Δευτέρα 23 Αυγούστου 2021

Της Φυλακής Τα Σίδερα

Τούτος ο Αύγουστος μοιάζει με φυλακή.
Ατελείωτος και γεμάτος δυσάρεστες εκπλήξεις και συμβάντα.
Από τούτον τον Αύγουστο θέλω να δραπετεύσω.
Μια σιδεριά με χωρίζει από λίγες ημέρες ξεκούρασης και περιπέτειας.
Πότε θα τελειώσει επιτέλους τούτος ο Αύγουστος;
Να ταξιδέψουμε για να γεμίσουμε το κουτάκι της μνήμης με όμορφες καρτ – ποστάλ; 
Πότε επιτέλους;! 



Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

Αγαπητέ Αύγουστε

            Ήρθες ξανά. Ήλπιζα να σου συμβεί κάτι και να χάσεις τη θέση σου στο βαγόνι του Χρόνου. Δε μου είσαι συμπαθής – ούτε τώρα, ούτε παλαιότερα, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε φάση της ζωής μου. Και όχι, μη θεωρείς ότι τουλάχιστον είμαι ειλικρινής απέναντί σου. Είμαι αγενής. Αναγνωρίζω τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ειλικρίνειας και αγένειας και τολμώ να παραδεχτώ ότι μόλις έκανα εκείνο το μισό βήμα που με οδήγησε εκεί στη σκαιά πλευρά και δε μετανιώνω. Μάλλον, επειδή σου τα ‘χω λίγο μαζεμένα.
            Η ύπαρξη σου είναι γεμάτη ιδρώτα, ταλαιπωρία και λάβα. Πύρινες γλώσσες που λιώνουν τα σώματα και άλλες που αφανίζουν οτιδήποτε ζωντανό και όμορφο.
            Εμείς που μένουμε πίσω αντικρίζουμε μια νεκρή πόλη. Κανείς δεν περπατά και σχεδόν όλες οι πόρτες παραμένουν κλειστές με τη γνωστή χειρόγραφη ταμπέλα ότι θα παραμείνουν κλειστές είτε για τριάντα μέρες, είτε για δυο εβδομάδες, είτε θα υπολειτουργούν. Τα πάντα στην αδράνεια. Οι πάντες σκορπισμένοι σε χωριά και νησιά για να κάνουν τις διακοπές τους. Αυτό πάλι…! Δεν μπορούν την κοσμοσυρροή, αλλά επιλέγουν εσένα για τις διακοπές τους. Και μόλις έρχεσαι είναι όλοι ενθουσιασμένοι που θα τρέχουν στις παραλίες και θα πασαλείφονται με αντιηλιακό με άρωμα καρύδας, ενώ ταυτόχρονα θα παραπονιούνται για τον καύσωνα κουνώντας τη βεντάλια τους.
            Εγώ αρνούμαι να υποκύψω στον πειρασμό. Δε σε θέλω, δε σε γουστάρω καθόλου. Στα νιάτα μου σήμαινες το τέλος και το άγχος που αυτό μου προκαλούσε. Μόλις έφευγες έχανα τους φίλους μου, τελείωνε η ξεγνοιασιά και έπρεπε να επιστρέψω στη ρουτίνα. Με έχεις πληγώσει αμέτρητες φορές. Αγωνιούσα για το αν θα είχα αρκετό χρόνο για να περάσω με όλα εκείνα τα πρόσωπα που αγαπούσα και σύντομα θα έπρεπε να επιστρέψει ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και έπειτα μεγάλωσα. Δεν άλλαξαν πολλά. Τα πόδια μου ψήλωσαν, αλλά όχι αρκετά ώστε να κάνω μια δρασκελιά και να σε προσπεράσω. Σε ένιωθα να ρέεις κάτω από τα πόδια μου και φοβόμουν πως δεν είχα ελπίδα καμιά. Αν τολμούσα να κάνω μια δρασκελιά ως τον Σεπτέμβρη, το πιθανότερο ήταν να ανοίξει περισσότερο το έδαφος και από αυλάκι να μετατραπεί στον χείμαρρο που θα με καταπιεί.
            Και ανυπομονούσα να έρθει ο Σεπτέμβρης. Η δική μου πρωτοχρονιά. Το Σεπτέμβρη κάνω μεγάλα σχέδια και κάπως φουσκώνω από αισιοδοξία και ελπίδα. Είναι μια νέα αρχή. Εκεί που τα φύλλα του φθινοπώρου χάνονται στο χώμα, μετατρέπονται σε λίπασμα και κάτι νέο θα γεννηθεί από τους νευρώνες τους. Κάτι όμορφο και φωτεινό. Κάτι που θα λάμπει και εσύ δε θα το κάψεις με τη λάβρα σου.
            Τι έχεις να προσφέρεις; Ακόμα και το τρεχούμενο νερό καίει. Ακόμα και το μέτρημα των παγωτών ή των μπάνιων στη θάλασσα θα τελειώσει όπου να ‘ναι κι εσύ, μέσα στην αλαζονεία σου, θα νομίζεις πως όλοι λυπούνται που σε αποχαιρετούν.
            Φτωχέ μου! Δε θα λυπηθούν όταν φύγεις· θα λυπηθούν όταν θα φύγουν εκείνοι απ’ όπου έχουν επιλέξει να περάσουν τις διακοπές τους και δε τους νοιάζει αν στο ημερολόγιο γράφει Ιούλιος, Αύγουστος ή Ιούνιος. Η ξεκούραση είναι ίδια. Δεν είσαι εσύ που τους χαλαρώνει, αλλά ο προορισμός.
            Είμαι από εκείνους τους λίγους που αποφασίζουν να ξεκουράζονται άλλους μήνες, άλλες εποχές και δε σε έχω νοσταλγήσει ούτε μια φορά. Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε που για τελευταία φορά μπλέχτηκα στα δίχτυα σου.
            Αγαπητέ μου Αύγουστε, δε σε θέλω πια. Μόνο με πληγώνεις. Θα ήθελα να το πάρεις κι εσύ απόφαση και τούτο το διαζύγιο να είναι συναινετικό. Ίσως, να μου είσαι αντιπαθής, επειδή σε ζηλεύω. Ίσως, να ζηλεύω που όσο και αν τους παιδεύεις, όλοι σε αγαπάνε… μάλλον.  Ίσως, λέω ίσως, να ήθελα κι εγώ να με αγαπούν άνευ όρων κι ας μην ήμουν πηγή χαράς.
            Για όλα τα άγχη, την εξάντληση του ιδρωμένου μου κορμιού, για όλες τις ομορφιές που έκαψες στο πέρασμά σου, θα κρεμάσω ένα ταμπελάκι στην είσοδο:
«Τούτη η πόρτα θα παραμείνει κλειστή μέχρι να αποχωρίσουν οι ανεπιθύμητοι.»
            Ίσως, λέω ίσως, κάποτε να σου υψώσω τη λευκή σημαία, μέχρι τότε ας τραβήξει ο καθένας το δρόμο του.
            Σε αφήνω, λοιπόν. Δε θα μου λείψεις. Μη μου γράψεις, ούτε να μου τηλεφωνήσεις. Θα φύγω χωρίς να γυρίσω πίσω και θα σε συμβούλευα να κάνεις το ίδιο.

            Αγαπητέ Αύγουστε, αντίο!