Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Погоди! [Παγκαντί! – Μέρος ΙΙ]

           Η αποκάλυψη του ονόματος του Γεβγκένιι Ιβάνοβιτς Ντρουγκανίν έγινε χάρη στο γραμματοκιβώτιο του.
Κάθε μέρα όλο και κάτι καινούργιο προέκυπτε στη μονοκατοικία. Τη μια μέρα περιέφραξε με πλέγμα φύλλων κισσού την αυλή, την επόμενη καθάρισε τον κήπο και φύτεψε διαφόρων λογιών λουλούδια και δέντρα, την μεθεπόμενη, έντυσε την αυλόπορτα με ξύλινη πλάκα και σιγά – σιγά η μονοκατοικία της ναφθαλίνης, μεταμορφωνόταν σε οχυρό. Μόνο από το μπαλκόνι της διπλανής πολυκατοικίας ή από κάποια ταράτσα μπορούσε να δει κάποιος στο εσωτερικό της αυλής.
Οι γείτονες ακοινώνητοι  και πολυάσχολοι εκ φύσεως, απέφευγαν τα πολλά – πολλά με τους υπόλοιπους κατοίκους της γειτονιάς, πόσο μάλλον με έναν νεόφερτο. Είχαν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, τα δικά τους προβλήματα και ένα καλωσόρισμα δεν τους περίσσευε.
Η Γερασιμίνα ήταν μια από αυτούς. Αν τον έβλεπε, αν έπεφτε – που λένε – μούρη με μούρη, θα του έλεγε μια καλημέρα, αλλά ως εκεί. Γενικώς, μιλούσε μόνο με την κυρία Πέρσα, το σπίτι της οποίας βρισκόταν στο διπλανό τετράγωνο. Ούτε καν στην ίδια γειτονιά. Γνωρίστηκαν όταν μια παραμονή Πρωτοχρονιάς πριν από αρκετά χρόνια, η κυρία Πέρσα πήγαινε στο ζεύγος Παναγόπουλου, που έμεναν στην ίδια πολυκατοικία με την Γερασιμίνα, για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Η κυρία Πέρσα γλίστρησε στο πεζοδρόμιο και πριν προλάβει να πέσει την κράτησε η Γερασιμίνα που έτυχε εκείνη την ώρα να περνάει από δίπλα της. Για να την ευχαριστήσει την κάλεσε να φάνε στο σπίτι της το επόμενο βράδυ που θα ανταπέδιδε το κάλεσμα στους Παναγόπουλους. Η Γερασιμίνα νόμιζε πως μια ηλικιωμένη γιαγιούλα θα της έκανε το τραπέζι. Δεν είχε κανονίσει κάτι το ιδιαίτερο και επιπλέον, θα συνέβαλε στο να προσφέρει χαρά με αυτόν τον τρόπο σε ένα μέλος της τρίτης ηλικίας.
Ντύθηκε, βάφτηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και διάλεξε προσεκτικά τα σκουλαρίκια της, γιατί αυτά τα πρόσεχαν οι παλιές γυναίκες. Θα ήταν ανεπίτρεπτο να πάει με ένα τζιν ακόμα κι αν η μπλούζα ήταν επίσημη. Αγόρασε μια τούρτα και ένα αλεξανδρινό. Αμφιταλαντευόταν για το αν ήταν σωστή επιλογή ή αν φαινόταν σα γαμπρός τη δεκαετία του ’60 που πήγαινε να ζητήσει το χέρι της αγαπημένης του επισήμως με ένα κουτί γλυκά και γλαδιόλες. Από την άλλη, ήταν μέρες γιορτινές και τελευταία στιγμή που να έβρισκε ένα ωραίο γούρι για να της χαρίσει;
Χτύπησε το κουδούνι και εκεί που περίμενε να δει μια γιαγιούλα ντυμένη με ταγιέρ και μια σειρά πέρλες στο λαιμό της ή έστω μια καρφίτσα στο πέτο και ένα σπίτι που να μυρίζει γεράματα, η πόρτα άνοιξε και είδε ένα σπίτι ζεστό, διακοσμημένο με πίνακες κεντημένους, κηροπήγια, έπιπλα σκαλιστά, ένα σαλόνι, μια τραπεζαρία, όλα τα φώτα αναμμένα, το έλατο με πολύχρωμα στολίδια και χιόνι στα κλαδιά, το καλό τραπεζομάντηλο στρωμένο, το σερβίτσιο για πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, επιδόρπιο, κρυστάλλινα ποτήρια που έλαμπαν μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα και χαλιά μαλακά, όπως το μικρό της σύννεφο στο δικό της αναγνωστήριο.
Η κυρία Πέρσα που μόνο μια μοναχική γριούλα δεν ήταν, είχε οργανώσει μεγάλη φιέστα στο σπίτι της.
«Έλα, κορίτσι μου, πέρασε! Καλώς ήλθες στο σπίτι μου. Με το δεξί μπες, να μου φέρεις γούρι.»
Η Γερασιμίνα είχε ήδη αρχίσει να νιώθει άβολα. Κάπως αλλιώς φανταζόταν το βράδυ της Πρωτοχρονιάς και σίγουρα όχι με τόσο άγνωστο κόσμο. Η Πέρσα, ως καλή οικοδέσποινα, τη σύστηνε σε έναν – έναν τους παρευρισκόμενους, τονίζοντας τους πάντα πόσο καλό κορίτσι ήταν που τη βοήθησε να γλιτώσει το πέσιμο:
«…γιατί, όπως λένε, Μαίρη μου, ο γέρος ή από πέσιμο ή από το άλλο θα πάει. Βεβαίως, εγώ νέα είμαι, ούτε τα εβδομήντα δεν έχω κλείσει ακόμα, αλλά καταλαβαίνεις. Καλύτερα να προλαμβάνουμε τις καταστάσεις και η Γερασιμίνα μας από εδώ, με έσωσε!»
«Μήπως τα παραλέτε;»
«Μην είσαι ταπεινή. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ξεμωραμένοι γέροι που τα βάζουν με εμάς τη νεολαία. Είναι η ευκαιρία μας να τους αποδείξουμε πόσο λάθος κάνουν.», της ψιθύρισε η κυρία Πέρσα στο αφτί.
«Μα…»
«Σςςς…! Ξέρω εγώ.», της είπε χαμηλόφωνα σφίγγοντας της το χέρι.
            Εκείνο το βράδυ ήταν από τις καλύτερες Πρωτοχρονιές που είχε περάσει η Γερασιμίνα. Παρόλα τα χρόνια και την κούρασή τους εκείνοι οι άνθρωποι είχαν απίστευτη ενέργεια και θέληση για ζωή. Μέχρι το πρωί τραγουδούσαν, χόρευαν, έπαιζαν μουσική στο πιάνο και πειράζονταν με δικά τους αστεία. Σε αντίθεση με τους γονείς της, οι οποίοι παρόλο που ήταν τουλάχιστον δυο δεκαετίες νεότεροι από την κυρία Πέρσα, ήταν μαζεμένοι και κλεισμένοι στο καβούκι τους.
Από τότε άρχισε μια ξεχωριστή φιλία μεταξύ τους.
 
Το κουδούνι χτύπησε. Η Γερασιμίνα άνοιξε την πόρτα:
«Καλησπέρα, κυρία Πέρσα!»
«Γειά σου, χρυσό μου! Έχεις δουλειά, να περάσω άλλη ώρα;»
«Όχι, όχι, περάστε. Να φτιάξω τσάι, ένα χυμό…»
«Τι τσάι και χυμό, τι είμαι μαυσωλείο; Φέρε ένα κρασάκι να πιούμε, να ευθυμήσουμε!», της απάντησε βγάζοντας το πανωφόρι της.
Η Γερασιμίνα έφερε δυο ποτήρια και όσο ετοίμαζε την πιατέλα με τα μεζεδάκια, η κυρία Πέρσα άνοιγε το μπουκάλι με το λευκό κρασί.
«Πώς από εδώ; Τετάρτη σήμερα, δεν θα παίζατε μπιρίμπα με τους από πάνω;»
«Εκεί ήμουν, αλλά το λήξαμε νωρίτερα, γιατί ήρθε η κουνιάδα της Μαίρης…»
«Ποια είναι η Μαίρη;»
«Για όνομα του Θεού, χρυσό μου! Η γειτόνισσα σου, η Παναγοπούλου.»
«Α, ναι σωστά. Δε συγκρατώ ονόματα. Εξάλλου, αν τύχει να τη δω, “καλημέρα, κυρία Παναγοπούλου” θα της πω.»
«Ώρες – ώρες μαζί σου νιώθω ότι ζω τη μέρα της Μαρμότας. Δεν είναι καλό για ένα παιδί της ηλικίας σου. Να το κοιτάξεις. Έχω έναν καλό νευρολόγο. Θα σε πάω να δούμε τι γίνεται.»
«Μια χαρά είμαι. Απλώς, δε δίνω και τόση σημασία.»
«Όλοι έτσι λένε και μετά έρχεται το Αλτσχάιμερ. Η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία.»
Η Γερασιμίνα προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια της με την αντιστροφή της κατάστασης που ζούσε.
«Καλά, θα το κανονίσουμε. Για πείτε μου τώρα για το παιχνίδι.»
«Ναι, τηλεφώνησε ξαφνικά η κουνιάδα της ότι θα ερχόταν για επίσκεψη, επειδή είχε πάει κάπου εδώ κοντά και τα μαζέψαμε όλα όπως – όπως και σκορπιστήκαμε λες και ήμασταν σε διαδήλωση με επεισόδια.»
«Γιατί εισαγγελέας είναι;»
«Χειρότερο. Γκαντέμω. Όσες φορές έχει έρθει η κατσικοπόδαρη, χάνουμε. Και σήμερα ξέρεις τι ωραίο παιχνίδι ήταν; Κέρδιζα σερί.»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή πρέπει να μάζεψα και μισό κιλό γίγαντες.»
«Α, βλέπω το χοντρύνατε το παιχνίδι, από τα φασόλια στους γίγαντες είναι μεγάλη η διαφορά.»
«Δεν παίζουμε με ψιλά πια. Τέλος πάντων, άστα αυτά. Τα έμαθες τα νέα;»
«Ποια νέα;»
            Κάθισαν στον καναπέ, έβαλαν κρασί στα ποτήρια τους, η κυρία Πέρσα ήπιε μια γουλιά, δάγκωσε την άκρη ενός κομματιού τυριού και άρχισε να της μιλάει για τον καινούργιο γείτονα:
«Εσύ τον έχεις δει;»
«Όχι, ακριβώς. Τις πρώτες μέρες περνούσα από το πεζοδρόμιο του και άκουγα που κάρφωνε, κοίταξα προς το σπίτι, αλλά δε φαινόταν.»
«Είναι ένας λεβέντης… ίσα με ‘κεί πάνω! Κυπαρίσσι!»
«Γνωριστήκατε, δηλαδή;»
«Όχι, ακριβώς. Είδα το όνομα στο γραμματοκιβώτιο. Είναι Σλάβος, σίγουρα.»
«Και πώς ξέρετε ότι είναι κυπαρίσσι; Τον είδε η Παναγοπούλου;»
«Αυτή έχει γεράσει, χρυσό μου, χωρίς γυαλιά, δε βλέπει πέρα από τη μύτη της και έξω δεν τα φοράει, γιατί μας παριστάνει τη νέα.»
«Τότε;»
«Είδα το κουδούνι. Είναι γραμμένο και στα σλάβικα και στα ελληνικά. Αυτός τώρα ή Ρώσος είναι ή Ουκρανός.»
«Πού τα ξέρετε εσείς όλα αυτά;»
«Ο άντρας μου – Θεός συγχωρέσ' τον! – ήταν διερμηνέας. Στην αρχή, ξεκίνησε ως μεταφραστής. Μετέφραζε λογοτεχνικά έργα, θεατρικά και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς από τη ρωσική στην ελληνική. Αργότερα, διορίστηκε στο διπλωματικό σώμα ως διερμηνέας, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Ο ελεύθερος χρόνος του ήταν περιορισμένος και εγώ ήθελα να κάνουμε πράγματα μαζί. Έτσι του ζήτησα να με μάθει τη γλώσσα. Και ξέρεις τι ωραία που τα μιλούσα; Μου πήρε βέβαια πολύ καιρό, αλλά ακόμα και σήμερα διαβάζω ρωσικά κείμενα και συγκινούμαι, γιατί μου τον θυμίζουν.»
«Ελάτε, μην τα σκέφτεστε τώρα και στεναχωριέστε.», η Γερασιμίνα της έδωσε μια καθαρή πετσέτα για να σκουπίσει τα δάκρυα της.
«Δε στεναχωριέμαι. Μου λείπει. Το σπίτι μου είναι άδειο χωρίς εκείνον. Πέρασαν κοντά δέκα χρόνια από τότε που έφυγε, όμως το πένθος δεν μπορώ να το βγάλω από μέσα μου.»
Η κυρία Πέρσα πήρε μια ανάσα, έφαγε ένα κομματάκι από το καπνιστό τυρί και συνέχισε:
«Έλα, έλα, μην μας πάρουν τα ζουμιά τώρα!», προσπάθησε να αλλάξει το κλίμα, ενώ τα μάτια της ήταν ακόμα βρεγμένα.
«Λοιπόν, για πείτε για το γείτονα.»
«Θα τον επισκεφθώ την Κυριακή.»
«Τι έτσι; Χωρίς να σας γνωρίζει;»
«Στην εποχή μου, όχι πολύ παλιά, έτσι κάναμε. Θα φτιάξω ένα ωραίο γλυκό, θα βάλω τα καλά μου και τη γοητεία μου και θα πάω.»
«Θα σας δεχθεί;»
«Γιατί να μη με δεχθεί; Τι είναι τραμπούκος; Αυτοί οι Σοβιετικοί είναι πολύ μορφωμένοι και ποιητές.»
«Πρώτη φορά το ακούω αυτό.»
«Πρώτη φορά το ακούς, γιατί είσαι προκατειλημμένη.»
«Τώρα αυτό πώς προέκυψε;»
«Οι περισσότεροι νομίζετε πως σε αυτές τις χώρες υπάρχουν μόνο μαφιόζοι και πόρνες, ενώ όλος ο υπόλοιπος πλανήτης είναι ένα παρθεναγωγείο.»
«Μα, δεν εννοούσα αυτό. Εννοώ πώς θα πάτε να χτυπήσετε την πόρτα ενός αγνώστου για επίσκεψη χωρίς να σας έχει προσκαλέσει;»
«Μια χαρά μπορώ. Θα σου τα πω την Κυριακή το απόγευμα… αν επιστρέψω νωρίς.», της απάντησε κλείνοντας πονηρά το μάτι.

[…συνεχίζεται…]






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου