Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Η εποχή μας τότε, λεγόταν σήμερα

Το πρωί επιβιβάστηκα στο λεωφορείο και καθώς διασχίζαμε τις λεωφόρους, περνούσαμε από δρόμους, σταματούσαμε στο γνέμα των ανθρώπων, είχα γείρει στο παράθυρο. Το βλέμμα μου στις εικόνες που προσπερνούσαμε και ο νους μου σε ένα βιβλίο.
            Είχα διαβάσει στο διαδίκτυο ένα απόσπασμα και αποφάσισα ότι αυτό το βιβλίο το θέλω οπωσδήποτε στη βιβλιοθήκη μου και την επόμενη μέρα θα πήγαινα να το αγοράσω.
            Ο υπάλληλος με ρώτησε το είδος, στο οποίο ανήκει για να με κατευθύνει. Δεν ήξερα τη σωστή απάντηση. Ήταν αρχαιολογικό; Ήταν ιστορικό; Ήταν λογοτεχνικό; Δεν είχα ιδέα. Η συγγραφέας είναι αρχαιολόγος και έτσι το πιθανότερο θα ήταν το ίδιο το βιβλίο να είχε κάποια σχέση με την αρχαιολογία. Τελικά, το έψαξε στο σύστημα αναζήτησης που διαθέτουν και το είχαν κατατάξει στη λογοτεχνία.
            Περιμένοντας τη σειρά μου στο ταμείο άνοιξα να διαβάσω τις πρώτες γραμμές. Διαβάζοντας την πρώτη πρόταση, δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήθελα να το διαβάσω όλο, εκεί, μπροστά από το ταμείο. Δεν ήθελα καν να διακόψω την ανάγνωση για να το δώσω στον ταμία. Εννοείται ότι το έκανα, αλλά δεν του συγχώρησα ότι έχασα πολύτιμο χρόνο ανάγνωσης εξαιτίας του.
            Έχοντας διαβάσει αρκετά, ομολογώ ότι σπανίως μου συμβαίνει να κρατώ ένα βιβλίο στα χέρια μου και να μη θέλω να το αφήσω αν δεν έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του.
            Αυτό συνέβη με το συγκεκριμένο. Το λάτρεψα από την πρώτη πρόταση!
            Εκείνο το πρωινό της επόμενης μέρας, καθώς πήγαινα στο κέντρο της Αθήνας του 2017 μ.Χ., η σκέψη μου είχε μείνει στην Ευδοκία του 4300 π.Χ. και τότε σκέφτηκα ότι αν το βιβλίο ήταν πλάσμα, τότε σίγουρα θα ήταν πολυγαμικό. Το συγκεκριμένο είναι ένα ταξίδι στο χωροχρόνο. Μια παντρειά της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της μυθοπλασίας, της ποίησης, της μελωδίας, του «αγαπημένου ημερολογίου», του παραμυθιού και της αλήθειας.
            Είναι από τα βιβλία εκείνα που θέλω να διαβάζω ξανά και ξανά. 
            Είναι το βιβλίο της κυρίας Ιωάννας Κραουνάκη «Η εποχή μας τότε λεγόταν σήμερα» από τις εκδόσεις Μικρός Ιανός.


Σάββατο 26 Αυγούστου 2017

Για την παρέα της Φάμπρικας

Για όλα εκείνα που μοιραστήκαμε.
Για όλα εκείνα που ζήσαμε.

«…Φεύγει η νύχτα σαν μια όμορφη μιγάδα
Είναι η Φερντίνα η ψεύτικη Λέα η προσεκτική
Και πίνεις το αλκοόλ που καίει σαν τη ζωή σου
Τη ζωή σου που την πίνεις σαν οινόπνευμα…»
                                                                                              
                                                                                                       Guillaume Apollinaire


Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

… γιατί τα πάντα είναι θέμα οπτικής

Είναι μέρες που φοράω τα μαύρα μου γυαλιά και τα πάντα είναι μαύρα.
Είναι μέρες που φοράω τα λευκά μου γυαλιά και τα πάντα είναι άσπρα.
Είναι μέρες που μου χαμογελάς και μέσα από τα πολύχρωμα γυαλιά μου, 
τα πάντα γύρω μου χαμογελούν.


Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η επιστροφή

Η Νένα και η Λέλα ετοίμασαν τις αποσκευές τους, κατέβηκαν στην υποδοχή για να τακτοποιήσουν το λογαριασμό και ζήτησαν από τον υπάλληλο να καλέσει ένα ταξί. Το πλοίο θα αναχωρούσε αργά το μεσημέρι, αλλά προτιμούσαν να περιμένουν σε μια καφετέρια στο λιμάνι παρά να περιφέρονται με μια βαλίτσα στο χέρι.
Ο υπάλληλος καλούσε επανειλημμένως προσπαθώντας μάταια να τις εξυπηρετήσει:
«Δυστυχώς, δεν υπάρχει τίποτα για τα επόμενα είκοσι λεπτά.»
«Δεν πειράζει θα βγούμε στο δρόμο και ίσως, περάσει κάποιο.»
«Αν δε βιάζεστε, υπάρχει και το λεωφορείο. Περνάει κάθε μια ώρα.»
«Ναι, ξέρουμε. Δυο μέρες είμαστε εδώ και το λεωφορείο δεν το έχουμε δει.», απάντησε η Νένα.
«Τι να σας πω… Πάντως, υπάρχει.», προσπάθησε να την πείσει.
            Περπατούσαν στο χωματόδρομο προς τον κεντρικό δρόμο μέσα στη ζέστη τραβώντας τις αποσκευές. Μόλις έφθασαν στην άσφαλτο, κοίταξαν δεξιά και αριστερά αναζητώντας ταξί. Είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως το λεωφορείο ήταν μια φάρσα που τους είχαν σκαρώσει οι ντόπιοι.
            Κάθισαν κάτω από τη φυλλωσιά ενός ευκαλύπτου. Μόνο η ώρα περνούσε, ταξί κανένα. Η Λέλα πρότεινε να κάνουν ωτοστόπ. Η Νένα την κοίταξε, άνοιξε τη θήκη και της έδωσε τη φωτογραφική μηχανή:
«Τράβα καμιά φωτογραφία και σταμάτα να μιλάς.»
«Μα, γιατί; Τι είπα;»
«Βλακεία.»
«Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημά σου; Αρνείσαι να βιώσεις τη χαρά της περιπέτειας.»
«Δεν πειράζει, ας μη βιώσω τέτοια χαρά. Προτιμώ να συνεχίσω να ζω και με τα δυο μου νεφρά.»
«Μμμ… υπερβολές!»
            Ξαφνικά, πέρασε από μπροστά τους το λεωφορείο. Στάθηκαν αμήχανες. Ίσως να ήταν παραίσθηση που οφειλόταν στην υψηλή θερμοκρασία. Έβρεξαν τα πρόσωπά τους με λίγο από το εμφιαλωμένο νερό που είχαν μαζί τους για να συνέλθουν.
            Βρέθηκε ένα ταξί. Πήγαν στο λιμάνι, κάθισαν σε μια καφετέρια και χάζευαν στο δρόμο απολαμβάνοντας τον καφέ τους. Το λεωφορείο περνούσε συνέχεια. Σηκώθηκαν και έτρεξαν προς την αφετηρία. Ήθελαν να το αγγίξουν, να βεβαιωθούν ότι είναι αληθινό και όχι όραμα.
            Μόλις μερικά μέτρα πριν φθάσουν, εκείνο αναχώρησε. Βεβαιώθηκαν. Το λεωφορείο ήταν το Knight Bus κι εκείνες έφυγαν από το νησί χωρίς να βρουν ποτέ την Πλατφόρμα 9¾.

Τέλος


Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η επόμενη μέρα (στο κέντρο)

Περπατούσαν στο κέντρο. Δεν επισκέφθηκαν κανένα μνημείο. Είχαν μια επιθυμία να εξερευνήσουν τα σοκάκια του νησιού, αλλά αρκέστηκαν σε όσα βρίσκονταν στο κατώτερο επίπεδο. Οι ανηφόρες δεν ταίριαζαν καθόλου στη διάθεση τους, ούτε στις καιρικές συνθήκες.
Η ώρα κόντευε επτά το απόγευμα και ο ήλιος ακόμα έκαιγε. Στα στενά δρομάκια μικρά μαγαζιά με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπου ο επισκέπτης μπορούσε να βρει οτιδήποτε αναζητούσε. Κάτι για να ευφράνει τον ουρανίσκο του, κάτι για να δωρίσει στα αγαπημένα του πρόσωπα… και οι ντόπιοι. Λιγομίλητοι, καθισμένοι στα πεζούλια, κοιτούσαν τον κόσμο που περνούσε και περίμεναν να τελειώσει το καλοκαίρι για να ξεκουραστούν. Ίσως μερικοί να μελαγχολούσαν λιγάκι. Το τέλος της θερινής περιόδου δε σημαίνει μόνο ξεκούραση, αλλά και μοναξιά. Οι τουρίστες φεύγουν, τα περισσότερα καταστήματα κλείνουν, η κίνηση στο δρόμο μειώνεται, οι παρέες εκλείπουν. Πόσοι από εκείνους θα συνεχίσουν να μένουν εκεί και πόσοι θα δώσουν ραντεβού τον Απρίλιο;
Το άρωμα της αναμειγμένης με γάλα ζάχαρης που έβραζε σε κάποιο καζάνι τις ακολουθούσε από το ζαχαροπλαστείο ως τέλος του δρόμου, όπου ένα πειρατικό καράβι τις περίμενε για να τις ταξιδέψει ως τη χώρα του Πίτερ Παν. Εκεί που ζουν τα χαμένα παιδιά.


Σα χαμένα παιδιά κι εκείνες αναζητούσαν τη μαγεία στον ρεαλισμό και ένα λεωφορείο, το οποίο πεισματικά πλέον είχε αποφασίσει ότι δε θα εμφανιστεί. Επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα για να κάνουν μια βόλτα ως τον απέναντι όρμο. Εκεί τα φώτα είχαν σβήσει. Οι λιγοστές αναμμένες λάμπες ήταν ανεπαρκείς για να φωτίσουν όλο το τοπίο. Τα ανοιχτά μαγαζιά ελάχιστα και πουθενά κανείς δεν έτρωγε σαλάτες. Σε ένα πέτρινο υπόστεγο τα χελιδόνια είχαν χτίσει φωλιές, όμως η ερημιά ανάγκασε ακόμα κι εκείνα να πάρουν τις βαλίτσες τους και να πάνε διακοπές σε πιο κοσμοπολίτικα μέρη.
Ήπιαν ένα αναψυκτικό και επέστρεψαν στο νησί με το επόμενο καΐκι για να φάνε κάτι και, έπειτα να πάρουν το λεωφορείο και να πάνε πίσω στην περιοχή όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο, για να πιουν ένα ποτό στο μπαρ που θα είχε βραδιά με ζωντανή μουσική (τα γνωστά. Κιθάρα, χαμηλός φωτισμός και αλκοόλ).
Η αφετηρία ήταν ορατή από το τραπέζι τους, αλλά το λεωφορείο εξακολουθούσε να είναι αόρατο. Ενδεχομένως, να πέρασε όσο εκείνες βρισκόντουσαν στον απέναντι όρμο. Θα περίμεναν μια ώρα για το επόμενο δρομολόγιο.
Σχεδόν δυο ώρες αργότερα, συνέχισαν να περιπλανιούνται στο δρόμο, στο λιμάνι, στα τουριστικά μαγαζιά κι εκείνο δε φαινόταν πουθενά. Επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί και επέστρεψαν.
Εν τέλει ανακάλυψαν ότι η μόδα έχει αλλάξει και πλέον οι μαμάδες δεν κυνηγούν τα παιδάκια τους στη θάλασσα, αλλά στα μπαρ που εκείνα τρέχουν τσιρίζοντας. Τα πιτσιρίκια έτρεχαν, έπαιζαν παιχνίδια στα τελευταίας τεχνολογίας κινητά των γονέων τους, πηδούσαν στους καναπέδες και ούρλιαζαν, όση ώρα ο τραγουδιστής προσπαθούσε να πιάσει συναίσθημα στον Άμλετ της Σελήνης.
Απήλαυσαν το ποτό τους και επέστρεψαν στο ξενοδοχείο αναζητώντας καθ’ οδόν τη στάση. Πλέον ήταν επίσημο, η στάση αναδυόταν.
Ούτε εκείνη τη μέρα είδαν το λεωφορείο.


(συνεχίζεται…)


Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η επόμενη μέρα

Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Το πρωινό ξύπνημα αρκετά δύσκολο. Η νωχέλεια που προκαλείται από την κούραση, δε βοηθά ιδιαιτέρως στην αφύπνιση του οργανισμού. Ενδεχομένως, το μοναδικό κίνητρο για την απομάκρυνση από το στρώμα να ήταν το πρόγευμα, ώστε να σταματήσει να διαμαρτύρεται το στομάχι.
Ετοιμάστηκαν. Η διάθεση άκρως καλοκαιρινή. Καπέλα, αντιηλιακή κρέμα, πολύχρωμα, αέρινα ρούχα, μαγιό.
Κατέβηκαν στο χώρο υποδοχής. Ο υπάλληλος τις καλημέρισε και ήταν πρόθυμος να λύσει κάθε τους απορία. Η συμβουλή του ήταν να πάρουν το τοπικό λεωφορείο και να πάνε από τη μια μεριά του νησιού ως την άλλη, καθότι ο χρόνος παραμονής τους εκεί ούτως ή άλλως ήταν περιορισμένος. Ο ίδιος επιβεβαίωσε τα λόγια του ταξιτζή ότι, δηλαδή, το λεωφορείο περνούσε κάθε μια ώρα και είχε δρομολόγια από το πρωί ως αργά το βράδυ.
Σε αντίθεση με την κάθε μέρα που ξημέρωνε στην Αθήνα, στο νησί δεν υπήρχε άγχος. Και ο προγραμματισμός που έκαναν το προηγούμενο βράδυ είχε ήδη αναιρεθεί.
Περπάτησαν κατά μήκος του παραλιακού δρόμου και κάθισαν σε μια καφετέρια από εκείνες με τα λευκά έπιπλα και τις αυτοσχέδιες τέντες με τα πανιά στις πέργκολες και τα άνθη να δίνουν χρώμα, για να απολαύσουν το πρωινό τους διαβάζοντας τα βιβλία τους.
Ούτε η Νένα, ούτε η Λέλα ήταν ιδιαιτέρως ομιλητικές πριν από την απορρόφηση της πρώτης ποσότητας καφεΐνης από τα κύτταρά τους.


Όση ώρα βρίσκονταν στην καφετέρια δεν είδαν κανένα λεωφορείο να περνά και όση ώρα το συζητούσαν διεπίστωσαν ότι δε συνάντησαν πουθενά κάποια πινακίδα με την ένδειξη «Στάση». Από την άλλη, ίσως να την προσπέρασαν και σε ό,τι αφορούσε το λεωφορείο μπορεί να πέρασε όσο εκείνες ήταν χαμένες στην ανάγνωση.
Είχε ήδη μεσημεριάσει και πριν από μεσημεριανό γεύμα, πήγαν για μπάνιο.
Διένυσαν πολλά μέτρα για να καταφέρουν να βρουν διαθέσιμη ομπρέλα και παρόλο που η παραλία ήταν γεμάτη οικογένειες με μικρά παιδιά, δεν ακούστηκε ούτε μια μαμά να τσιρίζει.
Μια κυρία ετοιμαζόταν να φύγει κι εκείνες καραδοκούσαν να προλάβουν να τρέξουν πρώτες στην ομπρέλα της πριν προλάβει κάποιος άλλος. Η Νένα και η Λέλα αποφάσισαν ότι το καλύτερο θα ήταν να κολυμπήσουν σε βάρδιες, ώστε όση ώρα η μια κολυμπούσε, η άλλη να πρόσεχε τα πράγματα. Η Νένα φοβόταν μην της κλέψουν το κινητό και στερηθεί την επαφή με το διαδικτυακό κόσμο για τις επόμενες μέρες και η Λέλα ανησυχούσε για τη φωτογραφική της μηχανή. Δε γινόταν να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς υλικό, χωρίς να έχει απαθανατίσει καρέ – καρέ ακόμα και το μυρμήγκι που θα διέσχιζε το δρόμο. Καμία από τις δυο δεν ανησυχούσε για το ενδεχόμενο να τους κλέψουν το πορτοφόλι. Δεν ήταν υπεράνω χρημάτων, ούτε είχαν λυμένο το οικονομικό, απλώς στο παιχνίδι:
«Αν είχες ναυαγήσει σε ένα ερημονήσι, τι θα ήθελες να είχες μαζί σου;»
Η απάντηση ποτέ δεν είναι χρήματα, καθότι τι να τα κάνεις τα χρήματα σε ένα ερημονήσι; Να δωροδοκήσεις τον αλιγάτορα για να σου χαρίσει τη ζωή;!


            Όση ώρα κολυμπούσαν, παρατηρούσαν το δρόμο. Το παιχνίδι για εκείνο το τριήμερο ήταν: «Βρες το λεωφορείο!».
            Άρχισαν να έχουν σοβαρές υποψίες ότι για να επιβιβαστεί κανείς σε εκείνο το λεωφορείο, θα έπρεπε να κατέβει σε έναν υπόνομο, ο οποίος θα οδηγούσε σε ένα μυστικό πέρασμα, το οποίο θα κατέληγε σε μια αποβάθρα, από όπου κατά τακτά χρονικά διαστήματα θα αναδύονταν οι στάσεις και θα έπρεπε να προλάβουν να φθάσουν εγκαίρως για να επιβιβαστούν στο λεωφορείο πριν από την αναχώρηση του και τη βύθιση των στάσεων. Κάτι ανάλογο με το λεωφορείο προς το Hogwarts στις ταινίες «Χάρι Πόττερ».
            Εκείνες μη έχοντας μαγικές δεξιότητες και κυρίως, αγνοώντας τα μυστικά περάσματα του νησιού, αναζητούσαν διαφόρων ειδών σημάδια. Ίσως να άνοιγε κάποιο μυστικό πέρασμα κάτω από τη σημαδούρα. Η Λέλα βούτηξε και προσπάθησε να τραβήξει το σκοινί μήπως ανοίξει κάποια πύλη, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να λύσει τη σημαδούρα. Απομακρύνθηκε σφυρίζοντας αδιάφορα.
            Η Νένα θεωρώντας ότι όλα αυτά είναι βλακείες, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο από την τσάντα της και ένα στυλό και άρχισε να κάνει διάφορες συναρτήσεις, υπολογισμούς, εξισώσεις, περιοδικούς πίνακες και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το λεωφορείο θα πρέπει να περάσει από το σημείο εκείνο στις 17:37. Κοίταξαν και οι δυο τα ρολόγια τους. Είχαν στη διάθεση τους τρεις ώρες και είκοσι λεπτά. Μέσα σε εκείνο το χρονικό διάστημα έπρεπε να είχαν φάει μεσημεριανό, να πάνε στο ξενοδοχείο, να κάνουν ντους, να ετοιμαστούν και να εντοπίσουν τη στάση.
            Η ώρα ήταν 17:10. Έφυγαν βιαστικά από το δωμάτιο και καθώς περπατούσαν στο δρόμο η Νένα αναζητούσε τη στάση, ενώ η Λέλα σε κάθε βήμα σταματούσε για να φωτογραφίσει κάτι· μια πέτρα, μια σκαλιστή πόρτα, έναν ιβίσκο, μια αράχνη, κάτι… οτιδήποτε.
«Προχώρα, θα χάσουμε το λεωφορείο.»
«Μην άγχεσαι, έχουμε χρόνο.»
Κόντευαν να φθάσουν στο κέντρο του νησιού με τα πόδια και ούτε στάση είχαν δει, ούτε λεωφορεία. Η Λέλα απολάμβανε τον περίπατο, διότι είχε τη δυνατότητα να απαθανατίσει περισσότερα τοπία και αντικείμενα, ενώ η Νένα ήθελε να αρπάξει τη φωτογραφική μηχανή, να την πετάξει κάτω και να πηδάει επάνω της μέχρι να γίνει θρύψαλα.
«Και τώρα;»
«Τώρα τι;»
«Πώς θα πάμε στο κέντρο;»
«Με το λεωφορείο.»
«Οκ!»
Κοιτάχτηκαν και με σηκωμένα τα χέρια άρχισαν να φωνάζουν:
«Ταξί! Ταξί!»


(συνεχίζεται…)


Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η αναχώρηση

Οι πιο ενδιαφέρουσες διακοπές είναι εκείνες που χαρακτηρίζονται από κάτι… ανάποδο. Ανάποδο, αλλά όχι απαραιτήτως κακό. Κάτι χιουμοριστικά ανάποδο.

Η Νένα και η Λέλα είναι φίλες από το νηπιαγωγείο, εύθυμες ζωντοχήρες και συνταξιδιώτισσες.
Η Νένα είναι η αγανακτισμένη λογίστρια με τα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας που δουλεύει στα κεντρικά γραφεία ομίλου επιχειρήσεων. Τα πάντα κρύβουν μια συνάρτηση και καμία από αυτές δεν ισούται με την ηρεμία της. Δεν απελπίζεται, όμως. Μια μέρα θα πάει στην Αμερική και θα ασχοληθεί με την παραγωγή παγωτών. Πόσους υπολογισμούς να χρειάζεται η ετοιμασία ενός παγωτού;! Η σπεσιαλιτέ της θα είναι το παγωτό με την ονομασία «Λάβα», του οποίου το βασικό συστατικό θα είναι το ντοματάκι Θήρας.
Η Λέλα είναι φωτογράφος στο διαφημιστικό τμήμα μεγάλης εταιρείας παραγωγής ειδών υγιεινής. Από το πρωί ως το βράδυ φωτογραφίζει τουαλέτες και διαφόρων ειδών εξαρτήματα για αυτές. Το όνειρό της είναι να ασχοληθεί με την καλλιτεχνική φωτογράφιση με εξειδίκευση στη φωτογράφηση πυροτεχνημάτων. Τα πυροτεχνήματα είναι ένα σύμβολο ευτυχίας και τι ομορφότερο από την απαθανάτισή της.
Μπουχτισμένες από τη ρουτίνα, τα προβλήματα στη δουλειά, τη ζέστη και κυρίως, την κούραση που τους προκαλούσαν όλοι εκείνοι οι τύποι με τους οποίους έπρεπε να συναναστρέφονται καθημερινά, αποφάσισαν να περάσουν ένα τριήμερο σε νησί. Για τρεις ημέρες θα περπατούσαν, θα έβγαζαν φωτογραφίες για τα κοινωνικά δίκτυα (να συγκεντρώσουν μερικά «μου αρέσει» για να παρηγορηθούν ότι πλούσιες μπορεί να μη γίνουν, αλλά τουλάχιστον θα δοξαστούν), θα έτρωγαν λες και οι αποθήκες τροφίμων θα άδειαζαν μέσα στις επόμενες ώρες και θα έπρεπε να προλάβουν να φάνε ότι φύεται και κολυμπά. Το βράδυ για ποτά – διότι, οι διακοπές τη θέλουν την αλκοόλη τους – και αν προέκυπτε κάποιο κενό μεταξύ γεύματος και γεύματος, θα πήγαιναν στην παραλία για ένα μπανάκι.
Οι προσδοκίες για εκείνο το τριήμερο ήταν μεγάλες. Ο εγκέφαλος έπρεπε να αδειάσει επειγόντως και τα όρια της υπομονής να αυξηθούν για να καταφέρουν να αντέξουν μέχρι το επόμενο ταξίδι.


Οι αποσκευές ήταν έτοιμες από το προηγούμενο βράδυ. Η ώρα και το σημείο συνάντησης είχε οριστεί μέρες πριν από την αναχώρηση, γιατί το σημαντικό είναι να έχεις κάτι να προσμένεις.
Φυσικά και δεν τηρήθηκε τίποτε από τα δυο, ούτε το σημείο ούτε η ώρα. Η Λέλα έφθασε στο σπίτι μια ώρα πριν από την αναχώρηση του πλοίου και η Νένα την καλούσε κάθε τρία λεπτά θέτοντας το ίδιο ερώτημα:
«Πού είσαι;»
«Στο Καλλιμάρμαρο.»
Μετά από λίγο:
«Πού είσαι; Θα χάσουμε το πλοίο.»
«Μην άγχεσαι, έχουμε χρόνο.»
«Μάλιστα. Φθάνεις; Πού είσαι;»
«Στην Αθανασίου Διάκου.»
«Ακόμα;»
«Πού περίμενες να είμαι μέσα σε πέντε λεπτά; Με ταξί έρχομαι, όχι με ελικόπτερο!»
«Όχι, δε θα με συγχύσεις!», είπε κλείνοντάς της το τηλέφωνο κατάμουτρα.
            Ένα τέταρτο αργότερα η Λέλα έφθασε στο σπίτι, πήρε την αποσκευή της και βρέθηκαν με τη Νένα κάπου στη μέση. Κάλεσαν ένα ταξί και πήγαν στο λιμάνι με άλλον αέρα, σαν εκείνο των Θέλμα και Λουίζ που έφυγαν από τη βάρβαρη ζωή τους χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Μπροστά τους υπήρχε ένας δρόμος γεμάτος ελευθερία, κενός από υποχρεώσεις και σκέψεις.
            Στέκονταν στην προβλήτα μαζί με εκατοντάδες άλλους δραπέτες της πόλης. Μπαινόβγαιναν πλοία στο λιμάνι, αλλά εκείνο που περίμεναν, όχι ακόμα. Είχαν αναχωρήσει σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί προς διάφορους προορισμούς, εκτός από εκείνες.
            Το πλοίο φάνηκε. Επιβιβάστηκαν. Οι θέσεις τους ήταν δίπλα σε έναν κύριο, ο οποίος είχε το κάθισμα στο διάδρομο και μιλούσε διαρκώς στο κινητό. Μόλις τις είδε, είπε στο συνομιλητή του: «Όχι, ρε γαμώτο, θα κάτσουν κι αυτές εδώ!». Τα λόγια του εντάχθηκαν αυτομάτως στο λεξικό φράσεων καλωσορίσματος.
            Η Νένα έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και άρχισαν να ψάχνουν μέρη που θα επισκεφθούν, παραλίες, εστιατόρια, αρχαιολογικούς χώρους, τρόπους μετακίνησης εντός του νησιού. Οι παραλίες αρκετές, τα εστιατόρια πολλά, οι ιστορικοί/αρχαιολογικοί χώροι ελάχιστοι, λιγότεροι από τους τρόπους μετακίνησης. Οι άνθρωποι εκεί – εκτός από τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια – για τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούν ποδήλατα, ταξί και το λεωφορείο.
            Έφθασαν στο λιμάνι. Η Αθήνα είχε διαγραφεί ήδη από το χάρτη του μυαλού τους. Εισέπνευσαν τον αέρα της ανεμελιάς και αποβιβάστηκαν από το πλοίο.
            Η ώρα είχε πάει δέκα και μισή. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Περίμεναν στην πιάτσα. Μολονότι περνούσαν συνεχώς ταξί, η ουρά παρέμενε μεγάλη. Σκέφτηκαν τη λύση του λεωφορείου. Ίσως εκείνο να αναχωρούσε συντομότερα. Η αφετηρία ήταν λίγα μέτρα παρακάτω και λεωφορείο δε φαινόταν. Το ρίσκο μεγάλο. Αν πήγαιναν στη στάση, ίσως το λεωφορείο να αργούσε κι άλλο και να έχαναν και τη σειρά τους για ταξί. Τελικά, αποφάσισαν να μείνουν εκεί που ήταν.

Μια ώρα αργότερα.

            Είχαν αφήσει τις αποσκευές τους στο ξενοδοχείο και βγήκαν προς αναζήτηση τροφής. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα και εκείνες πεινασμένα ζόμπι. Σε μια από τις ταβέρνες, ο ιδιοκτήτης ευγενικός και γεμάτος κατανόηση τους έστρωσε το τραπέζι. Έφαγαν βιαστικά και πήγαν για ένα ποτό. Εκείνο το βράδυ, στο μπαρ είχε ζωντανή μουσική. Τραγουδιστές του έντεχνου και ροκ ρεπερτορίου από εκείνους που κάθε βράδυ έχουν την ίδια λίστα τραγουδιών για χρόνια. Η Λέλα πίστευε πως πρόκειται για μια συγκεκριμένη μουσική σχολή, όπου οι φοιτητές της διδάσκονται κιθάρα και να τραγουδούν συγκεκριμένα τραγούδια όπως το Ρίτα – Ριτάκι, τις Ρωγμές, τον Άμλετ της Σελήνης, την Ευλαμπία και ούτω καθεξής. Υπό τους ήχους εκείνων των τραγουδιών σχεδίαζαν πώς θα περάσουν την επόμενη ημέρα.
            Το πρωί θα ξυπνούσαν νωρίς, θα έτρωγαν πρωινό, θα πήγαιναν στην παραλία για μπάνιο, το μεσημέρι για φαγητό, το απόγευμα θα έπαιρναν το λεωφορείο για να εξερευνήσουν τον τόπο, διότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του ταξιτζή, τα δρομολόγια του λεωφορείου είναι συχνά, κάθε μια ώρα, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και κάνει το γύρο του νησιού.
                                                                                                                                   (συνεχίζεται…) 



Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

Το σημερινό πρωινό

Καφές, σημειωματάριο και φαντασία. Καλημέρα! 
Coffee, notebook and fantasy. Good morning!
Café, cuaderno y fantasía. ¡Buenos días!
Кофе, блокнот и фантазия. Добрый день!


Τετάρτη 2 Αυγούστου 2017

Φεύγω.

Είναι οριστικό. Δε θα είμαι εδώ τις επόμενες εβδομάδες.
Βαρέθηκα να είμαι μόνη μου σε μια πόλη φάντασμα που τον Αύγουστο αδειάζει και δεν υπάρχει κανείς και τίποτα να τη γεμίσει. Βαρέθηκα να περιμένω μια αλλαγή. Φέτος αποφάσισα να την επιδιώξω.
Ετοίμασα την τετράγωνη, δερμάτινη, μαύρη μου βαλίτσα που είχα αγοράσει κάποτε από το Παρίσι, γιατί όσο την κοιτούσα στη βιτρίνα του καταστήματος τόσο περισσότερο με ταξίδευε στο χρόνο. Δεν έχει ροδάκια, ούτε μεγαλύτερο χερούλι για να την κουβαλώ. Δεν έχει σχέδια για να είναι αρεστή στο βλέμμα, ούτε αυτοκόλλητα. Σκέτη, μονόχρωμη, μαύρη, ιδανική για να κουβαλάει αναμνήσεις, οι οποίες πρέπει να παραμείνουν μυστικές.
Δε θα πάρω πολλά πράγματα μαζί μου. Εξάλλου, χρειάζομαι μονάχα τα βασικά. Εκεί που πηγαίνω τα απλά είναι υπεραρκετά. 
Δεν έχω εισιτήριο. Δεν είναι η πρώτη φορά. Με αγχώνει η αγορά του εισιτηρίου πριν από το ταξίδι. Νιώθω πως δε θα φθάσω ποτέ στον προορισμό μου. Κάπου θα καθυστερήσω, κάτι θα γίνει και τότε το πλοίο, το αεροπλάνο, το τρένο… θα φύγουν κι εγώ θα κουνώ το μαντήλι από μακριά. Όχι! Δε θέλω εισιτήριο. Θα το αγοράσω μόλις φθάσω στο σταθμό. Μπορεί να το μετανιώσω. Μπορεί να αλλάξω γνώμη. Μπορεί, τελικά, να επιλέξω διαφορετικό προορισμό. Το συνηθίζω, ξέρεις. Αναποφάσιστη ως την τελευταία στιγμή.
Φόρεσα το ψάθινο καπέλο (ξέρεις, εκείνο με την κορδέλα) και ξεκίνησα για το σταθμό των τρένων. Όχι, δε θα πάω σε νησί. Θα πάω σε ένα παραθαλάσσιο μέρος, γεμάτο γιασεμιά και πέλαγο από τη μια πλευρά, και ένα βουνό να υψώνεται από την άλλη που μοιάζει με φωλιά του φεγγαριού – σα να είναι η προστατευτική ασπίδα του τόπου, το διαχωριστικό μεταξύ της κοσμοπολίτικης ζωής και της απλότητας. Οι άνθρωποι εκεί ζουν διαφορετικά. Σε άλλους ρυθμούς, ξέγνοιαστους και είναι η ζωή που πάντοτε μου άρεσε. Να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι μου, να καλημερίζω χαμογελαστούς ανθρώπους, να πηγαίνω για ψάρεμα, να περπατάω στην παραλία, να κολυμπώ στους βυθούς αναζητώντας κοχύλια, να ζω μέσα στη φύση, να σου γράφω για όσα βλέπω και όσα μου συμβαίνουν.
Πρέπει να σε αφήσω, ήρθε η ώρα να ξεκινήσω το ταξίδι μου. Παρόλ’ αυτά, θα ήθελα να θυμάσαι ότι δεν έχει σημασία πόσο κοντά ή μακριά θα πάω. Όπου κι αν βρίσκομαι, θα σε σκέφτομαι.


Σε φιλώ!


Τα σκαλοπάτια

Υπάρχουν έννοιες, των οποίων η σημασία διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. 
Επί παραδείγματι, οι ορισμοί των λέξεων επιτυχία, ευτυχία, παράδεισος... είναι τόσο υποκειμενικοί.
Το μόνο κοινό σημείο είναι ότι για να οδηγηθείς σε καθένα από αυτά, θα πρέπει να ανέβεις ένα – ένα τα σκαλιά.