Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Το φως στη βροχή

            Μεσημέρι. Μόλις είχε σταματήσει η βροχή. Έβγαλε δυο καρέκλες στο πλακόστρωτο και την περίμενε. Η απορρόφηση της φθινοπωρινής λιακάδας ήταν η αγαπημένη της συνήθεια. Όσο τα χρόνια περνούσαν εκείνος υπέφερε από ρευματοειδή αρθρίτιδα, αλλά δεν της το απεκάλυψε ποτέ. Ο γιατρός του τού είχε απαγορεύσει να βρίσκεται σε μέρη με υγρασία για να μην επιδεινώνεται η κατάσταση της υγείας του, όμως εκείνος δεν τον υπάκουε. Προτιμούσε να υποφέρει από το να στερήσει από την αγαπημένη του τις βόλτες στη βροχή και – αργότερα, αν εμφανιζόταν ο ήλιος – τη χαρά της να τρέξει να καθίσει σε μια καρέκλα σχεδόν ξαπλωμένη, να κλείσει τα μάτια της, να ανοίξει την εσάρπα της, τα χέρια της ανάλαφρα να πέφτουν στα πλάγια και τα κύτταρά της να απορροφούν κάθε ηλιαχτίδα. Εκείνος καθόταν πάντα δίπλα της, της χάιδευε τα μαλλιά και της τραγουδούσε.
            Ο γάμος δεν ταίριαζε στη δική τους φιλοσοφία. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μαζί χωρίς επίσημα έγγραφα και κρίκους. Ζούσαν χωριστά, ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η κάθε συνάντηση τους είχε τη γλύκα των πρώτων ραντεβού και ο έρωτας δεν κατέληγε ποτέ σε συζυγική υποχρέωση, αλλά στην αρχέγονη κτηνώδη επιθυμία της κατάκτησης του σώματος του άλλου.
            Μεσημέρι. Τα κιτρινισμένα πλατανόφυλλα σκορπισμένα πάνω στο υγρό πλακόστρωτο. Σιγά – σιγά εμφανίζονταν οι πόνοι. Πήρε ένα παυσίπονο, άλειψε με αλοιφή τα πόδια του. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του πάνω στις ξύλινες καρέκλες. Όλα σε ετοιμότητα για να την υποδεχτούν.
Μέσα από το λευκό φως εκείνη πλησίαζε αργά. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Είχε τυλίξει τους ώμους της με μια ισπανική εσάρπα και τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί, της προσέφερε ένα ματσάκι ανεμώνες σε διάφορα χρώματα – τρελαινόταν για λουλούδια.
Κάθισαν στις καρέκλες. Άνοιξε την εσάρπα της, έσφιξε στην αγκαλιά της τις ανεμώνες και με το άλλο χέρι – εκείνο της καρδιάς – κράτησε το δικό του. Έκλεισε τα μάτια της. Απολάμβανε τη φθινοπωρινή λιακάδα όσο εκείνος της τραγουδούσε. Τα στήθη της έπαψαν να πάλλονται. Οι ανεμώνες έπεσαν από το χέρι της. Εκείνος έγειρε δίπλα της, τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της, την έσφιξε στο κορμί του και καθώς ο ήλιος έλουζε το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο, της ψέλλισε:

«Το φως στη βροχή μου… Εσύ!»



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου