Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (V)

            Κυριακή πρωί. Ξύπνησε, ήπιε έναν καφέ στο μπαλκόνι δίπλα στην ανθισμένη μπουκαμβίλια, της οποίας τα κλαδιά έφθαναν από τον κάτω όροφο ως τα κάγκελα του μπαλκονιού της. Φωτογράφισε τα άνθη της και τη δημοσίευσε στο instagram για να καλημερίσει τους χιλιάδες θαυμαστές της.
            Από το διπλανό διαμέρισμα ακουγόταν το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ξυπνούσε κάθε Κυριακή στις επτά και μισή. Συντόνιζαν το ραδιόφωνο για να ακούσουν τις ψαλμωδίες όση ώρα ετοιμάζονταν. Έπιναν ζεστό γάλα με μέλι και έτρωγαν δυο φρυγανιές ο καθένας αλειμμένες με μαρμελάδα βερίκοκο. Έπειτα φορούσαν τα καλά τους, εκκλησιάζονταν και στο τέλος, της λειτουργίας, έκαναν έναν περίπατο στο Ζάππειο, έπιναν ένα καφέ και επέστρεφαν στο σπίτι.
 Ένα πρωινό που ο καιρός ήταν βροχερός και δεν είχαν διάθεση να βγουν, είχαν καλέσει τη Μαρουλίτα για να προγευματίσει μαζί τους. Το διαμέρισμά τους τής θύμισε το πατρικό της, όπου η μάνα της ως βασικό στοιχείο διακόσμησης είχε τα κοφτά σεμεδάκια και πάντα στο κέντρο του τραπεζιού, ένα βάζο με τη βοσκοπούλα και πλαστικά λουλούδια, τα οποία αντικαθιστούσε με φυσικά τις γιορτινές ημέρες.
Η ηλικιωμένη γυναίκα την ξενάγησε στο διαμέρισμα. Δεν της είχε τύχει να την επισκεφθεί ξανά ντίβα του θεάτρου και είχε ενθουσιαστεί που το άρωμα μιας πρωταγωνίστριας είχε επισκιάσει το ροδόνερο με την έντονη, σχεδόν πικάντικη μυρωδιά, που τους είχε φέρει μια ανιψιά τους από ένα ταξίδι της στην Βουλγαρία. Η αύρα της έμοιαζε σα να άφηνε χρυσόσκονη στο πέρασμά της και η ηλικιωμένη γυναίκα, αυτό το έβρισκε καταπληκτικό. Ήθελε αυτή η μαγεία να περάσει σε κάθε μέρος του σπιτιού, σε κάθε πόρο των φρεσκοβαμμένων τότε τοίχων. Την παρακάλεσε να τους τραγουδήσει και, μολονότι η Μαρουλίτα δεν τραγουδούσε ποτέ πρωινές ώρες για να προστατεύσει τη φωνή της, δεν μπόρεσε να το αρνηθεί σε εκείνο το ζευγάρι γέρικων ματιών που σχεδόν υγρά την ικέτευαν. Οι κλίμακες της φωνής της ξεδιπλώνονταν αργά – αργά, τόσο που το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων ήταν μεγαλύτερο από τα εξήντα τετραγωνικά. Ερμήνευσε ένα μέρος από την Αΐντα και όταν τελείωσε τη χειροκροτούσαν και από τις διπλανές πολυκατοικίες. Είχε πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες θεατρικές παραστάσεις της Ελλάδος και του εξωτερικού, αλλά εκείνοι οι δυο ηλικιωμένοι που σηκώθηκαν και με δάκρυα στα μάτια την χειροκροτούσαν φωνάζοντας ενθουσιασμένοι:
«Μπράβο!»
και από τα γύρω μπαλκόνια περίμεναν να ερμηνεύσει ακόμα ένα απόσπασμα, δεν το είχε ζήσει σε κανένα θέατρο του κόσμου, ούτε καν στη Σκάλα του Μιλάνου, γιατί κανένα κοινό δεν της είχε προκαλέσει ρίγη συγκίνησης. Ήταν δεδομένο ότι όποιος πήγαινε να ακούσει την ερμηνεία της, θα μαγευόταν. Εκείνη ήταν η μοναδική φορά που η ίδια μαγεύτηκε από το κοινό και αυτό δεν ήταν δεδομένο. Και πόσο ανόητη ένιωσε που πριν από μερικές ώρες, στεκόταν στην πόρτα του διαμερίσματος τους και απέφευγε να χτυπήσει το κουδούνι, γιατί το πιθανότερο θα ήταν το διαμέρισμα να είχε τη μυρωδιά των νιάτων που μπήκαν στη ναφθαλίνη και του λιβανιού που θα τους συνόδευε στο άπειρο. Πόσο ανόητη ένιωσε, που πριν από μερικές ώρες, δεν της πέρασε από το μυαλό ότι εκείνο θα ήταν το πιο ενδιαφέρον πρωινό της ζωής της.
            Ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ και σηκώθηκε για να ντυθεί.
            Στο σπίτι της Άννας φορούσαν πάντοτε άνετα ρούχα, γιατί ήταν σαν το σπίτι τους. Στη ζεστασιά της οικοδέσποινας, στο αγαπησιάρικο δέσιμο της παρέας, δεν χωρούσαν τύποι και αυστηρά ντυσίματα. Μόνο γέλια, παιχνίδια, χορός και τραγούδι.
            Ο Βελισάριος είχε φροντίσει ένα χώρο στη ντουλάπα του να τον ονομάσει
“Κοστούμια για τα καλέσματα της Άννας” και εκεί είχε μόνο φόρμες και άνετα παντελόνια, πουλόβερ ή μακό μπλουζάκια αναλόγως την εποχή. Όλες τις υπόλοιπες ημέρες προτιμούσε τα κοστούμια.
            Η Μαρουλίτα δεν φορούσε φόρμες. Ακόμα και τις δουλειές του σπιτιού τής έκανε φορώντας ρομπ – ντε – σαμπρ. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη με κοστούμια από το θέατρο, επίσημα ενδύματα, ταγιέρ… Έψαχνε να βρει ένα ξεχασμένο τζιν που είχε καταχωνιάσει κάπου στην ντουλάπα. Είχε πετάξει σχεδόν όλα τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι και εκείνο το τζιν ακόμα δεν είχε βρεθεί. Η τελευταία της ελπίδα ήταν μια βαλίτσα, όπου αποθήκευε όσα επέλεγε σπανίως να φορέσει. Ούτε εκεί. Φόρεσε ένα φόρεμα, τις χαμηλοτάκουνες γόβες της έριξε και μια εσάρπα στους ώμους της και πήγε στο Μοναστηράκι να βρει ένα παντελόνι. Όλο και κάποιο μαγαζί θα ήταν ανοιχτό.
            Μπήκε σε ένα κατάστημα με νεανικά ρούχα. Η πωλήτρια την κοιτούσε περίεργα:
«Καλημέρα. Ναι, εγώ είμαι, αγαπητή μου, μη με κοιτάζετε έτσι. Θα σας υπογράψω ένα αυτόγραφο αργότερα. Προς το παρόν, επείγομαι.»
«Καλημέρα. Δεν ξέρω ποια είστε, αλλά δε νομίζω να έχουμε αυτό που θέλετε.»
«Ξέρετε τι θέλω;»
«Φαντάζομαι, κάποιο ταγιέρ.»
«Δεν έχετε φαντασία, αγαπητή μου, λυπάμαι. Ένα τζιν ψάχνω.»
«Για την κορούλα σας; Βεβαίως, περάστε.», χαμογέλασε η πωλήτρια και έκανε στην άκρη για να περάσει η Μαρουλίτα.
«Κοιτάξτε, δεν το σχολίασα από σεμνότητα και μετριοφροσύνη, αλλά μου φαίνεται πως εσείς είστε αδιόρθωτη. Είμαι η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο. Αν κάνεις μια αναζήτηση στο ίντερνετ, θα καταλάβεις πόσο μεγάλη τιμή είναι για σένα να με εξυπηρετείς. Και δεν έχω κορούλα. Είναι για μένα. Έχεις ή να πάω αλλού; Δεν έχω χρόνο για χάσιμο.»
«Το νουμεράκι σας;»
«Μεγαλύτερο από το δικό σας σίγουρα. Έχετε ή θα με καθυστερείτε αδίκως;»
«Να ψάξω. Δώστε μου ένα λεπτό.»
Η πωλήτρια δεν βρήκε τίποτα σε τζιν παντελόνι μεγαλύτερο από το medium. Εκείνο το μικροσκοπικό μεσαίο μέγεθος, όπου καμία φυσιολογική γυναίκα, όσο αδύνατη και να ήταν, δεν έμπαινε.
Συνέχισε να ψάχνει και σε δυο – τρία μαγαζιά ακόμα και κατέληξε σε ένα που είχε ρούχα από δεύτερο χέρι. Παρόλο που απεχθανόταν τα “δεύτερα χέρια”, τόσο για λόγους γοήτρου όσο και για λόγους υγειονομικούς – αν και ήξερε ότι τα περνούσαν από τον κλίβανο πριν βρεθούν στα ράφια, δεν έπαυε να τα θεωρεί σιχαμερά. Πλήρωσε και επέστρεψε στο σπίτι για να ετοιμαστεί καταλλήλως για το γεύμα στο σπίτι της Άννας.
Φόρεσε με μεγάλη δυσκολία το καινούργιο τζιν. Ανατρίχιασε που στο δέρμα της ακουμπούσε ένα ύφασμα, το οποίο δεν είχε επισκεφθεί πρώτα το δικό της πλυντήριο για να είναι σίγουρη ότι θα είχε εκτελέσει με τη δύναμη των μπλε και πράσινων κόκκων και το τελευταίο μικρόβιο που κατάφερε να κρυφτεί για να μην μετατραπεί σε ατμό.
Το συνδύασε με ένα ροζ – σομόν βαμβακερό πουκάμισο και μια μάλλινη γκρι ζακέτα. Τίναξε τα μαλλιά της για να φαίνονται επιμελώς ατημέλητα, έκανε ένα ελαφρύ μακιγιάζ, έβαλε σε μια σακούλα τεκίλα, λάιμ και αλάτι για να τους φτιάξει μαργαρίτες, πήρε το τσαντάκι της, κλειδιά, κινητό και ήταν έτοιμη να φύγει. Βγήκε από το διαμέρισμα, πήγε να κλειδώσει και είχε ξεχάσει να βάλει κόκκινο κραγιόν. Καταστροφή! Άνοιξε την πόρτα, έβαψε τα χείλη της κόκκινα και τότε ήταν πραγματικά έτοιμη προς αναχώρηση.

