Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος V]

             Επόμενη επίσκεψη ήταν στο Σκιαθίτικο Σπίτι.
            Μέσα στα στενά δρομάκια, πάνω στον παλιό κεντρικό δρόμο χτισμένο το 1910 το Σκιαθίτικο Σπίτι έχει ανοίξει τις πόρτες του για να υποδεχτεί τους επισκέπτες του νησιού.
            Η είσοδος δε θύμιζε σε τίποτα ένα λαογραφικό μουσείο. Η πόρτα της αυλής ανοιχτή, ο φωτισμός στον ολάνθιστο κήπο παρέμενε χαμηλός και, μόλις πατούσες στο κατώφλι, αισθανόσουν περισσότερο ως ένα φιλικό πρόσωπο που περνούσε από τη γειτονιά και σκέφτηκε να μπει να πει μια καλησπέρα, παρά ως επισκέπτης του μουσείου. Οι οικοδεσπότες, με το χαμόγελο στα χείλη, σε περιμένουν για να σε ξεναγήσουν στην ιστορία της οικογένειας και του νησιού.
            Ακόμα και αν είναι η πρώτη φορά που θα το επισκεφθείς, το περιβάλλον μοιάζει οικείο, γιατί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο κάπως φέρνει αναμνήσεις από  τα σπίτια των γιαγιάδων μας. Οι συνήθειες των ανθρώπων και η μόδα της εποχής μπορεί να διέφερε σε κάθε μέρος της Ελλάδος, αλλά τότε – όπως και σήμερα – συναντούσαμε ομοιότητες.
Μέσα στο σπίτι όλα τα φώτα αναμμένα σα να ήταν γιορτή, όπως τότε που όταν γιόρταζε κάποιος από την οικογένεια, άναβαν όλα τα φώτα και η πόρτα παρέμενε ανοιχτή για να υποδεχτούν όλους όσοι πήγαιναν για να ευχηθούν.
Στο μπουφέ, σερβίτσια και ποτηράκια για διαφορετική χρήση – άλλο για το κρασί, άλλο για το λικέρ, άλλο για το τσίπουρο. Όσο μεγαλύτερη η περιεκτικότητα του οινοπνεύματος, τόσο στένευε το στόμιο του ποτηριού για να μη μεθούν με την μυρωδιά.  Τα σερβίτσια, τα πιάτα από τα ταξίδια και τα φλιτζανάκια με το αντίστοιχο πιατελάκι.
Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στα φλιτζανάκια. Μου θυμίζουν τα απογεύματα που η γιαγιά μου έψηνε έναν ελληνικό μέτριο και τον συνόδευε με ένα μπισκότο γεμιστό Παπαδοπούλου. Απολάμβανε το καφεδάκι της στο καθιστικό και έπειτα διάβαζε ένα βιβλίο ή παρακολουθούσε τηλεόραση. Ήταν η στιγμή που ξαπόσταινε από τις δουλειές της ημέρας.
Τα εργόχειρα κοσμούσαν τα σκαλιστά, βαριά έπιπλα, που αν έκλεινες τα μάτια είχαν να σου αφηγηθούν μια ιστορία – από τη δημιουργία τους, όταν ο επιπλοποιός τα σχεδίαζε κι έπειτα, έπιανε το ξύλο και το σκάλιζε με αγάπη ως τις μέρες στο χώρο του ιδιοκτήτη τους, φορεσιές που κάποτε ήταν τα ρούχα των γυναικών και αναλόγως την ηλικία τους, την οικογενειακή τους κατάσταση, διαφοροποιούνταν. Πίσω από τον καναπέ, το ραδιόφωνο με τις λυχνίες που ακόμα και σήμερα λειτουργεί κανονικά και στη μέση το τραπέζι με το στρωμένο τραπεζομάντηλο και τις σκαλιστές καρέκλες που σου δημιουργούν την αίσθηση της φιλοξενίας.
Ανεβαίνοντας τη σκάλα, ο αργαλειός με τα υφαντά και τα πλεκτά κουκλάκια με το όνομα, το οποίο ήθελε η πεθερά να δοθεί στο εγγόνι, κεντημένο στο καπέλο τους. Διάφορα αναμνηστικά από τον πόλεμο και το ταξίδι του παππού στην Αμερική και απέναντι η κρεβατοκάμαρα. Εκεί όπου φυλάσσεται το μπαούλο με τα προικιά και το νυφικό νυχτικό της γιαγιάς.
Βγαίνοντας από εκείνο το ζεστό, πέτρινο σπίτι, βρεθήκαμε στην αυλή. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να δούμε διάφορα εργαλεία και κουδούνια που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικό είδος ζώου, τη μυλόπετρα, το πράσινο σαπούνι, το φαναράκι της προξενήτρας, την κεραμική λεκάνη ζυμώματος…
Η ξενάγηση στο σπίτι ήταν τόσο απολαυστική που δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Δίνεται η ευκαιρία στον επισκέπτη, με έναν ευχάριστο τρόπο, να μαθαίνει την σκιαθίτικη παράδοση, αρκετά στοιχεία της οποίας υπήρχαν έντονα όχι μόνο στο νησί, αλλά σε όλη τη χώρα. Νοερά ταξιδεύεις στους περασμένους αιώνες και ένα τέτοιο ταξίδι δεν μπορεί παρά να είναι συγκινητικό, καθότι οι μνήμες είναι κοινές και προέρχονται από τους ανθρώπους που αγαπήσαμε και τώρα έχουν μια θέση ανάμεσα στα αστέρια. Και όσα εμείς δεν προλάβαμε να ζήσουμε, αποτελούν τις ρίζες μας. Δεν είμαστε τίποτα περισσότερο από καρποί ενός δέντρου που διαρκώς αναπτύσσεται και στη δική μας θέση, αργότερα θα βρίσκονται άλλοι και εκείνοι θα αφηγούνται ιστορίες για εμάς, για τους γονείς μας, τους παππούδες και το ταξίδι στο παρελθόν θα τους φέρνει κοντά στις ρίζες του δέντρου τους.  
 
 [… συνεχίζεται…]






Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙV]

           Εκείνο το πρωί μάς ξύπνησε η βροχή. Ήταν η μέρα που θα επισκεπτόμασταν τα μουσεία και αντί για αυτό στεκόμασταν σαν κουτάβια πίσω από την μπαλκονόπορτα και παρακολουθούσαμε τη βροχή που δεν είχε τελειωμό.
            Το μοτίβο επαναλαμβανόμενο σα μπουχάρα της Μοιραράκη: βροχή – παύση βροχής – βροχή – παύση βροχής – βροχή… και μας πήγε κατά αυτόν τον τρόπο ως το μεσημέρι. Όταν πια σταμάτησε για τα καλά, βγήκαμε διστακτικά από το δωμάτιο και περπατούσαμε στο δρόμο αργά λες και μπαίναμε στην παγωμένη θάλασσα (ξέρεις, πρώτα δακτυλάκι, μετά πατουσάκι, λίγο πιο μέσα ως το γόνατο να συνηθίσουμε τη θερμοκρασία, δυο βηματάκια ακόμα εκεί που φθάνει η στάθμη του νερού ως την κοιλιά και κάνεις μερικά επιτόπια μικρά πηδημάτακια – γιατί είναι επιστημονικώς αποδεδειγμένο ότι με αυτό τον τρόπο το νερό σκιάζεται και δε σε αγγίζει για να παγώσεις –, παίρνεις το χρόνο σου και βουτάς.).
      Πρώτη στάση το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ανεβήκαμε την κουρασμένη από τα χρόνια και τους επισκέπτες, ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην είσοδο του σπιτιού και κάθε σκαλοπάτι ψιθύριζε τα μυστικά της γειτονιάς, όμως κανείς δε νοιαζόταν να τα ακούσει, καθότι όλοι βιαζόμασταν να ανακαλύψουμε το εσωτερικό του σπιτιού και να ακούσουμε τους ψιθύρους των τοίχων του, να νιώσουμε την αύρα τού κάθε δωματίου.
       Περνώντας στο εσωτερικό του σπιτιού, θέλεις να παραμείνεις σιωπηλός και έχεις μια συστολή μην τυχόν και ενοχλήσεις. Πορτρέτα της οικογένειας κοσμούν τους τοίχους, το σπίτι λιτό και λειτουργικό και, ίσως, κάποιος να φανταζόταν ότι το σπίτι του συγγραφέα ενδεχομένως να είχε μια αίγλη, αλλά η λάμψη όλη βρισκόταν στην απλότητα του.
        Σε βιτρίνα προστατευμένα τα προσωπικά του αντικείμενα και στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, το καθημερινό, το δωμάτιο με το τζάκι, δίπλα στο οποίο, ήταν τοποθετημένο ένα χαμηλό αυτοσχέδιο κρεβάτι που το λεπτό, στενό του στρώμα σχεδόν ακουμπούσε το πάτωμα, σε εκείνη τη ζεστή γωνιά του σπιτιού, ο συγγραφέας έκλεισε τα μάτια του με προορισμό την αιωνιότητα.
Βγαίνοντας κατεβήκαμε την πίσω σκάλα που οδηγούσε στην αποθήκη – κελλάρι, όπου σήμερα στεγάζεται το πωλητήριο με τα έργα του.
            Δε θα σου πω ψέματα. Βλέποντας την επιβλητική εξωτερική όψη του σπιτιού, περίμενα να δω ένα χώρο με βαριά σκαλιστά έπιπλα και μεγαλοπρέπεια. Εκείνο, όμως, που είδα ήταν ένα ταπεινό σπίτι, λιτό, όπως και οι ένοικοι του. Η διακόσμηση του σπιτιού «σιωπηλή» και ένιωσα πως τα γέλια και οι χαρές σε εκείνους τους τέσσερεις τοίχους ήταν κάτι σπάνιο. Πρέπει να επικρατούσε περισσότερο η μελαγχολία, η σιωπή και το ιδιαίτερο δέσιμο με το Θεό, και τη θρησκεία γενικότερα, λόγω ανατροφής και οικογενειακού περιβάλλοντος.
            Θα περίμενε κανείς πως οι νέοι δεν διαβάζουν έργα του Παπαδιαμάντη με τον ίδιο ζήλο που θα διάβαζαν κάποιον άλλο περισσότερο σύγχρονο σε αυτούς συγγραφέα, όμως στη Σκιάθο φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης είναι κομμάτι της ζωής τους και αυτό ήταν φανερό και στον τρόπο με τον οποίο μιλούσαν για τον ίδιο και τα έργα του, αλλά και για το γεγονός ότι κάπως είχαν εντάξει τους τίτλους αυτών στην καθημερινότητα χρησιμοποιώντας τους ως ονομασία στις επιχειρήσεις.
            Σίγουρα είναι ένα ιστορικό αξιοθέατο που δε γίνεται να βρεθεί κάποιος στη Σκιάθο και να μην το επισκεφθεί ακόμα και αν δεν διάβασε ποτέ τη Φόνισσα ή Τα Ρόδιν’ Ακρογιάλια…           
 [… συνεχίζεται…]



 

 


Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Ταξίδι με ΚΤΕΛμπους Στη Σκιάθο [Μέρος ΙΙΙ]

            Το πρώτο πρωινό μας στη Σκιάθο το απολαύσαμε στο Μπούρτζι. Ανηφορίσαμε στο λόφο και ακολουθώντας το μονοπάτι πίσω από το Ναυτικό Μουσείο, κάτω από τα πεύκα βρισκόταν η τεράστια αυλή της καφετέριας με θέα στη θάλασσα. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα σου έβλεπες γαλάζιο και πράσινο από τη μια πλευρά, απέραντο γαλάζιο μπροστά και, από την άλλη πλευρά, τα σκαρφαλωμένα στα βράχια σπίτια που φλέρταραν με το κύμα.
            Απλώσαμε το χάρτη στο τραπέζι και ως μικροί Μάρκο Πόλοι θα ξεκινούσαμε την εξερεύνηση από τα σοκάκια του κέντρου.
            Περπατούσαμε στα δαιδαλώδη (ίσως και να μην είναι, αλλά αν δεν έχεις προσανατολισμό… το silver alert δεν απέχει πολύ), γραφικά, στενά, λιθόστρωτα δρομάκια και σχεδόν σε κάθε βήμα υπήρχε κάτι όμορφο που άξιζε να απαθανατιστεί. Μια γλάστρα, ένα μπαλκόνι με περίτεχνα κάγκελα, ένα πέτρινο σπίτι που πάνω του είχε βρει στήριγμα μια βουκαμβίλια…
            Λίγο πριν βραδιάσει είχαμε τη φανταστική ιδέα να δούμε μια από τις διασημότερες παραλίες του νησιού, τις Κουκουναρίες.
            Τα τοπικά λεωφορεία διευκολύνουν αρκετά τη μετακίνηση, καθότι είναι διαθέσιμα προς διάφορους προορισμούς και ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σκεφτήκαμε να πάμε μια βραδινή βόλτα στην παραλία ελπίζοντας πως θα υπάρχει κάτι δίπλα στο κύμα· ίσως κάποιο εστιατόριο ή μπαρ.
            Μέσα στη νύχτα, το λεωφορείο προσπερνούσε τα χωριά και εμείς δεν είχαμε ιδέα πού βρισκόμασταν. Συνήθως, στην επαρχία, οι οδηγοί ενημερώνουν τους επιβάτες κάθε φορά που φθάνουν σε ένα χωριό, αλλά στη δική μας περίπτωση μάλλον ήταν κάποιο παιχνίδι γνώσεων και γεωγραφίας – για εμάς, γιατί οι Άγγλοι συνεπιβάτες μια χαρά γνώριζαν τις στάσεις, λες και ζούσαν χρόνια στο νησί και εμείς ήμασταν οι πραγματικοί τουρίστες. Σωτηρία δεν υπήρχε. Σαν άλλοι Κοντορεβυθούληδες βάζαμε σημάδια στη διαδρομή, σε περίπτωση που χαθούμε να καλέσουμε την αστυνομία, την πυροσβεστική… το σόι  μας, κάποιον τέλος πάντων και να του δώσουμε το στίγμα. Ο δρόμος μακρύς και η αγωνία μεγάλη. Ευτυχώς που υπάρχουν οι χάρτες στο κινητό και βλέπαμε πού ακριβώς ήταν η τοποθεσία μας και πού οι Κουκουναριές…!
            Φθάνοντας εκεί, ακούσαμε για πρώτη φορά τη φωνή του οδηγού:
«Κουκουναριές. Τέρμα.»
Ώπα! Τι τέρμα, ποιο τέρμα; Εδώ τέρμα; Εδώ πίσσα σκοτάδι. Κάτι φώτα σκόρπια σε μια έκταση, ούτε που καταλάβαμε τι ήταν. Μάλλον, κάποιο ξενοδοχείο, αλλά το χέρι μας στη φωτιά δεν το βάζαμε. Κοιτάξαμε πίσω – οι πύλες του ανεξήγητου. Κοιτάξαμε στον ουρανό, μήπως δούμε το άστρο το φωτεινό που θα μας οδηγήσει, τίποτα. Μαύρος καμβάς. Δεν το ρισκάραμε να μείνουμε στην ερημιά ούτε για δεκαπέντε λεπτά μέχρι να έρθει το επόμενο λεωφορείο. Επιβιβαστήκαμε στο ίδιο και επιστρέψαμε στην πόλη, στο κέντρο, στα φώτα, στον πολιτισμό, εκεί που νιώθαμε ασφαλείς. Καλά πήγε και αυτό. Και φυσικά, τις Κουκουναριές δεν τις είδαμε ποτέ, αλλά θα θυμόμαστε πάντα το ρίγος που μας προκάλεσαν.

 [… συνεχίζεται…]