Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Μια στιγμή

Θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί σου μια στιγμή;
Για να σε βοηθήσω, η σωστή απάντηση είναι:
«Μα, φυσικά!»
(και το υπό – κείμενο: «Ωχ, μα πού πήγε το delete; Εδώ ήταν πριν από λίγο.»)

Σήμερα το πρωί κατευθυνόμουν προς τη στάση του λεωφορείου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας βάδιζε με τη βοήθεια του περιπατητήρα συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, η οποία είχε εκείνο το βλέμμα της εξερεύνησης – σα να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά.
Μου ήταν εντελώς άγνωστοι, δεν τους είχα συναντήσει ποτέ πριν.
Πλησίαζαν προς το μέρος μου. Η γυναίκα μόλις με είδε στάθηκε. Χαρούμενη άνοιξε την αγκαλιά της, ύστερα ακούμπησε τις παλάμες της στα χείλη και μου έστελνε φιλιά. Της χαμογέλασα, την καλημέρισα και μου είπε:
"Σε αγαπώ!"
Η απάντησή μου δε θα μπορούσε να ήταν άλλη από:
"Κι εγώ!"

Ίσως να έπασχε από γεροντική άνοια, να με μπέρδεψε με κάποια γνωστή της, αλλά ήταν τόση η χαρά και ο ενθουσιασμός της που μου έφτιαξε τη μέρα. Ένιωσα κι εγώ χαρούμενη και συγκινημένη μέσα από την απλότητα ενός «σε αγαπώ», το οποίο μπορεί γενικώς να μη σήμαινε τίποτα, αλλά εκείνη τη στιγμή, κάπως χάρισε ένα χαμόγελο στην καρδιά μου και απλώς, ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.
Καλή σου νύχτα… όπου κι αν βρίσκεσαι!






Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Τα πρωτοβρόχια

Πρωτοβρόχια. Τα πρωτοβρόχια πάντοτε θύμιζαν στη Μαριάννα εκείνη τη φιγούρα που καθόταν δίπλα στη τζαμαρία. Φορούσε τα γυαλιά οράσεως με το γκρι – διάφανο σκελετό και μια κόκκινη πινελιά στις άκρες. Ντυμένη με μια βαμβακερή φούστα, την ποδιά της, ένα πουκάμισο, ένα γιλεκάκι, από πάνω έριχνε μια ζακέτα για να σκεπάζει τους ώμους της και τα μαλλιά της πάντα πιασμένα κότσο. Το κορμί της δεν άντεχε καθόλου την υγρασία.
Εκείνη ήταν η αγαπημένη της γωνία του σπιτιού κι εκεί είχε επιλέξει να τοποθετήσει τη ραπτομηχανή της, γιατί είχε καλό φυσικό φωτισμό.
Περνούσε την κλωστή, ύστερα ίσιωνε το ύφασμα, το τοποθετούσε κάτω από τη βελόνα, με το δεξί χέρι γύριζε τη μικρή ρόδα που ήταν ενσωματωμένη στη μηχανή για να δώσει ώθηση στην τροχαλία και με την κίνηση του ποδιού πάνω στο πετάλι, ανεβοκατέβαινε το βελόνι. Δε σταματούσε να τεντώνει το ύφασμα κρατώντας τό σε σταθερή τροχιά για να περαστεί σωστά το γαζί.
Η Μαριάννα έβρισκε ενδιαφέρουσα τη διαδικασία και συχνά προσπαθούσε να τη μιμηθεί, αλλά δυστυχώς, τις περισσότερες φορές εκείνο που κατάφερνε ήταν να μπλέκει την κλωστή στη βελόνα και να κάνει ζημιά. Κι έπειτα, ερχόταν εκείνη και προσπαθούσε για αρκετή ώρα να ξεμπλέξει το νήμα χωρίς να σπάσει το βελόνι και να συνεχίσει την εργασία της. Όταν κουραζόταν έκανε ένα διάλειμμα για να απολαύσει ένα καφεδάκι – ελληνικό μέτριο.
Ήταν καταπληκτική μοδίστρα. Αρκετές φορές όταν εκείνη έραβε, η Μαριάννα καθόταν κοντά της χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Πότε κοιτούσε εκείνην που ήταν αφοσιωμένη στο ράψιμο και πότε τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, ελπίζοντας να δει το ουράνιο τόξο να προβάλει μέσα από το άλσος που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι τους.
Εκείνη η φιγούρα ήταν η γιαγιά της. Η λατρεμένη της γιαγιά που ήταν συνδεδεμένη με τα αρώματα και τις γεύσεις της παιδικής της ηλικίας. Το αγιόκλημα και το γλυκό κυδώνι. 
Λένε ότι οι άνθρωποι φεύγουν όταν τους ξεχνούν και όχι όταν σταματά η καρδιά τους να χτυπά. Η οικογένεια της μιλούσε συχνά για τη γιαγιά. Έτσι· χωρίς αφορμή. Έτσι· επειδή θα ήθελαν να ήταν ακόμα εκεί. Συχνά θυμούνταν στιγμές που έζησαν κοντά της, την αγαπούσαν πολύ και τους έλειπε περισσότερο. Η γιαγιά, όμως, έφυγε και πήρε μαζί της όλα τα ουράνια τόξα.


Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Ρίξε κάτι πάνω σου

Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς μπορούν μερικοί άνθρωποι να κυκλοφορούν ημίγυμνοι ή και γυμνοί – αναλόγως το χώρο. Έπειτα, αναρωτιέμαι πώς μπορούν μερικοί να επισκέπτονται ψυχολόγους.
Το τόσο γυμνό το θεωρώ και αντιαισθητικό. Πώς να το κάνουμε υπάρχει μια γοητεία στο να καλύπτεις το σώμα σου και να αφήνεις τον άλλον να σε γυμνώνει. Αντιθέτως, σε εκείνο το γυμνισμό στην καρέκλα του ψυχολόγου, δε βρίσκω καμία γοητεία. Το μόνο που βλέπω είναι μια επίπονη διαδικασία. Να σκάψουμε μέσα μας, να βρούμε τις ρίζες μας και στη διαδρομή να πετάξουμε όλα εκείνα τα πετραδάκια που εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξή μας. Δεν υπάρχει γοητεία, γιατί ποτέ κανένα βασανιστήριο δεν υπήρξε γοητευτικό. Άλλωστε, για το λόγο αυτό ο ψυχολόγος πάντα θα σε κερνά χαρτομάντιλα.
            Δεν έχω κάνει ψυχανάλυση. Γράφω. Για να γράψω, πρέπει να διαβάζω. Διαβάζω σημαίνει καταναλώνω τα πάντα. Ένας από τους λόγους, για τους οποίους διαβάζει ένας συγγραφέας είναι για να παχαίνουν οι ήρωές του. Χρειάζεται γνώση για να αναθρέψεις χαρακτήρες.
            Αν για κάποιον, λοιπόν, η ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία επίπονη, η συγγραφή είναι μια κόλαση.
            Μόλις κατέκτησα κάτι. Μοιράστηκα με άγνωστο κόσμο μια προσωπική ιστορία στο πλαίσιο μιας εργασίας.

Μάθημα 1ο: Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει να εκτίθεται.

Δούλευα τρεις μέρες και μέσα μου τα όρνια έτρωγαν τα σωθικά μου για να καταφέρω να ξεθάψω κάτι λίγο, κάτι μικρό, κάτι σημαντικό και εξαιρετικά δύσκολο.
Δε θα το μοιραστώ με σένα, γιατί ξέρω ότι είσαι ανώτερος άνθρωπος, απεχθάνεσαι το κουτσομπολιό κι εγώ δε θέλω να σε βάλω στον πειρασμό. Απλώς, σου γράφω, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσω μαζί σου. Συμβαίνουν διάφορα, στην πλειονότητα τους όμορφα γεγονότα και κάπως θέλω να σου τα διηγηθώ, γιατί αυτή ήταν η δική μου παλαιά συνήθεια, η οποία κάπως μου άρεσε και κάπως με ζούσε. Τέλος πάντων.
            Εκείνο που ήθελα να σου πω ήταν ότι είχα πολλά χρόνια να γίνω εγώ ο Προμηθέας και η ιστορία ο αετός που θα μου τρώει τα σωθικά. Και τα κατάφερα. Με μισό συκώτι, τα κατάφερα. Ήρθε η επιβράβευση και πραγματικά…, αλήθεια σου το λέω, δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να συνεχίσω το θρήνο. Ξέρεις τι είναι να βρίσκονται τα σωθικά σου σε κοινή θέα, το συκώτι σου μισοφαγωμένο και το αποτέλεσμα να κερδίζει ένα «Μπράβο!»;
            Δεν ήθελα να μελαγχολήσουμε, αλλά δε σου κρύβω ότι η διάθεση είναι κάπως παράξενη απόψε. Θα ήθελα να βγω στο δρόμο και να ψάχνω ένα προς ένα τα κουδούνια μέχρι να εντοπίσω κάποιο που στο καρτελάκι θα είναι γραμμένη η λέξη «Ψυχολόγος». Κάποιος θα ‘θελα να με ακούσει τούτη τη νύχτα. Να με καθησυχάσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το τρομακτικό, αντιθέτως είναι όμορφο να μοιραζόμαστε στιγμές και συναισθήματα με τους ανθρώπους. Να μου σημειώσει τη συντομότερη διαδρομή στο χάρτη για να βγω από εκείνο το στενό που νιώθω παγιδευμένη. Να μου προσφέρει λίγο από το φαγητό του, για να του πω τη γνώμη μου για τη συνταγή. Αν έμαθα κάτι είναι η σπουδαιότητα να υπάρχει πάντα ένα τσουκάλι στη φωτιά, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα χτυπήσει η πόρτα και τούτος είναι ο καλύτερος τρόπος για να δείξουμε αυτό που λένε φιλοξενία και μέσα του κρύβει δεκάδες άλλες έννοιες, σημαντικότερη όλων: η φροντίδα. Τα χαρτομάντιλα, τα αγοράζω και από το περίπτερο, βρε αδελφέ! Και εδώ που τα λέμε, ο περιπτεράς στη γειτονιά μου δε φημίζεται για την περιέργεια του. Δε θα χρειαστεί να του πω τίποτα περισσότερο από τη φράση:
«Ένα πακέτο χαρτομάντιλα, παρακαλώ.»
Άραγε, εσύ πώς ένιωσες εκείνη την τελευταία φορά που ήσουν γυμνός μπροστά σε κόσμο, ενώ φορούσες τα ρούχα σου;




Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα σημείωμα από άγνωστο αποστολέα

Κάποιος/-α έγραψε σε ένα χαρτάκι μια σκέψη... ένα παράπονο... τα λόγια που είπε κάποιος κάποτε... (ποιος να ξέρει άραγε;) και το κόλλησε στη στάση του λεωφορείου για να το μοιραστεί με όλους μας – παραδοσιακός τρόπος επικοινωνίας. 
Εξάλλου ένα χαρτάκι post - it σε μια στάση, θα είναι πάντα ομορφότερο από ένα post-άρισμα σε μια οθόνη.