Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Χαμένες στο Hogwarts – Η επόμενη μέρα (στο κέντρο)

Περπατούσαν στο κέντρο. Δεν επισκέφθηκαν κανένα μνημείο. Είχαν μια επιθυμία να εξερευνήσουν τα σοκάκια του νησιού, αλλά αρκέστηκαν σε όσα βρίσκονταν στο κατώτερο επίπεδο. Οι ανηφόρες δεν ταίριαζαν καθόλου στη διάθεση τους, ούτε στις καιρικές συνθήκες.
Η ώρα κόντευε επτά το απόγευμα και ο ήλιος ακόμα έκαιγε. Στα στενά δρομάκια μικρά μαγαζιά με παραδοσιακή αρχιτεκτονική, όπου ο επισκέπτης μπορούσε να βρει οτιδήποτε αναζητούσε. Κάτι για να ευφράνει τον ουρανίσκο του, κάτι για να δωρίσει στα αγαπημένα του πρόσωπα… και οι ντόπιοι. Λιγομίλητοι, καθισμένοι στα πεζούλια, κοιτούσαν τον κόσμο που περνούσε και περίμεναν να τελειώσει το καλοκαίρι για να ξεκουραστούν. Ίσως μερικοί να μελαγχολούσαν λιγάκι. Το τέλος της θερινής περιόδου δε σημαίνει μόνο ξεκούραση, αλλά και μοναξιά. Οι τουρίστες φεύγουν, τα περισσότερα καταστήματα κλείνουν, η κίνηση στο δρόμο μειώνεται, οι παρέες εκλείπουν. Πόσοι από εκείνους θα συνεχίσουν να μένουν εκεί και πόσοι θα δώσουν ραντεβού τον Απρίλιο;
Το άρωμα της αναμειγμένης με γάλα ζάχαρης που έβραζε σε κάποιο καζάνι τις ακολουθούσε από το ζαχαροπλαστείο ως τέλος του δρόμου, όπου ένα πειρατικό καράβι τις περίμενε για να τις ταξιδέψει ως τη χώρα του Πίτερ Παν. Εκεί που ζουν τα χαμένα παιδιά.


Σα χαμένα παιδιά κι εκείνες αναζητούσαν τη μαγεία στον ρεαλισμό και ένα λεωφορείο, το οποίο πεισματικά πλέον είχε αποφασίσει ότι δε θα εμφανιστεί. Επιβιβάστηκαν σε μια βάρκα για να κάνουν μια βόλτα ως τον απέναντι όρμο. Εκεί τα φώτα είχαν σβήσει. Οι λιγοστές αναμμένες λάμπες ήταν ανεπαρκείς για να φωτίσουν όλο το τοπίο. Τα ανοιχτά μαγαζιά ελάχιστα και πουθενά κανείς δεν έτρωγε σαλάτες. Σε ένα πέτρινο υπόστεγο τα χελιδόνια είχαν χτίσει φωλιές, όμως η ερημιά ανάγκασε ακόμα κι εκείνα να πάρουν τις βαλίτσες τους και να πάνε διακοπές σε πιο κοσμοπολίτικα μέρη.
Ήπιαν ένα αναψυκτικό και επέστρεψαν στο νησί με το επόμενο καΐκι για να φάνε κάτι και, έπειτα να πάρουν το λεωφορείο και να πάνε πίσω στην περιοχή όπου βρισκόταν το ξενοδοχείο, για να πιουν ένα ποτό στο μπαρ που θα είχε βραδιά με ζωντανή μουσική (τα γνωστά. Κιθάρα, χαμηλός φωτισμός και αλκοόλ).
Η αφετηρία ήταν ορατή από το τραπέζι τους, αλλά το λεωφορείο εξακολουθούσε να είναι αόρατο. Ενδεχομένως, να πέρασε όσο εκείνες βρισκόντουσαν στον απέναντι όρμο. Θα περίμεναν μια ώρα για το επόμενο δρομολόγιο.
Σχεδόν δυο ώρες αργότερα, συνέχισαν να περιπλανιούνται στο δρόμο, στο λιμάνι, στα τουριστικά μαγαζιά κι εκείνο δε φαινόταν πουθενά. Επιβιβάστηκαν σε ένα ταξί και επέστρεψαν.
Εν τέλει ανακάλυψαν ότι η μόδα έχει αλλάξει και πλέον οι μαμάδες δεν κυνηγούν τα παιδάκια τους στη θάλασσα, αλλά στα μπαρ που εκείνα τρέχουν τσιρίζοντας. Τα πιτσιρίκια έτρεχαν, έπαιζαν παιχνίδια στα τελευταίας τεχνολογίας κινητά των γονέων τους, πηδούσαν στους καναπέδες και ούρλιαζαν, όση ώρα ο τραγουδιστής προσπαθούσε να πιάσει συναίσθημα στον Άμλετ της Σελήνης.
Απήλαυσαν το ποτό τους και επέστρεψαν στο ξενοδοχείο αναζητώντας καθ’ οδόν τη στάση. Πλέον ήταν επίσημο, η στάση αναδυόταν.
Ούτε εκείνη τη μέρα είδαν το λεωφορείο.


(συνεχίζεται…)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου