Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Το Ιώδιο (5)

            Η μπαλκονόπορτα της ανοιχτή. Δεν ακουγόταν μουσική από το διαμέρισμά της. Καθόλου παράξενο. Έπειτα από τέτοια βραδιά, θα έπρεπε να ξεκουράσει τους πνεύμονές της.
            Έκοψε ένα ματσάκι λευκά και ροζ άνθη από τα δέντρα πικροδάφνης του πεζοδρομίου για να της τα προσφέρει. Δεν τσιγκουνεύτηκε τα χρήματα για ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα, απλώς πίστευε στους συμβολισμούς. Η Στέλλα τού το είχε μάθει κι αυτό. Η σολίστ αναπαυόταν στις δάφνες της  κι εκείνος γευόταν την πικρία.
            Η κυρία με το εμπριμέ φόρεμα καθόταν σε μια λευκή πλαστική καρέκλα στο μπαλκόνι και καθάριζε φασολάκια. Πλησίασε στην πόρτα, η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα πάνω από τα γυαλιά πρεσβυωπίας, άφησε το μαχαίρι μέσα στη λεκάνη με τα φασολάκια, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά και πλησίασε στο κάγκελο του μπαλκονιού:
«Δεν είναι επάνω.»
«Είναι. Η μπαλκονόπορτα είναι ανοιχτή.»
«Δεν είναι αυτή. Τζάμπα μάδησες τα δεντράκια.»
«Και ποιος είναι;»
«Η γυναίκα που της καθαρίζει. Η μουσικάντισσα έφυγε αξημέρωτα.»
«Πού πάει;»
«Πού να ξέρω!»
Χαμήλωσε το βλέμμα του και ένα μειδίαμα σχηματίστηκε στο πρόσωπό του.
«Πότε θα έρθει;»
«Τι νομίζεις; Πώς μου δίνει λογαριασμό; Πάντως θα αργήσει να γυρίσει. Έφυγε με μια τεράστια βαλίτσα. Το μισό σπίτι πρέπει να πήρε μαζί της.»
Προσέφερε τα λουλούδια στην κυρία με το εμπριμέ πετώντας τα ψηλά στο μπαλκόνι της και έφυγε.
Ήταν η τελευταία του ευκαιρία να της εξηγήσει και την έχασε. Η «μουσικάντισσα» τώρα βρίσκεται μακριά και εκείνος πίσω. Σε εκείνο το πίσω που πλέον αποτελούσε το σημείο αναφοράς για να τον βρίσκουν οι υπόλοιποι. Κόσμος πηγαινοερχόταν και όλοι ήξεραν ότι αν τον αναζητούσαν, θα τον έβρισκαν πίσω.
            Κατέληξε στη θάλασσα, εκεί που ξεπλένονται οι ψυχές. Το θαλασσινό ιώδιο κλείνει τις πληγές – και αυτό δεν του το είχε μάθει η Στέλλα.
            Κάθισε στο παγκάκι. Το καθαρό, φρεσκοπλυμένο, μυρωδάτο κοστούμι του, τα καλογυαλισμένα του παπούτσια, τώρα είχαν γεμίσει με κηλίδες από θαλασσινό νερό. Τα καλά του ρούχα μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα μετατράπηκαν σε πρόχειρα. Τα παπούτσια του θόλωσαν. Έκλεισε τα μάτια και άφησε την ψυχή του στο πλυντήριο.
Ιώδιο και αλάτι παντού.

Τέλος



Τρίτη 6 Ιουνίου 2017

Ένα μήνυμα για σένα



Το Ιώδιο (4)

            Σχεδόν δυόμιση ώρες πριν από τη συναυλία.
            Η πρόσκληση διπλή. Το μόνο διπλό σε εκείνον ήταν ο θυμός του. Η άρνηση της να τον διδάξει δεν ήταν καθόλου εύπεπτη. Παρόλ’ αυτά, φόρεσε το σκούρο κοστούμι του, τα αγαπημένα του μανικετόκουμπα και ένα ζευγάρι από τα πιο καλογυαλισμένα παπούτσια του για να πάει να την απολαύσει. Εκείνη…; Τη συναυλία…; Η σωστή απάντηση δε βρέθηκε ποτέ.
Η πρόσκληση ήταν για δυο θέσεις στην πλατεία, πέμπτη σειρά, κέντρο. Εκείνη στεκόταν ξεχωριστά από τους υπολοίπους. Ήταν η σολίστ της βραδιάς. Εκθαμβωτική. Λαμπερή. Ντυμένη με ένα μαύρο βραδινό φόρεμα, όρθια, λίγα μόλις μέτρα από τον μαέστρο και μια ορχήστρα που τη συνόδευε. Πόσο σπουδαία μπορεί να ένιωθε εκείνη τη στιγμή; Πόση έπαρση, πόσο μικροί ήταν όλοι εκείνοι από κάτω και πόσο δικαιολογημένα τον αγνοούσε;
            Έξω από το καμαρίνι της είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος για να της εκφράσει το θαυμασμό του. Μερικοί μάλιστα κρατούσαν και μπουκέτα λουλουδιών για να της προσφέρουν. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι ήταν τόσο σπουδαία μουσικός και ενδεχομένως, για το λόγο αυτό να την είχε θίξει η απαίτηση του.
            Στάθηκε για λίγο στη σειρά για να την συγχαρεί και να την ευχαριστήσει για την πρόσκληση. Προηγούνταν άλλοι. Όσο περνούσε η ώρα τόσο το σκεφτόταν και επέλεξε την αποχώρηση. Δεν τον περίμενε, δε θα τον παρεξηγούσε.
            Η Αθήνα του άρεσε τα βράδια. Ακόμα κι εκείνη είχε κουραστεί από την πίεση της ημέρας και όταν το φεγγάρι ερχόταν, φορούσε τη μεταξωτή της ρόμπα, άνοιγε τη βεντάλια της, έβγαινε στο παράθυρό της, που βρισκόταν ψηλά στο Λυκαβηττό, άκουγε όλους τους ψιθύρους των περαστικών, χαμογελούσε με τα ερωτικά τερτίπια των νέων, άφηνε όλα τα αρώματα να την παρασύρουν και ακόμα και οι θόρυβοι, τα φώτα… είχαν μια μουσικότητα.
Τούτη τη νύχτα, θέλησε να την περάσει αδέσποτος. 

(συνεχίζεται)