Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

Το "2"

             Το δύο, που αν το προφέρουμε γρήγορα και κάποιος παρακούσει, ίσως να νομίσει πως είπαμε «το ωδείο». Το δυο και το ωδείο που δε φαίνονται και τόσο απομακρυσμένα το ένα από το άλλο.
Το δυο· αριθμητικό που κρύβει μέσα του τη συντροφιά, τη συνύπαρξη και από την άλλη το ωδείο, το οποίο από την αρχαιότητα ως σήμερα σχετίζεται με τον λυρισμό, τη μουσική την ποίηση…
Η μουσική που άλλοτε θρηνεί τη μοναξιά, άλλοτε ξεσπά στην αδικία, άλλοτε χαίρεται με την ευτυχία, άλλοτε μελώνει στον έρωτα… και πάντα κάθε συναίσθημα κρύβει μέσα του τουλάχιστον ένα «δυο».
Πώς να νιώσεις την αγάπη αν δεν αγαπήσεις ή δεν αγαπηθείς; Πώς να νιώσεις την μοναξιά, αν δεν απομακρυνθείς από κάποιον; Πώς να νιώσεις την αδικία, αν δεν αδικήσεις ή αν δεν αδικηθείς; Πώς να νιώσεις το καθετί αν κάπου στο μικρόκοσμό σου δεν υπάρχει εκείνο το συν ένα, το οποίο για τον καθένα μας ίσως να απεικονίζεται σε κάτι διαφορετικό. Σε ένα πρόσωπο συγγενικό, φιλικό ή ερωτικό.
Και σήμερα μια ημερομηνία γεμάτη δυάρια – που αν τελικά, τα αθροίσεις, ώστε να είναι μονοψήφιος, μάς κάνουν τρία – μοιάζει πιο αγαπησιάρα και από τη 14η Φεβρουαρίου. Τα δυο που δημιούργησαν κάτι όμορφο και εκείνο το τρία να είναι που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος.
Μια μέρα γεμάτη δυο. Εκείνο το δυο που μας στηρίζει, μας ενθαρρύνει, μας γοητεύει, μας εκνευρίζει, μας θυμώνει, μας στενοχωρεί, μας πληγώνει, μας αγαπά, μας αναζωογονεί, μας προσφέρει ασφάλεια, μας κάνει ευτυχισμένους. Μια σχέση αντιθέσεων που, όμως στο τέλος εκείνο που απομένει είναι το τρία.

Το δημιούργημα των ένα συν ένα· η αγάπη.



Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Το Κουδούνισμα Του Ποδηλάτου

        Στεκόταν πίσω από την κουρτίνα και περίμενε να ακούσει το κουδούνισμα του ποδηλάτου του ταχυδρόμου. Συνήθως, περνούσε μεταξύ έντεκα και μισή και δώδεκα και τέταρτο. 
          Χρόνια περίμενε εκείνο το γράμμα. Ο προηγούμενος ταχυδρόμος είχε ένα ξεθωριασμένο από τον ήλιο, πράσινο παπάκι και, μόλις άκουγε την εξάτμιση, πεταγόταν στο παράθυρο για να δει αν θα άφηνε κάτι και στο δικό της γραμματοκιβώτιο. Κάποτε λάμβανε πολλά γράμματα από φίλους που έμεναν μακριά. Εκείνο το «μακριά» δε σήμαινε απαραιτήτως άλλη πόλη ή άλλη χώρα. Μπορεί να σήμαινε και άλλη συνοικία.
Τα έπαιρνε από το γραμματοκιβώτιο και έτρεχε στο γραφείο για να τα διαβάσει και να απαντήσει σε όλα. Τα άνοιγε με προσοχή χρησιμοποιώντας τον χαρτοκόπτη της και, αφού έβγαζε το γράμμα από το φάκελο, έκοβε περιμετρικά το γραμματόσημο για να το προσθέσει στη συλλογή της.
Η χαρά της ήταν μεγάλη που κάποιος αφιέρωνε λίγα λεπτά από το χρόνο του για να της γράψει δυο λόγια, τα νέα του ή να μοιραστεί τις σκέψεις του, ακόμα και τις πιο ανόητες.
Έβγαζε από το συρτάρι τα αρωματισμένα χαρτιά αλληλογραφίας με σχέδια και φάκελο στο ίδιο μοτίβο και απαντούσε πάντοτε, χρησιμοποιώντας τον καλό της στυλό. Έγραφε κι εκείνη δυο λόγια, τα νέα της ή μοιραζόταν τις σκέψεις της… ακόμα και τις πιο ανόητες.
Υπήρχε, όμως κι ένα γράμμα που περίμενε χρόνια και ποτέ δεν έφθανε.
Ο ταχυδρόμος με το ξεθωριασμένο παπάκι, συνταξιοδοτήθηκε και τη θέση του πήρε ένας νεαρός που φορούσε το γαλάζιο πουκάμισο με τον Ερμή στην αριστερή τσέπη και το συνδύαζε με ένα κίτρινο καρό παντελόνι που μάλλον το είχε «πλύνε – βάλε». Άφηνε τσιγκελωτό μουστάκι και κοντό μούσι, φορούσε καπέλο χειμώνα – καλοκαίρι και το παπάκι αποσύρθηκε, για να πάρει τη θέση του ένα ποδήλατο με ταχύτητες.
Οι εποχές που ο ταχυδρόμος περνούσε καθημερινά απομακρυνόντουσαν όλο και περισσότερο, το κουδούνισμα του ταχυδρομικού ποδηλάτου σπανίως ακουγόταν κάτω από το παράθυρό της και ο χαρτοκόπτης σκούριαζε από ανία.
Κάθε μέρα άνοιγε το γραμματοκιβώτιο ένα δεκάλεπτο πιο αργά από την προηγούμενη δίνοντας του την ευκαιρία να αφήσει τα γράμματα, έστω και καθυστερημένα, όμως εκείνο παρέμενε άδειο. Εκεί, γύρω στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα, μπορεί να γέμιζε με λογαριασμούς ή πού και πού με διαφημιστικά φυλλάδια. Ψαχούλευε μήπως ήταν τυχερή και κάπου εκεί είχε τρυπώσει κάποιο γράμμα, αλλά τίποτα. Πάλι κανείς δεν την σκέφτηκε. Κι εκείνο το γράμμα, για ακόμα μια φορά δεν εμφανίστηκε.
Πόσες ημέρες, εβδομάδες, μήνες δεν ήλπιζε να ανοίξει το κουτί και να υπάρχει ένα γράμμα… όχι ένα οποιοδήποτε γράμμα, αλλά εκείνο το γράμμα που κάπως θα τα διόρθωνε όλα, αλλά ο εγωισμός του αποστολέα ήταν ανίατος. Σε εκείνο το γράμμα θα έβρισκε απαντήσεις σε ένα σωρό ερωτήματα που ενδεχομένως να επούλωναν πολλές πληγές. Περίμενε μια συγχώρεση από εκείνη, αλλά ο ίδιος δεν έκανε ένα βήμα μπροστά για να διορθώσει λάθη του παρελθόντος.
Είχε προσπαθήσει αρκετές φορές να τον προσεγγίσει, όμως πάντοτε η πόρτα παρέμενε κλειστή. Άνοιγε μονάχα όταν ο ίδιος τη χρειαζόταν κοντά του. Όταν φοβόταν ή όταν απελπιζόταν. Δεν έβρισκε το θάρρος να εξωτερικεύσει τις ανησυχίες της σε καμία από τις κατ’ ιδίαν συναντήσεις τους. Στο χαρτί όλα έμοιαζαν ευκολότερα. Ήταν η απόσταση που βοηθούσε και οι λέξεις που έμπαιναν σε μια σειρά. Είχε περάσει πολύς καιρός. Τόσος που ακόμα και η ίδια δε θυμόνταν τη χρονολογία που είχε βρεθεί στο ταχυδρομείο για να το στείλει με την ένδειξη του κατεπείγοντος. Πλέον ήταν πεπεισμένη πως είχε έρθει η ώρα να σταματήσει να περιμένει το κουδούνισμα του ποδηλάτου. Μόνη της έπρεπε να γιατρέψει τις πληγές της. Είχε μεγαλώσει πια, μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της. Ίσως να έφθανε ξανά η μέρα που θα τη χρειαζόταν και θα προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Ήταν ήδη πολύ κουρασμένη και, ίσως, όταν θα ερχόταν εκείνη η στιγμή, να μην είχε το κουράγιο να απαντήσει σε κανένα γράμμα, σε κανένα τηλεφώνημα. Ίσως, μέχρι τότε τα αρωματισμένα χαρτιά αλληλογραφία να της είχαν τελειώσει. Δε θα αγόραζε καινούργια, ειδικά για εκείνον. Ήταν δυσεύρετα και δεν της είχε απομείνει κανείς φίλος δια αλληλογραφίας.