
Ο γάμος δεν
ταίριαζε στη δική τους φιλοσοφία. Πέρασαν αρκετές δεκαετίες μαζί χωρίς επίσημα
έγγραφα και κρίκους. Ζούσαν χωριστά, ζούσαν ο ένας για τον άλλον. Η κάθε
συνάντηση τους είχε τη γλύκα των πρώτων ραντεβού και ο έρωτας δεν κατέληγε ποτέ
σε συζυγική υποχρέωση, αλλά στην αρχέγονη κτηνώδη επιθυμία της κατάκτησης του
σώματος του άλλου.
Μεσημέρι. Τα κιτρινισμένα
πλατανόφυλλα σκορπισμένα πάνω στο υγρό πλακόστρωτο. Σιγά – σιγά εμφανίζονταν οι
πόνοι. Πήρε ένα παυσίπονο, άλειψε με αλοιφή τα πόδια του. Ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες
του πάνω στις ξύλινες καρέκλες. Όλα σε ετοιμότητα για να την υποδεχτούν.
Μέσα από το λευκό φως εκείνη πλησίαζε αργά.
Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα. Είχε τυλίξει τους ώμους της με μια ισπανική εσάρπα
και τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Του έδωσε ένα τρυφερό φιλί, της προσέφερε ένα
ματσάκι ανεμώνες σε διάφορα χρώματα – τρελαινόταν για λουλούδια.
Κάθισαν στις καρέκλες. Άνοιξε την εσάρπα της,
έσφιξε στην αγκαλιά της τις ανεμώνες και με το άλλο χέρι – εκείνο της καρδιάς –
κράτησε το δικό του. Έκλεισε τα μάτια της. Απολάμβανε τη φθινοπωρινή λιακάδα
όσο εκείνος της τραγουδούσε. Τα στήθη της έπαψαν να πάλλονται. Οι ανεμώνες
έπεσαν από το χέρι της. Εκείνος έγειρε δίπλα της, τα χείλη του ακούμπησαν τα
δικά της, την έσφιξε στο κορμί του και καθώς ο ήλιος έλουζε το ρυτιδιασμένο της
πρόσωπο, της ψέλλισε:
«Το φως στη βροχή μου… Εσύ!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου