Κυριακή 28 Ιουλίου 2019

Οι τελευταίες διακοπές


Πέρασαν δυο χρόνια ακριβώς από τις τελευταίες μας διακοπές.
Μετρούσαμε τις μέρες για να φύγουμε.
Αποδράσαμε από το Αλκατράζ και όσο απομακρυνόμασταν ένα – ένα τα βαρίδια έπεφταν στο βυθό.
Το πλοίο προσέγγισε το λιμάνι.
Η άγκυρα έπεσε.
Έδεσε στον κάβο νύχτα και ήδη σχεδιάζαμε τι θα κάναμε την επόμενη μέρα.
Είχαμε κουραστεί.
Η καθημερινότητα σιδερένια μπάλα στα πόδια μας και το μόνο που ακούγαμε ήταν το σύρσιμο της αλυσίδας.
Είχαμε ανάγκη να δούμε ανθρώπους, φύση, να μυρίσουμε ιώδιο και αλάτι.
Ένα βράδυ, σε μια αυλή πίναμε κοκτέιλ και ακούγαμε τα τραγούδια που ερμήνευε ένας ντόπιος τραγουδιστής με την κιθάρα του.
Θυμάσαι που σε πείραζα λέγοντας σου ότι η κιθάρα είναι το πιο άχρηστο όργανο;
Όλοι γρατζουνούν δυο – τρια ακόρντα και νομίζουν πως είναι μουσικοί. Σου έλεγα να μάθεις ένα σοβαρό μουσικό όργανο και εσύ μου απαντούσες:
«Ναι, ναι… καλά, ξινογαλάκι. Άκου, τώρα προχθές έμαθα ένα καινούργιο κομμάτι.»
Σιχαινόσουν τις πιπεριές – σε ανατρίχιαζε το κρατς που έκαναν στο στόμα όταν τις δάγκωνες – και στα εστιατόρια, είχαν συνωμοτήσει να βάζουν ένα κιλό πιπεριές σε κάθε χωριάτικη σαλάτα. Άτιμοι ταβερνιάρηδες!
Θυμάσαι τα γέλια που κάναμε;
Κάθε φορά που με γνώριζες σε κάποιον πάντα του έλεγες ότι ήμουν η σπαστική διπλανή σου που όταν ήμασταν στο σχολείο, γύριζα τις σελίδες του βιβλίου και σε ξεπάγιαζα.
Ήταν ένα από τα αστεία μας, θυμάσαι;
Ήμουν πολύ χαρούμενη που έπειτα από πολύ καιρό πήγαμε εκδρομή.
Σχεδιάζαμε το επόμενο ταξίδι να ήταν στην Πράγα το χειμώνα.
Έπειτα το αναβάλαμε, όμως μια μέρα θα πηγαίναμε.
Δεν προλάβαμε.
Δεν περίμενα ποτέ ότι εκείνο το τριήμερο θα ήταν οι τελευταίες μας διακοπές.
Αυτό ήταν μεγάλη ζαβολιά – δεν ήταν στους κανόνες του παιχνιδιού, το ξέχασες;
Είμαι σίγουρη ότι θα έχεις βρει ένα σπίτι στο αγαπημένο σου νησί. Θα κάθεσαι στη βεράντα σου και θα είσαι ευτυχισμένη. Θα απολαμβάνεις τη θέα στη θάλασσα και το ηφαίστειο, θα έχεις ένα ψυγείο γεμάτο παγωτά και θα γράφεις στίχους στο μιλιμετρέ τετράδιο σου.
Σαν χθες μού φαίνεται που μου τηλεφωνούσες κάθε τρεις και λίγο για να δεις πού βρίσκομαι.
Γενικώς, μου συγχωρούσες την ασυνέπεια μου. Όταν, όμως έπρεπε να πάμε κάπου, σου προκαλούσε μεγάλη ανασφάλεια. Μήπως χάσουμε το αεροπλάνο, το πλοίο, την ταινία, το τραμ… Δεν χάσαμε ποτέ τίποτα από όλα αυτά.
Εγώ έχασα την συμμαθήτρια μου, τη διπλανή μου, την καλή μου φίλη.
Και ακόμα κι εκεί, πάλι το ρολόι.
Ήταν η κακιά η ώρα που έφυγες.
Κανένας χρόνος, όμως, δεν μπορεί να σε διώξει από την σκέψη και την καρδιά μου.
Καληνύχτα, αγαπημένο μου Πριχτάρι!





Κυριακή 14 Ιουλίου 2019

Ο διωγμός


               Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δεν την είχε ενοχλήσει ποτέ. Ακόμα και για την ανανέωση του μισθωτηρίου, τον καλούσε πάντα η ίδια.
                Εκείνο το απόγευμα ήταν η προτελευταία τους πρόβα. Η γενική ήταν σε δυο μέρες και η καινούργια εβδομάδα θα ξεκινούσε με την πρεμιέρα του έργου. Θα ανέβαινε για πέντε παραστάσεις στην Αθήνα και έπειτα θα περιόδευαν σε όλη την Ελλάδα ως το τέλος του καλοκαιριού. Εκείνο, όμως που περίμενε με μεγάλη λαχτάρα ήταν το πέρας της περιοδείας. Όταν θα τελείωνε, θα έκανε ένα ταξιδάκι αναψυχής στη Ντόχα, για να επισκεφθεί την παιδική της φίλη, τη Λέτα.
                Η Λέτα είχε μεταναστεύσει εκεί πριν από σχεδόν μια δεκαετία με τον τότε αρραβωνιαστικό της. Κάθε χρόνο προσκαλούσε τη Μαρουλίτα για να τη φιλοξενήσει, όμως εκείνη ποτέ δεν τα κατάφερνε λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ο καιρός περνούσε, η Λέτα την προσκαλούσε για να περάσει μαζί τους τις διακοπές των Χριστούγεννων, του Πάσχα ή λίγες ημέρες το καλοκαίρι. Η φίλη της παντρεύτηκε, έγινε μητέρα και η Μαρούλιτα ακόμα δεν τα είχε καταφέρει.
Τώρα, είχε έρθει η ώρα να επισκεφθεί έναν πολιτισμό διαφορετικό από εκείνον, στον οποίο είχε συνηθίσει και ήξερε. Ανυπομονούσε για εκείνο το ταξίδι. Στο μυαλό της η Ντόχα ήταν ένα σύνολο αμμόλοφων και εκείνες τις ημέρες θα της δινόταν η ευκαιρία να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από την άμμο της φαντασίας της. Θα ανοιγόταν ένα παράθυρο που θα της επέτρεπε να εξερευνήσει το μεγάλο Δέντρο της Μέσης Ανατολής. Θα συναντούσε τη Λέτα έπειτα από τόσα χρόνια. Θα θυμόντουσαν τα παλιά, θα δοκίμαζε τα τοπικά εδέσματα, θα απολάμβανε τη βόλτα της στην αγορά Souq Waqif για τσάι και για ψώνια. Θα αγόραζε οπωσδήποτε κάποιο άρωμα και ένα αναμνηστικό για τον Βελισσάριο. Θα επισκεπτόταν τα μουσεία και την γκαλερί της οδού Mohammed Bin Thani.
                Το κινητό, σε αθόρυβη λειτουργία μέσα στην τσάντα της, είχε καταγράψει περισσότερες από είκοσι αναπάντητες κλήσεις.
                Η πρόβα τελείωσε αργά το βράδυ. Κάθισε στο φουαγιέ να πιεί λίγο νερό, να χαλαρώσει και να συζητήσει με τους συνεργάτες της λίγο πριν φύγουν. Έλεγξε το κινητό της. Όλες οι κλήσεις από το ίδιο άτομο, τον σπιτονοικοκύρη της.
                Έφυγε από το θέατρο και καθώς προχωρούσε προς την πιάτσα των ταξί, επέστρεψε την κλήση:
«Εμπρός;»
«Καλησπέρα σας. Με συγχωρείτε για το ακατάλληλο της ώρας, η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο είμαι. Βρήκα αρκετές κλήσεις από εσάς και ομολογώ πως ανησύχησα, καθότι δε με έχετε συνηθίσει.»
«Μάλιστα, κυρία Πο…»
«Χατζηστυλιανού – Πο, παρακαλώ.», τον διόρθωσε.
«Μάλιστα, κυρία Χατζηστυλιανού – Πο. Σας έψαχνα, γιατί χρειάζομαι το σπίτι.»
«Μα, δεν έχει λήξει το συμβόλαιο ακόμα.»
«Το γνωρίζω. Λήγει σε δεκαπέντε ημέρες κι εγώ σας δίνω σαράντα για να βρείτε νέα στέγη με την ησυχία σας.»
Στάθηκε στη μέση του πεζοδρομίου. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της.
«Επιτρέπεται να ρωτήσω το λόγο; Είστε δυσαρεστημένος; Θεωρείται ότι δεν το φροντίζω;»
«Όχι, όχι. Προς Θεού! Μετά από τόσα χρόνια είναι ντροπή να με ρωτάτε κάτι τέτοιο.»
«Και δεν είναι ντροπή να με πετάτε στο δρόμο μετά από τόσα χρόνια;»
«Ξέρετε, χρειάζομαι τα χρήματα και προτιμώ να το νοικιάζω σε τουρίστες. Βγήκα προσφάτως στη σύνταξη και πώς θα ζήσω με τα ψίχουλα που θα παίρνω;»
«Δε θέλετε να συζητήσουμε το ενδεχόμενο μιας λογικής αύξησης;»
«Σας παρακαλώ, σε σαράντα ημέρες να έχετε ελευθερώσει το διαμέρισμα και να μου παραδώσετε τα κλειδιά.»
«Θεωρείτε, δηλαδή, ότι ο τουρίστας θα σας αποφέρει περισσότερο κέρδος από εμένα που μένω όλο το χρόνο;»
«Θα το ρισκάρω. Δεν έχω κάτι άλλο να σας πω. Καλό σας βράδυ.»
«Καλό βράδυ.»
                Η Λέτα, η Ντόχα, το τσάι στο Souq Waqif για ακόμα μια φορά θα την περίμεναν και δε θα εμφανιζόταν. Ίσως από την άλλη, να ήταν μια λύση. Μια μετακόμιση, όπου τα πάντα θα έμεναν πίσω κι εκείνη θα έκανε μια νέα αρχή κάπου στον κόσμο, ακόμα κι αν αυτό το “κάπου” βρισκόταν στο Δέντρο της Μέσης Ανατολής.
                Έφθασε στο σπίτι με τα πόδια. Επέλεξε να μην πάρει ταξί. Είχε ανάγκη να περπατήσει για να αποβάλει την ένταση και την πικρία της. Μέσα της ευχόταν να ήταν μια φάρσα που σκαρφίστηκε η παραγωγή του Άλλα Κόλπα, αλλά ούτε αυτό θα μπορούσε να ήταν… δυστυχώς. Η εκπομπή δε μεταδίδεται πια και ο Βλάσσης είχε καλύτερο χιούμορ.
                Ετοίμασε μια μαργαρίτα, πέταξε τις γόβες της στο χολ και ξάπλωσε στον καναπέ. Το ταβάνι, στα δύσκολα, λειτουργούσε ως πανί του κινηματογράφου. Έβαζε τις σκέψεις της σε μια σειρά.
Σαράντα μέρες.
                Μέσα σε σαράντα ημέρες έπρεπε όλο της το σπίτι να χωρέσει σε κούτες, ενώ εκείνη είχε να προετοιμαστεί για την πρεμιέρα και την περιοδεία.
                Σηκώθηκε.  Το κεφάλι της μούδιαζε σιγά – σιγά. Άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κοίταξε τη θέα – όχι πως ήταν σπουδαία. Κτήρια έβλεπε, ενίοτε και μπουγάδες, αλλά ήταν η θέα που είχε συνηθίσει ή και αγαπήσει – σα να ήταν εκείνο το τριακοστό ένατο βράδυ που περνούσε στο μικρό, στενό μπαλκόνι που με το ζόρι χώρεσαν δυο καρέκλες, ένα σιδερένιο τραπέζι στρογγυλό σαν εκείνο που έχουν τα καφενεία της επαρχίας, συνήθως τοποθετημένα κάτω από έναν πλάτανο. Κάθισε στην καρέκλα δίπλα από τα γεράνια, απολάμβανε τη μαργαρίτα της χαζεύοντας τους περαστικούς, άκουγε τους ψιθύρους των υπόλοιπων ενοίκων και της έρχονταν στο μυαλό όλες εκείνες οι φορές που άλλοι της φώναζαν να σκάσει όταν έκανε πρόβες για τη λυρική στο σπίτι και άλλοι τη χειροκροτούσαν, ζητώντας της να μη σταματήσει. Εκείνοι, ως ιδιοκτήτες, θα έμεναν πίσω και η ίδια ως νομάς, θα έπρεπε να πάρει τις κούτες της και να αναζητήσει νέο τόπο διαμονής. Ποιος ξέρει αν θα τους έλειπε το τραγούδι της, το ταπεραμέντο, το όνομά της από το κουδούνι…
Είχε λατρέψει τη γειτονιά της. Τη δική της γειτονιά που τώρα τη λεηλατούν οι τουρίστες και οι ιδιοκτήτες φέρονται σαν πόρνες της Τρούμπας που ξερογλείφονται για τα ντόλλαρς.
Εκεί ζούσαν άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών. Αρκετές κυρίες, προχωρημένης ηλικίας, τηρούσαν τις παραδόσεις. Όταν περπατούσε κανείς στο δρόμο, τον ζάλιζαν τα αρώματα που έβγαιναν από τα τσουκάλια. Τα Χριστούγεννα φορούσαν τα καλά τους και άκουγες από νωρίς το πρωί τον ήχο των τακουνιών στις πλάκες, καθώς πήγαιναν στην εκκλησία. Όταν πλησίαζε το Πάσχα άσπριζαν τα πεζούλια και τα πεζοδρόμια, την Πρωτομαγιά στόλιζαν στεφάνια – χειροποίητα, με δικά τους λουλούδια από τις γλάστρες τους – και υπήρχε μεταξύ τους ένας άτυπος ανταγωνισμός για το ποιανής είναι το ωραιότερο. Οι μαγαζάτορες γνώριζαν όλους τους γείτονες με το μικρό τους όνομα και φρόντιζαν να τους δίνουν τα ποιοτικότερα προϊόντα τους. Καμιά φορά αν το ζύγι έγερνε λίγο προς τα πάνω, τους κερνούσαν το επιπλέον βάρος. Σαν ένα μικρό χωριό στο κέντρο της Αθήνας, ήξεραν ή φρόντιζαν να μαθαίνουν ο ένας τα νέα του άλλου. Ο ηλικιωμένος κύριος που έμενε με τη σύζυγό του στην ίδια πολυκατοικία με τη Μαρουλίτα, πήγαινε το Σάββατο να ψωνίσει και όταν έφθανε, τον περίμενε η σύζυγός του. Του έστελνε ένα ψάθινο καλάθι για να τοποθετήσει τα ψώνια και το ανέβαζε με τη βοήθεια του σχοινιού, για να τον ξεκουράζει και να ανεβαίνει στο διαμέρισμα με την ησυχία του, χωρίς να κοπιάζει.
Όλο αυτό θα σβήσει αργά ή γρήγορα. Στη θέση τους, θα μένουν άνθρωποι που θα έρχονται, θα φεύγουν. Κανείς δε θα μαθαίνει για εκείνους και δε θα ανταλλάσσουν ούτε μια κουβέντα της προκοπής με τους ανθρώπους που τόσα χρόνια έχτιζαν σχέσεις με όσους αποτελούσαν την καρδιά της γειτονιάς.
Δεν είχε πολλές επιλογές. Ο σπιτονοικοκύρης της ήταν απόλυτος. Καμία διαπραγμάτευση. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη ξεκινήσει και ήταν αργά για δάκρυα και μελαγχολία. Άλλωστε αυτά δεν ήταν χαρακτηριστικά μιας Μαρουλίτας Χατζηστυλιανού – Πο.
Το επόμενο πρωί τη βρήκε στην είσοδο του γραφείου του Βελισσάριου.
«Πώς και από εδώ τέτοια ώρα;»
«Καλημέρα λέει ο κόσμος.»
«Καλημέρα, γλυκιά μου Μαρουλίτα! Τι σε φέρνει στην πόρτα μου;», τη ρώτησε προσπαθώντας να ανοίξει κρατώντας στο ένα χέρι το χάρτινο ποτήρι με τον καφέ.
«Δε θα σε καθυστερήσω. Αυτά είναι τα κλειδιά μου. Έχεις τριάντα εννέα μέρα για να μου βρεις καινούργιο διαμέρισμα και να κάνεις τη μετακόμιση.», του έδωσε ένα παθιασμένο φιλί στο μάγουλο, έριξε τα κλειδιά στην τσέπη του σακακιού του και έστριψε να φύγει.
«Εσύ πού πας;»
«Περιοδεία. Θα σου φέρω και σουβενίρ από την Ντόχα! À bientôt!»