Κυριακή 6 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η αναχώρηση

Οι πιο ενδιαφέρουσες διακοπές είναι εκείνες που χαρακτηρίζονται από κάτι… ανάποδο. Ανάποδο, αλλά όχι απαραιτήτως κακό. Κάτι χιουμοριστικά ανάποδο.

Η Νένα και η Λέλα είναι φίλες από το νηπιαγωγείο, εύθυμες ζωντοχήρες και συνταξιδιώτισσες.
Η Νένα είναι η αγανακτισμένη λογίστρια με τα κοκάλινα γυαλιά μυωπίας που δουλεύει στα κεντρικά γραφεία ομίλου επιχειρήσεων. Τα πάντα κρύβουν μια συνάρτηση και καμία από αυτές δεν ισούται με την ηρεμία της. Δεν απελπίζεται, όμως. Μια μέρα θα πάει στην Αμερική και θα ασχοληθεί με την παραγωγή παγωτών. Πόσους υπολογισμούς να χρειάζεται η ετοιμασία ενός παγωτού;! Η σπεσιαλιτέ της θα είναι το παγωτό με την ονομασία «Λάβα», του οποίου το βασικό συστατικό θα είναι το ντοματάκι Θήρας.
Η Λέλα είναι φωτογράφος στο διαφημιστικό τμήμα μεγάλης εταιρείας παραγωγής ειδών υγιεινής. Από το πρωί ως το βράδυ φωτογραφίζει τουαλέτες και διαφόρων ειδών εξαρτήματα για αυτές. Το όνειρό της είναι να ασχοληθεί με την καλλιτεχνική φωτογράφιση με εξειδίκευση στη φωτογράφηση πυροτεχνημάτων. Τα πυροτεχνήματα είναι ένα σύμβολο ευτυχίας και τι ομορφότερο από την απαθανάτισή της.
Μπουχτισμένες από τη ρουτίνα, τα προβλήματα στη δουλειά, τη ζέστη και κυρίως, την κούραση που τους προκαλούσαν όλοι εκείνοι οι τύποι με τους οποίους έπρεπε να συναναστρέφονται καθημερινά, αποφάσισαν να περάσουν ένα τριήμερο σε νησί. Για τρεις ημέρες θα περπατούσαν, θα έβγαζαν φωτογραφίες για τα κοινωνικά δίκτυα (να συγκεντρώσουν μερικά «μου αρέσει» για να παρηγορηθούν ότι πλούσιες μπορεί να μη γίνουν, αλλά τουλάχιστον θα δοξαστούν), θα έτρωγαν λες και οι αποθήκες τροφίμων θα άδειαζαν μέσα στις επόμενες ώρες και θα έπρεπε να προλάβουν να φάνε ότι φύεται και κολυμπά. Το βράδυ για ποτά – διότι, οι διακοπές τη θέλουν την αλκοόλη τους – και αν προέκυπτε κάποιο κενό μεταξύ γεύματος και γεύματος, θα πήγαιναν στην παραλία για ένα μπανάκι.
Οι προσδοκίες για εκείνο το τριήμερο ήταν μεγάλες. Ο εγκέφαλος έπρεπε να αδειάσει επειγόντως και τα όρια της υπομονής να αυξηθούν για να καταφέρουν να αντέξουν μέχρι το επόμενο ταξίδι.


Οι αποσκευές ήταν έτοιμες από το προηγούμενο βράδυ. Η ώρα και το σημείο συνάντησης είχε οριστεί μέρες πριν από την αναχώρηση, γιατί το σημαντικό είναι να έχεις κάτι να προσμένεις.
Φυσικά και δεν τηρήθηκε τίποτε από τα δυο, ούτε το σημείο ούτε η ώρα. Η Λέλα έφθασε στο σπίτι μια ώρα πριν από την αναχώρηση του πλοίου και η Νένα την καλούσε κάθε τρία λεπτά θέτοντας το ίδιο ερώτημα:
«Πού είσαι;»
«Στο Καλλιμάρμαρο.»
Μετά από λίγο:
«Πού είσαι; Θα χάσουμε το πλοίο.»
«Μην άγχεσαι, έχουμε χρόνο.»
«Μάλιστα. Φθάνεις; Πού είσαι;»
«Στην Αθανασίου Διάκου.»
«Ακόμα;»
«Πού περίμενες να είμαι μέσα σε πέντε λεπτά; Με ταξί έρχομαι, όχι με ελικόπτερο!»
«Όχι, δε θα με συγχύσεις!», είπε κλείνοντάς της το τηλέφωνο κατάμουτρα.
            Ένα τέταρτο αργότερα η Λέλα έφθασε στο σπίτι, πήρε την αποσκευή της και βρέθηκαν με τη Νένα κάπου στη μέση. Κάλεσαν ένα ταξί και πήγαν στο λιμάνι με άλλον αέρα, σαν εκείνο των Θέλμα και Λουίζ που έφυγαν από τη βάρβαρη ζωή τους χωρίς να κοιτάξουν πίσω. Μπροστά τους υπήρχε ένας δρόμος γεμάτος ελευθερία, κενός από υποχρεώσεις και σκέψεις.
            Στέκονταν στην προβλήτα μαζί με εκατοντάδες άλλους δραπέτες της πόλης. Μπαινόβγαιναν πλοία στο λιμάνι, αλλά εκείνο που περίμεναν, όχι ακόμα. Είχαν αναχωρήσει σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί προς διάφορους προορισμούς, εκτός από εκείνες.
            Το πλοίο φάνηκε. Επιβιβάστηκαν. Οι θέσεις τους ήταν δίπλα σε έναν κύριο, ο οποίος είχε το κάθισμα στο διάδρομο και μιλούσε διαρκώς στο κινητό. Μόλις τις είδε, είπε στο συνομιλητή του: «Όχι, ρε γαμώτο, θα κάτσουν κι αυτές εδώ!». Τα λόγια του εντάχθηκαν αυτομάτως στο λεξικό φράσεων καλωσορίσματος.
            Η Νένα έβγαλε το κινητό από την τσάντα της και άρχισαν να ψάχνουν μέρη που θα επισκεφθούν, παραλίες, εστιατόρια, αρχαιολογικούς χώρους, τρόπους μετακίνησης εντός του νησιού. Οι παραλίες αρκετές, τα εστιατόρια πολλά, οι ιστορικοί/αρχαιολογικοί χώροι ελάχιστοι, λιγότεροι από τους τρόπους μετακίνησης. Οι άνθρωποι εκεί – εκτός από τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια – για τις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούν ποδήλατα, ταξί και το λεωφορείο.
            Έφθασαν στο λιμάνι. Η Αθήνα είχε διαγραφεί ήδη από το χάρτη του μυαλού τους. Εισέπνευσαν τον αέρα της ανεμελιάς και αποβιβάστηκαν από το πλοίο.
            Η ώρα είχε πάει δέκα και μισή. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Περίμεναν στην πιάτσα. Μολονότι περνούσαν συνεχώς ταξί, η ουρά παρέμενε μεγάλη. Σκέφτηκαν τη λύση του λεωφορείου. Ίσως εκείνο να αναχωρούσε συντομότερα. Η αφετηρία ήταν λίγα μέτρα παρακάτω και λεωφορείο δε φαινόταν. Το ρίσκο μεγάλο. Αν πήγαιναν στη στάση, ίσως το λεωφορείο να αργούσε κι άλλο και να έχαναν και τη σειρά τους για ταξί. Τελικά, αποφάσισαν να μείνουν εκεί που ήταν.

Μια ώρα αργότερα.

            Είχαν αφήσει τις αποσκευές τους στο ξενοδοχείο και βγήκαν προς αναζήτηση τροφής. Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα και εκείνες πεινασμένα ζόμπι. Σε μια από τις ταβέρνες, ο ιδιοκτήτης ευγενικός και γεμάτος κατανόηση τους έστρωσε το τραπέζι. Έφαγαν βιαστικά και πήγαν για ένα ποτό. Εκείνο το βράδυ, στο μπαρ είχε ζωντανή μουσική. Τραγουδιστές του έντεχνου και ροκ ρεπερτορίου από εκείνους που κάθε βράδυ έχουν την ίδια λίστα τραγουδιών για χρόνια. Η Λέλα πίστευε πως πρόκειται για μια συγκεκριμένη μουσική σχολή, όπου οι φοιτητές της διδάσκονται κιθάρα και να τραγουδούν συγκεκριμένα τραγούδια όπως το Ρίτα – Ριτάκι, τις Ρωγμές, τον Άμλετ της Σελήνης, την Ευλαμπία και ούτω καθεξής. Υπό τους ήχους εκείνων των τραγουδιών σχεδίαζαν πώς θα περάσουν την επόμενη ημέρα.
            Το πρωί θα ξυπνούσαν νωρίς, θα έτρωγαν πρωινό, θα πήγαιναν στην παραλία για μπάνιο, το μεσημέρι για φαγητό, το απόγευμα θα έπαιρναν το λεωφορείο για να εξερευνήσουν τον τόπο, διότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του ταξιτζή, τα δρομολόγια του λεωφορείου είναι συχνά, κάθε μια ώρα, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ και κάνει το γύρο του νησιού.
                                                                                                                                   (συνεχίζεται…) 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου