Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

Το Ταβάνι

          Πάντοτε ονειρευόταν να αγοράσει έναν καναπέ. 
         Το σπίτι μικρό. Μια γκαρσονιέρα που μετά βίας χωρούσε το κρεβάτι, μια καρέκλα και ένα φορητό καλοριφέρ.  Ούτε τραπέζι δεν είχε. Έτρωγε στον μισό μέτρο πάγκο της κουζίνας.
Ο μισθός της Μάγδας ίσα που έφθανε  για τα πάγια έξοδά της και η σκέψη για μετακόμιση υπήρχε μόνο ως ελπίδα στο πίσω μέρος του μυαλού της μαζί με όλα εκείνα που θα έκανε μια μέρα… μια μακρινή μέρα που ένας Θεός ήξερε αν και πότε θα ερχόταν.
Κάθε μέρα έκανε μια μικρή στάση στη βιτρίνα ενός καταστήματος επίπλων και  χάζευε έναν διθέσιο εκρού καναπέ. Μπορεί να μην ήταν μεγάλος, αλλά αν στρίμωχνε το κρεβάτι στον τοίχο, ένας διθέσιος εκρού καναπές θα ήταν ό,τι έπρεπε. Θα έκανε την τρύπα, στην οποία ζούσε να μοιάζει περισσότερο με σαλόνι. Δεν την πείραζε αν το μοναδικό δωμάτιο που θα είχε θα ήταν ένα σαλόνι, αλλά κάπως το χρειαζόταν.
Το σαλόνι, όχι το καθιστικό. 
Το σαλόνι ήταν το μέρος, όπου οι οικοδεσπότες έδειχναν το γούστο και την φιλοξενία τους. Η Μάγδα ονειρευόταν ένα σαλόνι που θα είχε τη σερβάντα με το καλό σερβίτσιο, στις γιορτές θα άναβε όλα τα φώτα και μέσα σε ‘κείνη τη λάμψη θα αναμειγνύονταν τα γέλια των καλεσμένων με τη μουσική και τα αρώματα. Σε μια κρυστάλλινη φοντανιέρα θα είχε τα σοκολατάκια για το καλωσόρισμα και στον μπουφέ θα ήταν τοποθετημένοι δίσκοι με ποτά, φαγητά και συνθέσεις λουλουδιών.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποφασίσει να κάνει δουλειές του ποδαριού. Δεν ευθυνόταν η οικονομική κρίση για αυτό. Δε θυμάται ποτέ να βρισκόταν η οικογένεια της ή η ίδια σε οικονομική ευμάρεια, ώστε να επηρεαζόταν τόσο πολύ από την κρίση. Αποφάσισε να κάνει όποια δουλειά προέκυπτε για να συντηρήσει τα εικοσιπέντε τετραγωνικά της ευτυχίας της. Δεν είχε το περιθώριο να ψάχνει για μια δουλειά που θα της προσέφερε έναν καλό μισθό και ενδεχομένως μια μικρή αναβάθμιση βιογραφικού.
Η τελευταία δουλειά ήταν στο μανάβικο μιας μικρής γειτονιάς. Η συμφωνία ήταν να δουλεύει για ένα τετράωρο την ημέρα για όσο διάστημα η σύζυγος του μανάβη απουσίαζε λόγω μητρότητας. Δούλευε ήδη δυο μήνες εκεί. Υπολόγιζε να την κρατήσουν για ακόμα δυο – τρεις μήνες, αλλά τίποτα δεν ήταν σίγουρο. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στις ουρές του ταμείου ανεργίας. Αν, όμως τα κατάφερνε, ίσως να μάζευε λίγα χρήματα και να τον αγόραζε. Μπορεί τα χρήματα που θα μάζευε από το μανάβικο να έφθαναν μόνο για τα μαξιλάρια, αλλά αργότερα μπορεί να έβρισκε μια δουλειά που θα τη βοηθούσε να μαζέψει τα χρήματα για το ένα μπράτσο, μετά μια άλλη για το άλλο μπράτσο και ίσως, σε μια δεκαετία να κατόρθωνε να αγοράσει τον καναπέ που ήθελε. Και αν ήταν τυχερή, ίσως να έπεφτε η τιμή του και να τον αγόραζε συντομότερα.
Ακόμα και χωρίς σαλόνι, ακόμα και σε εκείνο το σπίτι που όλα – κουζίνα, υπνοδωμάτιο, τραπεζαρία – ήταν το ίδιο δωμάτιο, ο καναπές θα είχε θέση. Από εκεί το ταβάνι θα φαινόταν αλλιώς. Οι σκέψεις της θα αραδιάζονταν, όπως τα καρέ ενός φιλμ. Θα τακτοποιούσε τις εκκρεμότητες και θα έβλεπε τα προσεχώς του μέλλοντός της. Φυσικά, κανείς δε θα της εγγυόταν ότι η κάθε ημέρα που θα ακολουθούσε θα είχε ευτυχές τέλος, όμως κανείς δε θα ήταν τόσο ισχυρός ώστε να της κλέψει την ελπίδα.
Η θέα στο ταβάνι θα ήταν πανοραμική, καθώς θα άπλωνε το κουρασμένο της κορμί στο εκρού του κάλυμμα και αυτομάτως, η στάση της αυτή θα άλλαζε οπτική.
Αν ξάπλωνε στο κρεβάτι και κοιτούσε το ταβάνι, θα θεωρούταν καταθλιπτική. Αν ξάπλωνε στον καναπέ και κοιτούσε το ταβάνι, θα ήταν απλώς ονειροπόλα.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου