Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Στο Παγκάκι

Η ώρα έχει πάει 03:30. Ξημερώνει Δευτέρα. Η Κυριακή ανήκει στο παρελθόν.
Δε θυμάμαι αν σου το έχω πει ποτέ, αλλά παιδιόθεν είχα μια απέχθεια για τις Κυριακές, τις αργίες και όλα εκείνα τα απογεύματα αδράνειας που τα μαγαζιά είναι κλειστά και οι άνθρωποι κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια τους ή μαζεύονται στις καφετέριες τα πρωινά, το μεσημέρι γευματίζουν με συγγενείς και φίλους και από το απόγευμα και μετά παραμένουν στο σπίτι προσπαθώντας να συνέλθουν από τους μεζέδες και τα οινοπνευματώδη που κατανάλωσαν νωρίτερα.
Ξέρεις, ο παρατεταμένος ελεύθερος χρόνος δεν είναι κακός, τόσο επειδή κινδυνεύεις να χαρακτηριστείς ως τεμπέλης, όσο επειδή ενεργοποιείται η μνήμη και κινδυνεύεις από τις ίδιες σου τις σκέψεις.
Η αδράνεια της Κυριακής είναι σαν τα παγκάκια. Μεγάλη κατάρα τα παγκάκια! Κάθεσαι και ατενίζεις και το μόνο που βλέπεις είναι οι στεναχώριες σου, τα αδιέξοδα σου, οι προβληματισμοί σου, τα λάθη σου. Κανείς ποτέ δεν κάθισε σε ένα παγκάκι για να σκεφτεί τις χαρές του. Ακόμα κι αν συνέβη, ο νους δεν έμεινε σε εκείνη την ευτυχισμένη στιγμή, ούτε ένιωσε χαρά καθώς την έβγαζε από το κουτί των αναμνήσεων. Σχηματίζεται ένα μειδίαμα και αμέσως, ένα σφίξιμο στην καρδιά, καθώς ήλπιζε κάτι να είχε συμβεί αλλιώς για να είχε διαρκέσει λίγο παραπάνω εκείνη η ευτυχισμένη περίοδος.
Ένα ξύλινο παγκάκι με φανερά τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Το χρώμα του ξεθωριασμένο, το ξύλο του ταλαιπωρημένο, σε μερικά σημεία σπασμένο και σε άλλα σαπισμένο από τον καιρό. Δεν έχει θέα σε κάποιο υπέροχο θαλάσσιο τοπίο ή στο ηλιοβασίλεμα, ούτε σε κήπους πλημμυρισμένους με λουλούδια. Ένα παγκάκι κουρασμένο από το χρόνο, ανάμεσα στα ξερά φύλλα του φθινοπώρου, τα οποία πέφτουν από ένα πλατάνι που γέρνει ελαφρώς από το βάρος της φυλλωσιάς του. Μένει εκεί για χρόνια περιμένοντας τον επισκέπτη που θα καθίσει μόνος του για να παρατηρεί τα φύλλα που πέφτουν στο χώμα, όπως εκείνες οι στιγμές που έπεσαν και χάθηκαν στο χρόνο.
Μια Κυριακή γεμάτη θυμό. Εκείνον τον θυμό που προκαλεί η συνειδητοποίηση των όσων δεν έπραξε κυρίως από δειλία. Δεν μπόρεσε να διεκδικήσει όσα ονειρευόταν, γιατί έπρεπε να ακούσει τους άλλους που παρίσταναν ότι ήξεραν καλύτερα και τελικά, αποδεικνυόταν ότι επέβαλαν μόνο τις δικές τους επιθυμίες και για τις δικές του δεν τους καιγόταν καρφί. Να εξυγιάνει τα τοξικά συναισθήματα που επιβάρυναν την ψυχή του, να φύγει αποφασισμένος ότι θα διατηρήσει τις αποστάσεις ασφαλείας από όλους όσοι του κουνούσαν το δάχτυλο και του φύτευαν την αμφιβολία και τον φόβο.
Το παλιό παγκάκι περιμένει εκείνον που θα καθίσει λίγη ώρα εκεί για να ψαχουλέψει το κουτί των αναμνήσεων, να τις ανακατέψει σε μια προσπάθεια να βρει την ευτυχία και τότε μικρές νεφέλες αστερόσκονης να ξεπηδήσουν και να θυμηθεί όλες εκείνες τις στιγμές γέλιου, χρωμάτων, αισιοδοξίας, θετικότητας, γλυκιάς επίγευσης. Να θυμηθεί όλα τα σπουδαία του χαρίσματα και να βελτιώσει τα τρωτά του σημεία.
Το παλιό, ξύλινο, ταλαιπωρημένο – από το χρόνο και τον άνεμο – παγκάκι τις Κυριακές περιμένει εκείνον τον άνθρωπο που θα καθίσει για να παρατηρεί τα φύλλα του φθινοπώρου να πέφτουν στο έδαφος, όπως οι εικόνες του παρελθόντος που χάνονται στη λήθη, όμως αφήνουν τα ίχνη τους. Και έπειτα, όταν μαζέψει τις δυνάμεις του και πάρει το δρόμο της επιστροφής, να αφήσει πίσω του τις λιμνάζουσες Κυριακές και να αποκτήσει ένα ολοκαίνουργο κουτί, το οποίο, όταν θα το ανοίγει, να είναι γεμάτο αστερόσκονη, φως και χαρά και να αναγκάζεται να ψαχουλέψει, να ανακατέψει πολύ, για να βρει τους μαύρους, ασήκωτους βράχους.
Εξάλλου, τα παγκάκια δεν τοποθετήθηκαν για να ξαποσταίνουμε, να παίρνουμε μια βαθιά ανάσα και να συνεχίζουμε με περισσότερη δύναμη και τόλμη;



Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020

Το Ναυάγιο Της Ζωής

Πρώτη μέρα στη δουλειά. Ο Θοδωρής διορίστηκε φύλακας στον αρχαιολογικό χώρο. Δεν ήταν η δουλειά των ονείρων του – εξάλλου, πόσοι κάνουν τη δουλειά των ονείρων τους; Εκείνος ήταν γεννημένος ποδοσφαιριστής. Το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τώρα ζωής του το πέρασε στα γήπεδα. Οι τοπικές ομάδες τον είχαν δοξάσει και όχι αδίκως. Είχε ιδρώσει τη φανέλα. Δούλευε πολύ σκληρά για το στόχο, που δεν ήταν άλλος από το να υπογράψει συμβόλαιο με μια μεγάλη ομάδα, ιδανικότερα με την ομάδα, της οποίας ήταν φίλαθλος. Ένα όνειρο άπιαστο πλέον. Είχε πατήσει τα τριάντα και κρέμασε τα παπούτσια του ως αρχηγός της τοπικής ομάδας, στην οποία αγωνιζόταν. Συνέχισε να πηγαίνει στο γήπεδο και να παίζει από μεράκι, όμως το όνειρό του είχε θαφτεί πλέον κάτω από εκείνο το γκαζόν που είχε χιλιοπατήσει τρέχοντας να προφυλάξει τη μπάλα από τους αντιπάλους και να τη στείλει στα δίχτυα. Σε εκείνο το γκαζόν που είχε δοξαστεί, αλλά και εκεί που δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε τραυματιστεί – άλλοτε σοβαρά και άλλοτε ελαφρά.
Μπήκε στο μικρό πέτρινο σπίτι, όπου κάποτε βρίσκονταν οι αποθήκες και τους τελευταίους μήνες είχε μετατραπεί σε παράρτημα του μουσείου με ενάλιες αρχαιότητες. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από τα εκθέματα και τις προθήκες. Ούτε καν ένας πάγκος για να ακουμπήσει τα πράγματά του, ούτε καν μια καρέκλα. Ακούμπησε για λίγο το ποτήρι με τον κρύο του καφέ πάνω σε μια από της προθήκες για να βγάλει το μπουφάν. Τα νερά από το ποτήρι είχαν κυλήσει πάνω στο τζάμι. Πήρε από το ντουλαπάκι απορροφητικό χαρτί και καθαριστικό. Καθώς το καθάριζε, παρατηρούσε τα ευρήματα από το ναυάγιο. Από χρηστικά αντικείμενα, όπως ένα οστέινο χτενάκι, κομμάτια από γυάλινα μπουκάλια, βόλια, πυξίδες, μέχρι αμφορείς, χρυσά νομίσματα… ακόμα κι ένα μικρό πιθάρι γεμάτο φουντούκια είχαν βρει.
Τοποθέτησε ξανά στο ντουλάπι το καθαριστικό και στάθηκε για λίγο στην είσοδο του μουσείου. Αν και δεν άντεχε το κρύο, προτίμησε να σταθεί εκεί κοιτώντας το ψιλόβροχο που έπεφτε πάνω στο κοκκινόχωμα. Ο χώρος ήταν πολύ μικρός και με χαμηλό φωτισμό που ένιωθε πως θα οδηγούνταν στην παράνοια, αν παρέμενε μέσα οκτώ ώρες κάθε μέρα.
Από μακριά είδε τον Γιώργη. Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που διορίστηκε εργάτης στον αρχαιολογικό χώρο. Ο Γιώργης παράτησε το σχολείο στο Λύκειο. Πήγε στρατό στις Φέρρες και όταν επέστρεψε ο πατέρας του τού είχε στρωμένη δουλειά στο τσαγκάρικο. Ο Γιώργης με το ζόρι μάθαινε την τέχνη του τσαγκάρη. Τα χέρια του δεν έπιαναν, αλλά δεν είχε και άλλη επιλογή. Κάποια Χριστούγεννα πήγε στην Αθήνα με τους φίλους τους και ένα βράδυ, γλέντησαν σε ένα σκυλάδικο από εκείνα τα κρυμμένα στους τοίχους από ελενίτ, σε κάποιο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού. Η πληθωρική Ναταλία – η λίγο τραγουδίστρια, λίγο κονσομασιόν – τον έκανε να την ερωτευθεί. Ο Γιώργης κάθε Σαββατοκύριακο πηγαινοερχόταν για να τη βλέπει και να τη στολίζει με δώρα.
Από μικρός ήταν γενναιόδωρος. Στο σχολείο μοιραζόταν το κολατσιό του, με όποιο συμμαθητή του δεν είχε ή πεινούσε κι άλλο. Στο στρατό, αν εκείνος είχε χαρτζιλίκι, κερνούσε την παρέα του. Αργότερα, στο τσαγκάρικο, μάζευε παλιά παπούτσια και, με τη βοήθεια του πατέρα του, τα επισκεύαζε για να τα δωρίσει σε όσους είχαν ανάγκη.
Μαζί της ένιωθε τόσο μοναδικός που μέχρι και πρόταση γάμου της έκανε, όμως η Ναταλία κράτησε το δαχτυλίδι και απέρριψε την πρόταση. Μεγάλος ο έρωτας του για εκείνη και δύσπεπτος. Ξεκίνησε το ποτό. Όσο ζούσε ο πατέρας του, η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη. Μετά το θάνατό του, ο Γιώργης βούλιαξε. Η μάνα του καταριόταν τη Ναταλία από το πρωί ως το βράδυ. Μάγισσα την ανέβαζε, πορνίδιο την κατέβαζε για το κακό που έκανε στο γυιό της. Ακόμα και προξενιά του έφερνε, για να ξεκολλήσει το μυαλό του από εκείνη, αλλά η Ναταλία έλαμπε δια της απουσίας της.
Ένας γείτονας του τού έδωσε το πρώτο τσιγαριλίκι για να ξεπεράσει τον καημό του – ήταν φάρμακο, του είπε. Και από τσιγαριλίκι σε τσιγαριλίκι, ο Γιώργης εθίστηκε και αναζητούσε όλο και ισχυρότερα «φάρμακα», μέχρι που τον έφερναν σηκωτό στη μάνα του. Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Από τα χρήματα στο ταμείο, μέχρι τα εργαλεία του τσαγκάρικου είχαν γίνει όλα πρέζα. Έφθασε μέχρι και να χτυπάει τη μάνα του όταν δεν του έδινε λεφτά για τη δόση του ή άλλοτε, να ρημάζει τις εκκλησίες. Η σύλληψη του δεν άργησε να έρθει και τότε όλοι μιλούσαν για το ναυάγιο της ζωής.
Αν συναντούσαν τη μάνα του, προσπαθούσαν να της δώσουν κουράγιο και όταν εκείνη συνέχιζε το δρόμο της, πίσω από την πλάτη της ξεκινούσαν οι ψίθυροι, τα κουτσομπολιά και η λύπηση.
Ο Γιώργης, το ναυάγιο της ζωής, χωρίς δουλειά, χωρίς σύντροφο, χωρίς λεφτά, χωρίς στον ήλιο μοίρα, μέσα από τη φυλακή εντάχθηκε σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Όταν βγήκε, ήταν καθαρός και έτοιμος να αρχίσει από το μηδέν. Μόνο που τα πράγματα ήταν πια αλλιώς. Η εμπιστοσύνη των συγχωριανών του είχε χαθεί και οι πόρτες ήταν κλειστές. Η μόνη ελπίδα ήταν το δημόσιο, αλλά ακόμα κι εκεί με δυσκολία θα έμπαινε. Τα μόρια που είχε δεν έφθαναν και η μάνα του έπρεπε να εκλιπαρεί για ένα ρουσφέτι. Η σύνταξή της έφθανε για να συντηρηθούν οι δυο τους, όμως ο στόχος ήταν να τον εξασφαλίσει. Πόσο θα ζούσε ακόμα;! Πώς θα έφτιαχνε τη ζωή του;
Και έπειτα, ήρθε ο διορισμός. Ο Γιώργης ήταν εργατικός, συνεπής, χαμογελαστός και απείχε από κουτσομπολιά και ίντριγκες. Ήταν φιλικός με τους συναδέλφους του και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κάνει σωστά τη δουλειά του.
Πίσω από την πόρτα κρυβόντουσαν πολλοί θησαυροί από ναυάγια. Καθένα από αυτά έκρυβε μια ιστορία και ο Θοδωρής στεκόταν εκεί για να τα φυλάσσει.
Μολονότι και ο ίδιος ναυάγιο της ζωής τον αποκαλούσε στις παρέες, εκείνη την πρώτη μέρα στη δουλειά, συνειδητοποίησε ότι ο Γιώργης μπορεί να ήταν ναυάγιο, μπορεί να έφθασε στον πάτο, όμως βρήκε τον τρόπο να αφήσει το κουφάρι του πλοίου εκεί και να αναδυθεί στην επιφάνεια, φανερώνοντας τους μικρούς, καλά κρυμμένους θησαυρούς του.