Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Ταξίδι στα Ιωάννινα [ΙI]

            Ξυπνήσαμε νωρίς το πρωί. Η ένδειξη στο θερμόμετρο 4o C. Η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε συνηθισμένοι σε τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, οπότε η πρώτη σκέψη ήταν:
«Μήπως να μέναμε στο ξενοδοχείο;», αλλά από την άλλη γι’ αυτό πήγαμε; Για να μείνουμε κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο; Ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε για την πρώτη μας ημερήσια πια βόλτα στην πόλη.  
            Πρώτος σταθμός… κατάστημα υποδημάτων. Η φιλοσοφία μας είναι ότι ταξιδεύουμε έχοντας στις αποσκευές τα απολύτως απαραίτητα για το διάστημα που θα περάσουμε στον προορισμό μας. Εκείνο που δεν υπολόγισα είναι ότι τα μποτάκια που είχα αγοράσει την προηγούμενη μέρα, δεν τα είχα συνηθίσει ακόμα, επομένως δεν θα μπορούσα να περπατήσω τόσες ώρες χωρίς να κουραστώ. Ευτυχώς, τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και αγόρασα ένα ζευγάρι σπορτέξ και πλέον ήμουν πανέτοιμη για το πολύωρο περπάτημα. 
Περάσαμε την πύλη. Κάστρο πουθενά. Μια συνοικία εντός των τειχών. Σπίτια παραδοσιακά, διακοσμημένα με γλάστρες και χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ακολουθήσαμε τον δρόμο, αναζητώντας την είσοδο του Ιτς Καλέ. Ανηφορίσαμε στο πέτρινο δρομάκι μεταξύ των ψηλών δέντρων και βρεθήκαμε μπροστά στην πύλη. Ομίχλη. Στο βάθος φαίνονταν σα σκιές τα μαγειρεία, το Τζαμί και το Βυζαντινό Μουσείο. Περάσαμε την είσοδο. Απομεινάρια κτηρίων, βρύα, πεσμένα φύλλα πλατανιών και νεότερη ιστορία. Μπαίνοντας στο Βυζαντινό Μουσείο, μια τεράστια τοιχογραφία από αρχοντικό των Ιωαννίνων, στην οποία παριστάνεται η μάχη του Μ. Κωνσταντίνου στη Μουλβία Γέφυρα. Πρόκειται για ένα έργο του Αλέξανδρου Δεμίρη. Ανάμεσα στα εκθέματα υπήρχαν νομίσματα, κεραμικά σκεύη, εικόνες, βιβλία και όπλα. 
 Συνεχίσαμε τον περίπατο με την επίσκεψη μας στο Τζαμί.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο, συναντήσαμε τον τάφο του ακέφαλου σώματος του Αλή Πασά και της συζύγου του Εμινέ, καλυμμένο με περίτεχνο κιγκλίδωμα. Το τζαμί στο εσωτερικό του ήταν μικρό και το τέμενος στραμμένο στη Μέκκα περίτεχνα ζωγραφισμένο. Μια στρογγυλή σκάλα με μικροσκοπικά σκαλιά οδηγούσε στον ξύλινο εξώστη.

Βγαίνοντας από το τζαμί Φετιχιέ σταθήκαμε για λίγο στην άκρη του τείχους. Από εκεί φαινόταν ένα μονοπάτι, ένα τοπίο μέσα στην ομίχλη και εκείνη η γαλήνη που κανείς νιώθει όταν πατάει σε μέρη ιστορικής σημασίας.
Περάσαμε από το Θησαυροφυλάκιο, κατηφορίσαμε το λιθόστρωτο μονοπάτι και φθάσαμε στον δυτικό προμαχώνα όπου στεγάζεται το Μουσείο Αργυροτεχνίας. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να δούμε μέσω των εκθεμάτων όλη τη διαδικασία που ακολουθούσαν οι τεχνίτες μέχρι να φθάσουν στο τελικό αποτέλεσμα. Ο χτύπος ενός σφυριού συνόδευε την περιήγησή μας στην τέχνη της επεξεργασίας του ασημιού. Η λεπτομέρεια, τα περίτεχνα σχέδια, οι λίθοι με τους οποίους στόλιζαν τα κοσμήματα και τα συρμάτινα σχέδια. Σπαθιά, κοσμήματα, πιάτα, χτένες, κασελάκια, μελανοθήκες, όλα δουλεμένα με μεράκι. 
Μετά από την επίσκεψή μας στο Κάστρο, περπατήσαμε στο δρόμο δίπλα στη σκεπασμένη από την ομίχλη, λίμνη. Τα νερά της δε φαίνονταν, παρά μόνο ο ήλιος που καθρεφτιζόταν σε εκείνη. Και στο βάθος του πεζόδρομου τα δέντρα με τα κιτρινισμένα πλατανόφυλλα που έπεφταν στο έδαφος χορεύοντας αγκαλιά με το απαλό αεράκι.
(συνεχίζεται…)

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ταξίδι στα Ιωάννινα [Ι]


           Περιμέναμε με ανυπομονησία την έναρξη των διακοπών μας. Η διαδρομή με το υπεραστικό λεωφορείο διήρκησε έξι ώρες. Περάσαμε από διάφορα χωριά, των οποίων την ύπαρξη είτε αγνοούσαμε, είτε είχαμε ακουστά, αλλά γεωγραφικά ήταν λίγο σκόρπια στο χάρτη του μυαλού μας. Διασχίσαμε και την επιβλητική γέφυρα του Ρίου με τελικό προορισμό τα Ιωάννινα.
Η πόλη αυτή μου άρεσε πριν καν την επισκεφθώ από τις φωτογραφίες που έβλεπα στο διαδίκτυο. Αποβιβαστήκαμε από το λεωφορείο και βγαίνοντας από το σταθμό το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν ένας επαρχιακός δρόμος. Άνδρες γύριζαν από τα χωράφια, γυναίκες φορτωμένες με σακούλες σούπερ – μάρκετ, άλλοι απολάμβαναν τον καφέ τους και μερικοί απλώς περπατούσαν χαλαρά στο πεζοδρόμιο δίπλα στις καλαμιές. Απέναντί μας ένα βουνό χιονισμένο αχνοφαινόταν από την ομίχλη. Στρίψαμε δεξιά. Ανηφορίσαμε σε ένα λιθόστρωτο σοκάκι και βρεθήκαμε σε μια άλλη εποχή. Η γειτονιά θύμιζε λίγο περασμένες δεκαετίες σαν εκείνες που βλέπουμε στις ελληνικές ταινίες της Φίνος Φίλμς. Μικρά παντοπωλεία, μαγαζιά με κεντήματα και λευκά είδη, αρτοποιεία και φυσικά, μαγαζιά με τουριστικά είδη, μπαχαρικά και βότανα.
Φθάσαμε στο κατάλυμα. Ξεκουραστήκαμε για λίγο και βγήκαμε για να εξερευνήσουμε την πόλη. Άνοιξε η κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου και βγήκαμε έξω. Η θερμοκρασία περί τους τέσσερεις βαθμούς Κελσίου το τοπίο γύρω από τα πέτρινα σπίτια και τα λιθόστρωτα σοκάκια τόσο ομιχλώδες που έμοιαζε με θρίλερ ή με σκηνικό μεσαιωνικής ταινίας, αναλόγως μέχρι πού φθάνει η φαντασία του καθενός.
Περπατώντας λίγα μέτρα, βγήκαμε στον κεντρικό δρόμο. Εκεί το τοπίο μεταμορφώνεται σε μια σύγχρονη πόλη με στοιχεία από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική της. Κάτι που μου έκανε εντύπωση ήταν το αστικό λεωφορείο που στην επιγραφή του υπήρχε ένα σκίτσο με ανθρωπάκια και δίπλα η λέξη «Αγκαζέ».
Ανυπομονούσαμε να ξημερώσει η επόμενη μέρα για να δούμε τις ομορφιές της πόλης των Ιωαννίνων. 
(συνεχίζεται…) 


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Οι Σουσούδες του παντοπωλείου


       Το σουπερ – μαρκετ είναι η παιδική μου χαρά. Μπορώ να κάνω βόλτες, να χαζεύω τα προϊόντα και, σε αντίθεση με άλλα καταστήματα, δεν έχω καμία πωλήτρια πάνω από το κεφάλι μου να με ζαλίζει:
«Μήπως θέλετε βοήθεια; Να σας δείξω κάτι; Εξυπηρετείστε;»
Δε λέω, τη δουλειά τους κάνουν τα κορίτσια και θέλουν να μας εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, απλώς μερικές ξεφεύγουν και είναι εκνευριστικές. Στο σούπερ – μάρκετ, όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ακόμα κι αν σταθείς μια ώρα απέναντι από το ράφι με τα ζυμαρικά προσπαθώντας να αποφασίσεις ποιο θα αγοράσεις, δε θα έρθει κανείς να σου πει ότι ο χρόνος παραμονής σου έληξε και πρέπει να αλλάξεις πίστα.
            Επίσης, επειδή ο συγκεκριμένος χώρος συνδέεται άμεσα με την καθημερινότητα μας, μπορείς να παρατηρήσεις τη συμπεριφορά και τις συνήθειες των άλλων, με καλύτερο όλων τη συμπεριφορά των πελατών απέναντι στους υπαλλήλους.
            Οι περισσότεροι είναι ευγενικοί σε ό,τι αφορά το λεκτικό μέρος. Σε ό,τι αφορά το πρακτικό μέρος, τους λες και ολίγον «κουφαλίτσες».
            Κατά καιρούς έβλεπα σκορπισμένα καρότσια σούπερ – μάρκετ και πίστευα πως κάποιος πήγαινε τα ψώνια του μέχρι το αυτοκίνητο και το παρατούσε εκεί. Τα καταστήματα από την άλλη, για να περιορίσουν τις απώλειες, έβαλαν μηχανισμό με κέρματα. Μάλλον, νόμιζαν πως αυτό θα ήταν αποτρεπτικό για κάποιους, αλλά όχι. Τώρα επικρατεί η νέα τάση που ορίζει ότι όχημα δε θεωρείται μόνο το ΙΧ αυτοκίνητο και χώρος στάθμευσης δε θεωρείται μόνο ο χώρος, ο οποίος διατίθεται από το κατάστημα για αυτόν τον σκοπό. Μεταφορικό μέσο είναι οτιδήποτε εξυπηρετεί στην μετακίνησή μας και χώρος στάθμευσης όπου πατάμε – δρόμος, πεζοδρόμιο, αλάνα, γήπεδο… δεν έχει σημασία. Έτσι ο καθένας σέρνει το καρότσι ως τη στάση του λεωφορείου, το παρκάρει εκεί, παίρνει τα ψώνια του και επιβιβάζεται. Τώρα αν η στάση του λεωφορείου βρίσκεται σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από το σούπερ – μάρκετ, φταίει ο ιδιοκτήτης που δε σκέφτηκε να το χτίσει ακριβώς δίπλα. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι υπάλληλοι δε θα χρειαζόταν να παίζουν το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού. Από την άλλη, βέβαια, είναι και διασκεδαστικό. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια στη δουλειά. Τακτοποίηση ραφιών, σούρτα – φέρτα στην αποθήκη να κουβαλάνε κούτες… σκέτη πλήξη! Ας παίξουμε το «πού ‘το, πού ‘το, το καρότσι…. Ψάξε, ψάξε… δε θα το βρεις».
            Μην φανταστείς ότι όσοι το κάνουν αυτό είναι τίποτα νεαρά άτομα που βαριούνται την ίδια τους την ύπαρξη, αυθάδεις και τεμπέληδες. Όχι. Όσους είδα να το κάνουν αυτό, είναι άτομα μεγάλης ηλικίας – μεσήλικες ή και ηλικιωμένοι. Καταλαβαίνω πως ένας ηλικιωμένος δυσκολεύεται να μεταφέρει τα ψώνια, αλλά μπορεί να κάνει χρήση της υπηρεσίας διανομής κατ’ οίκον – λιγότερο διασκεδαστικό, θα μου πεις. Και συνήθως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που διατυμπανίζουν ότι στα χρόνια τους υπήρχε ‘σέβας’ και ανθρωπιά. Καθώς φαίνεται και τα δυο, μάλλον έφυγαν με εκείνα τα χρόνια, καθότι ούτε ‘σέβας’ στους κανονισμούς υπάρχει, ούτε ανθρωπιά απέναντι στους εργαζομένους. Συμπεριφέρονται ως άλλες Σουσούδες που θεωρούν υποχρέωση των υπαλλήλων να τις υπηρετούν. Η σκέψη να αγοράσουν ένα καρότσι, από αυτά της λαϊκής, και να το έχουν στο σπίτι τους, να μην κουράζονται να κουβαλούν σακούλες ούτε προς ούτε από το λεωφορείο, δεν υπάρχει ως σκέψη;
            Και τέλος πάντων, μήπως να κατεβαίνουμε σιγά – σιγά από το συννεφάκι μας. Η Γη έχει δικό της άξονα, δε γυρίζει γύρω από εμάς για να θεωρούμε τους εαυτούς μας το κέντρο του κόσμου και όλους τους υπολοίπους υποχρεωμένους να τρέχουν από πίσω μας.



Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019

Γύρισες;


            Σεπτέμβρης. Οι άδειες τελειώνουν, τα σχολεία αρχίζουν, ήρθες πάλι κοντά μας.
            Το καλό είναι ότι επέστρεψες. Το κακό είναι ότι θα αρχίσεις πάλι τις γνωστές σου καφρίλες. Θα οδηγείς σα να σου ανήκει ο κάθε δρόμος της πόλεως και αν κάποιος πεζός τολμήσει να σου δείξει το Γρηγόρη στο φανάρι, θα του γαμήσεις το σπίτι (τόσο προικισμένος!). Ποιος νομίζει πως είναι που θα σου κάνει και υποδείξεις;!
Θα πετάς τα σκουπίδια σου όπου να ΄ναι. Θα σπρώχνεις για να περάσεις, γιατί δεν είσαι εσύ κανένας φλώρος, για να ζητήσεις συγγνώμη, ώστε να σου κάνουν χώρο. Θα φτύνεις τη ροχάλα σου κι εμείς θα πρέπει να υποταχτούμε στη μεγαλειότητα της χοντροκοπιάς σου. Θα πηγαίνεις βόλτες με τα παιδιά σου, θα κάνουν αταξίες, θα υστεριάζεις και φυσικά, κανείς δε θα μπορεί να σε κρίνει, γιατί είτε δεν έχουν παιδιά (άρα δεν ξέρουν και δεν καταλαβαίνουν) είτε καλά θα κάνουν να κοιτάνε τα δικά τους. Τώρα αν τα δικά τους έχουν υιοθετήσει τον πολιτισμό των γονέων τους είναι δικό τους πρόβλημα – όχι δικό σου.
            Γύρισες. Επιτέλους! Μας είχε λείψει η αστική σου γκρίνια. Στις επαρχίες οι άνθρωποι τα βλέπουν όλα μαύρα, γιατί δεν υπάρχουν δουλειές, τα χωράφια τους δεν αποφέρουν όσα ήλπιζαν, πλήττουν, βγαίνουν βόλτες και δε συναντούν σχεδόν κανέναν, γιατί όσοι επισκέπτονται κάποια χωριά είναι απλώς παραθεριστές, οι οποίοι φεύγουν μαζί με το καλοκαίρι. Εσύ, όμως είσαι εδώ. Στην πρωτεύουσα. Τρέχεις να προλάβεις το τάδε και το δείνα, τις περισσότερες φορές από συνήθεια. Γκρινιάζεις για τα πάντα, κυρίως επειδή η μίζερη ζωή σου ή ο αλαζονικός χαρακτήρας σου δε σου επιτρέπουν να χαρείς όσα έχεις κι όσα δεν παρατηρείς. Και εκείνη η καημένη κοινωνική παιδεία, έρπει. Κατώτερο επίπεδο και από τον μετροπόντικα. Προσπαθείς να μας εντυπωσιάσεις και δεν έχεις ιδέα πώς να σταθείς, πώς να συμπεριφερθείς. Οι κανόνες είναι για να τους παραβιάζεις. Μάλλον, δεν έμαθες ότι οι περισσότεροι δημιουργήθηκαν για να συνυπάρχουμε αρμονικά. Δυσκολεύεσαι ακόμα και να αντιληφθείς τη λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την ειλικρίνεια από την αγένεια.
            Γύρισες. Άρα, αναρωτήθηκες τι συνέβη όσο απουσίαζες;
            Η Αθήνα ήταν σχεδόν άδεια. Σχεδόν, γιατί είχαμε μείνει εμείς. Μερικοί – η γνωστή οπισθοφυλακή – για να προσέχουμε την πόλη από τις λεηλασίες και κάποιοι άλλοι, γιατί επιτέλους βρήκαμε την ησυχία μας.
            Ο Αύγουστος· ένας μήνας υπερεκτιμημένος. Αυτόν τον μήνα επιλέγεις πάντα για παραθερισμό με μια αποσκευή, η οποία περιέχει όσα σε στρεσάρουν και εξαιτίας της ανικανότητας σου να τα ξεφορτωθείς, τα κουβαλάς όπου σταθείς και βρεθείς. Και άλλοτε δραπετεύεις από την ρουτίνα σου, και παρά την προχωρημένη σου ηλικία, συμπεριφέρεσαι σαν έφηβος στην πενθήμερη.
Εμείς, λοιπόν, που μείναμε πίσω είχαμε μετατρέψει την Αθήνα σε μια μικρή επαρχία. Χαμογελούσαμε, καλημερίζαμε ο ένας τον άλλον, ήμασταν ευγενικοί, χαλαροί, δε φωνάζαμε, δε διαμαρτυρόμασταν όλη την ώρα ακόμα και για την μύγα που τόλμησε να πετάξει εντός του οπτικού μας πεδίου και πλήτταμε και λίγο.
Και τώρα που επέστρεψες, σου ευχόμαστε καλό φθινόπωρο και πάλι μας βρίζεις. Ωπα, ρε φίλε! Έκανες ένα μήνα διακοπές και δε σου έφθασε; Χαλάρωσε. Ο χρόνος δεν είναι στατικός – είναι ποτάμι που κυλάει. Ένα καλοκαίρι ήταν από τα δεκάδες που έχεις ζήσει. Ίσως, καλύτερο από τα προηγούμενα, αλλά τώρα μπήκε ο Σεπτέμβριος. Πάμε για άλλα. Ήρθε η ώρα της δικής σου Πρωτοχρονιά και να κάνεις μια νέα αρχή.

Καλό φθινόπωρο!



Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Οι τελευταίες διακοπές


Πέρασαν δυο χρόνια ακριβώς από τις τελευταίες μας διακοπές.
Μετρούσαμε τις μέρες για να φύγουμε.
Αποδράσαμε από το Αλκατράζ και όσο απομακρυνόμασταν ένα – ένα τα βαρίδια έπεφταν στο βυθό.
Το πλοίο προσέγγισε το λιμάνι.
Η άγκυρα έπεσε.
Έδεσε στον κάβο νύχτα και ήδη σχεδιάζαμε τι θα κάναμε την επόμενη μέρα.
Είχαμε κουραστεί.
Η καθημερινότητα σιδερένια μπάλα στα πόδια μας και το μόνο που ακούγαμε ήταν το σύρσιμο της αλυσίδας.
Είχαμε ανάγκη να δούμε ανθρώπους, φύση, να μυρίσουμε ιώδιο και αλάτι.
Ένα βράδυ, σε μια αυλή πίναμε κοκτέιλ και ακούγαμε τα τραγούδια που ερμήνευε ένας ντόπιος τραγουδιστής με την κιθάρα του.
Θυμάσαι που σε πείραζα λέγοντας σου ότι η κιθάρα είναι το πιο άχρηστο όργανο;
Όλοι γρατζουνούν δυο – τρια ακόρντα και νομίζουν πως είναι μουσικοί. Σου έλεγα να μάθεις ένα σοβαρό μουσικό όργανο και εσύ μου απαντούσες:
«Ναι, ναι… καλά, ξινογαλάκι. Άκου, τώρα προχθές έμαθα ένα καινούργιο κομμάτι.»
Σιχαινόσουν τις πιπεριές – σε ανατρίχιαζε το κρατς που έκαναν στο στόμα όταν τις δάγκωνες – και στα εστιατόρια, είχαν συνωμοτήσει να βάζουν ένα κιλό πιπεριές σε κάθε χωριάτικη σαλάτα. Άτιμοι ταβερνιάρηδες!
Θυμάσαι τα γέλια που κάναμε;
Κάθε φορά που με γνώριζες σε κάποιον πάντα του έλεγες ότι ήμουν η σπαστική διπλανή σου που όταν ήμασταν στο σχολείο, γύριζα τις σελίδες του βιβλίου και σε ξεπάγιαζα.
Ήταν ένα από τα αστεία μας, θυμάσαι;
Ήμουν πολύ χαρούμενη που έπειτα από πολύ καιρό πήγαμε εκδρομή.
Σχεδιάζαμε το επόμενο ταξίδι να ήταν στην Πράγα το χειμώνα.
Έπειτα το αναβάλαμε, όμως μια μέρα θα πηγαίναμε.
Δεν προλάβαμε.
Δεν περίμενα ποτέ ότι εκείνο το τριήμερο θα ήταν οι τελευταίες μας διακοπές.
Αυτό ήταν μεγάλη ζαβολιά – δεν ήταν στους κανόνες του παιχνιδιού, το ξέχασες;
Είμαι σίγουρη ότι θα έχεις βρει ένα σπίτι στο αγαπημένο σου νησί. Θα κάθεσαι στη βεράντα σου και θα είσαι ευτυχισμένη. Θα απολαμβάνεις τη θέα στη θάλασσα και το ηφαίστειο, θα έχεις ένα ψυγείο γεμάτο παγωτά και θα γράφεις στίχους στο μιλιμετρέ τετράδιο σου.
Σαν χθες μού φαίνεται που μου τηλεφωνούσες κάθε τρεις και λίγο για να δεις πού βρίσκομαι.
Γενικώς, μου συγχωρούσες την ασυνέπεια μου. Όταν, όμως έπρεπε να πάμε κάπου, σου προκαλούσε μεγάλη ανασφάλεια. Μήπως χάσουμε το αεροπλάνο, το πλοίο, την ταινία, το τραμ… Δεν χάσαμε ποτέ τίποτα από όλα αυτά.
Εγώ έχασα την συμμαθήτρια μου, τη διπλανή μου, την καλή μου φίλη.
Και ακόμα κι εκεί, πάλι το ρολόι.
Ήταν η κακιά η ώρα που έφυγες.
Κανένας χρόνος, όμως, δεν μπορεί να σε διώξει από την σκέψη και την καρδιά μου.
Καληνύχτα, αγαπημένο μου Πριχτάρι!





Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Ο διωγμός


               Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ. Ακόμα και για την ανανέωση του μισθωτηρίου, τον καλούσε πάντα η ίδια.
                Εκείνο το απόγευμα ήταν η προτελευταία τους πρόβα. Η γενική ήταν σε δυο μέρες και η καινούργια εβδομάδα θα ξεκινούσε με την πρεμιέρα του έργου. Θα ανέβαινε για πέντε παραστάσεις στην Αθήνα και έπειτα θα περιόδευαν σε όλη την Ελλάδα ως το τέλος του καλοκαιριού. Εκείνο, όμως που περίμενε με μεγάλη λαχτάρα ήταν το πέρας της περιοδείας. Όταν θα τελείωνε, θα έκανε ένα ταξιδάκι αναψυχής στη Ντόχα, για να επισκεφθεί την παιδική της φίλη, τη Λέτα.
                Η Λέτα είχε μεταναστεύσει εκεί πριν από σχεδόν μια δεκαετία με τον τότε αρραβωνιαστικό της. Κάθε χρόνο προσκαλούσε τη Μαρουλίτα για να τη φιλοξενήσει, όμως εκείνη ποτέ δεν τα κατάφερνε λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ο καιρός περνούσε, η Λέτα την προσκαλούσε για να περάσει μαζί τους τις διακοπές των Χριστούγεννων, του Πάσχα ή λίγες ημέρες το καλοκαίρι. Η φίλη της παντρεύτηκε, έγινε μητέρα και η Μαρούλιτα ακόμα δεν τα είχε καταφέρει.
Τώρα, είχε έρθει η ώρα να επισκεφθεί έναν πολιτισμό διαφορετικό από εκείνον, στον οποίο είχε συνηθίσει και ήξερε. Ανυπομονούσε για εκείνο το ταξίδι. Στο μυαλό της η Ντόχα ήταν ένα σύνολο αμμόλοφων και εκείνες τις ημέρες θα της δινόταν η ευκαιρία να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από την άμμο της φαντασίας της. Θα ανοιγόταν ένα παράθυρο που θα της επέτρεπε να εξερευνήσει το μεγάλο Δέντρο της Μέσης Ανατολής. Θα συναντούσε τη Λέτα έπειτα από τόσα χρόνια. Θα θυμόντουσαν τα παλιά, θα δοκίμαζε τα τοπικά εδέσματα, θα απολάμβανε τη βόλτα της στην αγορά Souq Waqif για τσάι και για ψώνια. Θα αγόραζε οπωσδήποτε κάποιο άρωμα και ένα αναμνηστικό για τον Βελισσάριο. Θα επισκεπτόταν τα μουσεία και την γκαλερί της οδού Mohammed Bin Thani.
                Το κινητό, σε αθόρυβη λειτουργία μέσα στην τσάντα της, είχε καταγράψει περισσότερες από είκοσι αναπάντητες κλήσεις.
                Η πρόβα τελείωσε αργά το βράδυ. Κάθισε στο φουαγιέ να πιεί λίγο νερό, να χαλαρώσει και να συζητήσει με τους συνεργάτες της λίγο πριν φύγουν. Έλεγξε το κινητό της. Όλες οι κλήσεις από το ίδιο άτομο, τον σπιτονοικοκύρη της.
                Έφυγε από το θέατρο και καθώς προχωρούσε προς την πιάτσα των ταξί, επέστρεψε την κλήση:
«Εμπρός;»
«Καλησπέρα σας. Με συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας, η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο είμαι. Βρήκα αρκετές κλήσεις από εσάς και ομολογώ πως ανησύχησα, καθότι δε με έχετε συνηθίσει.»
«Μάλιστα, κυρία Πο…»
«Χατζηστυλιανού – Πο, παρακαλώ.», τον διόρθωσε.
«Μάλιστα, κυρία Χατζηστυλιανού – Πο. Σας έψαχνα, γιατί χρειάζομαι το σπίτι.»
«Μα, δεν έχει λήξει το συμβόλαιο ακόμα.»
«Το γνωρίζω. Λήγει σε δεκαπέντε ημέρες κι εγώ σας δίνω σαράντα για να βρείτε νέα στέγη με την ησυχία σας.»
Στάθηκε στη μέση του πεζοδρομίου. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της.
«Επιτρέπεται να ρωτήσω το λόγο; Είστε δυσαρεστημένος; Θεωρείται ότι δεν το φροντίζω;»
«Όχι, όχι. Προς Θεού! Μετά από τόσα χρόνια είναι ντροπή να με ρωτάτε κάτι τέτοιο.»
«Και δεν είναι ντροπή να με πετάτε στο δρόμο μετά από τόσα χρόνια;»
«Ξέρετε, χρειάζομαι τα χρήματα και προτιμώ να το νοικιάζω σε τουρίστες. Βγήκα προσφάτως στη σύνταξη και πώς θα ζήσω με τα ψίχουλα που θα παίρνω;»
«Δε θέλετε να συζητήσουμε το ενδεχόμενο μιας λογικής αύξησης;»
«Σας παρακαλώ, σε σαράντα ημέρες να έχετε ελευθερώσει το διαμέρισμα και να μου παραδώσετε τα κλειδιά.»
«Θεωρείτε, δηλαδή, ότι ο τουρίστας θα σας αποφέρει περισσότερο κέρδος από εμένα που μένω όλο το χρόνο;»
«Θα το ρισκάρω. Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Καλό σας βράδυ.»
«Καλό βράδυ.»
                Η Λέτα, η Ντόχα, το τσάι στο Souq Waqif για ακόμα μια φορά θα την περίμεναν και δε θα εμφανιζόταν. Ίσως από την άλλη, να ήταν μια λύση. Μια μετακόμιση, όπου τα πάντα θα έμεναν πίσω κι εκείνη θα έκανε μια νέα αρχή κάπου στον κόσμο, ακόμα κι αν αυτό το “κάπου” βρισκόταν στο Δέντρο της Μέσης Ανατολής.
                Έφθασε στο σπίτι με τα πόδια. Επέλεξε να μην πάρει ταξί. Είχε ανάγκη να περπατήσει για να αποβάλει την ένταση και την πικρία της. Μέσα της ευχόταν να ήταν μια φάρσα που σκαρφίστηκε η παραγωγή του Άλλα Κόλπα, αλλά ούτε αυτό θα μπορούσε να ήταν… δυστυχώς. Η εκπομπή δε μεταδίδεται πια και ο Βλάσσης είχε καλύτερο χιούμορ.
                Ετοίμασε μια μαργαρίτα, πέταξε τις γόβες της στο χολ και ξάπλωσε στον καναπέ. Το ταβάνι, στα δύσκολα, λειτουργούσε ως πανί του κινηματογράφου. Έβαζε τις σκέψεις της σε μια σειρά.
Σαράντα μέρες.
                Μέσα σε σαράντα ημέρες έπρεπε όλο της το σπίτι να χωρέσει σε κούτες, ενώ εκείνη είχε να προετοιμαστεί για την πρεμιέρα και την περιοδεία.
                Σηκώθηκε.  Το κεφάλι της μούδιαζε σιγά – σιγά. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κοίταξε τη θέα – όχι πως ήταν σπουδαία. Κτήρια έβλεπε, ενίοτε και μπουγάδες, αλλά ήταν η θέα που είχε συνηθίσει ή και αγαπήσει – σα να ήταν εκείνο το τριακοστό ένατο βράδυ που περνούσε στο μικρό, στενό μπαλκόνι που με το ζόρι χώρεσαν δυο καρέκλες, ένα σιδερένιο τραπέζι στρογγυλό σαν εκείνο που έχουν τα καφενεία της επαρχίας, συνήθως τοποθετημένα κάτω από έναν πλάτανο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα από τα γεράνια, απολάμβανε τη μαργαρίτα της χαζεύοντας τους περαστικούς, άκουγε τους ψιθύρους των υπόλοιπων ενοίκων και της έρχονταν στο μυαλό όλες εκείνες οι φορές που άλλοι της φώναζαν να σκάσει όταν έκανε πρόβες για τη λυρική στο σπίτι και άλλοι τη χειροκροτούσαν, ζητώντας της να μη σταματήσει. Εκείνοι, ως ιδιοκτήτες, θα έμεναν πίσω και η ίδια ως νομάς, θα έπρεπε να πάρει τις κούτες της και να αναζητήσει νέο τόπο διαμονής. Ποιος ξέρει αν θα τους έλειπε το τραγούδι της, το ταπεραμέντο, το όνομά της από το κουδούνι…
Είχε λατρέψει τη γειτονιά της. Τη δική της γειτονιά που τώρα τη λεηλατούν οι τουρίστες και οι ιδιοκτήτες φέρονται σαν πόρνες της Τρούμπας που ξερογλείφονται για τα ντόλλαρς.
Εκεί ζούσαν άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών. Αρκετές κυρίες, προχωρημένης ηλικίας, τηρούσαν τις παραδόσεις. Όταν περπατούσε κανείς στο δρόμο, τον ζάλιζαν τα αρώματα που έβγαιναν από τα τσουκάλια. Τα Χριστούγεννα φορούσαν τα καλά τους και άκουγες από νωρίς το πρωί τον ήχο των τακουνιών στις πλάκες, καθώς πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν πλησίαζε το Πάσχα άσπριζαν τα πεζούλια και τα πεζοδρόμια, την Πρωτομαγιά στόλιζαν στεφάνια – χειροποίητα, με δικά τους λουλούδια από τις γλάστρες τους – και υπήρχε μεταξύ τους ένας άτυπος ανταγωνισμός για το ποιανής είναι το ωραιότερο. Οι μαγαζάτορες γνώριζαν όλους τους γείτονες με το μικρό τους όνομα και φρόντιζαν να τους δίνουν τα ποιοτικότερα προϊόντα τους. Καμιά φορά αν το ζύγι έγερνε λίγο προς τα πάνω, τους κερνούσαν το επιπλέον βάρος. Σαν ένα μικρό χωριό στο κέντρο της Αθήνας, ήξεραν ή φρόντιζαν να μαθαίνουν ο ένας τα νέα του άλλου. Ο ηλικιωμένος κύριος που έμενε με τη σύζυγό του στην ίδια πολυκατοικία με τη Μαρουλίτα, πήγαινε το Σάββατο να ψωνίσει και όταν έφθανε, τον περίμενε η σύζυγός του. Του έστελνε ένα ψάθινο καλάθι για να τοποθετήσει τα ψώνια και το ανέβαζε με τη βοήθεια του σχοινιού, για να τον ξεκουράζει και να ανεβαίνει στο διαμέρισμα με την ησυχία του, χωρίς να κοπιάζει.
Όλο αυτό θα σβήσει αργά ή γρήγορα. Στη θέση τους, θα μένουν άνθρωποι που θα έρχονται, θα φεύγουν. Κανείς δε θα μαθαίνει για εκείνους και δε θα ανταλλάσσουν ούτε μια κουβέντα της προκοπής με τους ανθρώπους που τόσα χρόνια έχτιζαν σχέσεις με όσους αποτελούσαν την καρδιά της γειτονιάς.
Δεν είχε πολλές επιλογές. Ο σπιτονοικοκύρης της ήταν απόλυτος. Καμία διαπραγμάτευση. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει και ήταν αργά για δάκρυα και μελαγχολία. Άλλωστε αυτά δεν ήταν χαρακτηριστικά μιας Μαρουλίτας Χατζηστυλιανού – Πο.
Το επόμενο πρωί τη βρήκε στην είσοδο του γραφείου του Βελισσάριου.
«Πώς και από εδώ τέτοια ώρα;»
«Καλημέρα λέει ο κόσμος.»
«Καλημέρα, γλυκιά μου Μαρουλίτα! Τι σε φέρνει στην πόρτα μου;», τη ρώτησε προσπαθώντας να ανοίξει κρατώντας στο ένα χέρι το χάρτινο ποτήρι με τον καφέ.
«Δε θα σε καθυστερήσω. Αυτά είναι τα κλειδιά μου. Έχεις τριάντα εννέα μέρα για να μου βρεις καινούργιο διαμέρισμα και να κάνεις τη μετακόμιση.», του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο μάγουλο, έριξε τα κλειδιά στην τσέπη του σακακιού του και έστριψε να φύγει.
«Εσύ πού πας;»
«Περιοδεία. Θα σου φέρω και σουβενίρ από την Ντόχα! À bientôt!»




Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Ζητείται δωρητής

          Η εποχή έχει αλλάξει. Οι ρυθμοί έχουν αλλάξει. Ο οργανισμός μας έχει αλλάξει και από εκεί που ένας άνθρωπος εξήντα ετών χαρακτηριζόταν ως γέρος, τώρα μαθαίνεις ότι πέθανε και λες: «Τι κρίμα! Νέος άνθρωπος…», άρα το προσδόκιμο ζωής αυξάνεται (ή και όχι, δεν ξέρω.), η τεχνολογία έχει αποθρασυνθεί τελείως, αφού σε λίγο καιρό με τις θέσεις εργασίας που θα κλείνουν, θα περιμένουμε στα συσσίτια να μας δώσουν λίγο φαγητό τα ρομπότ. Και μέσα σε όλη αυτήν την τρέλα, όπου θεωρητικά έχουμε τα πάντα και η ζωή μας έχει γίνει ακόμα ευκολότερη χάρη στα χιλιάδες συστήματα και αυτοματισμούς, για ένα παράδοξο λόγο δε μας φθάνει ο χρόνος.
          Ο χρόνος μου είναι λίγος έως ανύπαρκτος. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι θεωρούν ότι αν δεν έχεις παιδιά και υποχρεώσεις, δεν έχεις να κάνεις τίποτα. Πας στη δουλειά σου, κάνεις το οκτάωρο σου, μαζεύεις το σπίτι σου να μη σε φάνε οι δεινόσαυροι (μπορεί να έχουν εξαφανιστεί ως είδος, αλλά τίποτα δε σου εγγυάται ότι με τόσα μικρόβια και βακτήρια που θα δημιουργήσουν αποικία κάτω από τη δική σου στέγη, δεν υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να τους επαναφέρεις. Και όχι, δε θα είναι γλυκούλης σαν τον Dino, αλλά σαν εκείνους τους σαλιάρηδες από το Jurassic Park) και έπειτα έχεις όλον το χρόνο δικό σου. Να πας βόλτα, γυμναστήριο, για beaute, για ψώνια και γενικότερα, να κάνεις ό,τι σε ευχαριστεί.
        Η μια πραγματικότητα είναι αυτή. Η άλλη είναι ότι ακόμα κι αν δεν έχεις οικογένεια και μένεις μόνος σου σαν το στάχυ – που λέει και το γνωστό άσμα – ή αν συζείς, και δεν υπάρχουν παιδιά, δε σημαίνει ότι το μόνο σου πρόβλημα είναι τι ώρα θα πας για μανικιούρ. Αναλόγως τη δουλειά, μπορεί να ξημεροβραδιάζεσαι εκεί, να επιστρέφεις στο σπίτι για να διώξεις τα βακτήρια που έχουν κάνει κατάληψη, ώστε να αποφύγεις τα χειρότερα (δηλαδή, τους δεινόσαυρους που λέγαμε παραπάνω) και σου μένει ένα εξάωρο για να κάνεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου! Περίπου… γιατί εκείνο το εξάωρο είναι συνήθως 01:00 – 07:00 ή 02:00 – 08:00 και κοίτα να δεις γκαντεμιά: σε τούτη την πόλη (όπου σύμφωνα με τους διαφημιστές της, δεν κοιμάται ποτέ), δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα ανοιχτό από όσα θα ήθελες. Δεν μπορείς να πας για ψώνια, δεν μπορείς να πας στη βιβλιοθήκη, δεν μπορείς να χαλαρώσεις σε ένα καφέ και να σου σερβίρουν καφέ, γιατί οι καταστηματάρχες έχουν άποψη για τον δικό σου οργανισμό. Μετά τις δέκα το βράδυ, δε σερβίρουν καφέ στις καφετέριες. Για να μην πάθουν τα νεύρα μας; Για να κοιμηθούμε καλύτερα; Για να μας εκνευρίσουν; Μάλλον, το τελευταίο. Επίσης, εκείνο είναι το μοναδικό εξάωρο που σου έχει απομείνει για να κοιμηθείς. 
          Φυσικά, υπάρχει και μια ομάδα ανθρώπων με το δικό τους «κατηγορώ», γιατί ο λόγος που δεν προλαβαίνεις να κάνεις τα πάντα, είναι είτε επειδή ο δείκτης νοημοσύνης σου είναι χαμηλός, είτε επειδή είσαι ανοργάνωτος, είτε επειδή τα κάνεις όλα λάθος. Αντί, λοιπόν, να σε βοηθήσουν βασιζόμενοι στη δική σου πραγματικότητα έχουν αυτό το εξυπναδίστικο ύφος και μια υπόδειξη ανά περίπτωση, η οποία θα βοηθούσε αν είχαν επίγνωση της καθημερινότητας σου.
          Επομένως, μια είναι η λύση. Να βρεθεί δωρητής. Ένας δωρητής χρόνου ή έστω οι επιστήμονες να βρουν τον τρόπο, ώστε η κάθε μέρα να έχει σαράντα οκτώ ώρες, μήπως και προλαβαίνουμε να κάνουμε τα βασικά.
          Πλέον το ακριβότερο αγαθό είναι ο χρόνος. Αν δεν έχεις το χρόνο, έχεις πίεση. Αν έχεις πίεση, δεν έχεις καλή σωματική και ψυχική υγεία, αν δεν έχεις υγεία, δεν μπορείς να απολαύσεις όσα θα ήθελες και η αλυσίδα συνεχίζεται.

Τικ – τακ… τικ – τακ… τικ – τακ…!
               

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Το νησί ΠΟΠ


            Αν έχεις ταξιδέψει ποτέ με Nαξιώτη, θα με καταλάβεις.
            Για αρκετά χρόνια τα πλοία ήταν το δεύτερο σπίτι μου και σχεδόν πάντα, στα διπλανά καθίσματα βρίσκονταν Nαξιώτες, οι οποίοι μου αφηγούνταν ενδιαφέρουσες ιστορίες από τις ζωές τους, μου έδιναν ωραίες συμβουλές, αλλά υπήρχε και κάτι για το οποίο δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους και αυτό το κάτι δεν ήταν τίποτε άλλο από τα προϊόντα τους.
            Οι ίδιοι θεωρούν όλα τους τα προϊόντα Π.Ο.Π. και δεν αναφέρομαι σε στυλ. Εκεί καλλιεργείται η καλύτερη πατάτα, η οποία είναι η πατάτα της Νάξου, το καλύτερο κολοκυθάκι είναι της Νάξου, φτιάχνουν τη γραβιέρα της Νάξου, εκτρέφουν το κατσικάκι της Νάξου, και γενικώς ό,τι παράγει η γη ή τρέφεται από αυτήν είναι της Νάξου. Εντάξει, και αλλού μπορείς να βρεις πατάτα – επί παραδείγματι –, αλλά να είσαι προετοιμασμένος ότι σαν της Νάξου δε θα είναι. Πώς βρίσκεις παραλίες σε όλη την Ελλάδα, αλλά σαν τη Χαλκιδική πουθενά; Ε, το ίδιο πράγμα. Κανένας Ναξιώτης δεν καμαρώνει τόσο για το Μέλανα και τον Απόλλωνα Κούρο, για την Πορτάρα, το Ναό της Δήμητρας, τη λαϊκή τέχνη, την μουσική παράδοση, όσο για τα καλούδια του τόπου του. Φυσικά, δεν μπορούμε να τους αδικήσουμε, γιατί η αλήθεια είναι ότι αν δοκιμάσεις μια φορά γραβιέρα Νάξου, δύσκολα την αλλάζεις.
            Ας υποθέσουμε, όμως, ότι αναζητάς τον επόμενο προορισμό διακοπών και μια από τις επιλογές σου είναι αυτό το νησί. Τι να περιμένεις;
Λοιπόν, σημείωνε. Κατ’ αρχάς, είναι ένας από τους ιδανικούς προορισμούς για οικογενειακές διακοπές, υπάρχουν ωραίες παραλίες, μπορείς να επισκεφθείς κοντινά νησιά, όπως τα Κουφονήσια (ως μονοήμερη εκδρομή), αν σου αρέσει η ιστορία, μπορείς να επισκεφθείς την περιοχή του Άνω Κάστρου, τον Πύργο Μπαζαίου στο Σαγκρί, το ναό του Διονύσου, μα πάνω από όλα, θα απολαύσεις καλό φαγητό. Και όταν έρθει η ώρα της επιστροφής στο σπίτι, πάρε και ένα κεφαλάκι γραβιέρα. Γιατί σαν τη γραβιέρα Νάξου… δεν έχει!



Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Η αρχόντισσα


            Φθάσαμε στο λιμάνι της αρχόντισσας, της πρωτεύουσας των Κυκλάδων, η οποία δεν είναι άλλη από τη Σύρο.
            Έχω επισκεφθεί το νησί σε διάφορες εποχές και, ενώ όλοι θεωρούν ότι τα νησιά είναι πανέμορφα το καλοκαίρι – και όχι αδίκως, αφού τότε μπορεί κανείς να σεργιανίσει με την ησυχία του, να χαρεί τις ομορφιές τους, να απολαύσει την ξεγνοιασιά των διακοπών και τα γαλανά νερά, η Σύρος είναι τόσο αρχοντική και επιβλητική που δεν περιμένει τον ήλιο και τις υψηλές θερμοκρασίες για να αναδείξει την ομορφιά της.
            Τα πλατιά σκαλιά ανηφορίζοντας στα σοκάκια, οι βουκαμβίλιες, το καλό φαγητό, η θέα στο λιμάνι, τα ιστορικά κτήρια, παλαιά διατηρητέα σπίτια καπετάνιων και εμπόρων συμβάλλουν στην αίγλη του νησιού.
            Αγαπημένο σημείο το θέατρο Απόλλων. Μια μικρογραφία της Σκάλας του Μιλάνου. Στο εσωτερικό του, καμαρίνια προσωπικοτήτων όπως η Άννα Καλουτά, ο Ιάκωβος Καμπανέλης… Τα μικροαντικείμενα τους απλωμένα, αφήνουν λίγη από την αύρα τους στο χώρο.
            Φυσικά, δε γίνεται να βρεθείς στην Ερμούπολη και να μην επισκεφθείς το Δημαρχείο. Όχι να περάσεις μπροστά από το κτήριο, να μπεις μέσα. Να περπατήσεις στα ασπρόμαυρα μάρμαρα, να τραβήξεις τη βαριά κόκκινη κουρτίνα και να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο τη θέα από την πλατεία ως το λιμάνι.
           Αξίζει να πας έστω και για ένα τριήμερο, για να περπατήσεις στην Άνω Σύρο, να απαθανατίσεις στιγμές στη συνοικία Βαπόρια, να επισκεφθείς το μουσείο του Μάρκου Βαμβακάρη, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες. Καθώς θα εξερευνείς το νησί, καλό είναι να έχεις μαζί σου μια χαλβαδόπιτα… ξέρεις, για τη λιγουρίτσα.




Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Το τελευταίο βράδυ του Απρίλη

            Το απόγευμα, πριν από τη δύση, μαζεύαμε από τον κήπο διαφόρων ειδών λουλούδια. Εκείνη ήταν υπερήφανη για τα τριαντάφυλλα, τις βιολέτες και τις φρέζες της, όμως το αγαπημένο της λουλούδι ήταν οι κρίνοι (οι λευκές κάλλες που λέτε εσείς εδώ) και δεν θα μπορούσαν να λείπουν από το μαγιάτικο στεφάνι. Φύτρωναν σε μια άκρη του περιβολιού, δίπλα στον γκρεμό. Είχαν γίνει ολόκληρος θάμνος. Εκείνη, παρόλη την προχωρημένη ηλικία της, δε δίσταζε να πάει να κόψει δυο – τρεις.
            Τα ακουμπούσαμε στο τραπέζι της βεράντας, παίρναμε κλωστή και δυο τρεις κληματόβεργες για να φτιάξουμε τη βάση του στεφανιού και πάνω εκεί δέναμε τα λουλούδια ένα προς ένα. Εξετάζαμε αν ταίριαζαν τα χρώματα, τακτοποιούσαμε λίγο τα πέταλα και στο τέλος, κρεμούσαμε ένα κουλούρι με το σταυρό, ένα σκόρδο για το μάτι και ένα κλωνάρι ελιάς.
            Εκείνες οι μνήμες των παιδικών χρόνων, παραμένουν ζωηρές και κάθε χρόνο παραμονή της Πρωτομαγιάς ετοιμάζω το στεφάνι. Δεν έχω κήπο, ούτε γλάστρες με βιολέτες και φρέζες, ούτε περιβόλι με τριανταφυλλιές και κάλλες. Ψάχνω στα ανθοπωλεία να βρω ανθεκτικά λουλούδια και τα τυλίγω πάνω σε βέργες πλεγμένες και δεμένες κυκλικά, όπως μου είχε μάθει η γιαγιά μου. Και στο τέλος, κρεμάω το κουλούρι με τον σταυρό και ένα σκόρδο. Στην καινούργια γειτονιά δεν έχει ελαιόδεντρα, άλλα ίσως σε κάποιον περίπατο να βρω και να κόψω ένα κλωνάρι.
            Το στεφάνι μας είναι έτοιμο. Αύριο το πρωί θα το κρεμάσουμε μαζί στο μπαλκόνι του καινούργιου μας σπιτιού.

Καλό μήνα! Γεμάτο λουλούδια και όμορφες στιγμές!


Κυριακή 21 Απριλίου 2019

Ήρθε η ώρα μας!


           Τα Χριστούγεννα έχει την τιμητική του ο Άγιος Βασίλης και το Πάσχα τα σημαντικότερα πρόσωπα είμαστε εμείς, οι ανάδοχοι… Άντε και τα Πάθη του Ιησού.
            Η απόφαση να γίνω νονά, δεν ήταν για να βγάλω μια υποχρέωση, ούτε επειδή το ζευγάρι δεν έβρισκε κάποιον να του βαπτίσει το παιδί, ούτε επειδή δεν έχω δικά μου παιδιά. Δέχτηκα να γίνω νονά, χωρίς δεύτερη σκέψη, γιατί είναι ένας πολύ σημαντικός ρόλος εφ’ όρου ζωής. Ένα ζευγάρι εμπιστεύεται το παιδί του σε έναν άνθρωπο που θεωρεί άξιο για τη διαπαιδαγώγηση του. Επί της ουσίας αυτός είναι ο ρόλος των νονών· να το αγαπούν, να περνούν ποιοτικό χρόνο με το παιδί και να φροντίζουν να μαθαίνει τις αξίες της ζωής.
Και από εκείνη την ημέρα άλλαξαν όλα.
Θα ερχόταν στον κόσμο το παιδί της καλύτερής μου φίλης, ένα πλάσμα που θα με αποκαλούσε «νονά», το οποίο είναι καλύτερο – τουλάχιστον ηχητικά – από το «θεία». Θα γινόμουν η πνευματική του μητέρα, η νεράιδα του (ξέρεις, εκείνη η παχουλή κυρία, με το ραβδάκι, το μακρύ φόρεμα και την κολοκύθα). Η φίλη του, με την οποία θα μοιράζεται στιγμές, χαρές και προβληματισμούς. Θα του μαθαίνω καινούργια πράγματα, θα περνάμε χρόνο μαζί, θα παίζουμε, θα δημιουργούμε και αν κάτι πάει στραβά, με το μαγικό μου ραβδάκι θα διώχνω τα αρνητικά συναισθήματα που μπορεί να του προκαλεί.
            Και όλο αυτό δεν έμεινε στο μυαλό μου ως το ιδανικό σενάριο σε μια τσιχλόφουσκα. Γεννήθηκε το Καραμελάκι μου, το πιο γλυκό πλάσμα στη ζωή μου, με το οποίο παίζουμε, πάμε βόλτες, φτιάχνουμε κατασκευές, συζητάμε, εξερευνούμε την πόλη, μαθαίνουμε καινούργια πράγματα.
            Η βαφτιστήρα μου εκτός του ότι είναι το καλύτερο παιδί του κόσμου, είναι ένα χαρισματικό πλάσμα, γεννημένο με άστρο και ξεχωριστό (αντικειμενικά μιλώντας) και θέλω να της χαρίζω τα πράγματα που της ταιριάζουν. Να είναι ξεχωριστά και πρωτότυπα. Όχι ακριβά, αλλά γουστόζικα. Και κάπου εδώ ξεκινά το δικό μου δράμα.
            Κάνοντας μια βόλτα στα μαγαζιά για τα πασχαλινά της δώρα, διαπίστωσα ότι τίποτα δεν είναι τόσο ωραίο και καλό για το δικό μου βαφτιστήρι.
           Αισθάνομαι πως οι εταιρείες το έχουν χάσει λίγο. Οι λαμπάδες έχουν παιχνίδια επάνω, τα οποία αν αφαιρέσεις, μένει ένα λευκό κερί. Σκέτο. Σα να λέμε ότι το κάθε παιδί, θα βγάλει το παιχνίδι, γιατί σιγά μην έχει την υπομονή να κρατήσει τη λαμπάδα στολισμένη μέχρι το βράδυ της Αναστάσεως και θα εμφανιστεί με ένα κερί λευκό. Φυσικά, η Ανάσταση δεν είναι για να επιδείξουμε τις λαμπάδες… αν είσαι ενήλικας. Τα παιδιά, όμως που δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο βρίσκονται εκεί, κοιτάζουν τι λαμπάδα κρατάει ο διπλανός. Κι ενώ, δε μου αρέσουν οι λαμπάδες – παιδική χαρά, θέλω το κερί να έχει το κάτι ξεχωριστό ή να είναι ανάγλυφες.
            Οι πωλήτριες έχουν μια τάση να ρωτάνε το φύλο και την ηλικία του παιδιού. Και μόλις τους λες ότι πρόκειται για μικρό κοριτσάκι, αρχίζουν τα χαζοχαρούμενα, τα οποία έχουν μόνο ένα χρώμα· το ροζ. Δεν αρέσουν σε όλα τα παιδάκια τα ίδια πράγματα. Ακόμα και σε αυτήν την ηλικία έχουν προσωπικότητα. Το τι λαμπάδα με κούκλες, παπάκια, αρκουδάκια και λοιπά στολιδάκια μου έδειξε, ενώ ήμουν ξεκάθαρη ότι ήθελα μια κομψή, ρομαντική και κυρίως κερί με προτίμηση στο ανάγλυφο για να μην είναι σκέτο, εκείνη είχε κολλήσει στα παπάκια. Θύμησέ μου, για ποιο λόγο οι πωλήτριες δε μας αφήνουν να ψάξουμε με την ησυχία μας και όταν τις χρειαζόμαστε πετάνε χαρταετό;
            Συνέχισα με την αγορά των παπουτσιών και των ρούχων. Σχεδόν όλα τα σχέδια είναι μικρογραφία των ρούχων που φοράνε οι ενήλικες γυναίκες. Μάλλον, είναι η νέα τάση η κόρη να φοράει τα ίδια με τη μαμά. Είναι δυνατόν τα μικρά κοριτσάκια να ντύνονται σα μικρομέγαλα; Και στατιστικά να το δεις, τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους θα τα περάσουν ως ενήλικες, επομένως για ποιο λόγο να μη ζήσουν την ηλικία τους και τα κορίτσια να ντύνονται ως κορίτσια και όχι ως σταρλέτες. Πλέον τα ρούχα για τα τετράχρονα είναι γεμάτα τούλι και παγέτα, λες και ετοιμάζονται για το γκαλά του πρέσβη. Ξέρεις, εκείνου με τα σοκολατάκια. Και όσα ρούχα είναι παιδικά, μπορούν να τα φορούν όταν πάνε στην παιδική χαρά, στο σχολείο, αλλά τίποτα δεν είναι αρκετά καλό για να είναι δώρο από τη νονά τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τι κάνουμε; Θα σου απαντήσω εγώ, αγαπητέ μου αναγνώστη, την καρδιά μας πέτρα και σκεφτόμαστε το πρακτικό κομμάτι. Εφόσον μερικές είμαστε «γιωτούδες» στη ραπτική, αγοράζουμε πράγματα που είναι χρήσιμα για την καθημερινότητα τους. Πού είναι οι εποχές που οι νονές πήγαιναν στα βαφτιστήρια με τα καλά τα ρούχα και τα λουστρινάκια;! Δε θα αγόραζα λουστρίνια. Τρόπος του λέγειν. Μολονότι, βρέθηκα, που λες, εκεί, μπροστά στη βιτρίνα να κοιτάζω με θλιμμένο βλέμμα τα προϊόντα που απείχαν πολύ από εκείνο που φανταζόμουν ως δώρο για το κορίτσι μου, έπειτα από αρκετή προσπάθεια, τις θερμίδες μου να πεθαίνουν μια προς μια στα στενοσόκακα του ιστορικού κέντρου και να λιώνουν οι σόλες στους διαδρόμους των πολυκαταστημάτων, βρήκα το ένδυμα και το υπόδημα και ήρθε η ώρα για το τσουρέκι και το αβγό.
Με το τσουρέκι όλα καλά. Ευκολάκι. Πήγα στο φούρνο, πήρα ένα με γέμιση σοκολάτα – καρύδι, το έσβησα από τη λίστα και συνέχισα με την αναζήτηση του αβγού.
            Επικρατεί στην αγορά η τάση με τα στολισμένα με ζαχαρόπαστα αβγά, αλλά υπάρχουν και τα παραδοσιακά σοκολατένια. Σοκολατένια κουνελάκια, αβγουλάκια, κοκοράκια. Και ενώ, αυτά έχουν υποκοριστικά ονόματα, οι τιμές τους είναι όλες στον υπερθετικό βαθμό. Ναι, κατανοώ ότι ο ζαχαροπλάστης έχει κουραστεί και έχει περάσει ώρες στο εργαστήριο για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων και διαφορετικών σχεδίων, όμως παιδιά, να χαλαρώσουμε λίγο. Μιλάμε για ένα γλύκισμα, το οποίο θα καταναλωθεί σχετικά άμεσα, δεν είναι συλλεκτικό, να το βάλεις στη σερβάντα μέχρι να σβήσει ο Ήλιος! Και τέλος πάντων, δημιουργήθηκε με τη βοήθεια κουπάτ. Κανένα ζαχαροπλαστείο δεν προσέλαβε τον Βαρώτσο για να μετατρέψει τη σοκολάτα σε γλυπτό! Άσε που αν ήταν τόσο δύσκολο για τους επαγγελματίες, σιγά μην έφτιαχναν τόση ποσότητα προς πώληση. Δεν θέλω να υποτιμήσω τη δουλειά τους, ούτε την ωραία εμφάνιση, ούτε την ποιότητα των προϊόντων τους, αλλά μιλάμε για σοκολάτα. Απλή σοκολάτα, προερχόμενη από κακαόδεντρο, όχι για διαμάντια που βρήκαν στα αδαμαντορυχεία της Αφρικής και τα στόλισαν στις βιτρίνες καμουφλαρισμένα ως λαγουδάκια. Εκτός κι αν στην τιμή συμπεριλαμβάνονται και τα οδοιπορικά του κακάου μέχρι να φθάσει στην Ελλάδα με ιδιωτικό αεροπλάνο και συμπεριλαμβάνεται η ναύλωση και η κηροζίνη.
            Τέλος πάντων, με αυτά, με εκείνα και ένα υπογλώσσιο κατάφερα να ολοκληρώσω τις πασχαλινές αγορές για το Καραμελάκι μου.
            Με έπιασε η βροχή στο δρόμο, η ομπρέλα ήταν μικρή και οι σακούλες έπιαναν περισσότερο χώρο και από την περιφέρεια μου. Πού να χωρέσουμε όλοι κάτω από το μικροσκοπικό μου ομπρελίνι!; Στάθηκα στην άκρη του δρόμου, αναζητώντας ταξί, και τις σταγόνες της βροχής να λεκιάζουν τις χάρτινες σακούλες με τα δώρα της μικρούλας μου. Κάνω νόημα σε ένα ταξιτζή και δε φτάνει που δε σταμάτησε, οδηγούσε σαν τρελός και το δεξί μπατζάκι του παντελονιού μου είχε πλέον wet look. Δεν τον σιχτίρισα, καθότι δεν ταιριάζει στο image μου και μια που είχαν τελειώσει τα υπογλώσσια, είπα να είμαι ζεν μη μας βρουν τίποτα χειρότερα μέρες που είναι.
            Ε, με τα πολλά κατάφερα να φθάσω στο σπίτι. Ο συναμοράτος μου με υποδέχτηκε με μια αγκαλιά και μια ερώτηση:
«Μήπως το παρακάνεις;»
Και στο σημείο αυτό θα ήθελα να ρωτήσω εσένα:
Ο νονός ή η νονά δεν σου έκανε δώρα το Πάσχα; Ή μήπως εγώ ήμουν το κακομαθημένο της νονάς μου, η οποία ακόμα και σήμερα, μού φέρνει λαμπάδα:


Ίσως, πάλι υποσυνείδητα να θέλω να γίνω σαν τη δική μου νονά, γιατί είμαι από εκείνους τους τυχερούς που έχουν την καλύτερη νονά του κόσμου! Και είναι η καλύτερη νονά του κόσμου, γιατί μου αφιερώνει χρόνο, συζητάμε, έχω μάθει από εκείνη, με αγαπάει και με έχει πάντα στη σκέψη της. Από εκείνη έμαθα τι σημαίνει να είσαι νονά και θα ήθελα όταν μεγαλώσει το Καραμελάκι μου, να νιώθει ότι υπήρξα μια καλή νονά για εκείνο. Και γιατί όχι, η καλύτερη νονά του κόσμου (πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το ψώνιο. Γνωστό αυτό).

Πέμπτη 4 Απριλίου 2019

Καιρό έχουμε να τα πούμε.


Κάτι οι δουλειές, κάτι οι αποστάσεις, κάτι η έλλειψη ελεύθερου χρόνου
… κάτι το ‘να… κάτι τ’ άλλο… χαθήκαμε!
Ξέρεις, σε σκεφτόμουν και λέω δεν περνάω να πω μια καλημέρα;!
Και να ‘μαι! Ήρθα για λίγο. Για να σου πω την καλημέρα μου και θα φύγω.
Θα ξανάρθω, όμως. Δε θέλω να χάνουμε την επαφή.
Να έχεις μια υπέροχη μέρα και να περνάς καλά!



Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

Εαρινή Ισημερία

     Σήμερα υποδεχόμαστε επισήμως την άνοιξη. Και μπορεί εδώ που ζούμε να μην απολαμβάνουμε τη φύση, τον καθαρό αέρα, να μην κελαηδούν τα πουλιά, να μην ανθίζουν τα λουλούδια, να μην ξυπνάνε τα ζώα και να τρέχουν πεινασμένα στο δάσος για να βρουν τροφή, αλλά νομίζω πως κι εμείς με την ίδια λαχτάρα την προσμένουμε. Ξυπνάμε από τον λήθαργό μας και τρέχουμε στην παραλιακή είτε για έναν καφέ, είτε για να γυμναστούμε, κάνουμε μικρές αποδράσεις σε κοντινά νησιά ή χωριά αναζητώντας λίγη χαρά στις ομορφιές της φύσης που στερηθήκαμε όλο τον χειμώνα. 
          Άνοιξη. Έρχεται το Πάσχα, μοσχοβολούν οι φρέζες και οι βιολέτες. Τα πρώτα φωτεινά ρούχα βγαίνουν από την ντουλάπα, η ζυγαριά γίνεται η καλύτερή μας φίλη (γιατί τούτα τα υφάσματα είναι μαρτυριάρικα, γιατί το καλοκαίρι έρχεται και στο πλαίσιο της ματαιοδοξίας μας, θέλουμε σε εκείνη τη φωτογραφία που θα τραβήξουμε στα γραφικά σοκάκια του νησιού να μοιάζουμε με αιθέρια ύπαρξη). 
          Η πρώτη μέρα της άνοιξης! Ίσως να είναι μια ευκαιρία αυτό το Σαββατοκύριακο να πάμε μια βόλτα σε μια γειτονιά μακριά από το κέντρο για να μαζέψουμε λουλούδια, να στολίσουμε με λίγο χρώμα την καθημερινότητα μας. Θα περιμένω να μου στείλεις φωτογραφίες από τα λουλούδια που συνάντησες ή το μπουκέτο που έφτιαξες. Μέχρι τότε...
... μικρό μου αρκουδάκι, να έχεις μια υπέροχη μέρα!


Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Βραδιά 1000 στροφών


Μέρες τώρα σε σκέφτομαι. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που μιλήσαμε. Είπα να σου στείλω ένα μήνυμα για να σου ευχηθώ καλό Σαββατοκύριακο, αλλά κάτι το ‘να, κάτι τ’ άλλο… ξεχάστηκα.
            Η ώρα περασμένη. Η πόλη κοιμάται. Ενδεχομένως, το ίδιο κι εσύ.
            Έχω κλείσει τα αφτιά μου με τα ακουστικά και ακούω παλιά τραγούδια. Απόψε έφαγα φουντούνια. Ρομαντικό, πλαστικό δείπνο για ένα άτομο.
Έβρασα λίγο τσάι να πιώ μέχρι να τελειώσει το πλυντήριο. Τα τελευταία εικοσιπέντε λεπτά της πλύσης, μού φαίνεται πως περνούν βασανιστικά αργά.
Είμαι κουρασμένη. Η διάρκεια του εικοσιτετράωρου ήταν πάντα ίδια ή είναι αντιστρόφως ανάλογη της ηλικίας του ανθρώπου;

Απόλυτη ησυχία στη γειτονιά. Το μόνο που ακούγεται είναι το στροβίλισμα του κάδου. Αισθάνομαι μια μικρή ενοχή – ίσως να ταράζει τον ύπνο κάποιου.

Ξημερώνει Σάββατο. Στη μια λίστα σημειώνω όσα θα ήθελα να κάνω και στην άλλη, όσα θα πρέπει να γίνουν. Πάντα νικήτρια είναι η λίστα των υποχρεώσεων. Ναι, το λέω με παράπονο. Περιμένω εκείνο το Σάββατο που δε θα χρειάζεται να κάνω τίποτα, παρά μόνο βόλτες και το μεγαλύτερο πρόβλημά μου να είναι αν θα πιάσω τα μαλλιά μου κότσο ή αν θα τα αφήσω ανέμελα. Έλα, παραδέξου το. Κι εσύ το ίδιο θέλεις.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία βραδινή έξοδο σε νυχτερινό κέντρο. Δεν το αναφέρω -με νοσταλγία. Αναρωτιέμαι αν απόψε υπάρχουν άνθρωποι που έχουν βγει να διασκεδάσουν ή αν δεν είμαι η μόνη που μετράει τις φυσαλίδες των μπλε, πράσινων και κόκκινων κόκκων στις χίλιες στροφές.