημένο μολύβι του Ρόμπερτ για να τον εκδικηθεί που την έσπρωξε και καθώς σκόνταψε, πιάστηκε από ένα σύρμα το αγαπημένο της φόρεμα και σκίστηκε λίγο στην άκρη.
Άνοιξε το ψυγείο για να πιεί λίγο χυμό και είδε τα αβγά στο ράφι της πόρτας και τότε θυμήθηκε μια χειροτεχνία που είχαν κάνει στο σχολείο. Έβγαλε ένα από αυτά και έτρεξε να φέρει τα απαραίτητα υλικά.
Με τη βοήθεια μιας βελόνας, τρύπησε το κάτω μέρος, ρουφούσε το περιεχόμενο του και το έφτυνε αμέσως στο νεροχύτη πριν προλάβει να της μείνει η σιχαμερή γεύση του ωμού αβγού. Μόλις το άδειασε τελείως, το ξέπλυνε με νερό, το κόλλησε πάνω σε ένα ξύλινο σουβέρ, πήρε μερικά λευκά πούπουλα, από εκείνα που της είχε χαρίσει η κυρία Μπέρκλεϊ, και τα κόλλησε στο κεφάλι και την πλάτη του. Ζωγράφισε δυο μάτια μεγάλα, στρογγυλά και γκρίζα, μια ροζ μύτη και ένα πλατύ κόκκινο χαμόγελο. Το αβγό της ήταν έτοιμο, αλλά δεν μπορούσε να το λέει «αβγό». Θα ήταν ολοκληρωμένο όταν θα αποκτούσε όνομα. Αποφάσισε να το ονομάσει Μίκυ, από το καρτούν. Δεν έμοιαζε καθόλου με ποντίκι, αλλά τι πείραζε; Ούτε εκείνη έμοιαζε με βασίλισσα, αλλά την ονόμασαν Αντουανέτ. Από εκείνο το βράδυ, ο Μίκυ ήταν ο καλύτερος και ο πιο έμπιστος φίλος της. Άκουγε όλα της τα μυστικά, του εκμυστηρευόταν τα σχέδια της για το μέλλον, του διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε η Κολέτ ή κάθονταν στο δωμάτιο σιωπηλοί.
Έπειτα από μερικά χρόνια, όταν εκείνη διένυε την εποχή της ήβης, ο Μίκυ δε μαρτύρησε ποτέ στους γονείς της ότι έβγαινε κρυφά με τον Ζαν – Μπατίστ, ούτε αργότερα τους απεκάλυψε ότι αποφάσισε να παρατήσει το κολλέγιο για να επιστρέψει στο Γκατινό.
Ήταν Μάιος. Η Κολέτ θα περνούσε λίγες ημέρες στην πόλη με την Αντουανέτ. Είχαν να βρεθούν πολλά χρόνια. Μέσω της αλληλογραφίας, η μια μάθαινε τα νέα της άλλης και, ενώ έμοιαζε σα να μην έπαψαν ποτέ να είναι φίλες, εκείνες τις πρώτες ώρες που συναντήθηκαν η αμηχανία ήταν έντονη. Σα να γνωρίστηκαν εκείνη τη στιγμή. Λογικό. Όταν χωρίστηκαν ήταν και οι δυο παιδιά. Τότε το μεγαλύτερο μυστικό ήταν ότι έφαγαν κρυφά παγωτό. Τώρα πια ήταν ολόκληρες γυναίκες και τα μυστικά ήταν πολλά. Ο Πιέρ της Κολέτ, ο Ζαν – Μπατίστ της Αντουανέτ, η μετακόμιση που ήθελε να κάνει…
Το Γκατινό δε βγήκε ποτέ από την καρδιά της και η φίλη της εμφανίστηκε την πιο κατάλληλη στιγμή. Χρειαζόταν κάποιον να της δώσει μια σπρωξιά για να ξεκολλήσει επιτέλους από το Τορόντο.
Ένα απόγευμα βγήκαν οι τρείς τους. Θα πήγαιναν στον κινηματογράφο, αλλά η Αντουανέτ δεν κρατήθηκε. Απεκάλυψε στον Ζαν – Μπατίστ ότι θα ακολουθούσε την Κολέτ στο Γκατινό και τότε η κάθε επιθυμία για την παρακολούθηση της ταινίας, εξατμίστηκε. Ο Ζαν – Μπατίστ αντιδρούσε σαν απατημένη σύζυγος. Έκλαιγε, φώναζε, έβριζε… και εκείνη, μολονότι λυπόταν που αναγκάστηκε να τον ταπεινώσει, αποχώρησε. Η Μαρί και ο Μίκυ μόλις μάθαιναν το συμβάν, σίγουρα θα την δικαίωναν. Η Κολέτ, από την άλλη, έμεινε πίσω για να τον παρηγορήσει λέγοντας του όλα εκείνα που είχε ακούσει η φίλη της όταν ήταν η δική της σειρά να αλλάξει ζωή.
Η μετακόμιση στο Γκατινό – ή καλύτερα ο επαναπατρισμός – ήταν μια απόφαση, η οποία πάρθηκε επιπόλαια.
Το φορτηγό που μετέφερε τα πράγματά της ταξίδεψε δεκάδες χιλιόμετρα σχεδόν άδειο. Χάρισε τα περισσότερα από τα υπάρχοντά της στο πτωχοκομείο. Κράτησε μόνο το σεκρετέρ, μερικά ρούχα, τα καπέλα, τις καπελιέρες της και φυσικά, τον Μίκυ.
Το καινούργιο σπίτι ήταν ξύλινο, διαμπερές, πλήρως εξοπλισμένο, φρεσκοβαμμένο και το είχε νοικιάσει σε προνομιακή τιμή, καθότι είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ήταν γρουσούζικο. Η Αντουανέτ Μπουρτιγιόν δεν πίστευε σε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες και έτσι μετακόμισε αμέσως. Είχε βαρεθεί τα διαμερίσματα και τους ουρανοξύστες που έκρυβαν τα καλύτερα σημεία. Αναζητούσε ηρεμία, τα πόδια της να φθάνουν στη γη και περίμενε τον Ζαν – Μπατίστ για να ξεκινήσουν την ποιοτική, καινούργια, όμορφη ζωή στη μικρή πόλη. Είχε βρει δουλειά σε καφέ και ήταν μέλος μια ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Κάθε απόγευμα πήγαινε στις πρόβες, γιατί σε λίγο καιρό θα ανέβαζαν την παράσταση «Ηλίθιοι», του Σάιμον Νηλ κι εκείνη είχε το ρόλο της Σοφίας Ζουμπρίτσκι. Θα έρχονταν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ήλπιζε να παρευρισκόταν και ο Ζαν – Μπατίστ.
Σάββατο 15 Μαρτίου, ώρα 17:30. Όλα ήταν έτοιμα. Σιγά – σιγά ο κόσμος μαζευόταν. Η Αντουάνετ πίσω από την κουΐντα περίμενε να εμφανιστούν τα αγαπημένα της πρόσωπα για να πάρει λίγο κουράγιο. Μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκαν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ένας άνδρας. Καθόλου δύσκολο να μαντέψει κανείς πως επρόκειτο για το νέο εραστή της ολίγον ατίθασης γειτόνισσας τους.
Τρίτο κουδούνι. Πράξη πρώτη. Ο Ζαν – Μπατίστ δε φαινόταν πουθενά, όμως εκείνη δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα πείσματά του. Ήταν ηθοποιός και όφειλε να δώσει την καλύτερη παράσταση για όλους εκείνους που είχαν έρθει να την αποθεώσουν, γιατί για την Αντουανέτ δεν είχε σημασία αν ήταν ντίβα του Χόλυγουντ ή μια ερασιτέχνης ηθοποιός που έπαιζε για τους κατοίκους μιας επαρχίας. Όταν ανέβαινε στο σανίδι, ήταν εκείνη και άλλη καμία.
Πράξη τρίτη. Κορύφωση. Ο θίασος υποκλίθηκε και η αυλαία έπεσε.
Επέστρεψαν στο σπίτι της. Θα τους φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ. Πριν από το δείπνο, η Αντουανέτ κλείστηκε για λίγο στο δωμάτιο της. Πήρε στα χέρια της τον Μίκυ για να του αφηγηθεί πώς πήγε η παράσταση, να του εκμυστηρευτεί πώς ένιωσε που δεν εμφανίστηκε ο Ζαν – Μπατίστ, για να μοιραστεί μαζί του την ένταση του χειροκροτήματος, όταν ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι. Καθώς έτρεχε προς την πόρτα, το πόδι της μπλέχτηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου, σκόνταψε, ο Μίκυ έπεσε από το χέρι της και έγινε κομμάτια.
Έμεινε ακίνητη και άρχισε να κλαίει για το χαμό του λατρεμένου της, εύθραυστου Μίκυ, του μοναδικού συμμάχου στις αποφάσεις της, συντρόφου στα ταξίδια της, φύλακα των μυστικών της.
Η μητέρα της άνοιξε την πόρτα. Ο Ζαν – Μπατίστ πέρασε μέσα, άφησε τη βαλίτσα του, τη σήκωσε από το πάτωμα και την έσφιξε στο στήθος του. Ίσως ο Μίκυ να είχε γεράσει και να μην είχε κενό χώρο για άλλα μυστικά. Ίσως, πάλι, να ήξερε ότι έπειτα από εκείνο το κουδούνισμα, δε θα τον χρειαζόταν πια.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου