Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

−Τι είναι αυτό που σου δίνει χαρά;

−Οι στιγμές…

…που εισπράττεις άπειρη αγάπη.


… που υπάρχει ένας άνθρωπος, στα μάτια του οποίου φαίνεσαι ξεχωριστή και εσύ θέλεις να του χαρίσεις τον κόσμο όλον.


…που ο ήρωας σου σε μαθαίνει να πετάς.


…που μέσα σε ένα τάπερ κρύβεται η φροντίδα.


…που η αδελφική σου φίλη μοιράζεται τη μεγαλύτερη της χαρά με σένα.


…που εξερευνείς τον κόσμο με το άτομο εκείνο της γνωστής κατηγορίας «μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε».


…που γνωρίζεις ανθρώπους, μαζί με τους οποίους βλέπεις τον κόσμο αλλιώς.


...έρωτα.
...δημιουργίας.
...προσφοράς.
...γέλιου.
...θαυμασμού.
...με αγαπημένα πρόσωπα.

Και ακόμα ομορφότερες στιγμές βρίσκονται καθ’ οδόν.

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

Καμιά φορά…

…ταξιδεύω ως εσένα.
Περιμένω να μου χαμογελάσεις.
Να απορροφήσω την ενέργεια του γέλιου σου 
και να φύγω ξανά.

Καλή σου νύχτα!




Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Αυτές τις ημέρες…

μην ξεχάσεις να γράψεις γράμμα στον Άγιο Βασίλη.
Πού ξέρεις... μπορεί και να πραγματοποιηθεί η επιθυμία σου.

Καλή σου νύχτα!



Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Πλατεία Κλαυθμώνος

Μεσημέρι.
Ένας μικρός περίπατος μέχρι τη στάση του λεωφορείου και στη διαδρομή ανακαλύπτεις όλα εκείνα τα κομμάτια που κάνουν την πόλη να μοιάζει ξεχωριστή κάθε στιγμή.
Αποχρώσεις, μέσω των οποίων δημιουργούνται οι αναμνήσεις…


Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Η ύλη και το συναίσθημα

            Η ώρα της μετακόμισης έφθασε. Το σπίτι γεμάτο αντικείμενα. Κάποια από αυτά έχουν προορισμό τα σκουπίδια και κάποια άλλα είναι κομμάτια, τα οποία θα ακολουθούν παντού και πάντα τον ιδιοκτήτη τους.
            Ανάμεσα τους αντικείμενα χρηστικά και αντικείμενα, τα οποία μέσα τους κρύβουν όλα τα συναισθήματα. Στιγμές, συζητήσεις, σκέψεις και όνειρα που μοιράστηκε κάποιος κάποτε.
            Το σπίτι αδειάζει. Ο καθένας επιλέγει τι θέλει να κρατήσει και σχεδόν κανείς δεν ξέρει τις μικρές τους ιστορίες. Για τους άλλους, είναι ένα ποτήρι όπως όλα τα ποτήρια, ένα βάζο όπως όλα τα βάζα, ένα κουτί όπως όλα τα κουτιά, ένα κερί όπως όλα τα κεριά, ένα επιτραπέζιο όπως όλα τα επιτραπέζια… Κάτι αρεστό στο μάτι, κάτι χρηστικό δίχως καμία σημασία. Αν κάποια στιγμή καταστραφεί, αν τα κομμάτια του χαθούν, κανείς δε θα στεναχωρηθεί, γιατί κανείς δε θα ξέρει την πραγματική του αξία.
            Η αξία των πραγμάτων δεν είναι η επωνυμία της κατασκευάστριας εταιρείας, δεν είναι η τιμή τους, δεν είναι το έτος κατασκευής τους, ούτε η εμφάνιση τους. Η αξία των πραγμάτων είναι η σφραγίδα τους στις αναμνήσεις.
            Πόσοι μπορούν να αφουγκραστούν τις συνομιλίες, τα γέλια, τα δάκρυα, τον κόπο που κρύβονται πίσω από την ύλη; Πόσοι μπορούν να εκτιμήσουν την αξία τους χωρίς να σκέφτονται το όφελος τους και να τα διατηρήσουν αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων; Πόσοι μπορούν να σεβαστούν τις επιθυμίες;
            Έρχονται ώρες που οι ζωές των ανθρώπων παραβιάζονται σε μια προσπάθεια ικανοποίησης του «υπερεγώ». Θέλουμε το ένα, θέλουμε το άλλο και καταλήγουμε στο βανδαλισμό.
            Τα πάντα μας φαίνονται ανούσια, θεωρούμε τους εαυτούς μας υπεράνω χρημάτων και υλικών, ενώ ταυτοχρόνως διατηρούμε μια απόμακρη θέση από τα συναισθήματα, τις ανάγκες των άλλων και όλα εκείνα που θα μπορούσαμε να είχαμε προσφέρει για να τους κάνουμε ευτυχισμένους. Και έρχεται μια μέρα που τίποτα δεν έχει σημασία και μέσα στη φρενίτιδα, τα πάντα πρέπει να πραγματοποιηθούν. Η γενναιοδωρία σε όλο της το μεγαλείο. Και όλα αυτά κυρίως για τη γαλήνη του δικού μας «εγώ». Μια αέναη προσπάθεια κατανόησης. Τα πάντα άνευ σημασίας τώρα πια και ο σεβασμός στην προσωπικότητα σχεδόν ανύπαρκτος.


Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Η Ανάνηψη

Η Άννυ πεσμένη στο πάτωμα. Στέκονταν όλοι από πάνω της, όμως εγώ ήμουν αυτός που έπρεπε να τη σώσει. Κοιτούσα το κορμί της ανήσυχος. Δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου, μόνο ελάχιστα λεπτά. Γονάτισα δίπλα της, σήκωσα το κεφάλι της προς τα πίσω, πλησίασα το μάγουλό μου για να ελέγξω την αναπνοή της και κοίταξα αν κινείται το στήθος της. Τίποτα. Η Άννυ δεν αντιδρούσε.
Έκλεισα τη μύτη της, σφράγισα τα χείλη μου γύρω από τα δικά της, φύσηξα μέσα της. Ο θώρακάς της ανασηκωνόταν, αλλά όταν απομακρυνόμουν, έπεφτε ξανά. Προσπάθησα δεύτερη φορά. Καμία αντίδραση.
Ήθελα απεγνωσμένα να ζητήσω βοήθεια, όμως ήταν αδύνατον. Η βοήθεια για την Άννυ ήμουν μόνον εγώ.
Έχουν υπάρξει πολλές φορές που θέλησα να ζητήσω βοήθεια, αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε. Κι αν έβγαινε, νόμιζα πως δεν ήταν αρκετά δυνατή για να ακουστεί. Έπρεπε μόνος μου να αντιμετωπίσω τις δυσκολίες. Δεν τα κατάφερνα πάντοτε, όμως ήμουν υποχρεωμένος να προσπαθήσω, όπως τότε που η Βιολέτα με εγκατέλειψε.
Συχνά μου παραπονιόταν για την αδιαφορία μου κι αν της έλεγα πως ήταν άδικη, μου απαντούσε πως θα έπρεπε να βρω ένα διαφορετικό τρόπο για να της δείχνω την αγάπη και το ενδιαφέρον μου, γιατί εκείνος που διέθετα δεν ήταν κατανοητός. Και τότε θυμόμουν τη μητέρα μου, όταν καμιά φορά τσακωνόμουν με τον πατέρα μου, μου ζητούσε να μην του θυμώνω, διότι μου είχε μεγάλη αδυναμία, απλώς δεν είχε τον τρόπο να μου το δείξει.
Δεν κατάλαβα ποτέ ούτε τον πατέρα μου, ούτε τη Βιολέτα, ούτε εκείνοι εμένα.
            Έφυγε. Θεώρησε ότι η φυγή της θα ήταν η ιδανικότερη λύση· χωρίς να το συζητήσουμε, χωρίς να θελήσει να προσπαθήσουμε ξανά. Ίσως να κουράστηκε, ίσως να ευθύνομαι κι εγώ που δεν έτρεξα πίσω της. Δεν είναι στο χαρακτήρα μου και ούτε προφέρω συχνά το ρήμα «αγαπώ». Είναι βαρύ και μου προκαλεί δύσπνοια.
Με τα ακροδάχτυλά μου εντόπισα το κέντρο του θώρακά της και με τις παλάμες μου τη συμπίεζα. 1001…1002…1003…1004…1005.
Από την άλλη, μπορεί να ήταν σωστή η απόφασή της. Το σπίτι μου δεν είναι μεγάλο, ούτε πολύ μικρό, απλώς δεν έχω μάθει να το μοιράζομαι.
Η Άννυ συνέχισε να μην αντιδρά. Επανέλαβα τις συμπιέσεις 1001… 1002…1003…1004…1005.
Είναι ορισμένες φορές που βλέπω στο δρόμο ανθρώπους με βλέμμα σκοτεινιασμένο από τους προβληματισμούς τους και προσπαθώ να τους φανταστώ χαμογελαστούς. Κάνω την εικόνα στο μυαλό μου και μου φαίνονται όλοι όμορφοι. Εγώ δε γελάω συχνά – δε μου πάει. Μάλλον, οφείλεται στα μεγάλα μου χείλη που απλώνονται στις άκρες τους και κάνουν τα μάτια μου να φαίνονται κλειστά και να κρύβουν όλη τη λάμψη της χαράς.
1001… 1002…1003…1004…1005.
Τα τελευταία χρόνια δεν έχω νιώσει μια μεγάλη συγκίνηση, μια μεγάλη χαρά. Οι ζωές των γύρω μου εξελίσσονται κι εγώ είμαι ακόμα στο μηδέν. Αν όχι στο μηδέν, σε ένα στάδιο πρώιμο που αρνούμαι να εξελίξω. Μάλλον, επειδή ποτέ δε νιώθω έτοιμος για μεγάλες αλλαγές.
Όταν ήμουν μικρός άρχισα να μαθαίνω σαξόφωνο, και κάπου στην εφηβεία, οι φίλοι μου και εγώ δημιουργήσαμε ένα συγκρότημα. Παίζαμε γνωστά κομμάτια, αλλά και δικές μας συνθέσεις.
Τελειώνοντας το σχολείο θα παίρναμε την Τσιγκολέλετα της θείας μου – ένα βανάκι σαν εκείνο που είχαν οι χίπις – και θα ταξιδεύαμε σε όλον τον κόσμο για να δώσουμε συναυλίες. Ο κόσμος θα μας λάτρευε και θα κερδίζαμε πολλά λεφτά για να υλοποιήσουμε όποια τρέλα μας ερχόταν στο μυαλό.
Εν τέλει, έγινα ζαχαροπλάστης για να συνεχίσω την παράδοση της οικογένειας. Η Τσιγκολελέτα πήγε για απόσυρση και το σαξόφωνο μου σκουριάζει στη θήκη του. Δεν έχω κάνει πολλά ταξίδια. Άλλοτε, επειδή δεν είχα παρέα και άλλοτε, επειδή δεν είχα αρκετά χρήματα. Ούτε γνώρισα πολλές γυναίκες. Τα σημάδια της ακμής συντελούν σημαντικά στην ασχήμια της εικόνας μου, παρόλο που μερικές με θεωρούν γοητευτικό.
Καμιά φορά, όταν βρίσκομαι σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, με ρωτούν πώς είναι η ζωή μου και προσπαθώ να τους πείσω πόσο ευτυχισμένος είμαι με τις επιλογές μου. Ύστερα, επιστρέφω στο σπίτι και σκέφτομαι πόσα χρόνια πήγαν χαμένα.
Άννυ, σε παρακαλώ, ανταποκρίσου!
1001…1002…1003…1004…1005…
1001…1002…1003…1004…1005…
Η Άννυ δεν ανταποκρίνεται. Η Άννυ δεν αναπνέει. Η Άννυ δε θα αναπνεύσει. Η Άννυ δε θα σωθεί. Η Άννυ είναι μια κούκλα εκπαιδεύσεως για καρδιοπνευμονική ανάνηψη.
Η άσκηση ολοκληρώθηκε. Σηκώθηκα και, καθώς κατευθυνόμουν προς την έξοδο του κέντρου, αναρωτήθηκα μήπως για να γίνει κανείς διασώστης άλλων ζωών, θα ήταν σοφότερο να αρχίσει από την ανάνηψη της δικής του.


Πηγή φωτογραφίας: meducation.gr

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2017

"ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ"

Στίχοι: Δέσποινα Αλεξάνδρου

Πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα
σε μια μόνο στιγμή
χάνεται άλλοτε η αγάπη
κι άλλοτε τρέμεις
μήπως έρθει και σε βρει.

Έτσι και ‘γω δεν πίστευα ποτέ στο πεπρωμένο,
τα μάτια μου τα έκλεινα χωρίς να περιμένω.
Τα θαύματα δεν ήτανε ποτέ μες στο μυαλό μου
κι ο έρωτας αδύνατος στο μέλλον το δικό μου.

Εσύ όμως αρνήθηκες μια δεδομένη μοίρα,
περήφανα στεκόσουνα μέσα στην καταιγίδα.
Αυθόρμητα και δυνατά έκανες κάθε σου πράξη
με πάθος να στηρίζεται μονάχα στην αγάπη.

Μια συνάντηση τυχαία ήταν φως μου ικανή,
να οδηγήσει την καρδιά μου έξω από πρέπει και από μη.

Ένας κύκλος κάποτε έμεινε ανοιχτός,
λες και κάποιος φρόντισε να γίνει όλο αυτό.
Λένε πως η ζωή μας είναι πολύ μικρή,
μα εγώ από τότε που σε βρήκα, λες:
"νιώθω πάλι δυνατή."

Μπορεί είκοσι χρόνια να μοιάζουνε πολλά,
μα όπως βλέπεις μάτια μου μας έφεραν κοντά.
Δεν ξέρω τι θα γίνει ούτε πού θα βγει,
μα πάντα δίπλα σου θα στέκομαι μ' όλη μου την ψυχή.


Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Το φως στη βροχή

            Μεσημέρι. Μόλις είχε σταματήσει η βροχή. Έβγαλε δυο καρέκλες στο πλακόστρωτο και την περίμενε. Η απορρόφηση της φθινοπωρινής λιακάδας ήταν η αγαπημένη της συνήθεια. Όσο τα χρόνια περνούσαν εκείνος υπέφερε από ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά δεν της το απεκάλυψε ποτέ. Ο γιατρός του τού είχε απαγορεύσει να βρίσκεται σε μέρη με υγρασία για να μην επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, όμως εκείνος δεν τον υπάκουε. Προτιμούσε να υποφέρει από το να στερήσει από την αγαπημένη του τις βόλτες στη βροχή και – αργότερα, αν εμφανιζόταν ο ήλιος – τη χαρά της να τρέξει να καθίσει σε μια καρέκλα σχεδόν ξαπλωμένη, να κλείσει τα μάτια της, να ανοίξει την εσάρπα της, τα χέρια της ανάλαφρα να πέφτουν στα πλάγια και τα κύτταρά της να απορροφούν κάθε ηλιαχτίδα. Εκείνος καθόταν πάντα δίπλα της, της χάιδευε τα μαλλιά και της τραγουδούσε.
            Ο γάμος δεν ταίριαζε στη δική τους φιλοσοφία. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μαζί χωρίς επίσημα έγγραφα και κρίκους. Ζούσαν χωριστά, ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η κάθε συνάντηση τους είχε τη γλύκα των πρώτων ραντεβού και ο έρωτας δεν κατέληγε ποτέ σε συζυγική υποχρέωση, αλλά στην αρχέγονη κτηνώδη επιθυμία της κατάκτησης του σώματος του άλλου.
            Μεσημέρι. Τα κιτρινισμένα πλατανόφυλλα σκορπισμένα πάνω στο υγρό πλακόστρωτο. Σιγά – σιγά εμφανίζονταν οι πόνοι. Πήρε ένα παυσίπονο, άλειψε με αλοιφή τα πόδια του. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω στις ξύλινες καρέκλες. Όλα σε ετοιμότητα για να την υποδεχτούν.
Μέσα από το λευκό φως εκείνη πλησίαζε αργά. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Είχε τυλίξει τους ώμους της με μια ισπανική εσάρπα και τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί, της προσέφερε ένα ματσάκι ανεμώνες σε διάφορα χρώματα – τρελαινόταν για λουλούδια.
Κάθισαν στις καρέκλες. Άνοιξε την εσάρπα της, έσφιξε στην αγκαλιά της τις ανεμώνες και με το άλλο χέρι – εκείνο της καρδιάς – κράτησε το δικό του. Έκλεισε τα μάτια της. Απολάμβανε τη φθινοπωρινή λιακάδα όσο εκείνος της τραγουδούσε. Τα στήθη της έπαψαν να πάλλονται. Οι ανεμώνες έπεσαν από το χέρι της. Εκείνος έγειρε δίπλα της, τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της, την έσφιξε στο κορμί του και καθώς ο ήλιος έλουζε το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, της ψέλλισε:

«Το φως στη βροχή μου… Εσύ!»



Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

The Mask & The Mirror

Δάκρυα παντού. Στην ψυχή μου, στην καρδιά μου, στα μάτια μου.
Περπατάω ώρες ακούγοντας μουσική. Δε βοηθά.
Δεν μπορώ να τα κρύψω, δεν το θέλω, δεν το επιδιώκω, δε με ενδιαφέρει.
Αφήνω τα δάκρυα να κυλήσουν σαν ποτάμια ορμητικά.
Κάθαρση.

Δεν ξέρω αν έχει φεγγάρι απόψε.
Η θάλασσα ήρεμη και οι ψαράδες…εκεί. Περιμένουν να παγιδεύσουν τα θύματά τους.

«Ωραία βραδιά η αποψινή!», μου είπε χαμογελώντας ένας άγνωστος ποδηλάτης.
Δεν του απάντησα. Τον κοίταξα στα μάτια υψώνοντας το τείχος μου.
Σοβάρεψε και απομακρύνθηκε.

Γιατί δε με αφήνουν ήσυχη;

Τι ωραίο έχει μια βραδιά σαν την αποψινή;

Δρόμος, νύχτα… εκεί είναι η ζωή που αγάπησα.
Έχεις φάει από το ίδιο πιάτο με έναν άστεγο;
Έχεις δει τα μάτια ενός άντρα να σε κοιτάζουν, να σε ανυψώνουν, να σου δίνουν φτερά, να σε μεταμορφώνουν σε άγγελο ιερό και εσύ μέσα στον εγωισμό και την ανοησία σου να μην το αντιλαμβάνεσαι; Έτσι ωμά να τα τσαλακώνεις.

Σε έχει βασανίσει ένα «σε αγαπώ» που δεν είπες ποτέ;

Γιατί όταν σε χρειάζομαι πάντα φεύγεις;
Γιατί όταν σε θέλω δίπλα μου, με αφήνεις πάντα μόνη;

The Mask & The Mirror


(Πηγή Βίντεο: κανάλι Youtube - χρήστη Basiliki Moustaferi)

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Οι νύχτες από δω και πέρα

Απόψε διαβάζουμε Κική Δημουλά:

«Η νύχτα,
όνομα ουσιαστικόν, γένους θηλυκού,
ενικός αριθμός.
Πληθυντικός αριθμός
οι νύχτες.
Οι νύχτες από δω και πέρα.»

 απόσπασμα από το ποίημα «Πληθυντικός Αριθμός»


Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Η Καρυδιά

Γέρασες κι εσύ… Πόσες στιγμές καθρεφτίζονται στα φύλλα σου;!

Εσύ· παιχνίδι και φίλη. Σκαρφαλώναμε στα κλαδιά σου και μας αγκάλιαζες. Μας άφηνες να σε ταλαιπωρούμε, μας συγχωρούσες την αγαρμποσύνη και συμμετείχες με τον τρόπο σου στις ζαβολιές μας.
Σε μετατρέπαμε σε σπίτι, γραφείο, μαγειρείο, περίπτερο, μπαλκόνι με θέα... Καμιά φορά τσακωνόμαστε για την ιδιοκτησία, όμως στο τέλος συμφωνούσαμε ότι όλοι μας θέλουμε να παίζουμε με τα κλαδιά σου και καθόμασταν στις ρίζες σου. Κυνηγούσαμε τζιτζίκια και εσύ συνωμοτούσες μαζί μας κάνοντας ησυχία για να μην τα τρομάξουμε και σταματήσουν το τραγούδι.
Θυμάμαι και εκείνες τις στιγμές που θυμώναμε, κλαίγαμε και πάλι κάτω από τα κλαδιά σου καθόμασταν αποζητώντας την παρηγοριά.
Η γιαγιά περίμενε να της προσφέρεις γενναιόδωρα τους καρπούς σου και το σπίτι γέμιζε με τα κομμάτια και τα αρώματα σου. Στα γλυκά, στην οικογενειακή μυστική συνταγή για το μοσχαράκι ή λίγα καρύδια στη χούφτα για να μασουλάμε μέχρι να γίνει το φαγητό.
Παντού εσύ. Και τώρα γέρασες. Περνάμε από μπροστά σου και ούτε ένα νεύμα. Κι εσύ μας κοιτάζεις. Ίσως να μας καμαρώνεις που μεγαλώσαμε και ίσως να πικραίνεσαι που δεν είσαι πια το παιχνίδι μας. Ίσως να ευχόσουν κάθε φορά που ερχόμασταν στον κήπο να τρέχαμε στην αγκαλιά σου. Ίσως πάλι να κουράστηκες και να αποζητάς την ηρεμία.
Στα φύλλα σου καθρεφτίζονται όλα τα γέλια, τα δάκρυα, οι χαρούμενες φωνές, τα παιχνιδίσματα. Στα κλαδιά σου όλη η παιδική μας ηλικία.

Αγαπημένη μας Καρυδιά. Η ρίζα και το σπιτικό μας.


Αφιερωμένο στο Φώτη, την Κατερίνα και τη Γεωργία. 


Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Ο θάνατος του Μίκυ

            Ο εύθραυστος Μίκυ, την άφησε. Ως εκείνη την ημέρα μπόρεσε να ζήσει με την Αντουανέτ Μπουρτιγιόν και ως εκείνη την ημέρα είχαν περάσει αρκετά χρόνια.

Η απόφαση να μετακομίσουν στο Τορόντο πάρθηκε χωρίς πολλή σκέψη όταν προσέλαβαν τον πατέρα της Αντουανέτ σε μια μεγάλη εταιρεία ως εργάτη.
Η Αντουανέτ είχε κάθε λόγο να τον μισεί που εξαιτίας του αναγκάστηκε να αλλάξει σπίτι, σχολείο, συνήθειες, φίλους. Οι γονείς της πάντοτε την παρηγορούσαν ότι θα επισκέπτονταν το Γκαντινό συχνά για να βρίσκεται κοντά στους φίλους της. Η υπόσχεση τους τηρήθηκε τον πρώτο χρόνο, όμως αργότερα οι υποχρεώσεις και τα έξοδα δεν τους επέτρεπαν να ταξιδεύουν ως εκεί συνεχώς και οι αποδράσεις χρόνο με το χρόνο μειώνονταν μέχρι που εξαλείφθηκαν. Αλληλογραφούσε με τη φίλη της, την Κολέτ, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ύστερα από μερικούς μήνες, στο διπλανό σπίτι εγκαταστάθηκε η κυρία Μπέρκλεϊ, η οποία έγινε φίλη με την κυρία Μπουρτιγιόν και την επισκεπτόταν τα Σαββατοκύριακα μαζί με την Αντουανέτ.
Η κυρία Μπέρκλεϊ σχεδίαζε και έραβε κοστούμια για το θέατρο. Ανάμεσα στα υλικά της είχε και πούπουλα, με τα οποία διακοσμούσε τα καπέλα. Έδινε ό,τι περίσσευε στην Αντουανέτ για να φτιάχνει ρούχα για τις κούκλες της. Μια μέρα της είχε χαρίσει πούλιες, φτερά, ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα μπλε βελούδο – όχι από τα ρετάλια – το είχε κόψει ειδικά για να το χαρίσει στην Αντουανέτ, η οποία έπρεπε να ράψει ένα καινούργιο φόρεμα για το πάρτι της κούκλας της, της Μαρί.
Ένα βράδυ οι γονείς της κάθονταν στο σαλόνι και συζητούσαν πίνοντας κακάο. Η Αντουανέτ είχε μείνει μόνη της στην κουζίνα και μιλούσε χαμηλόφωνα. Ήταν ένας μονόλογος – χείμαρρος για όσα έκρυβε μέσα της. Τα μυστικά της, τα οποία σε εκείνη την ηλικία δεν ήταν τόσο σημαντικά, όμως δεν έπαυαν να κρύβουν μια μικρή ενοχή. Είχε κλέψει το αγαπημένο μολύβι του Ρόμπερτ για να τον εκδικηθεί που την έσπρωξε και καθώς σκόνταψε, πιάστηκε από ένα σύρμα το αγαπημένο της φόρεμα και σκίστηκε λίγο στην άκρη.
Άνοιξε το ψυγείο για να πιεί λίγο χυμό και είδε τα αβγά στο ράφι της πόρτας και τότε θυμήθηκε μια χειροτεχνία που είχαν κάνει στο σχολείο. Έβγαλε ένα από αυτά και έτρεξε να φέρει τα απαραίτητα υλικά.
Με τη βοήθεια μιας βελόνας, τρύπησε το κάτω μέρος, ρουφούσε το περιεχόμενο του και το έφτυνε αμέσως στο νεροχύτη πριν προλάβει να της μείνει η σιχαμερή γεύση του ωμού αβγού. Μόλις το άδειασε τελείως, το ξέπλυνε με νερό, το κόλλησε πάνω σε ένα ξύλινο σουβέρ, πήρε μερικά λευκά πούπουλα, από εκείνα που της είχε χαρίσει η κυρία Μπέρκλεϊ, και τα κόλλησε στο κεφάλι και την πλάτη του. Ζωγράφισε δυο μάτια μεγάλα, στρογγυλά και γκρίζα, μια ροζ μύτη και ένα πλατύ κόκκινο χαμόγελο. Το αβγό της ήταν έτοιμο, αλλά δεν μπορούσε να το λέει «αβγό». Θα ήταν ολοκληρωμένο όταν θα αποκτούσε όνομα. Αποφάσισε να το ονομάσει Μίκυ, από το καρτούν. Δεν έμοιαζε καθόλου με ποντίκι, αλλά τι πείραζε; Ούτε εκείνη έμοιαζε με βασίλισσα, αλλά την ονόμασαν Αντουανέτ. Από εκείνο το βράδυ, ο Μίκυ ήταν ο καλύτερος και ο πιο έμπιστος φίλος της. Άκουγε όλα της τα μυστικά, του εκμυστηρευόταν τα σχέδια της για το μέλλον, του διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε η Κολέτ ή κάθονταν στο δωμάτιο σιωπηλοί.
Έπειτα από μερικά χρόνια, όταν εκείνη διένυε την εποχή της ήβης, ο Μίκυ δε μαρτύρησε ποτέ στους γονείς της ότι έβγαινε κρυφά με τον Ζαν – Μπατίστ, ούτε αργότερα τους απεκάλυψε ότι αποφάσισε να παρατήσει το κολλέγιο για να επιστρέψει στο Γκατινό.
Ήταν Μάιος. Η Κολέτ θα περνούσε λίγες ημέρες στην πόλη με την Αντουανέτ. Είχαν να βρεθούν πολλά χρόνια. Μέσω της αλληλογραφίας, η μια μάθαινε τα νέα της άλλης και, ενώ έμοιαζε σα να μην έπαψαν ποτέ να είναι φίλες, εκείνες τις πρώτες ώρες που συναντήθηκαν η αμηχανία ήταν έντονη. Σα να γνωρίστηκαν εκείνη τη στιγμή. Λογικό. Όταν χωρίστηκαν ήταν και οι δυο παιδιά. Τότε το μεγαλύτερο μυστικό ήταν ότι έφαγαν κρυφά παγωτό. Τώρα πια ήταν ολόκληρες γυναίκες και τα μυστικά ήταν πολλά. Ο Πιέρ της Κολέτ, ο Ζαν – Μπατίστ της Αντουανέτ, η μετακόμιση που ήθελε να κάνει…
Το Γκατινό δε βγήκε ποτέ από την καρδιά της και η φίλη της εμφανίστηκε την πιο κατάλληλη στιγμή. Χρειαζόταν κάποιον να της δώσει μια σπρωξιά για να ξεκολλήσει επιτέλους από το Τορόντο.
Ένα απόγευμα βγήκαν οι τρείς τους. Θα πήγαιναν στον κινηματογράφο, αλλά η Αντουανέτ δεν κρατήθηκε. Απεκάλυψε στον Ζαν – Μπατίστ ότι θα ακολουθούσε την Κολέτ στο Γκατινό και τότε η κάθε επιθυμία για την παρακολούθηση της ταινίας, εξατμίστηκε. Ο Ζαν – Μπατίστ αντιδρούσε σαν απατημένη σύζυγος. Έκλαιγε, φώναζε, έβριζε… και εκείνη, μολονότι λυπόταν που αναγκάστηκε να τον ταπεινώσει, αποχώρησε. Η Μαρί και ο Μίκυ μόλις μάθαιναν το συμβάν, σίγουρα θα την δικαίωναν. Η Κολέτ, από την άλλη, έμεινε πίσω για να τον παρηγορήσει λέγοντας του όλα εκείνα που είχε ακούσει η φίλη της όταν ήταν η δική της σειρά να αλλάξει ζωή.
Η μετακόμιση στο Γκατινό – ή καλύτερα ο επαναπατρισμός – ήταν μια απόφαση, η οποία πάρθηκε επιπόλαια.
Το φορτηγό που μετέφερε τα πράγματά της ταξίδεψε δεκάδες χιλιόμετρα σχεδόν άδειο. Χάρισε τα περισσότερα από τα υπάρχοντά της στο πτωχοκομείο. Κράτησε μόνο το σεκρετέρ, μερικά ρούχα, τα καπέλα, τις καπελιέρες της και φυσικά, τον Μίκυ.
Το καινούργιο σπίτι ήταν ξύλινο, διαμπερές, πλήρως εξοπλισμένο, φρεσκοβαμμένο και το είχε νοικιάσει σε προνομιακή τιμή, καθότι είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ήταν γρουσούζικο. Η Αντουανέτ Μπουρτιγιόν δεν πίστευε σε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες και έτσι μετακόμισε αμέσως. Είχε βαρεθεί τα διαμερίσματα και τους ουρανοξύστες που έκρυβαν τα καλύτερα σημεία. Αναζητούσε ηρεμία, τα πόδια της να φθάνουν στη γη και περίμενε τον Ζαν – Μπατίστ για να ξεκινήσουν την ποιοτική, καινούργια, όμορφη ζωή στη μικρή πόλη. Είχε βρει δουλειά σε καφέ και ήταν μέλος μια ερασιτεχνικής θεατρικής ομάδας. Κάθε απόγευμα πήγαινε στις πρόβες, γιατί σε λίγο καιρό θα ανέβαζαν την παράσταση «Ηλίθιοι», του Σάιμον Νηλ κι εκείνη είχε το ρόλο της Σοφίας Ζουμπρίτσκι. Θα έρχονταν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ήλπιζε να παρευρισκόταν και ο Ζαν – Μπατίστ.
Σάββατο 15 Μαρτίου, ώρα 17:30. Όλα ήταν έτοιμα. Σιγά – σιγά ο κόσμος μαζευόταν. Η Αντουάνετ πίσω από την κουΐντα περίμενε να εμφανιστούν τα αγαπημένα της πρόσωπα για να πάρει λίγο κουράγιο. Μισή ώρα αργότερα εμφανίστηκαν οι γονείς της, η κυρία Μπέρκλεϊ και ένας άνδρας. Καθόλου δύσκολο να μαντέψει κανείς πως επρόκειτο για το νέο εραστή της ολίγον ατίθασης γειτόνισσας τους.
Τρίτο κουδούνι. Πράξη πρώτη. Ο Ζαν – Μπατίστ δε φαινόταν πουθενά, όμως εκείνη δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα πείσματά του. Ήταν ηθοποιός και όφειλε να δώσει την καλύτερη παράσταση για όλους εκείνους που είχαν έρθει να την αποθεώσουν, γιατί για την Αντουανέτ δεν είχε σημασία αν ήταν ντίβα του Χόλυγουντ ή μια ερασιτέχνης ηθοποιός που έπαιζε για τους κατοίκους μιας επαρχίας. Όταν ανέβαινε στο σανίδι, ήταν εκείνη και άλλη καμία.
Πράξη τρίτη. Κορύφωση. Ο θίασος υποκλίθηκε και η αυλαία έπεσε.
Επέστρεψαν στο σπίτι της. Θα τους φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ. Πριν από το δείπνο, η Αντουανέτ κλείστηκε για λίγο στο δωμάτιο της. Πήρε στα χέρια της τον Μίκυ για να του αφηγηθεί πώς πήγε η παράσταση, να του εκμυστηρευτεί πώς ένιωσε που δεν εμφανίστηκε ο Ζαν – Μπατίστ, για να μοιραστεί μαζί του την ένταση του χειροκροτήματος, όταν ξαφνικά ακούστηκε το κουδούνι. Καθώς έτρεχε προς την πόρτα, το πόδι της μπλέχτηκε στο καλώδιο του τηλεφώνου, σκόνταψε, ο Μίκυ έπεσε από το χέρι της και έγινε κομμάτια.
Έμεινε ακίνητη και άρχισε να κλαίει για το χαμό του λατρεμένου της, εύθραυστου Μίκυ, του μοναδικού συμμάχου στις αποφάσεις της, συντρόφου στα ταξίδια της, φύλακα των μυστικών της.
Η μητέρα της άνοιξε την πόρτα. Ο Ζαν – Μπατίστ πέρασε μέσα, άφησε τη βαλίτσα του, τη σήκωσε από το πάτωμα και την έσφιξε στο στήθος του. Ίσως ο Μίκυ να είχε γεράσει και να μην είχε κενό χώρο για άλλα μυστικά. Ίσως, πάλι, να ήξερε ότι έπειτα από εκείνο το κουδούνισμα, δε θα τον χρειαζόταν πια.


Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

Τα βράδια του κλεινού άστεως

            Οκτώβρης. Νυχτώνει νωρίς.
Ήταν μέσα στο βαγόνι. Θα αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, όταν ξαφνικά ο συρμός σταμάτησε. Καταβροχθισμένοι από τη Γη, παγιδευμένοι σε μια τρύπα. Το μόνο που έβλεπαν ήταν τα άχρωμα ντουβάρια, οι ράγες, οι τρύπες στα τοιχώματα και διαφόρων ειδών ενδείξεις – προφανώς χρήσιμα μηνύματα για τους τεχνικούς.
Η καρδιά της. Δεν αισθανόταν την καρδιά της. Οι πνεύμονες δεν μπορούσαν να της δώσουν άλλη μια ανάσα. Θα πέθαιναν σε ‘κείνο το τούνελ και δε θα προλάβαινε να του ευχηθεί, δε θα προλάβαινε να μάθει νέα του, δε θα προλάβαινε να της πεις αν την σκεφτόταν. Για μια στάση επιβιβάστηκε και πρώτη φορά η απόσταση από τον έναν σταθμό στον άλλο ήταν τόσο μακρινή.
Η μηχανή πήρε μπρος, ο συρμός κινούταν τόσο αργά που υποψιαζόταν ότι ο οδηγός έχασε το δρόμο. Μάλλον, θα μπήκε σε λάθος τούνελ και άραγε θα έβγαιναν ποτέ από εκεί. Κι αν όχι; Ίσως να τους έβρισκαν έπειτα από χρόνια οι αρχαιολόγοι και αναρωτήθηκε τι θα έγραφαν στις σημειώσεις τους. Το πιθανότερο θα ήταν να το θεωρήσουν εγκληματική ενέργεια. Τα δράματα ελκύουν τους ανθρώπους. Ποιος να το φανταζόταν πως η αλήθεια θα ήταν απλούστερη:
«Αιτία θανάτου: η έλλειψη προσανατολισμού».
Αυτές οι ράγες έχουν και παρακλάδια; Τι να έπαθε ο μηχανοδηγός; Έκοψε δρόμο και βρέθηκε σε αδιέξοδο; Μήπως τον απείλησε κάποιος; Μήπως έπαθε κάτι και έπρεπε να σταματήσει για λίγο μέχρι να συνέλθει;  Και αν ναι, στα βαγόνια να υπήρχε γιατρός; Κάποιος θα έπρεπε να τον σώσει. Μήπως ερχόταν άλλος συρμός κατά πάνω τους και αν ναι, πόσο χρόνο είχαν για να αγκαλιαστούν; Θα ήταν σκληρό να τους βρει το τέλος αποκομμένους ακόμα και από τα συναισθήματα.
Ο χρόνος μεταξύ δυο σταθμών ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά. Και ο συρμός σε αργή κίνηση προσπερνούσε τα κομμάτια του τούνελ κι εκείνη ένιωθε φόβο. Εκείνον τον ίδιο φόβο που ένιωθε όποτε περπατούσε μόνη της στην ερημιά και πίσω της άκουγε βήματα, τα οποία δεν ήξερε αν ανήκαν σε έναν απλό νυχτοπαρωρίτη ή στον επόμενο θύτη της.
Προσπάθησε να πάρει μια βαθιά ανάσα, αλλά οι πνεύμονες της βρίσκονταν σε άρνηση. Άρχισε να μετράει. Ένα… δύο… τρία… τέσσερα… πέντε… έξι… επτά… φως! Ξαφνικά, έβλεπε φως. Λευκό φως! Και καλογυαλισμένο δάπεδο. Επιτέλους, έφθασαν στο Μοναστηράκι.
Το Μοναστηράκι – ένα μικρό νησί στο κέντρο της Αθήνας. Τέλος εποχής και τα περισσότερα τουριστικά μαγαζιά κατεβάζουν τα ρολά τους μόλις πέσει το σκοτάδι.
Ερημιά στο στενό της οδού Πανδρόσου. Μόνο ένας βιολιστής στεκόταν σε μιαν άκρη και έντυνε με τη μουσική του τη νύχτα. Πλησιάζοντας προς τη Μητρόπολη, πού και πού ακούγονταν ψίθυροι ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονταν τα μυστικά τους, την κόπωσή τους, τα αστεία του δικού τους κώδικα. Οι τελευταίοι μαγαζάτορες κουνώντας τα κλειδιά έδιναν οδηγίες στους υπαλλήλους για το κλείσιμο. Ένα μπουζούκι ακουγόταν λίγο πιο πάνω κοντά στην οικία των Μπενιζέλων, σα να βγήκε από ελληνική ταινία της δεκαετίας του ’60.
Ετούτη η δύση του καλοκαιριού, ετούτη η ανατολή του φθινοπώρου είχε μιαν άλλη χάρη. Το κέφι είχε αρχίσει να σβήνει, κάποιοι ανυπομονούσαν να φθάσει η μέρα της έναρξης των διακοπών τους. Πιο χαλαρά κυλούσε η νύχτα. Έφυγαν οι λιβελούλες με τα σακίδια στους ώμους αναζητώντας παντού ένα κρεβάτι, αλκοόλ, χορό και έρωτα. Τώρα είναι η εποχή των γερασμένων, των κουρασμένων, εκείνων που ήρθαν να αναβαθμίσουν το επίπεδο, λες και τους είπε κανείς ότι αναζητούμε απεγνωσμένα τη ναφθαλίνη.
Μια μεσόκοπη γυναίκα ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Ο σύζυγός της την ακολουθούσε. Η γυναίκα δεν την είχε δει και είχε απλώσει την παλάμη της για να της την κρατήσει ο άντρας της, όμως εκείνη βρισκόταν πιο κοντά στο χέρι που επαιτούσε τη σιγουριά. Σκέφτηκε να της το κρατήσει και σα δυο παλιές φιλενάδες να τρέχουν χοροπηδώντας και τραγουδώντας:
«Ένα φράγκο η βιολέτα, τσιγκολελέτα – τσιγκολελέτα!»
Πλάκα δε θα είχε; Δε θα είχε. Ο κόσμος δεν έχει διάθεση για αστεία ανώριμων μέσα στα σκοτάδια.
            Ένας άντρας στεκόταν μπροστά από το ΑΤΜ. Μόλις πέρασε από δίπλα του την κοίταξε και τη ρώτησε:
«Θα με παντρευτείς; Γδύσου.»
Εκείνη επιτάχυνε το βήμα της και εκείνος συνέχισε να της φωνάζει:
«Γδύσου!»
Ήταν ο ίδιος. Έτρεχε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Νόμιζε πως ακόμα και αν έστρεφε το κεφάλι της θα έχανε πολύτιμο χρόνο διαφυγής. Στο βάθος αστυνομικοί. Πόση ανακούφιση!
            Στάθηκε δίπλα σε έναν από αυτούς και τότε κοίταξε αν την ακολούθησε. Δε φαινόταν πουθενά, αλλά ακόμα κι αν ήταν μπροστά της. Είχε κάπου να κρυφτεί.
            Το τούνελ εμφανίστηκε ξανά. Ο χρόνος ποτέ πριν δεν περνούσε τόσο αργά.


Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Μια στιγμή

Θα μπορούσα να μοιραστώ μαζί σου μια στιγμή;
Για να σε βοηθήσω, η σωστή απάντηση είναι:
«Μα, φυσικά!»
(και το υπό – κείμενο: «Ωχ, μα πού πήγε το delete; Εδώ ήταν πριν από λίγο.»)

Σήμερα το πρωί κατευθυνόμουν προς τη στάση του λεωφορείου. Ένας ηλικιωμένος άνδρας βάδιζε με τη βοήθεια του περιπατητήρα συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, η οποία είχε εκείνο το βλέμμα της εξερεύνησης – σα να έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά.
Μου ήταν εντελώς άγνωστοι, δεν τους είχα συναντήσει ποτέ πριν.
Πλησίαζαν προς το μέρος μου. Η γυναίκα μόλις με είδε στάθηκε. Χαρούμενη άνοιξε την αγκαλιά της, ύστερα ακούμπησε τις παλάμες της στα χείλη και μου έστελνε φιλιά. Της χαμογέλασα, την καλημέρισα και μου είπε:
"Σε αγαπώ!"
Η απάντησή μου δε θα μπορούσε να ήταν άλλη από:
"Κι εγώ!"

Ίσως να έπασχε από γεροντική άνοια, να με μπέρδεψε με κάποια γνωστή της, αλλά ήταν τόση η χαρά και ο ενθουσιασμός της που μου έφτιαξε τη μέρα. Ένιωσα κι εγώ χαρούμενη και συγκινημένη μέσα από την απλότητα ενός «σε αγαπώ», το οποίο μπορεί γενικώς να μη σήμαινε τίποτα, αλλά εκείνη τη στιγμή, κάπως χάρισε ένα χαμόγελο στην καρδιά μου και απλώς, ήθελα να το μοιραστώ μαζί σου.
Καλή σου νύχτα… όπου κι αν βρίσκεσαι!






Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 2017

Τα πρωτοβρόχια

Πρωτοβρόχια. Τα πρωτοβρόχια πάντοτε θύμιζαν στη Μαριάννα εκείνη τη φιγούρα που καθόταν δίπλα στη τζαμαρία. Φορούσε τα γυαλιά οράσεως με το γκρι – διάφανο σκελετό και μια κόκκινη πινελιά στις άκρες. Ντυμένη με μια βαμβακερή φούστα, την ποδιά της, ένα πουκάμισο, ένα γιλεκάκι, από πάνω έριχνε μια ζακέτα για να σκεπάζει τους ώμους της και τα μαλλιά της πάντα πιασμένα κότσο. Το κορμί της δεν άντεχε καθόλου την υγρασία.
Εκείνη ήταν η αγαπημένη της γωνία του σπιτιού κι εκεί είχε επιλέξει να τοποθετήσει τη ραπτομηχανή της, γιατί είχε καλό φυσικό φωτισμό.
Περνούσε την κλωστή, ύστερα ίσιωνε το ύφασμα, το τοποθετούσε κάτω από τη βελόνα, με το δεξί χέρι γύριζε τη μικρή ρόδα που ήταν ενσωματωμένη στη μηχανή για να δώσει ώθηση στην τροχαλία και με την κίνηση του ποδιού πάνω στο πετάλι, ανεβοκατέβαινε το βελόνι. Δε σταματούσε να τεντώνει το ύφασμα κρατώντας τό σε σταθερή τροχιά για να περαστεί σωστά το γαζί.
Η Μαριάννα έβρισκε ενδιαφέρουσα τη διαδικασία και συχνά προσπαθούσε να τη μιμηθεί, αλλά δυστυχώς, τις περισσότερες φορές εκείνο που κατάφερνε ήταν να μπλέκει την κλωστή στη βελόνα και να κάνει ζημιά. Κι έπειτα, ερχόταν εκείνη και προσπαθούσε για αρκετή ώρα να ξεμπλέξει το νήμα χωρίς να σπάσει το βελόνι και να συνεχίσει την εργασία της. Όταν κουραζόταν έκανε ένα διάλειμμα για να απολαύσει ένα καφεδάκι – ελληνικό μέτριο.
Ήταν καταπληκτική μοδίστρα. Αρκετές φορές όταν εκείνη έραβε, η Μαριάννα καθόταν κοντά της χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Πότε κοιτούσε εκείνην που ήταν αφοσιωμένη στο ράψιμο και πότε τη βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, ελπίζοντας να δει το ουράνιο τόξο να προβάλει μέσα από το άλσος που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι τους.
Εκείνη η φιγούρα ήταν η γιαγιά της. Η λατρεμένη της γιαγιά που ήταν συνδεδεμένη με τα αρώματα και τις γεύσεις της παιδικής της ηλικίας. Το αγιόκλημα και το γλυκό κυδώνι. 
Λένε ότι οι άνθρωποι φεύγουν όταν τους ξεχνούν και όχι όταν σταματά η καρδιά τους να χτυπά. Η οικογένεια της μιλούσε συχνά για τη γιαγιά. Έτσι· χωρίς αφορμή. Έτσι· επειδή θα ήθελαν να ήταν ακόμα εκεί. Συχνά θυμούνταν στιγμές που έζησαν κοντά της, την αγαπούσαν πολύ και τους έλειπε περισσότερο. Η γιαγιά, όμως, έφυγε και πήρε μαζί της όλα τα ουράνια τόξα.


Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017

Ρίξε κάτι πάνω σου

Καμιά φορά αναρωτιέμαι πώς μπορούν μερικοί άνθρωποι να κυκλοφορούν ημίγυμνοι ή και γυμνοί – αναλόγως το χώρο. Έπειτα, αναρωτιέμαι πώς μπορούν μερικοί να επισκέπτονται ψυχολόγους.
Το τόσο γυμνό το θεωρώ και αντιαισθητικό. Πώς να το κάνουμε υπάρχει μια γοητεία στο να καλύπτεις το σώμα σου και να αφήνεις τον άλλον να σε γυμνώνει. Αντιθέτως, σε εκείνο το γυμνισμό στην καρέκλα του ψυχολόγου, δε βρίσκω καμία γοητεία. Το μόνο που βλέπω είναι μια επίπονη διαδικασία. Να σκάψουμε μέσα μας, να βρούμε τις ρίζες μας και στη διαδρομή να πετάξουμε όλα εκείνα τα πετραδάκια που εμποδίζουν την υγιή ανάπτυξή μας. Δεν υπάρχει γοητεία, γιατί ποτέ κανένα βασανιστήριο δεν υπήρξε γοητευτικό. Άλλωστε, για το λόγο αυτό ο ψυχολόγος πάντα θα σε κερνά χαρτομάντιλα.
            Δεν έχω κάνει ψυχανάλυση. Γράφω. Για να γράψω, πρέπει να διαβάζω. Διαβάζω σημαίνει καταναλώνω τα πάντα. Ένας από τους λόγους, για τους οποίους διαβάζει ένας συγγραφέας είναι για να παχαίνουν οι ήρωές του. Χρειάζεται γνώση για να αναθρέψεις χαρακτήρες.
            Αν για κάποιον, λοιπόν, η ψυχανάλυση είναι μια διαδικασία επίπονη, η συγγραφή είναι μια κόλαση.
            Μόλις κατέκτησα κάτι. Μοιράστηκα με άγνωστο κόσμο μια προσωπική ιστορία στο πλαίσιο μιας εργασίας.

Μάθημα 1ο: Ο συγγραφέας πρέπει να μάθει να εκτίθεται.

Δούλευα τρεις μέρες και μέσα μου τα όρνια έτρωγαν τα σωθικά μου για να καταφέρω να ξεθάψω κάτι λίγο, κάτι μικρό, κάτι σημαντικό και εξαιρετικά δύσκολο.
Δε θα το μοιραστώ με σένα, γιατί ξέρω ότι είσαι ανώτερος άνθρωπος, απεχθάνεσαι το κουτσομπολιό κι εγώ δε θέλω να σε βάλω στον πειρασμό. Απλώς, σου γράφω, γιατί είναι ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσω μαζί σου. Συμβαίνουν διάφορα, στην πλειονότητα τους όμορφα γεγονότα και κάπως θέλω να σου τα διηγηθώ, γιατί αυτή ήταν η δική μου παλαιά συνήθεια, η οποία κάπως μου άρεσε και κάπως με ζούσε. Τέλος πάντων.
            Εκείνο που ήθελα να σου πω ήταν ότι είχα πολλά χρόνια να γίνω εγώ ο Προμηθέας και η ιστορία ο αετός που θα μου τρώει τα σωθικά. Και τα κατάφερα. Με μισό συκώτι, τα κατάφερα. Ήρθε η επιβράβευση και πραγματικά…, αλήθεια σου το λέω, δεν ξέρω αν πρέπει να χαρώ ή να συνεχίσω το θρήνο. Ξέρεις τι είναι να βρίσκονται τα σωθικά σου σε κοινή θέα, το συκώτι σου μισοφαγωμένο και το αποτέλεσμα να κερδίζει ένα «Μπράβο!»;
            Δεν ήθελα να μελαγχολήσουμε, αλλά δε σου κρύβω ότι η διάθεση είναι κάπως παράξενη απόψε. Θα ήθελα να βγω στο δρόμο και να ψάχνω ένα προς ένα τα κουδούνια μέχρι να εντοπίσω κάποιο που στο καρτελάκι θα είναι γραμμένη η λέξη «Ψυχολόγος». Κάποιος θα ‘θελα να με ακούσει τούτη τη νύχτα. Να με καθησυχάσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το τρομακτικό, αντιθέτως είναι όμορφο να μοιραζόμαστε στιγμές και συναισθήματα με τους ανθρώπους. Να μου σημειώσει τη συντομότερη διαδρομή στο χάρτη για να βγω από εκείνο το στενό που νιώθω παγιδευμένη. Να μου προσφέρει λίγο από το φαγητό του, για να του πω τη γνώμη μου για τη συνταγή. Αν έμαθα κάτι είναι η σπουδαιότητα να υπάρχει πάντα ένα τσουκάλι στη φωτιά, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πότε θα χτυπήσει η πόρτα και τούτος είναι ο καλύτερος τρόπος για να δείξουμε αυτό που λένε φιλοξενία και μέσα του κρύβει δεκάδες άλλες έννοιες, σημαντικότερη όλων: η φροντίδα. Τα χαρτομάντιλα, τα αγοράζω και από το περίπτερο, βρε αδελφέ! Και εδώ που τα λέμε, ο περιπτεράς στη γειτονιά μου δε φημίζεται για την περιέργεια του. Δε θα χρειαστεί να του πω τίποτα περισσότερο από τη φράση:
«Ένα πακέτο χαρτομάντιλα, παρακαλώ.»
Άραγε, εσύ πώς ένιωσες εκείνη την τελευταία φορά που ήσουν γυμνός μπροστά σε κόσμο, ενώ φορούσες τα ρούχα σου;




Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Ένα σημείωμα από άγνωστο αποστολέα

Κάποιος/-α έγραψε σε ένα χαρτάκι μια σκέψη... ένα παράπονο... τα λόγια που είπε κάποιος κάποτε... (ποιος να ξέρει άραγε;) και το κόλλησε στη στάση του λεωφορείου για να το μοιραστεί με όλους μας – παραδοσιακός τρόπος επικοινωνίας. 
Εξάλλου ένα χαρτάκι post - it σε μια στάση, θα είναι πάντα ομορφότερο από ένα post-άρισμα σε μια οθόνη.


Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Η εποχή μας τότε, λεγόταν σήμερα

Το πρωί επιβιβάστηκα στο λεωφορείο και καθώς διασχίζαμε τις λεωφόρους, περνούσαμε από δρόμους, σταματούσαμε στο γνέμα των ανθρώπων, είχα γείρει στο παράθυρο. Το βλέμμα μου στις εικόνες που προσπερνούσαμε και ο νους μου σε ένα βιβλίο.
            Είχα διαβάσει στο διαδίκτυο ένα απόσπασμα και αποφάσισα ότι αυτό το βιβλίο το θέλω οπωσδήποτε στη βιβλιοθήκη μου και την επόμενη μέρα θα πήγαινα να το αγοράσω.
            Ο υπάλληλος με ρώτησε το είδος, στο οποίο ανήκει για να με κατευθύνει. Δεν ήξερα τη σωστή απάντηση. Ήταν αρχαιολογικό; Ήταν ιστορικό; Ήταν λογοτεχνικό; Δεν είχα ιδέα. Η συγγραφέας είναι αρχαιολόγος και έτσι το πιθανότερο θα ήταν το ίδιο το βιβλίο να είχε κάποια σχέση με την αρχαιολογία. Τελικά, το έψαξε στο σύστημα αναζήτησης που διαθέτουν και το είχαν κατατάξει στη λογοτεχνία.
            Περιμένοντας τη σειρά μου στο ταμείο άνοιξα να διαβάσω τις πρώτες γραμμές. Διαβάζοντας την πρώτη πρόταση, δεν μπορούσα να σταματήσω. Ήθελα να το διαβάσω όλο, εκεί, μπροστά από το ταμείο. Δεν ήθελα καν να διακόψω την ανάγνωση για να το δώσω στον ταμία. Εννοείται ότι το έκανα, αλλά δεν του συγχώρησα ότι έχασα πολύτιμο χρόνο ανάγνωσης εξαιτίας του.
            Έχοντας διαβάσει αρκετά, ομολογώ ότι σπανίως μου συμβαίνει να κρατώ ένα βιβλίο στα χέρια μου και να μη θέλω να το αφήσω αν δεν έχω ολοκληρώσει την ανάγνωση του.
            Αυτό συνέβη με το συγκεκριμένο. Το λάτρεψα από την πρώτη πρόταση!
            Εκείνο το πρωινό της επόμενης μέρας, καθώς πήγαινα στο κέντρο της Αθήνας του 2017 μ.Χ., η σκέψη μου είχε μείνει στην Ευδοκία του 4300 π.Χ. και τότε σκέφτηκα ότι αν το βιβλίο ήταν πλάσμα, τότε σίγουρα θα ήταν πολυγαμικό. Το συγκεκριμένο είναι ένα ταξίδι στο χωροχρόνο. Μια παντρειά της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της μυθοπλασίας, της ποίησης, της μελωδίας, του «αγαπημένου ημερολογίου», του παραμυθιού και της αλήθειας.
            Είναι από τα βιβλία εκείνα που θέλω να διαβάζω ξανά και ξανά. 
            Είναι το βιβλίο της κυρίας Ιωάννας Κραουνάκη «Η εποχή μας τότε λεγόταν σήμερα» από τις εκδόσεις Μικρός Ιανός.