Όταν έφθασε στο σπίτι της Άννας δεν είχε πάει κανείς άλλος, όμως δεν την ενόχλησε καθόλου. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τα πουν για λίγο οι δυο τους.
Κλείστηκαν στην κουζίνα. Η Μαρουλίτα έφτιαξε ένα πράσινο τσάι και τη μια στιγμή καθόταν στην καρέκλα και την άλλη, σαν τη μέλισσα, γυρόφερνε την Άννα:
«Μπορείς να σταθείς σε μια μεριά; Με εμποδίζεις και σε λίγο θα έρθει ο κόσμος. Πρέπει να ετοιμάσω.»
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μου θύμωσε, επειδή δεν καταδέχτηκα να με ταπεινώνει ένας σκηνοθετάκος.»
«Ε, όχι και σκηνοθετάκος!»
«Τώρα μιλάμε για τα δικά μου συναισθήματα. Τι σου είπε; Θα έρθει;»
«Δεν ξέρω. Δεν μιλήσαμε. Είναι κλειστό το τηλέφωνό του. Λες να έπαθε τίποτα;»
«Μπα, θα το μαθαίναμε.»
Το κουδούνι χτύπησε. Η Μαρουλίτα άφησε την κούπα στο τραπέζι και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα.
«Γειά…»
«Γειά σου και σένα. Δεν περίμενα να χαρείς… καθόλου, μετά από τόσους μήνες που έχουμε να μιλήσουμε.»
«Συγγνώμη, Χρύσα. Δεν είμαι στα καλά μου. Εσύ ξέρεις αν θα έρθει ο Βελισάριος;»
«Να περάσω, γιατί έχουν πιαστεί τα χέρια μου να κρατάω τη γαβάθα και όλα αυτά τα πράγματα;»
Η Χρύσα πήγε στην κουζίνα να αφήσει την γαβάθα με την μακαρονοσαλάτα και μερικά γλυκίσματα. Όταν την είδε η Άννα, σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα, την καλωσόρισε φιλώντας τη σταυρωτά και τη βοήθησε να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο.
«Καλησπέρα, Άννα μου!», η Χρύσα έβγαλε το πανωφόρι της, «Τι έγινε, Μαρουλίτα, πάλι τσακωθήκατε εσείς οι δυο;»
«Τα κλασικά. Ακόμα δεν τους έμαθες;», πετάχτηκε η Άννα.

Σιγά – σιγά είχαν μαζευτεί όλοι. Το τραπέζι στρωμένο με διαφόρων ειδών εδέσματα από τη μεξικανική κουζίνα. Περίμεναν μισή ώρα ακόμα μήπως ερχόταν ο Κύρος και ο Βελισάριος.
Έπειτα από μερικά λεπτά εμφανίστηκε ο Κύρος και η Μαρουλίτα ήταν πεπεισμένη πια ότι ο Βελισάριος, δε θα ερχόταν.
            Κάθισαν στο τραπέζι. Ο Κύρος φρόντισε να καθίσει δίπλα στη Μαρουλίτα:
«Καλησπέρα. Είμαι ο Κύρος, ο κουμπάρος της Άννας. Δεν έχει τύχει να γνωριστούμε.»
«Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο.», πρότεινε το χέρι της για χειραψία. Ο Κύρος το έπιασε τρυφερά και της έκανε χειροφίλημα.
«Κοίτα σύμπτωση! Πέρσι μου είχαν πει για μια παράσταση στην όπερα που πρωταγωνιστούσε μια συνονόματή σου. Είστε συγγενείς;»
«Ναι, σιαμαίες.»
«Διακρίνω μια ειρωνεία;»
«Είναι το χιούμορ μου λίγο περίεργο. Με συγχωρείτε.», έσπρωξε ελαφρώς την καρέκλα της για να σηκωθεί.
«Μήπως να αφήναμε τον πληθυντικό; Μια παρέα είμαστε.»
«Θα προτιμούσα να τον διατηρήσουμε. Στην παρέα σας να μιλάτε όπως θέλετε, εγώ δε σας ήξερα και από χθες.»
Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε τα χέρια της. Ο ερωτισμός που εξέπεμπε δεν σήμαινε ότι ήταν μια ανοιχτή πόρτα για να μπαινοβγαίνει στη ζωή της όποιος και όποτε ήθελε και ειδικά, εκείνη την Κυριακή είχε κλειδαμπαρώσει. Επέστρεψε στο τραπέζι.
            Όλοι συζητούσαν, γελούσαν, αλληλοπειράζονταν και ο Κύρος την φλέρταρε ασταμάτητα.
«Φάγατε; Βοηθήστε με να μαζέψω για να περάσουμε στην πινιάτα!»
Η Άννα πάντα τους ξεσήκωνε με τις ιδέες της και σαν μικρά παιδιά έτρεξαν όλοι να βοηθήσουν να αδειάσει το τραπέζι από τα περιττά και να αρχίσει το παιχνίδι.
            Σχημάτισαν μια σειρά και ένας – ένας προσπαθούσε με κλειστά τα μάτια να χτυπήσει την πινιάτα που είχε σχήμα κάκτου. Η Μαρουλίτα κατάφερε με ένα χτύπημα να κόψει τον σπάγκο και να τη ρίξει στο πάτωμα, χωρίς όμως να την σπάσει.
            Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα. Έριξε μια ματιά στο δρόμο. Πουθενά το αυτοκίνητό του. Όσο η ώρα περνούσε τόσο μειώνονταν οι ελπίδες της.
«Περιμένεις κάποιον;», ρώτησε ο Κύρος.
«Ναι.»
«Καπνίζεις;»
«Όχι.», του απάντησε ξερά και πήγε στο μπαρ να ετοιμάσει μαργαρίτες για όλους.
Προσπάθησε να καλέσει τον Βελισάριο στο κινητό. Απενεργοποιημένο.
Ετοίμασε δεύτερη μαργαρίτα. Δε θα έκλαιγε σαν μικρό κοριτσάκι που του έκλεψαν το παιχνίδι.
«Σας περισσεύει ακόμα εκείνο το τσιγάρο;», ρώτησε τον Κύρο.
«Παρακαλώ.», άνοιξε το πακέτο και της προσέφερε ένα. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του για να της το ανάψει.
«Έχεις ωραίο βλέμμα.»
«Έχω συνηθισμένο βλέμμα. Τι θα γίνει, θα μου το ανάψετε;»
«Δεν μου έχει τύχει να τους ανάβω το τσιγάρο και να με κοιτάζουν στα μάτια.»
«Εγώ τους κοιτάζω όλους στα μάτια. Ακόμα και όταν μου ανάβουν το τσιγάρο.»
«Σας το ανάβουν συχνά;», τη ρώτησε προσθέτοντας ερωτική χροιά στη φωνή του.
«Έχεις τρελαθεί;! Τι κάνεις εκεί;», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα.
Ο αναπτήρας παρέμεινε αναμμένος, ενώ εκείνη πέταξε το τσιγάρο από το στόμα της και έτρεξε να αγκαλιάσει τον Βελισάριο που μόλις είχε μπει στο διαμέρισμα. Άρχισε να τον φιλάει σε όλο το πρόσωπο και να αφήνει τα αποτυπώματα των κόκκινων χειλιών της:
«Πού ήσουν; Ξέρεις από τι ώρα σε περιμένουμε;»
«Ερχόμουν από Λουτράκι, έπαθε μια μικρή βλάβη το αυτοκίνητο και περίμενα την οδική.»
«Τι πήγες να κάνεις; Μη μου πεις. Ξέρω. Έχεις εθιστεί στον τζόγο.»
«Έχεις χαζέψει; Για Σαββατοκύριακο είχα πάει.»
«Γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις μου;»
«Αυτό τώρα τι είναι; Η σκηνή της χαζογκόμενας;»
«Μίλα μου καλύτερα.»
«Εντάξει, συγγνώμη. Μου έκλεψαν το κινητό. Αγόρασα άλλο. Φυσικά,  θυμόμουν τον αριθμό σου, όμως με είχες εκνευρίσει τόσο που δεν ήθελα να ασχοληθώ άλλο μαζί σου.»
«Και τώρα σου πέρασε;»
«Με αυτά που βλέπω ότι κάνεις, δε νομίζω να έχει πολύ μέλλον η συνεργασία μας.»
«Ό,τι και να σου είπαν είναι ψέμα.»
«Για το τσιγάρο λέω. Θα καταστρέψεις τη φωνή σου.»
«Ούτε που πρόλαβε να μου το ανάψει! Φυσικά, και δε θα κάπνιζα. Ήθελα απλώς να το κρατάω όσο θα καίγεται.»
«Είχες νταλκάδες;»
«Έφυγες μερικές μέρες μακριά μου και άρχισες τις λαϊκές εκφράσεις. Δεν το βλέπεις ότι η απομάκρυνση σου από μένα μόνο κακό σου κάνει;»
«Το αντίθετο. Δεν έχεις ιδέα πόσο έχω ηρεμήσει.»
Έστρεψε το κεφάλι της προς την παρέα και τους είδε να στέκονται και να τους παρατηρούν. Τον τράβηξε από το μπράτσο και βγήκαν στο μπαλκόνι:
«Το αποφάσισα. Όσο εξευτελιστική κι αν ήταν η διαδικασία που απαίτησαν από εμένα, την Μαρουλίτα Χατζηλιανού – Πο, να περάσω από ακρόαση, έριξα τα μούτρα μου και δέχτηκα να πάρω το ρόλο που μου πρότειναν.»
«Μην το δραματοποιείς τόσο. Δε σου έδωσαν ρόλο κομπάρσου.»
«Αυτό τους έλειπε! Τέλος πάντων, προσπαθούσαν να σε ενημερώσουν. Έστειλα email στη βοηθό του Κετγκλάς. Της είπα ότι έλειπες στο εξωτερικό και γι’ αυτό δεν σε έβρισκε.»
«Έκανες το σωστό.»
«Αυτό ήταν. Ένα νέο βήμα στον κινηματογράφο. Αν δεν πετύχει, δε θέλω ούτε να σε ξέρω.»
«Βάλε τα δυνατά σου για να πετύχει.»
Η Μαρουλίτα έφτιαξε έναν ακόμα γύρο μαργαρίτες για όλους και τους ανακοίνωσε τα νέα. Σήκωσαν τα ποτήρια ψηλά και της ευχήθηκαν:
«Σκατά! Σκατά! Σκατά!»

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (IV)


            Είχαν περάσει αρκετές μέρες από την τελευταία της συνάντηση με τον Βελισάριο στην καφετέρια του μουσείου. Το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο και το γραφείο του κλειστό. Προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του στέλνοντας μηνύματα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, αλλά ούτε εκεί λάμβανε απάντηση.
            Η προσωπική βοηθός του Κετγκλάς προσπαθούσε κι εκείνη να επικοινωνήσει άλλοτε με το Βελισάριο κι άλλοτε απευθείας με Μαρουλίτα, όμως κι εκείνη είχε την ίδια τύχη – κανείς δεν απαντούσε στις κλήσεις και τα μηνύματά της.
            Η Μαρουλίτα είχε συνηθίσει να απολύει τον Βελισάριο πολλές φορές κατά τη διάρκεια της εβδομάδος, όμως δεν είχε αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, αν όντως διέκοπταν τη συνεργασία τους. Και δεν ήταν επαγγελματικό το θέμα. Ο Βελισάριος ήταν μαζί της από το μηδέν μέχρι σήμερα. Ήταν το δεξί της χέρι, ο σάκος του μποξ, ο κολλητός της, η οικογένεια της, η ήρεμη δύναμη στα δύσκολα. Μέσα της ήξερε ότι ήταν μια μεγάλη ευκαιρία η συνεργασία της με τον Κετγκλάς, γιατί η ταινία θα είχε διεθνή προβολή και ίσως να την προτιμούσαν και σε κινηματογραφικούς ρόλους, γιατί ναι μεν ήταν γνωστή σχεδόν σε όλη την Ευρώπη λόγω των ρόλων της σε μεγάλα θεατρικά έργα και στην όπερα, αλλά είχε και η ίδια την ανάγκη να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό. Εκείνο που την ενόχλησε ήταν ότι έπρεπε ακόμα να δίνει εξετάσεις σαν να ήταν πρωτοεμφανιζόμενη και τη θύμωνε που ο Βελισάριος δεν το καταλάβαινε.
            Είχε κλειστεί στο σπίτι και τον εαυτό της. Ακόμα και το ηλικιωμένο ζευγάρι του διπλανού διαμερίσματος είχε πιο ενδιαφέρουσα ζωή από τη δική της. Είχε μάθει ότι κάθε απόγευμα περί τις έξι, έρχονταν οι φίλοι τους για τσάι και μπιρίμπα ή πήγαιναν στο ΚΑΠΗ και συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες, εκδρομές ή απλώς, περνούσαν το χρόνο τους συζητώντας με τα υπόλοιπα μέλη. Μια – δυο φορές της είχε περάσει από το μυαλό να τους χτυπήσει την πόρτα για να παίξει μαζί τους χαρτιά και να πιεί τσάι, όμως δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να αντέξει αυτή τη ρουτίνα για πολύ καιρό και από το να κάνει ένα μεγάλο σφάλμα, προτίμησε τη μοναξιά της, συντροφιά με τον υπολογιστή της και το τηλέφωνό της περιμένοντας νέα του.
            Τα νέα δεν άργησαν να έρθουν αν και ο αποστολέας δεν ήταν άλλος από την Άννα, την κοινή τους φίλη, η οποία έστειλε μια ηλεκτρονική πρόσκληση για το γεύμα που θα διοργάνωνε την Κυριακή στο σπίτι της με γεύσεις από το Μεξικό. Απάντησε θετικά χωρίς δεύτερη σκέψη, ελπίζοντας πως θα τον συναντούσε εκεί.
Ο Βελισάριος ποτέ δεν έχανε τις συναντήσεις στο σπίτι της Άννας. Θαύμαζε τις μαγειρικές της ικανότητες και τη ζεστή ατμόσφαιρα ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Αντιθέτως, η Μαρουλίτα – παρόλο που αγαπούσε την οικοδέσποινα και ήταν μια από τις καλύτερες της φίλες – απέφευγε να παρευρίσκεται στις συγκεντρώσεις της παρέας την περίοδο που είχε παραστάσεις. Πίστευε πως το αλκοόλ και ο καπνός που εισέπνεε από τους καπνιστές της παρέας, αλλοίωναν τη φωνή της και μείωναν την απόδοσή της στον εκάστοτε ρόλο. Εκείνη την πρόσκληση όμως, θα την αποδεχόταν ακόμα κι αν είχε παράσταση, γιατί ήταν μια ευκαιρία για συμφιλίωση.



Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Αν το στυλ σου ροκάρει…


Προσωπικά, έχω αποφασίσει ότι η τηλεόραση, ως συσκευή, δεν ταιριάζει στη διακόσμηση του σπιτιού μου και είναι ένα περιττό έξοδο. Έπειτα από την ολιγοήμερη φιλοξενία μου σε οικογενειακό σπίτι, κατάλαβα τι έχανα τόσο καιρό. Και δεν το αναφέρω υποτιμητικά. Δεν ανήκω σε εκείνους που την κράζουν, αλλά έχουν άποψη για κάθε εκπομπή και σειρά. Μου αρέσει να ενημερώνομαι και να ξέρω λίγο – πολύ τι υπάρχει, ασχέτως αν δεν τα παρακολουθώ. Κουβέντα να γίνεται!
Ευκαιρίας δοθείσης, λοιπόν, παρακολουθούσα με μανία (πώρωση, θα έλεγα!) τις εκπομπές μόδας. Τρελαίνομαι για το My Style Rocks που υποτίθεται ότι τα κορίτσια, τα οποία συμμετέχουν στο παιχνίδι – διαγωνισμό, έχουν ένα ξεχωριστό στυλ και θέλουν να κάνουν προτάσεις σε εμάς που έχουμε αρκεστεί στον βασικό τρόπο ντυσίματος ή στα σετ βιτρίνας.
Οι περισσότερες από αυτές έχουν αποφασίσει σε ποιο κοινό απευθύνονται και αυτό σίγουρα δεν είναι η μέση Ελληνίδα. Γιατί ποια μέση Ελληνίδα θα πάει σε πάρτι του προέδρου κάποιας ευρωπαϊκής χώρας; Ποια μέση Ελληνίδα θα είναι κάθε εβδομάδα καλεσμένη σε πάρτι ή μνημόσυνο κάποιου σπουδαίου διεθνούς φήμης σχεδιαστή, στις Κάννες ή σε φωτογράφιση περιοδικού; Σχεδόν όλες οι ιδέες τους (conceptspou leme kai sto Ellada) είναι για έναν κόσμο διαφορετικό από την καθημερινότητα των γυναικών, οι οποίες τις παρακολουθούν. Σχεδόν καμία δεν έχει προτείνει ένα στυλ για να πάμε στο σούπερ – μάρκετ, να παρευρεθούμε σε μια οικογενειακή γιορτή, για να πάμε το παιδί στο σχολείο, για να πάμε σε μια βάπτιση, ένα γάμο ως απλές καλεσμένες, καμία δεν έχει προτείνει ένα στυλ ντυσίματος για να πάμε στη δουλειά ως απλές υπάλληλοι (βασικά, δεν καταδέχονται να είναι κάτι λιγότερο από διευθύντρια ή σχεδιάστρια ή πρόεδρος εταιρείας και τα λοιπά). Βεβαίως, για να είμαστε δίκαιοι οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν και κοπέλες, οι οποίες θα πάνε στον κινηματογράφο, σε κάποιο εστιατόριο ή καφέ. Τέλος πάντων, όλα αυτά είναι αδιάφορα μπροστά στην ιδεάρα:
«Λοιπόν, εμένα έχουν έρθει οι παλιές μου συμφοιτήτριες από το Πανεπιστήμιο και πάμε βόλτα στην Αθήνα να δούμε την Ακρόπολη, την Πλάκα και να πιούμε ένα ποτάκι και να πούμε τα νέα μας, για τα παιδιά τους, που έκαναν κι εκείνες παιδιά, έκανα κι εγώ παιδί…»
Η συγκεκριμένη κυρία μπορεί να εννοεί ότι θα δουν την Ακρόπολη από τον πεζόδρομο της οδού Διονυσίου Αεροπαγίτου, αλλά εφόσον οι φίλες της θα έρθουν από το εξωτερικό (όπως η ίδια δήλωσε στη συνέχεια) το πιθανότερο είναι να θελήσουν να ανέβουν στον βράχο και να επισκεφθούν τα μνημεία που βρίσκονται εκεί.
            Θα ήθελα να την ενημερώσω, έστω και καθυστερημένα, ότι η πλειονότητα των τουριστών θέλουν να επισκεφθούν την Ακρόπολη, αφενός επειδή είναι ένας σημαντικός αρχαιολογικός χώρος και αφετέρου δεν ξέρουν αν θα έχουν την ευκαιρία να ταξιδέψουν ξανά στην Ελλάδα και για το λόγο αυτό, προσπαθούν να δουν όσα περισσότερα μέρη μπορούν. Δε λέω ότι όλοι ξέρουν την αξία της ή αγαπούν την ιστορία. Πολλοί από αυτούς θέλουν να πάνε μόνο και μόνο για το instagram ή για να λένε στους φίλους τους ότι ήρθαν στην Ελλάδα και πήγαν στην Ακρόπολη. Ναι, υπάρχουν και τέτοιοι.
            Εάν οι φίλες της συγκεκριμένης παίκτριας ήρθαν στην Ελλάδα και θα πάνε βόλτα στο κέντρο για να δουν την Ακρόπολη και την Πλάκα, το πιθανότερο είναι να θελήσουν να ανέβουν και στον Ιερό Βράχο. Η απορία που έχω είναι αν έχει ανέβει πότε στην Ακρόπολη, γιατί το γοβάκι που επέλεξε, είναι ιδανικό για χορό, όμως όχι για αναρρίχηση. Εδώ, κυρία μου, εμείς ανεβήκαμε με τα αθλητικά και κοντέψαμε να μετρήσουμε τα μάρμαρα ένα προς ένα κι εσύ με το γοβάκι θα φθάσεις στον Παρθενώνα;
            Δε λέω, πολλές ισχυρίζονται ότι περπατάνε καλύτερα με τα τακούνια και μπράβο τους! Ειλικρινά τις θαυμάζω. Θα ήθελα, όμως να τους υπενθυμίσω ότι το πιθανότερο θα είναι να μη βρίσκεται κάποιος πίσω τους για να κρατάει τα μπόσικα.
Το πρόβλημα δεν είναι τι φοράνε εκείνες, το πρόβλημα είναι ότι κάνουν πρόταση σε εμάς. Πρόταση το γοβάκι για μια βόλτα στην Ακρόπολη και την Πλάκα. Να έρθει στην Αθήνα για πρώτη φορά μια κυρία από την επαρχία που έχει ακούσει ότι μπορεί να πάει εκεί με το χαμηλό τακούνι και – αν εξαιρέσουμε την Πλάκα, όπου δεν είναι δα και τόσο δύσκολο – στην Διονυσίου Αεροπαγίτου να δω τι θα κάνει που (με το συγκεκριμένο είδος υποδήματος) περπατάνε όλες τρεκλίζοντας, σα να σιχαίνονται την ύπαρξη του ίδιου του πεζοδρόμου.
            Εν τω μεταξύ, έχουν πάει όλες για να κριθούν και οι περισσότερες δε δέχονται την κριτική. Δεν είναι υπέροχες;! Για να μη σχολιάσω το γεγονός ότι υπάρχουν διαγωνιζόμενες που είναι ακριβώς αυτό που λέει η φράση:
«Άλλα λέει η θειά μου, άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.»
Με τρελαίνει που όταν τις κρίνουν οι συμπαίκτριες τους, απαντούν με τις εξής ατάκες:
«Δεν καταλαβαίνουν όλοι το στυλ μου.», ή
«Ο καθένας έχει την άποψή του.», ή
«Εμένα μου αρέσει.»
Προφανώς, σου αρέσει και αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο το φόρεσες. Και ναι, υπάρχει μια περίπτωση το στυλ σου να το καταλαβαίνεις μόνο εσύ, όπως υπάρχει και η περίπτωση αυτό που για κάποιον είναι στυλ, για κάποιον άλλον να είναι κιτς. Επίσης, δε μας ενδιαφέρει αν σε καταλαβαίνουν οι άλλοι ή όχι. Έχεις πάει για να κριθεί η εικόνα σου. Είτε σου αρέσει η κριτική είτε όχι, άκουσέ την και μετά πέτα τη στα σκουπίδια. Δεν έγινε και τίποτα. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι όλοι έχουμε από μια… γνώμη. Αν και μεταξύ μας, πιστεύω πως ορισμένες εμφανίσεις δε θα τις φορούσαν κάπου έξω ούτε οι ίδιες.
            Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση είναι ότι φοράνε πολύ συχνά πέδιλο με καλτσάκι ή καλσόν και θεωρείται πρόταση, αλλά όταν βλέπαμε τουρίστα με σανδάλι και κάλτσα, γελούσαμε – γιατί τέτοιοι είμαστε.
            Φυσικά, το τελειότερο όλων είναι η ορολογία που χρησιμοποιούν, γιατί – για κάποιο λόγο – νομίζουν πως στο σπίτι τους παρακολουθεί η Σίλια Κριθαριώτη. Να παρακολουθεί την εκπομπή η θεία μου η Μελπομένη και να ακούει μια που φοράει τριάντα πέντε πουκάμισα και είκοσι μπλούζες να της μιλάει για το σωστό layering στο outfit με το lurex cropped top πουλόβερ, το οποίο ταιριάζει υπέροχα με το concept και η θεία μου να την κοιτάζει απορώντας τι στο καλό έπαθε η κοπελίτσα και μιλάει έτσι.
Πάντως, οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπήρξαν λίγες οι φορές που ένιωσα πως τόσο καιρό ζούσα πίσω από τον ήλιο. Χάρη σε εκείνες έμαθα νέες λέξεις και τάσεις. Και κάπως έτσι ελπίζω μια μέρα από “βασική”, να φθάσω σε ένα επίπεδο που το στυλ μου θα rock – άρει!



Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Το τελευταίο κομμάτι


            Η Σοφία δεν μπορούσε να του δώσει το τελευταίο κομμάτι της πίτας.
            Σε λίγο θα ξημέρωνε. Είχε φτιάξει μια κασερόπιτα για να τον ευχαριστήσει. Αγαπούσε τον Δημήτρη, αλλά δεν ήταν αρκετό. Είχε ονειρευτεί αλλιώς το κοινό τους μέλλον, αλλά διαψεύσθηκε. Δεν ήταν ο Ιππότης της, ούτε εκείνη η Πριγκίπισσα του.
            Οι μέρες κυλούσαν και το μόνο που έμενε στο τέλος της ημέρας ήταν να ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι χωρίς να ανταλλάξουν ούτε μια καληνύχτα.
            Πέρασαν τα χρόνια κι έπαψε να τη ρωτάει πώς ήταν η μέρα της και εκείνη έπαψε να νοιάζεται για τις δικές του ανάγκες. Το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να μην πεθάνουν μόνοι. Τουλάχιστον εκείνη την ύστατη ώρα ο καθένας πίστευε μέσα του ότι θα είχε κάποιον για να τον αποχαιρετίσει, να ειδοποιήσει τους συγγενείς, να ανάψει ένα κερί για τη γαλήνη της ψυχής του.
            Το προηγούμενο απόγευμα είχαν έρθει οι γείτονες για ένα ουζάκι στην αυλή. Το γιασεμί ευωδίαζε και είχε ωραίο φεγγάρι. Το φεγγάρι του Ρίτσου:

«Τί φεγγάρι πόψε!
Εναι καλ τ φεγγάρι, - δ θ φαίνεται πο σπρισαν τ μαλλιά μου.
Τ φεγγάρι θ κάνει πάλι χρυσ τ μαλλιά μου. Δ θ καταλάβεις.»

Τους προσέφερε κασερόπιτα, αλλά εκείνο το τελευταίο κομμάτι το είχε φυλάξει για τον Δημήτρη.
            Στάθηκε πάνω από το ταψί. Δεν ήθελε να το φάει, ούτε να του το δώσει. Δεν του είχε δώσει εκείνο που λαχταρούσε περισσότερο, ένα παιδί. Δε θα πάθαινε τίποτα αν του στερούσε το τελευταίο κομμάτι της πίτας.
            Το ξυπνητήρι χτύπησε. Τύλιξε το κομμάτι σε ένα αλουμινόχαρτο, το έκρυψε στην τσάντα της και έβαλε το ταψί στο νεροχύτη.
            Ο Δημήτρης έπλυνε το πρόσωπό του, έστρωσε τα μαλλιά του με τις σταγόνες του νερού που είχαν απομείνει στα χέρια του και πήγε στην κουζίνα. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε στο τραπέζι. Η Σοφία του σέρβιρε τον καφέ στο δίσκο συνοδευόμενο από ένα ποτήρι δροσερό νερό και ένα τοστ.
«Τι είναι αυτό;»
«Το τοστ σου.»
«Δεν έχει μείνει καθόλου πίτα;»
«Όχι, το τελευταίο κομμάτι το έφαγες εχθές.»
«Εχθές το βράδυ είχε ένα κομμάτι. Πες ότι το έφαγες, τι με κοροϊδεύεις;»
«Σου είπα, δεν έμεινε.», ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ της, έβαλε το φλιτζάνι στο νεροχύτη, πάνω από το ταψί, πήρε την τσάντα της και έφυγε.
            Ο Δημήτρης άκουσε την πόρτα να κλείνει και έψαξε παντού για να βρει εκείνο το τελευταίο κομμάτι. Ήταν βέβαιος ότι δεν είχε τελειώσει, όμως δεν καταλάβαινε την επιμονή της να τον περιπαίζει. Δεν ήταν δα στην πρώτη νιότη για να κάνουν πείσματα.
            Αγαπούσε τις βόλτες με το αυτοκίνητο. Έβαζε τη μουσική στη διαπασών και οδηγούσε σε μεγάλους δρόμους. Κάπως της έδιναν την αίσθηση της ελευθερίας, πως ταξίδευε σε νέους προορισμούς για να απολαύσει τις ομορφιές του κόσμου. Έπειτα επέστρεφε στο σπίτι και ο μετρητής της ευτυχίας μειωνόταν. Τα είχαν πει όλα, τα είχαν κάνει όλα, είχαν πλήξει βλέποντας ο ένας τον άλλον και να μην υπάρχει τίποτα καινούργιο να προσμένουν, ούτε καν η διάθεση να προσπαθήσουν. Το μόνο που ακουγόταν στα αυτιά της ήταν τα λόγια μιας θείας της:
«Χωρίς παιδιά η γυναίκα δεν είναι ολοκληρωμένη. Τα παιδιά φέρνουν την ευτυχία στο σπίτι.»
Κανείς, όμως δεν την ρώτησε αν είχε γεννηθεί για να γίνει μάνα.
            Βγήκε από το αυτοκίνητο, πήρε το τελευταίο κομμάτι της πίτας από την τσάντα της και κατέβηκε το μονοπάτι που οδηγούσε στη θάλασσα.
            Κάθισε σε ένα βράχο, κρατώντας το στην αγκαλιά της. Κανείς δε θα το έτρωγε.
            Σε μια εβδομάδα θα γιόρταζαν την αργυρή επέτειο του γάμου τους. Δεν είχε κλίση στη μαγειρική, όμως είχε μάθει να φτιάχνει κασερόπιτα, γιατί ήταν η αγαπημένη του Δημήτρη. Εκείνο το τελευταίο κομμάτι ήταν η τελευταία της ευκαιρία. Ήθελε να επιστρέψει και να προσπαθήσει ξανά. Να φτιάξει μια καινούργια κασερόπιτα, να ερωτευθούν από την αρχή και ο Δημήτρης να γίνει πάλι ο Ιππότης της, ο νέος που θα την περιμένει «ς τ μάντρα το τουβλάδικου, ς κε πο στρίβει δρόμος κα φαίνεται πολιτεία τσιμεντένια κι έρινη, σβεστωμένη μ φεγγαρόφωτο τόσο διάφορη κι ϋλη, τόσο θετικ σν μεταφυσικ πο μπορες πιτέλους ν πιστέψεις πς πάρχεις κα δν πάρχεις πς ποτ δν πρξες, δν πρξε χρόνος κ᾿ φθορά του.»
Και εκεί, στην αυλή τους, δίπλα στα γιασεμιά, μπροστά από το ταψί με την κασερόπιτα, να κουρνιάσει στην αγκαλιά του, να κρύψει το πρόσωπό της στο λαιμό του και να του ψιθυρίσει:
«Ἄφησέ με νρθω μαζί σου.»


*Πηγή φωτογραφίας: Gastronomos.gr - Φωτογράφος: Jessica Morfis
*Στο κείμενο υπάρχουν αποσπάσματα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, "Η Σονάτα Του Σεληνόφωτος"

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Οδός Πέτρας 365


            Ο ήχος που έφθανε από το διπλανό διαμέρισμα έμοιαζε με βασανιστήριο του Γ’ Ράιχ. Μικρές σταγόνες στο πάτωμα ενός άδειου δωματίου έσταζαν με συχνότητα δευτερολέπτου.
            Η Φρόσω είχε μετακομίσει προσφάτως στο διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Πέτρας 365. Ένας ηλικιωμένος περί τα ογδόντα έτη άνδρας κατοικούσε στο διπλανό διαμέρισμα. Δεν τον είχε συναντήσει ποτέ. Η ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος τής το ανέφερε, όταν της έδειχνε το χώρο.
            Ο ηλικιωμένος άνδρας ονομαζόταν Χρυσόστομος Μαΐστρου και ήταν συνταξιούχος κηπουρός.
            Οι περισσότεροι κήποι της γειτονιάς ήταν δικά του δημιουργήματα. Τα λουλούδια τα αγάπησε για χάρη ενός κοριτσιού, το οποίο είχε ερωτευθεί κάποτε στην εφηβεία του. Δεν τελείωσε το σχολείο και η μόνη ανάμνηση που δεν είχε ξεθωριάσει, παρά την προχωρημένη του ηλικία, ήταν εκείνο το απομεσήμερο που μπήκαν οι Γερμανοί στο σπίτι, άρπαξαν τον πατέρα του και έκτοτε δεν τον είδε ξανά.
            Κάθε μέρα, όλη την ημέρα, εκείνος ο εκνευριστικός ήχος. Η Φρόσω παρακαλούσε να ξημερώσει για να πάει στη δουλειά και να πάψει να ακούει εκείνο το ενδελεχές τσικ… τσικ… τσικ…
            Ένα βράδυ, κουρασμένη και άυπνη καθώς ήταν, πέρασε από ένα φαρμακείο για να αγοράσει ωτοασπίδες. Είχε περάσει σχεδόν μια εβδομάδα αϋπνίας και εκείνη τη νύχτα ήθελε να βυθιστεί σε γλυκό ύπνο.
            Φόρεσε τις πιτζάμες, τις ωτοασπίδες και χουχούλιασε μέσα στο πάπλωμα.
            Ώρα επτά το πρωί. Το ξυπνητήρι χτυπούσε. Η Φρόσω δεν άκουγε το παραμικρό. Ξύπνησε από τις ακτίνες του ήλιου που έπεφταν στα μάτια της μπαίνοντας από το μισάνοιχτο παραθυρόφυλλο.
            Σηκώθηκε, ακούμπησε τις ωτοασπίδες στο κομοδίνο και η ηρεμία της νύχτας χάθηκε. Ο ήχος από το διπλανό διαμέρισμα είχε αντικατασταθεί από ουρλιαχτά, φωνές, φασαρία.
            Άνοιξε την πόρτα για να δει τι είχε συμβεί. Η διαχειρίστρια έπιανε την κορυφή του κεφαλιού της με τα δυο χέρια, νερά έτρεχαν από το διαμέρισμα, αστυνομία, πυροσβεστική, ένα ασθενοφόρο… Ο ηλικιωμένος άνδρας πέθανε ένα βράδυ την ώρα που πήγε να ανοίξει τη βρύση για να πιεί λίγο νερό. Εκείνος πεσμένος στο πάτωμα, το ποτήρι σπασμένο στη ματωμένη του παλάμη, τα φώτα της κουζίνας αναμμένα, τα μάτια του Χρυσόστομου Μαΐστρου σβησμένα.

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (III)


            Η ώρα περνούσε. Ο Βελισάριος ένιωθε σα να βρισκόταν στο διάδρομο ενός νοσοκομείου με λευκούς τοίχους, όπου επάνω τους είχαν περάσει δεκάδες χέρια πλαστικής λευκής μπογιάς σε μια προσπάθεια να του δώσουν μια αξιοπρεπή μορφή, όμως πάντοτε κατέληγε στο ίδιο θλιβερό αποτέλεσμα· πεσμένοι σοβάδες, τοίχοι φουσκωμένοι από την υγρασία, μια ατμόσφαιρα πλημμυρισμένη στα βακτήρια, τα μικρόβια και τη φορμόλη. Εκείνος άλλοτε περπατούσε σκυφτός και άλλοτε καθόταν σε εμβρυακή στάση σε μια σιδερένια καρέκλα έξω από την κλειστή πόρτα του θαλάμου, αναμένοντας την ετυμηγορία του γιατρού. Η κάθε δουλειά  ήταν μια μικρή βουτιά στη λίμνη του άγχους, όμως εκείνη η οντισιόν ήταν κάτι περισσότερο – ήταν το μεγάλο στοίχημα.
            Είχε δώσει ραντεβού με τη Μαρουλίτα στο καφέ του μουσείου. Έπειτα από κάθε σημαντική συνάντηση ήθελε να απολαμβάνει τον καφέ της κοιτάζοντας τα απομεινάρια της Ακροπόλεως – κάπως την χαλάρωνε η θέα στο Παρθενώνα.
            Ο Βελισάριος έφθασε νωρίτερα. Μόλις ελευθερώθηκε το αγαπημένο της τραπέζι, κάθισε και την περίμενε έχοντας ήδη πιει τρεις εσπρέσο σκέτους, έφαγε μια ομελέτα, ένα κομμάτι σοκολατόπιτας και η Μαρουλίτα ακόμα δεν είχε φανεί.
            Η απόφασή της να πάει μόνη της χωρίς να την περιμένει εκείνος έστω κάπου κοντά, αν όχι στο χώρο του θεάτρου, ήταν επιπόλαιη κατά τη γνώμη του, όμως εκείνη δεν ήθελε να νιώθει σαν υποψήφια Πανελλαδικών που περιμένει έξω από το σχολείο ο μπαμπάς της για να μάθει πώς έγραψε στο διαγώνισμα των μαθηματικών.
            Προσπάθησε να την καλέσει στο κινητό, όμως παρέμενε απενεργοποιημένο.
            Έπειτα από δυο ώρες και είκοσι τρία λεπτά, η Μαρουλίτα ανέβηκε από τις κυλιόμενες. Χαμήλωσε ελαφρά τα γυαλιά ηλίου με τους μαύρους φακούς και τις κόκκινες λεπτομέρειες στο σκελετό, εντόπισε τον Βελισάριο και τα στερέωσε ξανά στην καλοσχηματισμένη μύτη της.
            Ο βηματισμός της σταθερός και με αυτοπεποίθηση – όπως πάντα άλλωστε. Ο Βελισάριος τινάχτηκε από την καρέκλα για να την υποδεχτεί:
«Πώς πήγε;»
«Καλησπέρα.»
«Καλησπέρα. Πώς πήγε; Τον πήραμε το ρόλο;»
«Γιατί; Μαζί περάσαμε από οντισιόν;»
«Αφού, ξέρεις πάντοτε συμπάσχω.»
Κρέμασε την τσάντα από την πλάτη της καρέκλας, άνοιξε τον κατάλογο αποφεύγοντας να απαντήσει. Ο σερβιτόρος πλησίασε. Της προσέφερε ένα ποτήρι δροσερό νερό και περίμενε να ακούσει την παραγγελία της:
«Ένα ποτήρι αφρώδη οίνο.»
«Θα το γιορτάσουμε, δηλαδή;», βιάστηκε να σχολιάσει ο Βελισάριος όταν απομακρύνθηκε ο σερβιτόρος.
«Θα χαλαρώσουμε, δηλαδή.»
Η Μαρουλίτα έβγαλε τη βεντάλια από την τσάντα της και την κουνούσε άλλοτε νευρικά, άλλοτε με χάρη, πάντοτε διατηρώντας το στυλ της.
«Λοιπόν;», επέμεινε ο Βελισάριος.
«Λοιπόν…, ξέρεις ποιος είναι ο Κριστόμπαλ Κετγκλάς;»
«Ναι, ο διάσημος σκηνοθέτης. Τι ερώτηση είναι αυτή;»
«Η ερώτηση είναι αν τον γνωρίζεις φυσιογνωμικά. Βρε παιδί μου, αν περνούσε τώρα από μπροστά σου, θα τον αναγνώριζες;»
«Όχι. Κανείς δεν τον έχει δει. Είναι ένα μυστήριο.»
Η Μαρουλίτα σήκωσε το φρύδι της και συνέχισε να κάνει αέρα με τη βεντάλια της.
«Κανένα μυστήριο, αγαπητέ μου. Ο Κριστόμπαλ Κετγκλάς είναι ο Χριστόφορος, στου οποίου το πάρτι μάς είχε καλέσει η Λίζα, όταν πήγαμε στη Νέα Υόρκη. Θυμάσαι;»
«Πώς δε θυμάμαι;! Είχε έρθει να σε δει στην παράσταση και ξετρελάθηκε με τις φωνητικές σου ικανότητες. Εκείνος δεν ήταν Έλληνας;»
«Κι αυτός Έλληνας είναι. Τον είδα να κάθεται πίσω – πίσω και είχα φάει τα σίδερα να θυμηθώ από πού τον ξέρω, αλλά αδύνατον! Τελείωσα το απόσπασμα μου, μού είπαν ότι θέλουν να με ξαναδούν σε μια εβδομάδα. Φυσικά, καμία έκπληξη ως εδώ. Βγήκα από το θέατρο. Ήρθε με χαιρέτισε, μου εξέφρασε για ακόμα μια φορά το θαυμασμό του και μου υπενθύμισε ποιος ήταν.»
«Και το επίθετο;»
«Είναι της λατίνας γιαγιάς του από την πλευρά της μητέρας του, το οποίο χρησιμοποιεί ως ψευδώνυμο.»
Ο Βελισάριος χαμογέλασε τρίβοντας τα χέρια του:
«Τέλεια! Άρα, έχουμε σίγουρο το ρόλο.»
«Δεν κατάλαβες, αγάπη μου. Δεν θα υπογράψω. Αν με ήθελε στην ταινία του, ας μιλούσε με τον ατζέντη μου, μια που με θαυμάζει τόσο πολύ. Η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο δεν ανέχεται να της συμπεριφέρονται σα να τελείωσε χθες τη σχολή.»
            Εκείνη ήταν η στιγμή που ο Βελισάριος ένιωσε την ανάγκη να ζητήσει βοήθεια από ειδικό άμεσα.



Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (ΙΙ)


           Ο Βελισάριος ξεφυσούσε με τα καμώματα της Μαρουλίτας, όμως αυτή τη φορά τα καπρίτσια της δε θα περνούσαν. Κλείδωσε το γραφείο και κάλεσε τον ανελκυστήρα. Όση ώρα περίμενε να ανέβει ο θάλαμος σκεφτόταν έντονα όσα θα ήθελε να της πει, χρησιμοποιώντας το λεξιλόγιο που θα επιθυμούσε, αλλά ουδέποτε τόλμησε να ξεστομίσει.
            Ο θάλαμος έφθασε. Άνοιξε την πόρτα και πάτησε το κουμπί του ισογείου. Βγήκε από την πολυκατοικία και η Μαρουλίτα στεκόταν μπροστά του:
«Τι περιμένεις;», τη ρώτησε.
«Τίποτα. Θαυμάζω την αρχιτεκτονική της γειτονιάς.»
«Έχεις δίκιο. Εξάλλου, το Χίλτον είναι το ξενοδοχείο με τα μεγαλύτερα οπίσθια, έτσι δε λένε; ‘Ολα τα κτήρια είναι τόσο ξεχωριστά που κρύβονται πίσω του για να μην τα ματιάζουν.»
Η Μαρουλίτα μειδίασε ειρωνικά:
«Εσύ από τώρα έκλεισες το γραφείο;»
            Άπλωσε το χέρι του, την κράτησε από τον καρπό και την οδήγησε στο αυτοκίνητό του. Σε όλη τη διαδρομή παρέμενε σιωπηλός. Η οδήγηση στην αθηναϊκή ριβιέρα ανέκαθεν τον βοηθούσε να κατευνάσει τον θυμό του.
            Σταμάτησε κοντά στην αγαπημένη του ταβέρνα.
«Εδώ θα φάμε;»
«Ναι, γιατί δεν είναι του επιπέδου σου;»
«Βελισάριε, διακρίνω έναν εκνευρισμό ή είναι ιδέα μου;»
«Ιδέα σου είναι. Πάμε.»
Κάθισαν στο μοναδικό τραπέζι που ήταν διαθέσιμο. Σε μια γωνία, κολλημένο στον τοίχο. Καθόλου ταιριαστό στην πληθωρική προσωπικότητα της Μαρουλίτας.  Ο Βελισάριος παρήγγειλε μερικούς μεζέδες που θα συνόδευαν το κρασί τους. Σερβίρισε πρώτα τη Μαρουλίτα, έπειτα γέμισε με κρασί το δικό του ποτήρι και κάρφωσε με το πιρούνι του ένα καλαμαράκι. Ο ήχος των τζιτζικιών πάνω στα αλμυρίκια, το αεράκι, η αύρα της θάλασσας, ο ήχος του λαδιού κάθε φορά που η μαγείρισσα έριχνε τις πατάτες μέσα στο τηγάνι, όλα συντελούσαν στη δημιουργία μιας χαλαρής ατμόσφαιρας χωρίς καμία διάθεση για συζητήσεις περί επαγγελματικών.
            Η Μαρουλίτα είχε ήδη μετανιώσει που έφυγε από το γραφείο του χωρίς καν να δεχτεί να συζητήσει μαζί του το ενδεχόμενο να παραστεί στην ακρόαση, αλλά ούτε ο εγωισμό της, ούτε η πορεία της στο χώρο τής επέτρεπαν να υποστεί αυτόν τον εξευτελισμό.
«Και αυτός ο Κετγκλάς έχει κάνει πολλές ταινίες; Εσύ τον έχεις ξανακούσει;»
«Ναι, ασχολείται κυρίως με ταινίες ιστορικού περιεχομένου και σχεδόν όλες είναι παραγωγές εκατομμυρίων. Γιατί ρωτάς; Εσύ δεν ήθελες να ακούς για εκείνον.», απάντησε μασουλώντας ακόμα ένα καλαμαράκι.
«Εσύ θεωρείς ότι με την έως τώρα πορεία μου δεν είναι υποτιμητικό να περάσω από οντισιόν;»
«Τουναντίον! Αυτό θα είναι μια ακόμα απόδειξη ότι δε διστάζεις να δοκιμαστείς και να τσαλακώσεις την εικόνα σου.»
«Κι αν με απορρίψει, θα θεωρηθώ ατάλαντη.»
«Αν σε απορρίψει δε σημαίνει τίποτα. Δεν του έκανες για το ρόλο και πάμε παρακάτω. Δεν είναι, όμως κρίμα να σκέφτεσαι αρνητικά, αντί να σκεφτείς πως μπορεί να του κάνεις και να ξεκινήσεις μια διεθνή καριέρα; Στο κάτω – κάτω, δες το σαν πρόκληση. Πάντως, αν ενδιαφέρεσαι, πρέπει να το ξέρω τώρα για να το κανονίσω.»
«Ωραία, ας το δοκιμάσουμε, παρόλο που το θεωρώ μεγάλο λάθος.»
«Λάθος θα είναι να μην μάθεις ποτέ τι θα συνέβαινε αν τα κατάφερνες.»
«Βελισάριε, δεν σε αντέχω όταν μιλάς σα να παπαγαλίζεις αποφθέγματα του Κοέλιο. Μια δουλειά είναι. Δε θα συμβεί κάτι το φοβερό. Ο κόσμος ήδη με ξέρει. Τέλος πάντων, έχω καιρό να παίξω στον κινηματογράφο… κανόνισέ το, λοιπόν.»
Ο Βελισάριος σήκωσε το ποτήρι του για να κάνει μια πρόποση για τα καλύτερα που έρχονται.

(συνεχίζεται…)




Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (I)

            Ο διεθνούς φήμης σκηνοθέτης Κριστόμπαλ Κετγκλάς ανακοίνωσε ότι τα γυρίσματα της νέας του ταινίας θα πραγματοποιηθούν σε διάφορες χώρες της Μεσογείου και της Ιβηρικής Χερσονήσου. Όλοι οι άνθρωποι του χώρου γνώριζαν ότι κανείς δεν συμμετείχε στις ταινίες του – όσο καταξιωμένος κι αν ήταν – αν δεν περνούσε από οντισιόν.
            Η Μαρουλίτα έπρεπε πάση θυσία να έχει ένα ρόλο σε εκείνη την ταινία και αυτό ήταν το μεγάλο στοίχημα για τον Βελισάριο, ο οποίος θα είχε και το ανάλογο κέρδος… κάτι πολύ υψηλότερο από το σύνηθες.
            Είχε σπάσει τα τηλέφωνα όλη την ημέρα αναζητώντας τη μεγάλη ντίβα. Όταν επιτέλους κατάφερε να  την εντοπίσει, της ζήτησε να συναντηθούν κατεπειγόντως στο γραφείο του.
            Η Μαρουλίτα ήταν πάντοτε συνεπής στις συναντήσεις της, όμως για έναν απροσδιόριστο λόγο, εκείνη την ημέρα ερμήνευσε τη φράση «Έλα κατεπειγόντως!» ως «Πέρνα από το γραφείο μου αν κάποτε βρεθεί στο δρόμο σου.» και εκείνον τον έζωναν τα φίδια. Κοιτούσε διαρκώς το ρολόι που βρισκόταν στον τοίχο και ο χρόνος κυλούσε αργά, σα να είχε πάρει ο ύπνος τον κούκο και δεν έβγαινε να σημάνει το ακριβώς της ώρας. Δεν ήξερε σε τι οφειλόταν· στην αγωνία του ή στην παλαιότητα της αντίκας;
«Πού είσαι; Αργείς;»
«Κλείσε το τηλέφωνο. Μόλις μπήκα στο κτήριο.»
Ο Βελισάριος τινάχτηκε από την καρέκλα, έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Στάθηκε μπροστά στον ανελκυστήρα περιμένοντας να ανέβει ο θάλαμος.
«Μα, πού είσαι τόση ώρα!;»
«Χρυσέ μου, γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα.»
«Από πού; Από τη Ρώμη αεροπορικώς; Σε περιμένω σχεδόν δυο ώρες.»
«Υπερβολές…! Παράγγειλέ μου ένα εσπρεσσάκι. Όχι, όχι, ένα πράσινο τσάι καλύτερα… όχι, ένα αμαρέτο.», κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα.
«Δεν παραγγέλνω τίποτα. Πρώτα θα μιλήσουμε. Έχουμε πολλή δουλειά!», της απάντησε κλείνοντας την πόρτα πίσω του.
«Πρώτα θα σου πω εγώ. Ξέρεις πού ήμουν εχθές το βράδυ;»
«Το πόσο δε με νοιάζει σου το έχω πει;»
«Η γειτόνισσα μου η κυρία… – δε θυμάμαι το επίθετό της, Μέλπη είναι το μικρό της – μου έκανε προξενιό με διάκο. Καλέ, το πιστεύεις; Με διάκο! Μάλλον, προσπαθεί να με βάλει στο σωστό δρόμο, γιατί από τότε που τους χάρισα το κόκκινο, δαντελωτό νυχτικάκι μου – θυμάσαι, εκείνο το βράδυ που επέστρεψα από το Παρίσι – με θεώρησε εξ’ όλης. Γραίες, τι περιμένεις! Και μη φανταστείς πως ήταν κανένα φτηνιάρικο. Όσο είναι η σύνταξή της ήταν η τιμή του, αλλά ξέρει να εκτιμά ο κόσμος;! Τέλος πάντων, πλήττω θανάσιμα αυτήν την περίοδο. Τελείωσαν και οι παραστάσεις… βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια και είπα να βγω μαζί του.», έβγαλε τη βεντάλια από την τσάντα και άρχισε να κάνει αέρα, «Ήμουν αποφασισμένη να πω ότι δεν ταιριάζουμε είτε ήταν ανοιχτόμυαλος, είτε κοιμόταν και ξυπνούσε με το προσευχητάρι. Με φαντάζεσαι παπαδιά; Εγώ δεν μπορώ να αποχωριστώ την αποτρίχωση. Και εκείνο το κοτσάκι, ασορτί με την φούστα σε ντεσέν τέντας και την μπλούζα – γκιλοτίνα, δε μου πάει καθόλου. Κοίτα, αν τον έβλεπες σε φωτογραφία, ήταν ένα μπρουτάλ, όμορφο αρσενικό. Μόλις τον γνωρίσεις, καταλαβαίνεις πόσο κό…»
«Ο Κετγκλάς ξεκινάει οντισιόν.»
«Τι σχέση έχει αυτό;»
«Είναι ο σοβαρός λόγος που σου έλεγα.»
«Χμ… και ποιος είναι αυτός; Τον ξέρει η μάνα του;»
«Και η δική του, και η δική σου… και εκατομμύρια άλλα άτομα στον πλανήτη. Συγκεντρώσου λίγο. Μιλάμε για τον Κριστόμπαλ Κετγκλάς. Το καταλαβαίνεις; Αν περάσεις την οντισιόν και σου δώσει έναν ρόλο… έναν οποιοδήποτε ρόλο, ακόμα και κομπάρσου, σε μαθαίνει όλος ο πλανήτης.»
«Βελισάριε, ο πλανήτης με ξέρει.», σηκώθηκε από τη θέση της, έκλεισε την βεντάλια της και συνέχισε χτυπώντας το χέρι στο γραφείο:
«Η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο δεν έχει γεννηθεί κομπάρσα, μικροαστέ! Ως εδώ. Απολύεσαι!»
Έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
(συνεχίζεται…)