Κυριακή 30 Απριλίου 2017

La Moños

             Μια φιγούρα, μια ιστορία, μια ενσαρκωμένη θλίψη στολισμένη με το χαμόγελο της αμηχανίας. Αυτή ήταν η Ντολόρες Μπονέγια Αλκάθαρ, η διασημότερη προσωπικότητα της Βαρκελώνης. Η Λόλα που πέρασε από ‘δω κάπου μεταξύ του 1851 και 1940. Η αέρινη φιγούρα, ο περίγελος που κέρδισε το σεβασμό, ο μύθος που ψιθυρίζεται μέχρι σήμερα στα στενά δρομάκια, τις πλατείες και τις γειτονιές της Καταλούνια. Η Μόνιος, τον κότσο της οποίας στόλιζαν λουλούδια και οι αναμνήσεις του παρελθόντος δηλητήριο που κυλούσε μέσα της.
            Ένα απόγευμα καθώς περπατούσα στη Ράμπλα, θα σου ορκιζόμουν ότι την είδα. Δεν ήταν εκείνη. Ήταν μια γυναίκα σαν εκείνη. Μικροκαμωμένη, ντυμένη με το ιδιαίτερο στυλ της, φορώντας ένα καπέλο υπερβολικά στολισμένο και έντονο μακιγιάζ. Η πρώτη σκέψη που έκανα κοιτάζοντάς την ήταν:
«Την αγαπώ!»
            Αυτοί οι άνθρωποι είναι αέρινοι σαν ξωτικά. Εύθραυστοι, ευγενείς, θλιμμένοι, χαμογελαστοί. Ένα χαμόγελο που δυσκολεύεσαι να καταλάβεις αν συμβολίζει τη χαρά, την αμηχανία ή την αστάθεια του εγκεφάλου τους. Είναι άνθρωποι που δε θέλω να ξέρω την ιστορία τους. Δε με νοιάζει πότε γεννήθηκαν, πού μεγάλωσαν, ούτε τι τους συνέβη και κατέληξαν στο περιθώριο. Με ενδιαφέρει μόνο η παρουσία που έχω απέναντί μου. Δε θέλω να χάσουν τη μαγεία τους. Ούτως ή άλλως, εγώ τους έχω απενεχοποιήσει από καθετί θνητό και γήινο. Είναι τα αερικά της ζωής, η μαγεία των στιγμών.
            Σε λίγες μέρες πετάω για Βαρκελώνη. Θα βρεθώ εκεί που έζησε, περπάτησε, τραγούδησε το αερικό μου, η Ντολόρες.
Θα επισκεφθώ το μουσείο και τον κότσο του ομοιώματός της θα στολίσω με μια μαργαρίτα – όπως συνήθιζε να κάνει κι εκείνη κάθε φορά που οι ανθοπώλες τής χάριζαν ένα λουλούδι. Κι αν κάποιος μου κάνει την παρατήρηση, θα τον κοιτάξω έντονα, θα του πω:
«¡Tinc pressa, tinc pressa!» («Είμαι βιαστική, είμαι βιαστική!»), θα επιταχύνω το βήμα μου, διατηρώντας το χαμόγελο της πικρίας που οι άλλοι, ίσως να το μεταφράσουν ως αμηχανία. Θα ψιθυρίζουν πίσω από την πλάτη μου:
«Να, κοίτα η τρελή!»
Θα διακρίνω την κοροϊδευτική διάθεση και το γέλιο που πηγάζει από την ειρωνεία εις βάρος μου, αλλά θα κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Θα τους χαμογελώ, θα τους χαιρετώ με ένα γνέμα και θα απομακρύνομαι διατηρώντας την πεποίθηση και τη σιγουριά, τη μεγαλοπρέπεια του βαδίσματος, την ευγένεια της φιγούρας, της αέρινης εικόνας μου, περιφρονώντας τα ενοχλητικά βλέμματα και συνεχίζοντας να κουνώ τη βεντάλια μου σα να θέλω με τη βοήθεια της να σκορπίσω ό,τι με βαραίνει.

Πηγή Φωτογραφίας: www.labarcelonadeantes.com

Δευτέρα 24 Απριλίου 2017

Σε έναν περίπατο,

μπορείς να δεις πολλές εικόνες, οι οποίες μέσα τους κρύβουν ποίηση:

[…]

Τ σμα σου ραο
Τ σμα σου πέραντο.
Χάθηκα στ πέραντο.

Διαστολ τς νύχτας.
Διαστολ το σώματος.
Συστολ τς ψυχς.

σο πομακρύνεσαι
Σ πλησιάζω.

να στρο
καψε τ σπίτι μου.

Ο νύχτες μ στενεύουν
στν πουσία σου.
Σ ναπνέω. […]

Γιάννης Ρίτσος

[Απόσπασμα από το ποιήμα "Γυμνό Σώμα" - 24.09.1980


Σάββατο 22 Απριλίου 2017

Τρίτη 18 Απριλίου 2017

Η Μεγάλη Βόλτα Της Κουκουβάγιας Και Του Μπούφου

Ένα παραμύθι που έγραψα πριν από ένα χρόνο για το πιο γλυκό Καραμελάκι της ζωής μου

Ξημέρωσε Κυριακή πρωί .
Ο κύριος Μπούφος ξύπνησε και σκέφτηκε πως είναι κρίμα να μείνει στο σπίτι μια τόσο ωραία μέρα. Φόρεσε τα γυαλιά οράσεως, το καινούργιο του καπέλο, το γιλέκο και το σακάκι του, έβαλε στην τσέπη το ρολόι του και άνοιξε τις φτερούγες του με προορισμό τη μεγάλη βελανιδιά, όπου κατοικούσε η κυρία Κουκουβάγια. 
Όταν έφθασε, χτύπησε την πόρτα:
«Τοκ - Τοκ!»
Η κυρία Κουκουβάγια κρυβόταν μέσα στην κουφάλα της και δεν του απαντούσε. Ο κύριος Μπούφος χτύπησε ξανά την πόρτα, όμως η κυρία Κουκουβάγια πάλι δεν του απάντησε. Σκέφτηκε πως ίσως να ήταν κάπου έξω και να μην άκουγε. Έτσι, άρχισε να την αναζητά ανάμεσα στα κλαδιά, γύρω από τις ρίζες του δέντρου…, όμως η κυρία Κουκουβάγια δεν ήταν πουθενά. Ο κύριος Μπούφος ανέβηκε πάλι στο κλαδί έξω από την κουφάλα και άρχισε να χτυπάει ξανά με μεγαλύτερη δύναμη. Τότε εμφανίστηκε η κυρία Κουκουβάγια και εκνευρισμένη τον ρώτησε:
«Τι θέλεις, Μπούφε, και με ενοχλείς;»
«Καλημέρα, κυρία Κουκουβάγια! Να, έλεγα σήμερα που είναι μια τόσο ωραία μέρα, να πηγαίναμε μια βόλτα.»
«Α, ωραία ιδέα, κύριε Μπούφε! Στάσου, να ετοιμαστώ.»
Η κυρία Κουκουβάγια φόρεσε ένα λουλούδι στο κεφάλι της για να είναι όμορφη, έριξε το σάλι στους ώμους της, πήρε την τσάντα της, έκλεισε την πόρτα της κουφάλας και κρατώντας τον κύριο Μπούφο από το μπράτσο, ξεκίνησαν τη βόλτα τους στο δάσος.
Καθώς περπατούσαν, ο κύριος Μπούφος βρήκε ένα καρυδότσουφλο και το κράτησε κάτω από τη φτερούγα του για να το κάνουν βάρκα, βρήκε και δυο ξυλάκια για κουπιά. Όταν έφθασαν στο ποτάμι, ανέβηκαν στο καρυδότσουφλο και απολάμβαναν τη βαρκάδα τους κάτω από τον χρυσό ήλιο, ανάμεσα στα νούφαρα. Ώσπου, ξαφνικά, έπιασε βροχή. Έβρεχε, έβρεχε πολύ και για να μη γίνουν μούσκεμα πήραν ένα σπαθόφυλλο για να σκεπάσουν τα κεφαλάκια τους και κρύφτηκαν ανάμεσα στις καλαμιές μέχρι να σταματήσει η μπόρα.
Τότε, εμφανίστηκε ο μεγάλος πράσινος βάτραχος του ποταμού. Άπλωσε τη γλώσσα του και άρπαξε μια μύγα. Καθώς τη μασουλούσε, ρώτησε την κυρία Κουκουβάγια:
«Για πού το βάλατε εσείς;»
«Δεν πάμε κάπου συγκεκριμένα.», του απάντησε εκείνη.
Τότε ο μεγάλος πράσινος Βάτραχος του ποταμού ρώτησε τον κύριο Μπούφο:
«Για πού το βάλατε εσείς;»
«Μια βαρκάδα κάνουμε.»
«Θα έρθω κι εγώ.»
«Όχι, κύριε Βάτραχε, δεν μπορείς να έρθεις κι εσύ.», του απάντησε ο κύριος Μπούφος και συνέχισε τη βόλτα του μαζί με την κυρία Κουκουβάγια.
Καθώς, έκαναν κουπί, η βαρκούλα τους άρχισε να βουλιάζει και βρέθηκαν στο βυθό. 
Ο κύριος Μπούφος και η κυρία Κουκουβάγια δεν ήξεραν κολύμπι, αλλά εμφανίστηκε ο κύριος Ψάρης:
«Μα, τι κάνετε εσείς οι δυο στο βυθό;», τους ρώτησε.
«Μπήκαν νερά στο καρυδότσουφλό μας και δεν προλάβαμε να φθάσουμε στην όχθη. Βοήθησέ μας, κύριε Ψάρη, δεν ξέρουμε κολύμπι.", του είπε ο κύριος Μπούφος.
«Ανεβείτε στην πλάτη μου και κρατηθείτε γερά από τα πτερύγια μου. Θα σας πάω στο μεγάλο πανηγύρι των ψαριών.", τους είπε ο κύριος Ψάρης.
Όταν έφθασαν εκεί, στην πόρτα τους περίμενε ο κύριος Μπαρμπούνης, ο οποίος ήταν πολύ αυστηρός και, με τη βροντερή του τη φωνή, τους είπε:
«Για μια στιγμούλα. Πού πάτε εσείς;»
«Εμείς ήρθαμε για το μεγάλο πανηγύρι των ψαριών. Είμαστε καλεσμένοι του κύριου Ψάρη.», απάντησε η κυρία Κουκουβάγια.
«Όποιος θέλει να συμμετάσχει στο πανηγύρι, πρέπει πρώτα να βοηθήσει με τις ετοιμασίες.», απάντησε ο κύριος Μπαρμπούνης και έδωσε μια ποδιά στην κυρία Κουκουβάγια για να πάει στην κουζίνα να βοηθήσει την κυρία Πέστροφα και την κυρία Γαρίδα με τις λιχουδιές και τα ζαχαρωτά, και στον κύριο Μπούφο έδωσε έναν κουβά με μπογιά και ένα πινέλο για να βάψει τη μεγάλη ρόδα. Ο κύριος Χέλης άναψε τα φωτάκια, ο κύριος Κάβουρας κούρδισε τα μουσικά όργανα και όλοι οι κάτοικοι του βυθού βοηθούσαν για να ετοιμαστεί η γιορτή.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, εμφανίστηκε ο μεγάλος πράσινος Βάτραχος του ποταμού, ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Μπούφο και την Κουκουβάγια, και χάλασε τη μεγάλη ρόδα, έσπασε όλες τις λάμπες, έφαγε όλα τα φαγητά και έκανε πολλές ζημιές.
Μόλις ο κύριος Βάτραχος κατάπιε και το τελευταίο σοκολατάκι, τα Μαριδάκια – τα παιδιά της κυρίας Μαρίδας, που ήταν πολύ θαρραλέα – τον ρώτησαν:
«Γιατί μας χάλασες το πανηγύρι, κύριε Βάτραχε;»
«Γιατί εμένα κανείς δε με αγαπάει και δε με θέλετε μαζί σας.», τους απάντησε λυπημένος.
Η κυρία Κουκουβάγια βγήκε μπροστά και του είπε:
«Κάνεις λάθος, κύριε Βάτραχε, όλοι σε αγαπάμε και είμαστε όλοι φίλοι. Είμαστε μια μεγάλη ομάδα. Ελάτε να αγκαλιαστούμε!»
Ο μεγάλος πράσινος Βάτραχος του ποταμού χάρηκε πολύ και τους βοήθησε να ετοιμάσουν πάλι τα φαγητά, να ανάψουν τα φωτάκια, να βάψουν τη μεγάλη ρόδα, να στήσουν ξανά τα μουσικά όργανα και να αρχίσει το πανηγύρι.
Όλο το βράδυ χόρευαν όλοι μαζί, έτρωγαν, τραγουδούσαν και έβλεπαν στον ουρανό μικρές χρωματιστές φωτίτσες, που ονομάζονται πυροτεχνήματα.


Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Καλώς όρισες!

Λοιπόν, από σήμερα θα συναντιόμαστε εδώ.
Θα σου αφηγούμαι ιστορίες, θα σου δείχνω φωτογραφίες, καμιά φορά θα ακούμε μαζί μουσική, θα ταξιδεύουμε ή θα μοιράζομαι με σένα αγαπημένα μου αποσπάσματα από διάφορα βιβλία.