Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2020

Ο Μαύρος Σκύλος

Τα πρωινά ξυπνούσε βαριά. Κοιτούσε γύρω της. Σε ‘κείνο το σπίτι τα πάντα φώναζαν. Τα ρούχα να σιδερωθούν, τα πιάτα να πλυθούν, τα λουλούδια να ποτιστούν, το τηλέφωνο να φορτιστεί… το ίδιο το σπίτι διαμαρτυρόταν για την ακαταστασία, όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κάθεται στον καναπέ τυλιγμένη με μια λεπτή κουβέρτα και να τα κοιτάζει καθησυχάζοντάς τα πως μια μέρα θα ασχοληθεί μαζί τους.
Ο Μαύρος Σκύλος καθόταν δίπλα της κουλουριασμένος. Ούτε εκείνος είχε διάθεση για παιχνίδια, ούτε ζητούσε τη βόλτα, ούτε πήγαινε ως το πιάτο του για να φάει. Έτρωγε ό,τι είχε εκείνη δίπλα της, όμως το βάρος δεν μοιραζόταν. Το βάρος της άνηκε.
Είχαν μαζεύτηκαν πολλά και ασήκωτα. Οι αντοχές της μέσης της είχαν περιοριστεί. Εκείνα τα πολλά είχαν παραμείνει δίπλα της και λίγο – λίγο σχημάτιζαν ένα σωρό. Προσπαθούσε να τα κρύψει κάτω από το χαλί – το έβλεπε μικρή στα κινούμενα σχέδια και νόμιζε πως μπορούσε να συμβεί και στην πραγματικότητα, όμως όσο καλά κι αν τα σκέπαζε, ο όγκος που δημιουργούσαν φαινόταν.
Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Τα πόδια της έτρεμαν. Έκλαιγε. Έκλαιγε χωρίς σπαραγμό. Έκλαιγε, χωρίς λόγο ή ενδεχομένως, επειδή δυσκολευόταν να τον προσδιορίσει. Είχε πολλούς λόγους για να είναι θλιμμένη, λίγους για να είναι ευτυχισμένη και σε τούτη τη ζυγαριά κέρδιζε πάντα το αρνητικό πρόσημο.
Τα μαλλιά της λαδωμένα, αχτένιστα. Οι πιτζάμες της έμοιαζαν με δεύτερο δέρμα. Θα ήθελε να βγει για λίγο έξω, ελπίζοντας πως μπορεί κάτι να αλλάξει.
Έσυρε το κορμί της ως το μπάνιο. Έκανε ένα ντους για να διώξει από πάνω της την κλεισούρα, φόρεσε καθαρά ρούχα, χτένισε τα φρεσκολουσμένα μαλλιά της, πήρε την τσάντα της, φόρεσε το παλτό της. Ο Μαύρος Σκύλος την παρακολουθούσε κουλουριασμένος από μια γωνιά. Ξεκλείδωσε την πόρτα και την άνοιξε ελάχιστα. Κοίταξε πίσω από τη χαραμάδα. Οι λευκοί τοίχοι, τα δέκα μαρμάρινα σκαλοπάτια που θα έπρεπε να κατέβει ως την έξοδο... Τι κούραση! Κι έπειτα πού θα πήγαινε; Δεν είχε σκεφτεί. Θα γυρνούσε στους δρόμους, ενδεχομένως να απομακρυνόταν αρκετά και ύστερα, να μην είχε διάθεση να επιστρέψει. Συνέβαινε σχεδόν πάντα. Κάθε φορά που ενθουσιαζόταν με την βόλτα, πάντα την κούραζε η επιστροφή.
Από την άλλη, είχε κοπιάσει τόσο πολύ να προετοιμαστεί για να παραμείνει για ακόμα μια μέρα στο σπίτι. Όχι πως θα άλλαζε κάτι· πάλι μόνη θα ήταν. Δεν είχε διάθεση να δει, ούτε να μιλήσει σε κάποιον.
Ο Μαύρος Σκύλος σηκώθηκε από τη θέση του, την τράβηξε ελαφρά από το παλτό. Εκείνη έκλεισε την πόρτα, κάθισε στον καναπέ κι εκείνος, κούρνιασε δίπλα της, ακουμπώντας τη μουσούδα του στην αγκαλιά της.


Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Ταξίδι στα Ιωάννινα [ΙV]


      Ξημέρωσε η τέταρτη και τελευταία μέρα διαμονής μας στην πόλη των Ιωαννίνων. Η θερμοκρασία εξακολουθούσε να είναι χαμηλή, αλλά ο ουρανός είχε καθαρίσει από την ομίχλη. Βγήκαμε έναν περίπατο για να απολαύσουμε για τελευταία φορά τη θέα στη λίμνη, τους κύκνους που κολυμπούσαν – πρώτη φορά είδα κύκνο να πετάει και ακόμα και στο πέταγμα του έχει μια μεγαλοπρέπεια. Τα παιχνιδιάρικα γλαρόνια, τα τείχη του κάστρου πίσω από τα πλατάνια, τα πέτρινα σπίτια με τα ξύλινα παντζούρια.
Την επόμενη μέρα θα φεύγαμε κρατώντας στη μνήμη μας τα ομιχλώδη τοπία, το Κάστρο, την κανέλα που ξεχώριζε μέσα στο λικέρ που είναι βάλσαμο για… την «καταπιόνα» και τον περίπατο στο δρομάκι πίσω από το Μουσείο του Αλή Πασά και της Επαναστατικής Περιόδου. Την πρωινή πάχνη στα φύλλα και την ηρεμία της λίμνης. Τα χιονισμένα βουνά, τις ριγμένες βελέντζες στις καρέκλες των καφετεριών, τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση με τα χιλιάδες λαμπιόνια, το τεράστιο φωτεινό αστέρι, την φιλαρμονική που παιάνιζε χριστουγεννιάτικες μελωδίες, το ρολόι που είχε μαλώσει με το χρόνο.
 (τέλος)


 













Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Ταξίδι στα Ιωάννινα [ΙII]

Είχαμε ακούσει για το νησί, αλλά δεν ξέραμε λεπτομέρειες. Νομίζαμε πως εκεί υπήρχε μόνο το σπίτι της κυρά – Φροσύνης και δέντρα. Αποβιβαστήκαμε από το καραβάκι. Το πρώτο που αντικρύσαμε ήταν μια ταβέρνα με το όνομα κυρά – Βασιλική. Αυτή, την κυρά – Βασιλική, την είδαμε και σε αφίσα στο μώλο. Είχε κουρνιάσει στα γόνατά της ο Αλή Πασάς. Ποια ήταν εκείνη η κυρά – Βασιλική; Εγώ ήξερα ότι η μεγάλη φίρμα ήταν η κυρά – Φροσύνη, αλλά άφαντη!
            Ξεκινήσαμε να περπατάμε στο σοκάκι και εκεί μας υποδέχτηκαν οι κυρίες που έχουν μαγαζιά με τοπικά προϊόντα για να μας κεράσουν διάφορα εδέσματα, τα οποία μπορούσαμε να αγοράσουμε.
            Προχωρήσαμε λίγο πιο πάνω. Τουριστικά μαγαζιά, ταβέρνες, ανάμεσά τους ξεχώριζε ένα πέτρινο καμπαναριό. Κοιτάξαμε τις πινακίδες για να δούμε ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουμε. Έμοιαζε να είναι χτισμένα περισσότερα μοναστήρια παρά σπίτια.
            Ακολουθώντας το μονοπάτι προς το Μουσείο του Αλή Πασά, μας σταμάτησε μια κυρία που κρατούσε ένα δίσκο με διάφορα γλυκίσματα και δυο σφηνάκια:
«Έλα, πασάκα μου! Έλα και ‘συ, μωρ’ τσούπρα μου να δείτε τι έχει φτιάξει η γιαγιάκα. Πάρε να δοκιμάσεις. Εμείς οι γιαγιούλες τα κάνουμε αυτά από το συνεταιρισμό. Και τούτο…», ήπια μια γουλιά από το σφηνάκι και έκανα την κίνηση να της το δώσω.
«Όλο, όλο πιε το, τσούπρα μου. Εξήντα μέρες θέλει τούτο για να γίνει κι εσύ θέλεις να μου δώσεις πίσω το ποτήρι;»
Ντράπηκα. Ήθελα – δεν ήθελα το ήπια.
«Έτσι, κοπέλα μου. Αυτό κάνει καλό και στην καταπιόνα σου. Άμα, είσαι κρυωμένη, βάνεις λίγο μέσα στο τσάι από τούτο το λικέρ και γίνεσαι περδίκι. Κάνει καλό για όλες τις αρρώστιες τώρα το χειμώνα.», μου ψιθύρισε με συνωμοτικό ύφος.
«Αμ, σας μπάνισα εγώ εσάς τους δυο, στο μώλο. Γελάς, πασάκα μου…», γέλασε κι εκείνη κουνώντας το κεφάλι.
            Συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Περπατούσαμε στο δρομάκι δίπλα στη λίμνη. Δεν είχα αντικρίσει ξανά τέτοια ομορφιά! Ναι, η αλήθεια είναι ότι το λέω συχνά, αλλά κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα όμορφο μέρος, νιώθω σα να μην έχω ζήσει ξανά παρόμοιας ομορφιάς στιγμή. Η λίμνη αγκαλιασμένη από τη μια πλευρά από το νησί και από την άλλη από το γεμάτο δέντρα βουνό, ομίχλη, πάπιες που χαλάρωναν στις όχθες τις και στο βάθος τα χιονισμένα βουνά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τέτοια τοπία είχα δει μόνο στο διαδίκτυο. Περπατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των παπουτσιών μας πάνω στα μικρά πετραδάκια του μονοπατιού. Πρασινάδες με την πάχνη στα φύλλα τους και τα ατάραχα νερά της λίμνης.
            Επισκεφθήκαμε το μουσείο του Αλή Πασά και το μυστήριο λύθηκε. Η κυρά – Βασιλική ήταν η κατά πενήντα χρόνια νεότερη σύζυγός του. Όπλα, σπαθιά, το τσιπούκι του που είχε μήκος 1,62εκ., πίνακες  και μια σπηλιά βασανιστηρίων στον πάνω όροφο. Κάτω βιτρίνες, στις οποίες εκθέτονταν παραδοσιακές φορεσιές από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, κοσμήματα, μια φορεσιά της κυρά – Βασιλικής και προσωπικά της αντικείμενα. Στο δεύτερο κτήριο του μουσείου, υπήρχε μια αναπαράσταση από τον πνιγμό της κυρά – Φροσύνης, γιατί αρνήθηκε να γίνει ερωμένη του (αλλά απατούσε τον άντρα της με το γυιό του Αλή Πασά… όχι να τα λέμε κι αυτά). Κάπως τη λυπήθηκα. Θες επειδή το θεωρώ ακραίο να πεθάνεις για ένα κέρατο, θες επειδή η μουσική υπόκρουση στην αίθουσα ήταν ένα μοιρολόι, θες επειδή, στην κούκλα που υποτίθεται ότι ήταν η κυρά – Φροσύνη, είχαν φορέσει μια άθλια περούκα… Δεν ξέρω. Πάντως, κάπως μελαγχόλησα.
            Ανεβήκαμε την πέτρινη σκάλα του κήπου που οδηγούσε στα σπηλαιώματα της νήσου Παμβώτιδος. Οι σπηλιές μεταξύ των μονών Αγ. Παντελεήμονος και Αγ. Ιωάννη Προδρόμου κατοικήθηκαν πρώτη φορά από τους ασκητές μοναχούς τον δέκατο πέμπτο αιώνα. Στις αρχές του Νοεμβρίου του 1940, κατέφυγαν σε αυτές οι κάτοικοι της Νήσου για να προστατευθούν από τους βομβαρδισμούς της ιταλικής αεροπορίας.
            Ανηφορίσαμε προς το μονοπάτι που οδηγούσε σε ένα λόφο κοντά στα μοναστήρια. Η θέα από ψηλά πανέμορφη, αλλά δε συγκρινόταν με τίποτα με εκείνο το τοπίο που αντικρίσαμε νωρίτερα περπατώντας δίπλα στη λίμνη και γύρω της τα βουνά. Το ένα γεμάτο βλάστηση και το άλλο χιονισμένο…
            Η ώρα να φύγουμε είχε έρθει. Φθάσαμε στο λιμάνι. Έξω από μια ταβέρνα μέσα σε γυάλες κολυμπούσαν χέλια και καραβίδες. Επιβιβαστήκαμε στο καραβάκι της επιστροφής, χωρίς να καταφέρουμε να τραβήξουμε τον βλέμμα μας από τη φυσική ομορφιά της λίμνης και τα δεκάδες γλαρόνια που κολυμπούσαν σε εκείνη.
(συνεχίζεται…)