Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος ΙΙ]

           Η αποκάλυψη του ονόματος του Γεβγκένιι Ιβάνοβιτς Ντρουγκανίν έγινε χάρη στο γραμματοκιβώτιο του.
Κάθε μέρα όλο και κάτι καινούργιο προέκυπτε στη μονοκατοικία. Τη μια μέρα περιέφραξε με πλέγμα φύλλων κισσού την αυλή, την επόμενη καθάρισε τον κήπο και φύτεψε διαφόρων λογιών λουλούδια και δέντρα, την μεθεπόμενη, έντυσε την αυλόπορτα με ξύλινη πλάκα και σιγά – σιγά η μονοκατοικία της ναφθαλίνης, μεταμορφωνόταν σε οχυρό. Μόνο από το μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας ή από κάποια ταράτσα μπορούσε να δει κάποιος στο εσωτερικό της αυλής.
Οι γείτονες ακοινώνητοι  και πολυάσχολοι εκ φύσεως, απέφευγαν τα πολλά – πολλά με τους υπόλοιπους κατοίκους της γειτονιάς, πόσο μάλλον με έναν νεόφερτο. Είχαν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, τα δικά τους προβλήματα και ένα καλωσόρισμα δεν τους περίσσευε.
Η Γερασιμίνα ήταν μια από αυτούς. Αν τον έβλεπε, αν έπεφτε – που λένε – μούρη με μούρη, θα του έλεγε μια καλημέρα, αλλά ως εκεί. Γενικώς, μιλούσε μόνο με την κυρία Πέρσα, το σπίτι της οποίας βρισκόταν στο διπλανό τετράγωνο. Ούτε καν στην ίδια γειτονιά. Γνωρίστηκαν όταν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν από αρκετά χρόνια, η κυρία Πέρσα πήγαινε στο ζεύγος Παναγόπουλου, που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία με την Γερασιμίνα, για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Η κυρία Πέρσα γλίστρησε στο πεζοδρόμιο και πριν προλάβει να πέσει την κράτησε η Γερασιμίνα που έτυχε εκείνη την ώρα να περνάει από δίπλα της. Για να την ευχαριστήσει την κάλεσε να φάνε στο σπίτι της το επόμενο βράδυ που θα ανταπέδιδε το κάλεσμα στους Παναγόπουλους. Η Γερασιμίνα νόμιζε πως μια ηλικιωμένη γιαγιούλα θα της έκανε το τραπέζι. Δεν είχε κανονίσει κάτι το ιδιαίτερο και επιπλέον, θα συνέβαλε στο να προσφέρει χαρά με αυτόν τον τρόπο σε ένα μέλος της τρίτης ηλικίας.
Ντύθηκε, βάφτηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και διάλεξε προσεκτικά τα σκουλαρίκια της, γιατί αυτά τα πρόσεχαν οι παλιές γυναίκες. Θα ήταν ανεπίτρεπτο να πάει με ένα τζιν ακόμα κι αν η μπλούζα ήταν επίσημη. Αγόρασε μια τούρτα και ένα αλεξανδρινό. Αμφιταλαντευόταν για το αν ήταν σωστή επιλογή ή αν φαινόταν σα γαμπρός τη δεκαετία του ’60 που πήγαινε να ζητήσει το χέρι της αγαπημένης του επισήμως με ένα κουτί γλυκά και γλαδιόλες. Από την άλλη, ήταν μέρες γιορτινές και τελευταία στιγμή που να έβρισκε ένα ωραίο γούρι για να της χαρίσει;
Χτύπησε το κουδούνι και εκεί που περίμενε να δει μια γιαγιούλα ντυμένη με ταγιέρ και μια σειρά πέρλες στο λαιμό της ή έστω μια καρφίτσα στο πέτο και ένα σπίτι που να μυρίζει γεράματα, η πόρτα άνοιξε και είδε ένα σπίτι ζεστό, διακοσμημένο με πίνακες κεντημένους, κηροπήγια, έπιπλα σκαλιστά, ένα σαλόνι, μια τραπεζαρία, όλα τα φώτα αναμμένα, το έλατο με πολύχρωμα στολίδια και χιόνι στα κλαδιά, το καλό τραπεζομάντηλο στρωμένο, το σερβίτσιο για πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, επιδόρπιο, κρυστάλλινα ποτήρια που έλαμπαν μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα και χαλιά μαλακά, όπως το μικρό της σύννεφο στο δικό της αναγνωστήριο.
Η κυρία Πέρσα που μόνο μια μοναχική γριούλα δεν ήταν, είχε οργανώσει μεγάλη φιέστα στο σπίτι της.
«Έλα, κορίτσι μου, πέρασε! Καλώς ήλθες στο σπίτι μου. Με το δεξί μπες, να μου φέρεις γούρι.»
Η Γερασιμίνα είχε ήδη αρχίσει να νιώθει άβολα. Κάπως αλλιώς φανταζόταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και σίγουρα όχι με τόσο άγνωστο κόσμο. Η Πέρσα, ως καλή οικοδέσποινα, τη σύστηνε σε έναν – έναν τους παρευρισκόμενους, τονίζοντας τους πάντα πόσο καλό κορίτσι ήταν που τη βοήθησε να γλιτώσει το πέσιμο:
«…γιατί, όπως λένε, Μαίρη μου, ο γέρος ή από πέσιμο ή από το άλλο θα πάει. Βεβαίως, εγώ νέα είμαι, ούτε τα εβδομήντα δεν έχω κλείσει ακόμα, αλλά καταλαβαίνεις. Καλύτερα να προλαμβάνουμε τις καταστάσεις και η Γερασιμίνα μας από εδώ, με έσωσε!»
«Μήπως τα παραλέτε;»
«Μην είσαι ταπεινή. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ξεμωραμένοι γέροι που τα βάζουν με εμάς τη νεολαία. Είναι η ευκαιρία μας να τους αποδείξουμε πόσο λάθος κάνουν.», της ψιθύρισε η κυρία Πέρσα στο αφτί.
«Μα…»
«Σςςς…! Ξέρω εγώ.», της είπε χαμηλόφωνα σφίγγοντας της το χέρι.
            Εκείνο το βράδυ ήταν από τις καλύτερες Πρωτοχρονιές που είχε περάσει η Γερασιμίνα. Παρόλα τα χρόνια και την κούρασή τους εκείνοι οι άνθρωποι είχαν απίστευτη ενέργεια και θέληση για ζωή. Μέχρι το πρωί τραγουδούσαν, χόρευαν, έπαιζαν μουσική στο πιάνο και πειράζονταν με δικά τους αστεία. Σε αντίθεση με τους γονείς της, οι οποίοι παρόλο που ήταν τουλάχιστον δυο δεκαετίες νεότεροι από την κυρία Πέρσα, ήταν μαζεμένοι και κλεισμένοι στο καβούκι τους.
Από τότε άρχισε μια ξεχωριστή φιλία μεταξύ τους.
 
Το κουδούνι χτύπησε. Η Γερασιμίνα άνοιξε την πόρτα:
«Καλησπέρα, κυρία Πέρσα!»
«Γειά σου, χρυσό μου! Έχεις δουλειά, να περάσω άλλη ώρα;»
«Όχι, όχι, περάστε. Να φτιάξω τσάι, ένα χυμό…»
«Τι τσάι και χυμό, τι είμαι μαυσωλείο; Φέρε ένα κρασάκι να πιούμε, να ευθυμήσουμε!», της απάντησε βγάζοντας το πανωφόρι της.
Η Γερασιμίνα έφερε δυο ποτήρια και όσο ετοίμαζε την πιατέλα με τα μεζεδάκια, η κυρία Πέρσα άνοιγε το μπουκάλι με το λευκό κρασί.
«Πώς από εδώ; Τετάρτη σήμερα, δεν θα παίζατε μπιρίμπα με τους από πάνω;»
«Εκεί ήμουν, αλλά το λήξαμε νωρίτερα, γιατί ήρθε η κουνιάδα της Μαίρης…»
«Ποια είναι η Μαίρη;»
«Για όνομα του Θεού, χρυσό μου! Η γειτόνισσα σου, η Παναγοπούλου.»
«Α, ναι σωστά. Δε συγκρατώ ονόματα. Εξάλλου, αν τύχει να τη δω, “καλημέρα, κυρία Παναγοπούλου” θα της πω.»
«Ώρες – ώρες μαζί σου νιώθω ότι ζω τη μέρα της Μαρμότας. Δεν είναι καλό για ένα παιδί της ηλικίας σου. Να το κοιτάξεις. Έχω έναν καλό νευρολόγο. Θα σε πάω να δούμε τι γίνεται.»
«Μια χαρά είμαι. Απλώς, δε δίνω και τόση σημασία.»
«Όλοι έτσι λένε και μετά έρχεται το Αλτσχάιμερ. Η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία.»
Η Γερασιμίνα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της με την αντιστροφή της κατάστασης που ζούσε.
«Καλά, θα το κανονίσουμε. Για πείτε μου τώρα για το παιχνίδι.»
«Ναι, τηλεφώνησε ξαφνικά η κουνιάδα της ότι θα ερχόταν για επίσκεψη, επειδή είχε πάει κάπου εδώ κοντά και τα μαζέψαμε όλα όπως – όπως και σκορπιστήκαμε λες και ήμασταν σε διαδήλωση με επεισόδια.»
«Γιατί εισαγγελέας είναι;»
«Χειρότερο. Γκαντέμω. Όσες φορές έχει έρθει η κατσικοπόδαρη, χάνουμε. Και σήμερα ξέρεις τι ωραίο παιχνίδι ήταν; Κέρδιζα σερί.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή πρέπει να μάζεψα και μισό κιλό γίγαντες.»
«Α, βλέπω το χοντρύνατε το παιχνίδι, από τα φασόλια στους γίγαντες είναι μεγάλη η διαφορά.»
«Δεν παίζουμε με ψιλά πια. Τέλος πάντων, άστα αυτά. Τα έμαθες τα νέα;»
«Ποια νέα;»
            Κάθισαν στον καναπέ, έβαλαν κρασί στα ποτήρια τους, η κυρία Πέρσα ήπιε μια γουλιά, δάγκωσε την άκρη ενός κομματιού τυριού και άρχισε να της μιλάει για τον καινούργιο γείτονα:
«Εσύ τον έχεις δει;»
«Όχι, ακριβώς. Τις πρώτες μέρες περνούσα από το πεζοδρόμιο του και άκουγα που κάρφωνε, κοίταξα προς το σπίτι, αλλά δε φαινόταν.»
«Είναι ένας λεβέντης… ίσα με ‘κεί πάνω! Κυπαρίσσι!»
«Γνωριστήκατε, δηλαδή;»
«Όχι, ακριβώς. Είδα το όνομα στο γραμματοκιβώτιο. Είναι Σλάβος, σίγουρα.»
«Και πώς ξέρετε ότι είναι κυπαρίσσι; Τον είδε η Παναγοπούλου;»
«Αυτή έχει γεράσει, χρυσό μου, χωρίς γυαλιά, δε βλέπει πέρα από τη μύτη της και έξω δεν τα φοράει, γιατί μας παριστάνει τη νέα.»
«Τότε;»
«Είδα το κουδούνι. Είναι γραμμένο και στα σλάβικα και στα ελληνικά. Αυτός τώρα ή Ρώσος είναι ή Ουκρανός.»
«Πού τα ξέρετε εσείς όλα αυτά;»
«Ο άντρας μου – Θεός συγχωρέσ' τον! – ήταν διερμηνέας. Στην αρχή, ξεκίνησε ως μεταφραστής. Μετέφραζε λογοτεχνικά έργα, θεατρικά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς από τη ρωσική στην ελληνική. Αργότερα, διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα ως διερμηνέας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Ο ελεύθερος χρόνος του ήταν περιορισμένος και εγώ ήθελα να κάνουμε πράγματα μαζί. Έτσι του ζήτησα να με μάθει τη γλώσσα. Και ξέρεις τι ωραία που τα μιλούσα; Μου πήρε βέβαια πολύ καιρό, αλλά ακόμα και σήμερα διαβάζω ρωσικά κείμενα και συγκινούμαι, γιατί μου τον θυμίζουν.»
«Ελάτε, μην τα σκέφτεστε τώρα και στεναχωριέστε.», η Γερασιμίνα της έδωσε μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα δάκρυα της.
«Δε στεναχωριέμαι. Μου λείπει. Το σπίτι μου είναι άδειο χωρίς εκείνον. Πέρασαν κοντά δέκα χρόνια από τότε που έφυγε, όμως το πένθος δεν μπορώ να το βγάλω από μέσα μου.»
Η κυρία Πέρσα πήρε μια ανάσα, έφαγε ένα κομματάκι από το καπνιστό τυρί και συνέχισε:
«Έλα, έλα, μην μας πάρουν τα ζουμιά τώρα!», προσπάθησε να αλλάξει το κλίμα, ενώ τα μάτια της ήταν ακόμα βρεγμένα.
«Λοιπόν, για πείτε για το γείτονα.»
«Θα τον επισκεφθώ την Κυριακή.»
«Τι έτσι; Χωρίς να σας γνωρίζει;»
«Στην εποχή μου, όχι πολύ παλιά, έτσι κάναμε. Θα φτιάξω ένα ωραίο γλυκό, θα βάλω τα καλά μου και τη γοητεία μου και θα πάω.»
«Θα σας δεχθεί;»
«Γιατί να μη με δεχθεί; Τι είναι τραμπούκος; Αυτοί οι Σοβιετικοί είναι πολύ μορφωμένοι και ποιητές.»
«Πρώτη φορά το ακούω αυτό.»
«Πρώτη φορά το ακούς, γιατί είσαι προκατειλημμένη.»
«Τώρα αυτό πώς προέκυψε;»
«Οι περισσότεροι νομίζετε πως σε αυτές τις χώρες υπάρχουν μόνο μαφιόζοι και πόρνες, ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης είναι ένα παρθεναγωγείο.»
«Μα, δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ πώς θα πάτε να χτυπήσετε την πόρτα ενός αγνώστου για επίσκεψη χωρίς να σας έχει προσκαλέσει;»
«Μια χαρά μπορώ. Θα σου τα πω την Κυριακή το απόγευμα… αν επιστρέψω νωρίς.», της απάντησε κλείνοντας πονηρά το μάτι.

[…συνεχίζεται…]






Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος Ι]

            Η Γερασιμίνα είχε πάντα το παράθυρο της κλειστό. Οι φωνές των γειτόνων, οι βλασφημίες, οι απειλές, την φόβιζαν και την τάραζαν.
Είχε επιλέξει εκείνη τη γωνιά του σπιτιού για να δημιουργήσει το αναγνωστήριο της. Τα βιβλία της στοιβαγμένα σε μικρές αυτοσχέδιες ραφιέρες από τσιμεντόλιθους βαμμένους και σανίδες είτε ζωγραφισμένες, είτε τυλιγμένες σε χρωματιστά, αυτοκόλλητα χαρτιά. Στο μικρό στρογγυλό τραπέζι ίσα – ίσα χωρούσε ένα βιβλίο, μια κούπα τσάι και ένα κερί, το οποίο σιγόκαιγε το άρωμα της κάθε εποχής. Μήλο και κανέλα τον χειμώνα, φράουλα την άνοιξη, γιασεμί το καλοκαίρι, πορτοκάλι το φθινόπωρο. Στη μέση μια υπερμεγέθη πολυθρόνα για να βυθίζεται μέσα της και το ταξίδι στον κόσμο του εκάστοτε συγγραφέα να είναι άνετο και ξεκούραστο.
Όταν διάβαζε ήθελε χαμηλό φωτισμό, γι’ αυτό προτιμούσε να διαβάζει τα βράδια και η μοναδική πηγή φωτός ήταν το φωτιστικό δαπέδου.
Είχε επιλέξει να δημιουργήσει τη γωνιά της δίπλα σε εκείνο το παράθυρο. Προς το παρόν, ήταν το μόνο σημείο απ’ όπου μπορούσε να δει ένα κομμάτι ουρανού, μέχρι οι εργολάβοι να αρχίσουν να χτίζουν ψηλές πολυκατοικίες και σε ‘κείνη τη μεριά της περιοχής. Από εκείνη την πολυθρόνα, μπορούσε να δει τα αστέρια, το φεγγάρι ή ακόμα και τους κεραυνούς που έπεφταν τις βροχερές νύχτες του χειμώνα. Πού και πού έκανε ένα μικρό διάλειμμα και σηκωνόταν για να ξεπιαστεί, πατώντας με τα γυμνά της πέλματα πάνω στο μικρό, λευκό χαλί, το οποίο κάλυπτε μόνο εκείνη τη γωνιά και έμοιαζε με αφράτο σύννεφο. Ένιωθε την απαλότητα του στα πόδια της, τον κόσμο του συγγραφέα στην ψυχής της και στα μάτια της όλοι εκείνοι οι ήρωες – βασικοί και δευτερεύοντες – με τα καλά και τα στραβά τους, τις αρετές και τα βάσανά τους, γλιστρούσαν κάπου εκεί ανάμεσα στα αστέρια.
Τα καλοκαίρια άνοιγε το παράθυρο και η δροσιά των θερινών βραδιών πότιζε το πρόσωπό της. Μέχρι τη μέρα που αποφάσισε το παράθυρο αυτό να παραμείνει για πάντα κλειστό, όταν οι ονειροπολήσεις της άρχισαν να μοιάζουν περισσότερο με ραδιοφωνικό σταθμό που στο πρόγραμμα του υπήρχαν παρεμβολές και το πέταγμα πάνω στο συννεφάκι της γέμιζε με όλο και περισσότερα κενά αέρος.
Έξω από εκείνο το παράθυρο, στο απέναντι πεζοδρόμιο, υπήρχε μια παλιά μονοκατοικία· ίσως και η τελευταία σε όλο το δήμο. Η ιδιοκτήτρια, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μεταφέρθηκε σε γηροκομείο. Πλέον της ήταν αδύνατο να φροντίζει τον εαυτό της. Οι συγγενείς της αποφάσισαν ότι εκεί θα ήταν καλύτερα για την ίδια και νοίκιασαν το σπίτι.
Η Γερασιμίνα αναρωτιόταν ποιος θα ‘θελε να μείνει σε ένα μέρος που μύριζε υγρασία, ναφθαλίνη ή και θάνατο. Σίγουρα ο Χάρος θα είχε περάσει για να ελέγξει, αλλά μάλλον δεν είχε έρθει η σειρά της ηλικιωμένης γυναίκας να βγάλει εισιτήριο.
Μια Κυριακή επιστρέφοντας από την πρωινή της βόλτα στο πάρκο, άκουσε θόρυβο. Σούρσιμο επίπλων και σφυροκοπήματα στον τοίχο. Κρυφοκοίταξε από την ανοιχτή αυλόπορτα, αλλά δε φαινόταν κανείς, παρόλο που η πόρτα της εισόδου ήταν διάπλατα ανοιχτή. Το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο άδειος διάδρομος του χολ και ένα ανοιχτό βαλιτσάκι με εργαλεία. Ήταν περίεργη, αλλά δεν επέτρεπε στην αδιακρισία της να ξεπεράσει τα όρια.
Πέρασε σχεδόν μια εβδομάδα εργασιών και ο νέος γείτονας αποκαλύφθηκε. Το όνομα αυτού: Γεβγκένιι Ιβάνοβιτς Ντρουγκανίν.
 
[…συνεχίζεται…]





Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Το Ταβάνι

          Πάντοτε ονειρευόταν να αγοράσει έναν καναπέ. 
         Το σπίτι μικρό. Μια γκαρσονιέρα που μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι, μια καρέκλα και ένα φορητό καλοριφέρ.  Ούτε τραπέζι δεν είχε. Έτρωγε στον μισό μέτρο πάγκο της κουζίνας.
Ο μισθός της Μάγδας ίσα που έφθανε  για τα πάγια έξοδά της και η σκέψη για μετακόμιση υπήρχε μόνο ως ελπίδα στο πίσω μέρος του μυαλού της μαζί με όλα εκείνα που θα έκανε μια μέρα… μια μακρινή μέρα που ένας Θεός ήξερε αν και πότε θα ερχόταν.
Κάθε μέρα έκανε μια μικρή στάση στη βιτρίνα ενός καταστήματος επίπλων και  χάζευε έναν διθέσιο εκρού καναπέ. Μπορεί να μην ήταν μεγάλος, αλλά αν στρίμωχνε το κρεβάτι στον τοίχο, ένας διθέσιος εκρού καναπές θα ήταν ό,τι έπρεπε. Θα έκανε την τρύπα, στην οποία ζούσε να μοιάζει περισσότερο με σαλόνι. Δεν την πείραζε αν το μοναδικό δωμάτιο που θα είχε θα ήταν ένα σαλόνι, αλλά κάπως το χρειαζόταν.
Το σαλόνι, όχι το καθιστικό. 
Το σαλόνι ήταν το μέρος, όπου οι οικοδεσπότες έδειχναν το γούστο και την φιλοξενία τους. Η Μάγδα ονειρευόταν ένα σαλόνι που θα είχε τη σερβάντα με το καλό σερβίτσιο, στις γιορτές θα άναβε όλα τα φώτα και μέσα σε ‘κείνη τη λάμψη θα αναμειγνύονταν τα γέλια των καλεσμένων με τη μουσική και τα αρώματα. Σε μια κρυστάλλινη φοντανιέρα θα είχε τα σοκολατάκια για το καλωσόρισμα και στον μπουφέ θα ήταν τοποθετημένοι δίσκοι με ποτά, φαγητά και συνθέσεις λουλουδιών.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποφασίσει να κάνει δουλειές του ποδαριού. Δεν ευθυνόταν η οικονομική κρίση για αυτό. Δε θυμάται ποτέ να βρισκόταν η οικογένεια της ή η ίδια σε οικονομική ευμάρεια, ώστε να επηρεαζόταν τόσο πολύ από την κρίση. Αποφάσισε να κάνει όποια δουλειά προέκυπτε για να συντηρήσει τα εικοσιπέντε τετραγωνικά της ευτυχίας της. Δεν είχε το περιθώριο να ψάχνει για μια δουλειά που θα της προσέφερε έναν καλό μισθό και ενδεχομένως μια μικρή αναβάθμιση βιογραφικού.
Η τελευταία δουλειά ήταν στο μανάβικο μιας μικρής γειτονιάς. Η συμφωνία ήταν να δουλεύει για ένα τετράωρο την ημέρα για όσο διάστημα η σύζυγος του μανάβη απουσίαζε λόγω μητρότητας. Δούλευε ήδη δυο μήνες εκεί. Υπολόγιζε να την κρατήσουν για ακόμα δυο – τρεις μήνες, αλλά τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στις ουρές του ταμείου ανεργίας. Αν, όμως τα κατάφερνε, ίσως να μάζευε λίγα χρήματα και να τον αγόραζε. Μπορεί τα χρήματα που θα μάζευε από το μανάβικο να έφθαναν μόνο για τα μαξιλάρια, αλλά αργότερα μπορεί να έβρισκε μια δουλειά που θα τη βοηθούσε να μαζέψει τα χρήματα για το ένα μπράτσο, μετά μια άλλη για το άλλο μπράτσο και ίσως, σε μια δεκαετία να κατόρθωνε να αγοράσει τον καναπέ που ήθελε. Και αν ήταν τυχερή, ίσως να έπεφτε η τιμή του και να τον αγόραζε συντομότερα.
Ακόμα και χωρίς σαλόνι, ακόμα και σε εκείνο το σπίτι που όλα – κουζίνα, υπνοδωμάτιο, τραπεζαρία – ήταν το ίδιο δωμάτιο, ο καναπές θα είχε θέση. Από εκεί το ταβάνι θα φαινόταν αλλιώς. Οι σκέψεις της θα αραδιάζονταν, όπως τα καρέ ενός φιλμ. Θα τακτοποιούσε τις εκκρεμότητες και θα έβλεπε τα προσεχώς του μέλλοντός της. Φυσικά, κανείς δε θα της εγγυόταν ότι η κάθε ημέρα που θα ακολουθούσε θα είχε ευτυχές τέλος, όμως κανείς δε θα ήταν τόσο ισχυρός ώστε να της κλέψει την ελπίδα.
Η θέα στο ταβάνι θα ήταν πανοραμική, καθώς θα άπλωνε το κουρασμένο της κορμί στο εκρού του κάλυμμα και αυτομάτως, η στάση της αυτή θα άλλαζε οπτική.
Αν ξάπλωνε στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι, θα θεωρούταν καταθλιπτική. Αν ξάπλωνε στον καναπέ και κοιτούσε το ταβάνι, θα ήταν απλώς ονειροπόλα.




Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

Η Πρώτη Μέρα Του Μαρτίου

Τι κι αν για χρόνια περιπλανιόσουν αδέσποτος; 
Να κρατήσεις ότι κατάφερες να βρεις τη φωλιά που έμελλε να γίνει για πάντα δική σου. 
Εκεί που κάθε μέρα βρίσκεις αγάπη, γαλήνη και ευτυχία.

Καλό μήνα!