Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2020

Πάρε Το Μηδέν

Είχαν απομείνει πέντε λεπτά μέχρι την ώρα που θα έκλειναν οι πόρτες για το κοινό. Ακούμπησε τη θήκη των εργαλείων στο πάτωμα. Πάνω σε ένα από τα σκαλιά της κεντρικής σκάλας τοποθέτησε το μικρό, φορητό ραδιόφωνο που είχε αγοράσει για να το έχει πάντα μαζί της στη δουλειά. Άνοιξε το βαλιτσάκι. Έβγαλε τα εργαλεία, φόρεσε τα γάντια, την ειδική μάσκα προσώπου και με προσοχή τον πλησίασε.
«Καλησπέρα, Ταξιδιώτη! Με θυμάσαι; Είμαι η συντηρήτρια, η Στέλλα. Όχι από Στυλιανή, από Στέλλα… σκέτο. Εσένα ο Mitoraj δε σου έδωσε ένα όνομα, σε άφησε έτσι… να είσαι μυστηριώδης, όπως και η περιπετειώδης, γεμάτη ταξίδια, ζωή σου. Μη νομίζεις, και όνομα να είχες, δε θα νοιαζόταν κανείς για αυτό. Είχα έρθει και προχθές εδώ με θυμάσαι; Ελπίζω να είσαι καλή παρέα, γιατί θα περάσουμε αρκετή ώρα μαζί.
Άλλες φορές προτιμώ να ακούω μουσική όσο δουλεύω , όμως εσένα κάπως σε συμπάθησα και σκέφτηκα να πούμε μια κουβέντα, αν δεν έχεις αντίρρηση. Εμένα, ξέρεις, μου άρεσε πολύ να συζητώ. Αποζητούσα την επικοινωνία, μια ανάγκη που συχνά ερμηνευόταν ως πολυλογία. Απολάμβανα την ανταλλαγή απόψεων, τον χαβαλέ και τις υπερ-αναλυτικές συζητήσεις σχετικά με θέματα που απασχολούσαν την παρέα.
Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό… Μαζευόμασταν όλοι οι φίλοι, αγοράζαμε αναψυκτικά και σουβλάκια και πηγαίναμε στον μώλο. Καθόμασταν σαν τους Ινδιάνους, οκλαδόν, γύρω από την πλαστική σακούλα, μέσα από την οποία αναδυόταν η ιερή μυρωδιά του τζατζικιού που σήμαινε την έναρξη συζητήσεων που θα διαρκούσαν ως το ξημέρωμα.
Πέρασαν πολλά καλοκαίρια από τότε. Η παρέα μεγάλωσε και οι υποχρεώσεις άλλαξαν. Τα σουβλάκια πλέον τα απολάμβανε ο καθένας στο σπίτι του με την οικογένεια του, μιλώντας για τα δικά τους θέματα. Κι αν με ρωτάς, άλλαξα κι εγώ. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο προτιμούσα τη σιωπή.
Άλλαξαν πολύ τα χρόνια, Ταξιδιώτη μου. Δε συμφωνείς; Ναι, έτσι είναι. Όλα διαδραματίζονται μέσα από μια οθόνη. Αν κάποιος θέλει να επικοινωνήσει με κάποιον προτιμά τα γραπτά μηνύματα και κάποιες φορές μπορεί να μην είναι καν μια πρόταση, αλλά μια φατσούλα με συναίσθημα. Ακόμα και όταν βγαίνουν για καφέ ο καθένας ασχολείται με το κινητό του και κανείς με τη συντροφιά του. Τα έχω βαρεθεί όλα αυτά. Δεν ξέρω αν έμαθες τα νέα εδώ κάτω που ζεις, αλλά πλέον οι φίλοι μετριούνται από τα “μου αρέσει” και τα “τέλειο”. Ναι, όπως τ’ ακούς. Και δε με πειράζει αυτό· ο καθένας για τις διαπροσωπικές του σχέσεις έχει τα δικά του κριτήρια. Εκείνο που δεν μπορώ να χωνέψω είναι που έχουμε ξεχάσει να κάνουμε διάλογο. Θα το φανταζόσουν ποτέ αυτό που συμβαίνει τώρα;
Αγνοούμε παντελώς τις βασικές αρχές του διαλόγου. Δεν περιμένουμε να ολοκληρώσει ο συνομιλητής μας τη φράση του και έχουμε έτοιμο τον αντίλογο. Ξέρεις κάτι, Ταξιδιώτη μου, νιώθω πως έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη να ακουστούμε παρά να ακούσουμε κι εκεί χάνεται όλο το παιχνίδι. Εσύ κάνεις την καλύτερη δουλειά! Ούτε σε νοιάζει να μοιραστείς, ούτε να ακούσεις το οτιδήποτε. Σαν εσένα, θέλω να γίνω. Να μη με νοιάζει. Έχω σταματήσει να μοιράζομαι συναισθήματα και σκέψεις, γιατί κάθε φορά που τολμώ να τα εκφράσω, όλοι είναι ειδικοί. Όλοι ψυχολόγοι των άλλων και κανείς του εαυτού του. Κάποτε ήμασταν καλοί ακροατές. Μάλλον, μας είχε εκπαιδεύσει το ραδιόφωνο. Τώρα πια που τα πάντα είναι εικόνα, έχουμε ξεχάσει να χρησιμοποιούμε τα αφτιά μας. Ακούμε ό,τι θέλουμε, το μεταβολίζουμε όπως θέλουμε, με αποτέλεσμα να μεταφέρουμε μια άλλη πληροφορία από εκείνη που ακούσαμε. Δεκάδες… εκατοντάδες φορές μού έχει έρθει η επιθυμία να πω στο συνομιλητή μου να καλέσει το μηδέν, όπως κάναμε παλιά με τα τηλέφωνα. Αν κρίνω από την χρονολογία γέννησής σου, πρόλαβες κι εσύ αυτή τη συνήθεια. Θυμάσαι πότε το λέγαμε; Κάθε φορά που η γραμμή δεν ήταν καλή, ακούγονταν παράσιτα και δεν καταλαβαίναμε τι έλεγε ο άλλος. Πιάνω τον εαυτό μου να μην καταλαβαίνει τι λένε οι άλλοι. Να, τις προάλλες κάτι έλεγα σε μια γνωστή, με διέκοπτε και μου απαντούσε για άλλο πράγμα από εκείνο που προσπαθούσα να της εξηγήσω. Τότε δε θα ‘πρεπε να της πω να πάρει το μηδέν μπας και συνεννοηθούμε;
Γι’ αυτό σου λέω, εσύ μια χαρά είσαι εδώ. Και καλά έκανες και δέθηκες. Να μην μπαίνεις στον πειρασμό να μετακινείσαι.
Νιώθω μοναξιά. Όχι επειδή είμαι μόνη μου, επειδή αδυνατώ να επικοινωνήσω. Μιλάω δυνατά, σχεδόν φωναχτά, γιατί θέλω να είμαι βέβαιη ότι η φωνή μου φθάνει ως τον δικό τους λαβύρινθο, όμως από τις απαντήσεις που λαμβάνω, κατανοώ ότι κάπου χάθηκε μέσα εκεί και η Αριάδνη δεν ενδιαφέρεται να τη βοηθήσει δίνοντας της το μίτο. Βλέπεις, είναι μια φωνή βραχνή, ξεχειλισμένη από νικοτίνη, δεν είναι ο Θησέας για να γοητευθεί. Καμία επικοινωνία.
Δε με ενδιαφέρει πια να τηλεφωνήσω σε κάποιον, ούτε να επισκέπτομαι γνωστούς για να λέμε τα νέα μας. Ξέρεις τι έχω εγώ ανάγκη; Να συναναστρέφομαι με ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν και όλη την καλή διάθεση να ακούσουν. Να μην είναι επικριτικοί και να μην θεωρούν τις γνώμες των άλλων μπουρδολογίες. Κι αν ο τάδε ή ο δείνα κάνει λάθος, δεν πειράζει – είμαι σίγουρη ότι με έναν ευγενικό, καλοπροαίρετο τρόπο, θα μπορούν να τους διδάξουν κάτι ή να τους εξηγήσουν πού σφάλουν. Δεν υπάρχει πια αυτό. Όλη η ζωή μια αέναη απαξίωση. Άσε και το άλλο! Αν βρεθώ με τις φίλες μου, πλήττω απίστευτα πολύ. Μιλάνε διαρκώς για τα παιδιά τους, τις δουλειές του σπιτιού, τις τιμές στο σούπερ – μάρκετ… στα ύψη το γκότζι μπέρι! Εγώ τα παιδιά μου τα μεγάλωσα. Είναι πλέον στην εφηβεία. Σε δυο – τρία χρόνια θα ανοίξουν τα φτερά τους. Το σπίτι πάντα ζητάει. Είμαι η δούλα των τεσσάρων τοίχων. Ούτε ένα ρεπό δε δικαιούμαι. Ο άντρας μου έχει κι εκείνος τη δουλειά του και στο σπίτι συζητάμε για οικογενειακά θέματα. Αν προκύψει να βγούμε, να πάμε σε έναν κινηματογράφο, ένα θέατρο, θα πούμε και δυο λόγια παραπάνω για το έργο και τις εντυπώσεις που μας άφησε.
Παρόλ’ αυτά, εγώ, φίλε μου Ταξιδιώτη, νιώθω μοναξιά. Εκείνη τη μοναξιά που θέλει να μιλήσεις για άλλα θέματα μεγαλύτερα και σημαντικότερα από τους μικρόκοσμούς μας. Θέλω να συζητώ για τη φύση, τα ζώα, τις τέχνες, για ένα ενσταντανέ της καθημερινότητας που μου έφτιαξε τη διάθεση. Να φιλοσοφήσουμε ξεκινώντας από τη σημασία ενός ρητού κάποιου φιλοσόφου και να συνεχίσουμε με την ανάλυση του γύρω από το δικό μας περιβάλλον. Κανείς δεν είναι διαθέσιμος. Έχω απομακρυνθεί… ακόμα και από τα ίδια μου τα παιδιά. Δε συζητάμε, όπως παλιά. Πλέον από το στόμα τους δε βγαίνει τίποτε άλλο εκτός από ένα “Hi!”, ένα “lol!” και "O.M.G.”. Αυτό το τελευταίο, ξέρει πόσες φορές έχω βρεθεί σε τέτοια απόγνωση, που να θέλω να το ουρλιάξω με τούτη την ξεκουρδισμένη φωνή μου; Άπειρες! Δε ζητάω πολλά. Έναν υγιή διάλογο, λίγη ανθρώπινη επαφή. Να συζητάμε ως ομάδα και όχι να αγορεύει ο καθένας στο ποίμνιο του. Με καταλαβαίνεις; Εσύ μπορείς να με νιώσεις; Δεν έχει μάτια, δεν έχεις αφτιά, δεν έχεις καν καρδιά… πώς να με νιώσεις!
Εσύ που ταξιδεύεις, τι μαθαίνεις; Έτσι είναι ο κόσμος παντού ή μόνο εδώ ξεχάσαμε να ξεκλειδώσουμε τις ψυχές μας; Δεν απαντάς. Δεν πειράζει. Κι εγώ τη σιωπή επιλέγω όταν δεν στέκομαι απέναντί σου. Ένα ποτήρι κρασί, ένα τσιγάρο και κάθομαι στο γραφείο μου. Να μην βλέπω, να μην ακούω κανέναν, παρά μόνο τα τραγούδια που παίζουν στο πικ – απ.»
Η Στέλλα μάζεψε τα εργαλεία της, τα έβαλε ξανά μέσα στη θήκη τους, κατέβασε τη μάσκα της. Καθώς έβγαζε τα γάντια και τα τοποθετούσε στην πίσω τσέπη του παντελονιού της φόρμας εργασίας, στάθηκε απέναντι από τον Ταξιδιώτη και τον περιεργαζόταν με το βλέμμα:
«Δεν έχει παράπονο. Σε γυάλισα, σε έκανα κουκλάκι! Αυτά γι’ απόψε, φίλε μου. Σε ευχαριστώ που με άκουσες. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε κάποια άλλη φορά. Πρέπει να πάω στον πάνω όροφο. Εις το επανιδείν!»


["Ο ταξιδιώτης" έργο του Igor Mitoraj 1977 - 1978, μπρούντζος με καφέ πατίνα. 
Εκτίθεσαι στο Μουσείο του Ιδρύματος Ελίζας και Βασίλη Γουλανδρή στο Παγκράτι"]


Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Το Πικρό Μέλι

             Η ζωή είναι γεμάτη γεύσεις, μυρωδιές και μελωδίες. Αν το σκεφτείς λίγο καλύτερα, οι αισθήσεις λειτουργούν ως υπηρέτες της μνήμης. Οσφραίνεσαι, γεύεσαι ή ακούς μια μελωδία και αμέσως, τα gnomes τρέχουν στο βάθος της σήραγγας. Σκάβουν στα τοιχώματα για να βρουν την ανάμνηση που είχες κρύψει, έπειτα την τοποθετούν προσεκτικά μέσα στο πελώριο – για το μέγεθός τους – βαγόνι και το σέρνουν πάνω στις ράγες προσεκτικά για να τη φέρουν ως το κέντρο πληροφοριών και να προβάλουν τη μικρού μήκους ταινία, στην οποία κάποτε πρωταγωνίστησες. Αυτή η δυσκολία των gnomes να σύρουν το βαγόνι, αλληλεπιδρά σε σένα τον ίδιο. Το νιώθεις όταν, καμιά φορά, τα κύτταρά σου ζορίζονται να εντοπίσουν τι τους θυμίζει ένα άρωμα, ένα φαγητό ή ένα τραγούδι. Και άλλοτε, όταν το gnome σύρει με ευκολία το βαγόνι μέσα στο σκοτεινό τούνελ του μυαλού σου, αυτομάτως οι εικόνες από τη γεύση της πασπαλισμένης κανέλας στο μοσχαράκι, το άρωμα του γιασεμιού, ένα τζιν μπουφάν με δεκάδες σκισίματα από το πέρασμα του χρόνου, έναν ουρανό πλημμυρισμένο με αστέρια, ένα τραγούδι..., βλέπεις τα πάντα· τα συναισθήματα, τα βλέμματα, τα χρώματα, τα λόγια, την ατμόσφαιρα.
            Ξυπνάς ένα πρωί και διαπιστώνεις ότι το gnome πήρε την πρωτοβουλία να σου θυμίσει μια σημαντική μέρα, χωρίς να του το ζητήσεις. Αποφάσισε μόνο του να πάρει το φανάρι του και να περπατήσει αρκετά χιλιόμετρα μέσα στο σκοτεινό τούνελ, να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι εσύ χουζουρεύεις και να σκαλίσει ακόμα ένα μέρος του τοιχώματος. Ανοίγεις τα μάτια σου και στο μυαλό σου, παίζει το Moondance του Van Morrison. Παλαιότερα θα χαιρόσουν, όμως τούτο το πρωί ένιωσες μια πικρία. Σκέφτηκες πως ίσως να σε βοηθούσε μια κούπα καφέ. Πλύθηκες, άνοιξες το ραδιόφωνο για να ξεγελαστείς, αλλά στο κεφάλι σου ακόμα τραγουδούσε ο Βαν. Άναψες το γκαζάκι. Το μπρίκι γεμάτο νερό. Έριξες και δυο κουταλιές καφέ. Τον ανακάτευες και κάπως μέσα στη δίνη της καφεΐνης έβλεπες όλες τις όμορφες στιγμές που συνδέθηκαν για πάντα με εκείνον τον χορό του φεγγαριού.
            Είχες μάθει τούτο το τραγούδι από το φίλο σου τον κιθαρίστα, ένα βράδυ στο δρόμο… Πόσο λάτρευες εκείνη την παρέα! Σαν τα φαντάσματα, κάθε βράδυ στο ίδιο σημείο συνάντησης, χωρίς να έχετε συνεννοηθεί, και μαζί τους μέχρι το ξημέρωμα μάθαινες τραγούδια και πώς να απλώνεις τα όνειρα πέρα από τα συρματοπλέγματα. Και ύστερα, ήρθε ο χειμώνας. Πετάξατε ο καθένας για τον προορισμό του, όπως τα αποδημητικά πουλιά που γυρεύουν θερμότερα κλίματα. Δεν το είχατε κανονίσει, αλλά μέσα σου ήλπιζες πως το επόμενο καλοκαίρι θα ήσασταν στο ίδιο σημείο να τραγουδάτε, να χορεύετε, να ζωγραφίζετε καρικατούρες με κάρβουνο πάνω στην ακουαρέλα, κάτω από το φως του φεγγαριού.
            Η συνήθεια σου να κοιμάσαι με το ραδιόφωνο ανοιχτό ήταν η αιτία να ξυπνάς τα βράδια, μόλις άκουγες τις πρώτες νότες του Moondance – ποιος ξέρει ποιο gnome ξενυχτούσε και σκάλιζε στη σήραγγα. Τούτο το τραγούδι ήταν καρμικό. Στάθηκε η αφορμή για ακόμα μια σπουδαία γνωριμία. Ένας άνθρωπος που εμφανίστηκε από το πουθενά για να σου ανοίξει τους ορίζοντες. Βγήκες από τα πηγάδια που σε έπνιγαν και άρχισες να περπατάς σε νέα, φωτεινά μονοπάτια.
            Ο καφές έβραζε. Όλες εκείνες οι φιλίες σκεπάστηκαν από το καϊμάκι και βρέθηκαν στο βυθό του μπρικιού τα ίδια δευτερόλεπτα που ο Βαν σου τραγουδούσε:
«And all the leaves on the trees are falling» *
            Ξέρω. Σου λείπουν οι φίλοι σου που μαζί τους ένιωθες πνεύμα ελεύθερο, ένα μικρό φτερό που ο άνεμος το ταξίδευε και όσο απομακρυνόσουν οι κόρες των ματιών σου άνοιγαν διάπλατα για να χορτάσουν τον κόσμο.
            Οι μέρες περνούν. Καμία έκπληξη. Όλες ίδιες και το πεπρωμένο φοβάται να μιμηθεί τον κινηματογράφο. Σχεδόν ποτέ δεν συναντάς τα πρόσωπα που σου λείπουν πολύ, ούτε καν τυχαία. Το μόνο που σου έχει απομείνει είναι να νιώθεις ευγνώμων, επειδή κάποτε πέρασαν από τη ζωή σου.

 (*και όλα τα φύλλα στα δέντρα πέφτουν)

[Πηγή φωτογραφίας: https://theamazingdigitalart.tumblr.com/post/179721730755/gnome-by-svetoslav-petrov]