Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Βήματα

            Κάνει κρύο. Κάπου έχει χιονίσει. Ίσως μέχρι να ξημερώσει μερικές νιφάδες να λιώσουν στο πρόσωπό μου. Περπατάω μόνη μέσα σε τούτη την ήσυχη νύχτα που όλοι έχουν επιλέξει να κρυφτούν κάτω από τα ζεστά τους σκεπάσματα. Ακόμα και τα αδέσποτα έχουν κουρνιάσει μέσα στις τρύπες της πέτρινης μάντρας και δε νιαουρίζουν γύρω μου ζητιανεύοντας ψαροκόκκαλα.
Είναι σκοτεινά. Το τελευταίο τραμ με προσπερνά άδειο, με όλα τα φώτα του αναμμένα. Στα μπαλκόνια μικρά λαμπάκια αναβοσβήνουν, αλλά δε φθάνει το φως τους για να βρω το δρόμο μου. Ίσως να ήταν σημαντικό, αν είχα προορισμό.
Κουμπώνω όλα τα κουμπιά του παλτού μου, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες για να ζεσταθούν, αλλά δε νιώθω καμία αλλαγή. Αποκομμένη από τα συναισθήματα και τις καιρικές συνθήκες, θυμήθηκα τότε που ήμουν παιδί και προσπαθούσα να ισορροπήσω πάνω σε μικρά τοιχάκια που διαχώριζαν τις κατασκευές στην παιδική χαρά. Περπατούσα αργά και προσεκτικά, όπως ένας ακροβάτης. Κάθε βήμα μου έπρεπε να είναι σταθερό, αλλιώς κινδύνευα να βρεθώ στο κενό. Και θυμάμαι και κάτι άλλες φορές που ανέβαινα πάνω στο μονόζυγο και μου φαινόταν πως βρισκόμουν τόσο ψηλά που έπειτα φοβόμουν να κατέβω, γιατί ίσως να έπεφτα και να χτυπούσα σοβαρά, όμως – ως δια μαγείας, θα έλεγα – πάντοτε τα κατάφερνα και… τι ανακούφιση! Κατέβαινα από εκεί πάνω χωρίς να έχω την παραμικρή γρατζουνιά και την επόμενη μέρα, αντί να ήμουν ευγνώμων για την καλή μου τύχη, ρίσκαρα ξανά. Σα να με υπνώτιζαν τα άστρα και να ήθελα να πετάξω ανάμεσα τους. Λες κι αυτό θα με έκανε να θριαμβεύσω, αλλά, στο τέλος, νικούσε πάντα ο φόβος και κατέβαινα στο χώμα. Εκεί στα χαμηλά, ένιωθα ασφαλής. Πόσο αντιφατικό!
Ένα γλυκό σφύριγμα συνοδεύει μελωδικά τα βήματα μου. Προσπαθώ να ισορροπήσω στη γραμμή που ενώνει τις πλάκες. Δεν κινδυνεύω να πέσω, αλλά ούτε και να πετάξω. Ο στόχος είναι να μη χάσω το στοίχημα· ως το τέλος του πεζοδρομίου να μην στραβοπατήσω. Μετράω τα κιτρινισμένα φύλλα των δέντρων που έκλεισαν τον κύκλο της ζωής τους, ο άνεμος τα σκόρπισε ολόγυρα και οι ψιχάλες δακρύζουν από πάνω τους. Είκοσι οκτώ.
Τελευταίο βήμα. Κάποιος πριν από μένα αποπειράθηκε να κάνει το ίδιο. Είχε αφήσει τα ίχνη του στο τσιμέντο. Παύση. Δοκιμάζω να προσαρμόσω τα βήματα μου στα δικά του. Δεν ταιριάζουν. Στέκομαι, με τα πέλματά μου πάνω στα δικά του. Κλείνω τα μάτια και αισθάνομαι τις πρώτες νιφάδες να βαραίνουν τα βλέφαρά μου και να λιώνουν στο πρόσωπό μου.
Κάθε χειμώνας ένας μικρός θάνατος πριν από την ανάσταση.
Δεν ανυπομονώ για την άνοιξη. Δεν γεννηθήκαμε όλες Περσεφόνες. Κι αν με ρωτάς τι μου έχει λείψει· περισσότερο από όλα μου έχουν λείψει οι μέρες που ξάπλωνα στην ποδιά σου και μου χάιδευες τα μαλλιά.




Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

Στο Επόμενο Πέταγμα

Κι αν με ρωτάς που τρέχει η σκέψη μου, τρέχει στο επόμενο πέταγμα.
Εκεί που θα ανοίξω τα φτερά και δε θα ξέρω πού θα φθάσω.
Κι αν έρθει καταιγίδα και βραχούν τα πούπουλά μου... δεν πειράζει.
Δε θα είναι η πρώτη φορά που θα πέσω.



Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος VΙI]

Κι έφθασε· εκείνο το βράδυ στην Πρέβεζα που θα νιώθαμε την τελευταία ζεστή ανάσα της
ανεμελιάς στο λαιμό μας, σαν εκείνη ενός εραστής που ήθελε να αφήσει το αποτύπωμά του για να μην σβηστεί από τη μνήμη.
Πάντα η ίδια αίσθηση. Όσο πλησιάζει η μέρα της επιστροφής στην καθημερινότητα τόσο δυνατότερα ακούγονται οι αλυσίδες που έρπουν προς το μέρος μας σέρνοντας τη σιδερένια μπάλα.
Και δε λέω, ωραία περνάμε και στην Αθήνα, αλλά δεν έχουμε την ξεγνοιασιά που θα θέλαμε. Η επιστροφή στη βάση πάντοτε είναι μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Ένας καθημερινός αγώνας δρόμου να προλάβουμε… τι; Μακάρι να ΄ξερα! Μάλλον, η συνήθεια να τρέχουμε χωρίς λόγο, μας έχει κάνει να χάνουμε την ουσία.
Μόλις απομακρυνόμαστε έστω και ένα χιλιόμετρο μακριά από την Αττική, σαν κάτι να γίνεται. Σαν ένα αόρατο χέρι να σβήνει με τη γόμα το άγχος και τις υποχρεώσεις. Αισθανόμαστε σα σχολιαρόπαιδα, που μόλις τελειώσει η χρονιά, πετάνε τα βιβλία, τους βαθμούς και τρέχουν να παίξουν μπουγέλο στην πλατεία.
Δε θέλαμε να μελαγχολήσουμε. Δεν μας ταίριαζε το μοιρολόι πάνω από το χυμένο γάλα. Μια τελευταία βόλτα, μια ακόμη απόπειρα να επισκεφθούμε το κάστρο του Παντοκράτορα.
Περπατήσαμε στην Κυανή Ακτή, περνώντας από τον βοτανικό κήπο. Καθίσαμε για λίγο στο παγκάκι. Ήμασταν οι δυο μας. Εμείς και τα ανθισμένα τριαντάφυλλα. Είχε συννεφιά και ελπίζαμε να μην πιάσει βροχή και μας χαλάσει τη βόλτα μας. Δεν είμαστε και από ζάχαρη για να λιώσουμε, αλλά ούτε θέλαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο με φτέρνισμα.
Λίγο πιο πάνω, σε ένα αλσάκι, είδαμε μια παρέα ηλικιωμένων που κάθονταν σε ένα υπαίθριο σαλόνι. Καναπές, πολυθρόνα, μια ραφιέρα, όπου πάνω της ήταν τοποθετημένη μια τηλεόραση – από εκείνες τις παλιές που τις χτυπούσαμε ελαφρά στο πάνω μέρος ή στο πλάι για να επιδιορθωθούν – και στο κέντρο ένα αυτοσχέδιο τραπέζι και ένα βάζο με πλαστικά λουλούδια κι ένα τρανζίστορ. Ένα σαλόνι έξω, για να φιλοξενήσει εκείνους που αναζητούσαν παρέα ένα απόγευμα κάτω από τη σκιά των δέντρων, λίγα μόλις μέτρα από τον παφλασμό των κυμάτων.
Κοιτούσαμε ξανά και ξανά το χάρτη, όμως εκείνη η ευθεία στο τέλος της οποίας θα συναντούσαμε το κάστρο, έμοιαζε ατελείωτη. Είχαμε ήδη περπατήσει αρκετά χιλιόμετρα και δε φαινόταν ούτε μια πέτρα από το τείχος, ούτε ένας πυργίσκος… τίποτα. Μόνο δέντρα και ανάμεσά τους ξεπρόβαλλαν βεράντες σπιτιών.
Είχαμε ήδη κουραστεί και δεν αντέχαμε να συνεχίσουμε άλλο. Εξάλλου, σε λίγο θα νύχτωνε για τα καλά και δε θέλαμε να περπατάμε μέσα στα σκοτάδια.
Στρίψαμε για να επιστρέψουμε στο κέντρο και ακριβώς μπροστά μας, στεκόταν πίσω από
τη σιδερένια πόρτα ενός περιφραγμένου περιβολιού, μια από τις ευγενικότερες φυσιογνωμίες που είχαμε συναντήσει στο ταξίδι μας· ο Πλάτωνας. Ο κηδεμόνας του είχε τοποθετήσει μια πινακίδα με το μήνυμα ότι δεν επιτρέπεται να τον ταΐζουν, γιατί μπορεί να του προκαλέσουν πρόβλημα στην υγεία του, αλλά αν κάποιος ήθελε να τον κεράσει ένα καροτάκι, ήταν ευπρόσδεκτο.
Εμείς μη γνωρίζοντας ότι θα βρισκόμασταν στα μέρη του, δεν είχαμε προνοήσει κι έτσι αρκεστήκαμε σε μια καλησπέρα και στο θαυμασμό μας για τα πελώρια, μαύρα, μελαγχολικά του μάτια.
Για τελευταία φορά, σεργιανίσαμε στον πεζόδρομο της μαρίνας, είδαμε τα φώτα του λούνα – παρκ και μόλις η βροχή άρχισε να δυναμώνει επιστρέψαμε στην ασφάλεια του δωματίου μας.
Την επόμενη ημέρα το πρωί θα παίρναμε το λεωφορείο προς τον Κηφισό και για τελευταία φορά θα βλέπαμε τους μεγάλους λευκούς σταυρούς που πλέον ήταν το σημάδι μας ότι η απόσταση προς τον σταθμό των λεωφορείων μειωνόταν και σε λίγο θα φθάναμε. 
Σε λίγες ώρες, θα βρισκόμασταν πίσω. Εκεί που οι άνθρωποι έχουν την μανία να δηλώνουν πολυάσχολοι και να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα ή μηχανάκια. Κανείς δε θα χαμογελά, κανείς δε θα χαιρετά κανέναν και κανείς δε θα κυκλοφορεί με το ποδήλατο, πάνω στο οποίο θα έχει κρεμάσει ένα διακοσμητικό στοιχείο ή θα έχει προσθέσει ένα καλάθι για να μεταφέρει τα ψώνια του… Το χειρότερο όλων, όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να συναντήσουν έναν Πλάτωνα, θα χρησιμοποιούν ως ύβρη το είδος του αδιαφορώντας για την ευγενική και υπομονετική φυσιογνωμία των ζώων αυτών.
Όλη η μαγεία των διακοπών, σιγά – σιγά θα φθαρεί, γιατί τούτη η πόλη έχει μια μανία να καταβροχθίζει ό,τι υπέροχο κουβαλάει κανείς. Όχι. Δεν ευθύνεται η πόλη αυτή καθ’ αυτή, αλλά οι άνθρωποί της που έχουν εθιστεί στα χρώματα του νέφους και οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από το γκρι, κάπως τους ξενίζει και κάπως το απομακρύνουν.
Και όλα αυτά τα ανεχόμαστε – ίσως από συνήθεια – και συνεχίζουμε να προχωράμε με τις αλυσίδες σφιχτά δεμένες στους αστραγάλους μας, περιμένοντας καρτερικά την επόμενη απόδραση μας.

 Τέλος

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος VΙ]

            Οι νεκρομάντεις δεν καταδέχτηκαν να μας δουν, οι νεκροί δεν ανέβηκαν από τον Κάτω Κόσμο για να μας πουν το μέλλον… Είχαν τις κλειστές τους; Πείσμωσαν, επειδή πήγαμε με άδεια χέρια; Ποιος να ξέρει;
Κι αφού εκείνοι μάς κράτησαν μούτρα και δεν εμφανίστηκαν, εμείς δεν το βάλαμε κάτω. Αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε. Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ.
Ο οδηγός μας πήγε ως τις πηγές του Αχέροντα, εξηγώντας μας λίγα πράγματα για τη ζωή των ντόπιων, τους αγώνες τους κατά των Οθωμανών, μας έδωσε πληροφορίες για τα γύρω χωριά και τι άλλο θα άξιζε ακόμα να δούμε.
Φθάσαμε στο χωριό Γλυκή. Λέγεται ότι ο Αχέροντας ήταν ένα παγωμένο ποτάμι, μαύρο που ένας δράκος δηλητηρίαζε τα νερά του, μέχρι που ο Άγιος Δονάτος σκότωσε το δράκο και τα νερά του ποταμού έγιναν κρυστάλλινα και γλυκά – εξ ου και η προέλευση της ονομασίας του χωριού Γλυκή.
Στο δρόμο πριν από το μονοπάτι, υπάρχει ένας τεράστιος χώρος στάθμευσης, μερικές ταβέρνες και λίγο πιο πάνω ακριβώς πριν από την είσοδο του μονοπατιού μια δημόσια, πέτρινη τουαλέτα, ένα μαγαζί με αναμνηστικά και ένα αναψυκτήριο. Εκείνο που μας έκανε εντύπωση ήταν ότι πωλούσαν παπούτσια για το ποτάμι. Ήμασταν τόσο απονήρευτοι!
Συνεχίσαμε να προχωράμε. Πριν μπούμε στο μονοπάτι, υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα, όπου ήταν γραμμένο το εξής μήνυμα:
«Προσοχή! Κίνδυνος βραχοπτώσεων. Η διέλευση του μονοπατιού γίνεται με ατομική ευθύνη.»
Όπως κατάλαβες, σε αυτό το ταξίδι, όπου θέλαμε να μπούμε έπρεπε να πάρουμε και την ατομική μας ευθύνη. Ας είναι. Φθάσαμε ως εκεί και ελπίζαμε να μην ήμασταν εμείς οι κατσικοπόδαροι.
Μπαίνοντας στο μονοπάτι, είχαμε την αίσθηση πως είχαμε μεταφερθεί στο Στρουμφοχωριό. Δέντρα, φυτά, ο ήχος από τα ρυάκια που διέσχιζαν το δάσος και μικροπωλητές –
καλλιτέχνες που είχαν στήσει τους πάγκους τους, δούλευαν μέσα στη φύση και πωλούσαν τις δημιουργίες τους στους περαστικούς. Ένας από αυτούς, καθόταν κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο ρυάκι, κι έπαιζε κλαρινέτο έχοντας συντροφιά το κουτάβι του, το οποίο κουλουριαζόταν δίπλα στα πόδια του και απολάμβανε τη μουσική μέσα στη φύση.
Το δάσος έμοιαζε με κολάζ. Από εκεί που ήταν πυκνή η βλάστηση και ίσα – ίσα χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος, ο δρόμος άνοιγε, ήταν γεμάτος λευκές πέτρες και μετά στένευε ξανά. Περισσότερα από εξακόσια είδη φυτών και δέντρων κάλυπταν την περιοχή. Φθάσαμε στο ποτάμι. Ένα ποτάμι, όπως όλα τα άλλα. Η απογοήτευση μεγάλη. Περιμέναμε να δούμε τις Πύλες του Άδη, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Σταθήκαμε μερικά λεπτά για να θαυμάσουμε το τοπίο και απογοητευμένοι επιστρέψαμε στην έξοδο. Μας πέρασε από το μυαλό πως ίσως, να είχαμε πάει σε λάθος σημείο του ποταμού. Είχαμε διαβάσει ότι υπήρχε βάρκα που πήγαινε τους επισκέπτες βόλτα στον Αχέροντα, αλλά δε συναντήσαμε ούτε μια, παρά μόνο καγιάκ και βάρκες για rafting.
Στο μαγαζί με τα αναμνηστικά δώρα, είδαμε μια αφίσα με τις Πύλες του Άδη και ρωτήσαμε την ιδιοκτήτρια πώς θα μπορούσαμε να πάμε ως εκεί. Η απάντηση ήταν από το μονοπάτι. Μας είπε ότι το νερό στην αρχή είναι ρηχό, αλλά όσο απομακρυνόμαστε τόσο βαθαίνει.
Απόπειρα δεύτερη. Περπατήσαμε ως το ίδιο σημείο που είχαμε φθάσει την πρώτη φορά και μόλις στρίψαμε αριστερά, ένα μικρό μαύρο φίδι διέσχιζε το χωμάτινο μονοπάτι. Περιμέναμε να μπει μέσα στους θάμνους και συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μέχρι να βγούμε στο ποτάμι. Δεν είχαμε δει άλλους και νομίζαμε πως θα ήμασταν οι δυο μας. Φθάνοντας στην όχθη του ποταμού, δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών από μικρά παιδιά (περίπου δυο – τριών ετών) μέχρι ηλικιωμένοι, απολάμβαναν τα νερά του και τη διαδρομή προς τις περιβόητες Πύλες.
Είχα μια ασυγκράτητη επιθυμία να τις φωτογραφίσω έχοντας πλήρη άγνοια.
Προσπαθούσα να απαθανατίσω το τοπίο, αλλά οι φωτογραφίες που έβγαζα ήταν περισσότερο στις όχθες του ποταμού. Προσπαθούσα να δω τις Πύλες, αλλά δε φαίνονταν. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν να μπω στο ποτάμι. Σιγά το πράγμα! Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στο νερό.
Αν δεν έχεις πατήσει ξυπόλυτος στον πάγο και θέλεις να νιώσεις το συναίσθημα, ο Αχέρων σού προσφέρει αυτή την εμπειρία. Πίστευα πως το αίμα στα πόδια μου είχε παγώσει και δε θα μπορούσα να κάνω ούτε μισό βήμα. Λάθος! Έκανα περισσότερα του ενός βήματα κι τότε διεπίστωσα και το δεύτερο λάθος που είχα κάνει. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου. Μέσα στο ποτάμι υπήρχαν λευκά, μεγάλα βότσαλα που δε βοηθούσαν στο περπάτημα. Σκέφτηκα να φορέσω τα παπούτσια μου, αλλά ήταν υφασμάτινα και μέχρι να φύγουμε δε θα είχαν στεγνώσει. Έβγαλα δυο – τρεις φωτογραφίες, όμως κάθε φορά που ήμουν έτοιμη να πατήσω το κουμπί της μηχανής, έμπαινε ένας άσχετος μέσα στο κάδρο, λες και το έκανε επίτηδες.
Χρυσό μου, δε δουλεύω στην τηλεόραση για να πάρεις τα πέντε λεπτά δημοσιότητας. Για ποιο λόγο έπρεπε να περάσεις από μπροστά μου τη δεδομένη στιγμή;
Τέλος πάντων, στάθηκα στο ύψος μου και βγήκα πάλι στην όχθη. Τότε κατάλαβα για ποιο λόγο πωλούσαν τα παπούτσια για το ποτάμι και πόσο μεγάλο λάθος ήταν που δεν αγοράσαμε κι εμείς. Κάθισα σε ένα βραχάκι, καθάρισα τα πόδια μου, φόρεσα ξανά τις σομόν κάλτσες και τα αθλητικά μου παπούτσια κι εκεί στο βραχάκι έγειρα στον ώμο του αγαπημένου μου με παράπονο που εμείς πήγαμε ξυπόλυτοι στον ποταμό.
Ακολουθήσαμε τη διαδρομή προς την έξοδο με την υπόσχεση πως μια μέρα θα επιστρέψουμε καλύτερα οργανωμένοι και θα περπατήσουμε ως τις Πύλες (μιλάμε για καημό, όχι αστεία).
            Μέχρι να βγούμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, δε σου κρύβω πως το στρες που μου είχε προκαλέσει ο μικρός Διαμαντής δε με άφηνε σε ησυχία. Κοιτούσα με καχυποψία γύρω μου μη μας πεταχτεί από κάποιο δέντρο ή βράχο κανένας βόας, πύθωνας, καμία κόμπρα, κανένας δράκος… δεν ξέρω τι έχουμε στην Ελλάδα, και μας κάνει μια χαψιά. Πάντως, ό,τι και να ήταν, ας έμενε σπίτι του ή να πήγαινε έστω προς το βουνό. Τι τα θέλει τα ποτάμια, αφού δεν ξέρει κολύμπι!;
Πήγαμε σε μια ταβέρνα για να γευματίσουμε και επιλέξαμε να καθίσουμε σε ένα τραπέζι δίπλα στην όχθη, να βλέπουμε τα κρυστάλλινα νερά και να ακούμε το κελάρυσμα τους.
Μόλις φάγαμε, είδαμε ότι είχαμε τουλάχιστον μιάμιση ώρα ακόμα στη διάθεσή μας. Πήραμε τα πράγματά μας και ανηφορίσαμε πάλι προς το μονοπάτι. Αυτή τη φορά με τον κατάλληλο εξοπλισμό – τα ειδικά παπούτσια για το ποτάμι – και την πεποίθηση ότι θα τα καταφέρουμε. Εντάξει, και το φόβο μήπως το μικρό φιδάκι, είχε μεταμορφωθεί σε δράκο και μας έτρωγε ζωντανούς, αλλά μπα… μωρέ λες;
Απόπειρα τρίτη και αυτή τη φορά δε θα τύχαινε, θα πετύχαινε.
Δε συναντήσαμε ούτε το Δρακουμέλ, ούτε τον Αδάμ, ούτε την Εύα, ούτε τον καταραμένο όφι. Όλα πήγαν μια χαρά. Αλλάξαμε παπούτσια, φορέσαμε το σακίδιο στην πλάτη, τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας και τον όβολό μας για να δώσουμε κάτι στο Χάρη, αν μας ζητήσει εισιτήριο για την είσοδο στο κονάκι του Άδη.
Ένα μαγικό τοπίο! Πελώρια επιβλητικά βουνά, λευκά βράχια που στο βάθος στένευαν,
δεξιά κι αριστερά μέσα από τις σχισμές τους ανάβλυζαν τα νερά, τα δέντρα γαντζώνονταν απ’ όπου υπήρχε έστω και μια ρανίδα χώματος, οι ρίζες τους είχαν σχηματιστεί σχεδόν στην επιφάνεια και γερμένες προς τα νερά του ποταμού, σα να έσκυβαν για να πιούν λίγο γλυκό, δροσερό νερό και να αντέξουν την ζέστη της ημέρας.
Είχαμε συνηθίσει πια το παγωμένο νερό στο δέρμα μας και περπατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, μέχρι εκεί που μας επέτρεπε το νερό, δηλαδή μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο. Δεν είχαμε μαγιό και δεν έπρεπε να βρέξουμε τα ρούχα μας για ευνόητους λόγους. Σε λίγο θα ερχόταν ο οδηγός να μας μεταφέρει στο Καναλάκι, από όπου γύρω στις τέσσερεις θα περνούσε το λεωφορείο με τελικό προορισμό την Πρέβεζα.
Όλοι όσοι βρισκόμασταν εκεί είχαμε στόχο να φθάσουμε ως τις Πύλες του Άδη. Ακούγεται μακάβριο, δε λέω, αλλά ήμασταν όλοι τόσο θαρραλέοι, γιατί ξέραμε ότι όλα αυτά ήταν απλώς μυθολογία. Πίστεψέ με, αν ήταν πραγματικότητα, δε θα πατούσε κανείς! Στην ιδέα να σε περιμένει ένα μαυροφορεμένο, ψηλό αγόρι με το δρεπανάκι του πάνω σε μια βάρκα και να σου λέει κάνοντας σου νόημα:
«Έχω και μαούνα, έλα να σε πάω μια βόλτα, μη φοβάσαι.»
Θα μας έφευγε όλων η μαγκιά, δε νομίζεις;

(…συνεχίζεται…)


Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος V]

Εμείς είχαμε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμασταν σε διακοπές και σε περίοδο χαλάρωσης. Στην πραγματικότητα, η καθημερινότητα μας έμοιαζε περισσότερο με εκείνη του Ιντιάνα Τζόουνς, της Ντόρας της εξερευνήτριας (μαζί με τις επαναλήψεις της κάθε φράσης, με αγαπημένη «Πω! Τι κούραση!), του Παυσανία και λοιπών ταξιδιάρικων ψυχών.
Εκείνη την ημέρα ξυπνήσαμε νωρίτερα από κάθε άλλη. Το λεωφορείο προς Καναλάκι αναχωρούσε στις οκτώ το πρωί. Ούτε πρωινό δεν προλαβαίναμε να φάμε – και σου είπα πόσο ωραίο πρωινό μάς προσέφεραν στο ξενοδοχείο;
Τη διαδρομή ξενοδοχείο – ΚΤΕΛ την είχαμε κάνει τόσες φορές που πλέον ήταν ψωμοτύρι. Έβλεπα από μακριά τους σταυρούς των μνημάτων και κάπως έπαιρνα τα πάνω μου, καθώς αυτό ήταν το σημάδι ότι πλησιάζαμε στο σταθμό.
Την Κυριακή, σχεδόν αξημέρωτα, το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο (κι αυτό) τέσσερα – πέντε άτομα ήμασταν όλοι κι όλοι. Φθάσαμε στο Καναλάκι.
Ένας μεσήλικας, ο οποίος ήταν συνεπιβάτης μας στο λεωφορείο, αποβιβάστηκε στην ίδια στάση με εμάς και έδειξε πρόθυμος να μας βοηθήσει, χωρίς να του το ζητήσουμε. Μάλλον, μας είδε που κοιτούσαμε τριγύρω, σηκώναμε το σαλιωμένο δάχτυλο στον αέρα για να προσανατολιστούμε μήπως και βρούμε κατά που πέφτει η πλατεία. Ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους του και αν με ρωτάς, μου είχε λείψει η καλοσύνη των ανθρώπων. Καθίσαμε σε ένα μικρή καφετέρια για να πιούμε έναν καφέ και να φάμε μια τυρόπιτα πριν ξεκινήσουμε τις περιηγήσεις. Η πιάτσα των ταξί μπροστά στην εκκλησία ήταν άδεια - ούτε ένα όχημα. Η ώρα ήταν περίπου εννέα και ήταν και Κυριακή, οπότε όσο να πεις οι ρυθμοί ήταν άλλοι. Οι κάτοικοι είχαν φορέσει τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Αυτή την ηρεμία και την τήρηση των παραδόσεων, την αγαλλίαση είχα να τη νιώσω από τότε που ήρθα στην Αθήνα. Όλα στην πόλη μοιάζουν άχρωμα, άοσμα και αρκετά απάνθρωπα, αλλά αυτή την γκρίνια θα μου επιτρέψεις να μην την αρχίσω τώρα.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο βρίσκονταν διαφόρων ειδών μαγαζιά και σπίτια και κάτω από το μπαλκόνι ενός διώροφου κτηρίου, ένα σμήνος χελιδονιών είχε αρχίσει τα παιχνιδίσματα. Ήταν τα τελευταία χελιδόνια που σιγά - σιγά θα άφηναν κι εκείνα το Καναλάκι, για θερμότερα κλίματα. 
Μια ώρα αργότερα και κανένα ταξί δεν είχε φανεί. Πλησιάσαμε στη στάση, μήπως υπάρχει ανηρτημένο κάποιο τηλέφωνο, αλλά ατυχήσαμε. Ρωτήσαμε τον περιπτέρα - έναν πρόσχαρο, νεαρό άνδρα που καθόταν στο εσωτερικό ενός περιπτέρου από εκείνα, τα παλιά, με το κίτρινο μελί χρώμα, γεμάτο με εφημερίδες, καραμέλες, μικρά παιχνίδια που κρέμονταν στα πλαϊνά του και με πήγε δεκαετίες πίσω, τότε που τα περίπτερα δεν έμοιαζαν με μικρά, συνοικιακά κλαμπ γεμάτα πράγματα τακτοποιημένα και led φωτισμό, αλλά με εκείνα τα ξύλινα που κρεμόντουσαν πράγματα σε όλες τις πλευρές τους και συνήθως, ο περιπτεράς ήξερε όλα τα νέα, ακόμα κι αν αδιαφορούσε να τα συζητά, και εμείς που ήμασταν μικρά παιδιά που εκεί μαθαίναμε την έννοια του χρήματος, γιατί - αν το καλοσκεφτείς - εκεί επενδύαμε το χαρτζιλίκι μας· σε λιχουδιές, μας αντιμετώπιζε σχεδόν με την ίδια σοβαρότητα που ένας επιχειρηματίας αντιμετώπιζε έναν επενδυτή και στο τέλος, μας χαμογελούσε, σα να ήθελε να μας πει ότι μας άφησε να κερδίσουμε τη διαπραγμάτευση, ακόμα και όταν μας έλειπαν δέκα δραχμές για να συμπληρώσουμε το ποσό και να πάρουμε το παγωτό που λαχταρούσαμε.
 Ο συγκεκριμένος περιπτεράς μόλις μάς είδε χάρηκε, μας χαμογέλασε, μάς ρώτησε πώς βρεθήκαμε στα μέρη του και προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει.  Μας κάλεσε ένα ταξί για να μας πάει στο χωριό Μεσοπόταμος, όπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο.
Πέρασαν μόνο μερικά λεπτά μέχρι να εμφανιστεί ο Αδάμ, ένας ταξιτζής με πολλές γνώσεις ιστορικές, αλλά και λαογραφικές. Ήξερε τα πάντα για τον τόπο του και είχε εξερευνήσει κάθε σημείο του. Μας οδήγησε ως το Νεκρομαντείο, όπου μας άφησε να το εξερευνήσουμε και θα τον καλούσαμε ξανά, μόλις ολοκληρωνόταν η επίσκεψή μας στο χώρο.
Μαζί με εμάς στην είσοδο, έφθασε και ένα γκρουπ Ελλήνων με συνοδό (δηλαδή, όχι επίσημη ξεναγό), η οποία από τα λίγα που τους είπε στην είσοδο, κατάλαβα πως προσπαθούσε να πει με δικά της λόγια όσα είχε διαβάσει και δυστυχώς, με έναν τρόπο που μόνο ως ανακρίβειες, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, γιατί αυτό που της διέφευγε ήταν ότι στην αρχαιότητα ορισμένες συνήθειες, ιδανικά, πεποιθήσεις... ακόμα και ο τρόπος ζωής τους διέφερε από το σημερινό και αυτό που σήμερα, θα χαρακτηρίζαμε ως απάτη, εκείνα τα χρόνια αντιμετωπιζόταν με ευλάβεια και σεβασμό.
Πες με βλάσφημη, αλλά την ενέργεια που σου βγάζει η Αρχαία Αγορά ή ο χώρος της Ακρόπολης ή ακόμα και οι Δελφοί, δεν την ένιωσα στο Νεκρομαντείο. Θες, επειδή με είχε συγχύσει εκείνη με τα όσα έλεγε, θες, επειδή το διακωμωδούσαν οι συμμετέχοντες και το θεώρησα ασέβεια ως προς το χώρο και κακό χιούμορ... τι να σου πω, δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Για να μη σχολιάσω, ότι έμπαιναν μπροστά στην κάμερα και μου χαλούσαν το κάδρο!
Περπατήσαμε μέσα από τους διαδρόμους του χώρου, όπου δεξιά και αριστερά βρίσκονταν τα ερείπια των δωματίων των ξένων που έρχονταν για να μάθουν το μέλλον από τους νεκρούς. Περάσαμε από την πύλη, βρεθήκαμε στα δωμάτια των προσφορών που ήταν γεμάτα με πιθάρια και περιμέναμε τη σειρά μας για να κατέβουμε στην υπόγεια κρύπτη.
Όταν ανέβηκαν οι προηγούμενοι από εμάς, μια κοπέλα είπε ότι κάποιοι είχαν σφηνώσει στον τοίχο σεντς ως προσφορά στον Άδη και τότε μερικές κυρίες που θα κατέβαιναν με τη δική μας ομάδα, άνοιξαν τα πορτοφόλια τους.
Η σκάλα ήταν σιδερένια και πολύ στενή. Μόλις κατεβήκαμε το μοναδικό φως που υπήρχε ήταν από τους προβολείς που είχε τοποθετήσει η εφορεία αρχαιοτήτων. Δεκαπέντε πέτρινες αψίδες στην οροφή και κάτω ένα πετρώδες έδαφος. Βράχια που είχαν ρωγμές, οι οποίες έμοιαζαν με διαδρομές ενός ρυακιού κι εμείς στεκόμασταν στην ίδια κρύπτη, από την οποία κάποτε πέρασαν μερικές διασημότητες της μυθολογίας, όπως ο Οδυσσέας, ο Ορφέας, ο Ηρακλής, ο Θησέας... Κέρματα σφηνωμένα στους τοίχους δεν είδαμε από το σημείο που βρισκόμασταν.
Βγήκαμε από την ολίγον τι κλειστοφοβική κρύπτη και ανεβήκαμε από την σκάλα που οδηγούσε στον ναό του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, μπήκαμε στον Οντά, για να βρεθούμε στην έξοδο του χώρου.
Λίγο πριν καλέσουμε τον Αδάμ για να έρθει να μας πάρει, κάναμε έναν περίπατο γύρω από τον χώρο, σε ένα μονοπάτι που μύριζε πεύκο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο χώρο στάθμευσης, ήταν τοποθετημένο ένα ξύλινο τραπέζι με πάγκους κάτω μια μουριά και μια καταπληκτική θέα από τα χωράφια ως τη θάλασσα και απέναντι από το Νεκρομαντείο, η αρχαία Εφύρα, την οποία δεν επισκεφθήκαμε. Ήταν λίγο τρομακτικό να περπατάς στο μονοπάτι, δίπλα στα ξερόχορτα με κίνδυνο να μας επιτεθεί κανένα φίδι.
Καθίσαμε στον πάγκο περιμένοντας τον οδηγό μας και απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης. Ήταν από εκείνες τις ημέρες που νιώθαμε το μυαλό μας να ξεκουράζεται.

(…συνεχίζεται…)




 


Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙV]

       Νικόπολις. Στέκεται σχεδόν στην είσοδο της Πρέβεζας σα γυναίκα όμορφη, μοιραία, γεμάτη αυτοπεποίθηση που σε αφήνει να την προσπεράσεις, γιατί είναι βέβαιη ότι από τη στιγμή που την είδες δεν θα καταφέρεις να τη βγάλεις από το μυαλό σου και εσύ, ο διψασμένος εραστής, θα επιστρέψεις στην πόρτα της μόνο και μόνο για να θαυμάσεις την ομορφιά της. Δεν μπορείς να φύγεις από την Πρέβεζα χωρίς να περπατήσεις σε εκείνα τα χώματα  που κρύβουν τα μυστικά των ανθρώπων που κάποτε την κατοικούσαν, χωρίς να θαυμάσεις τα ψηφιδωτά πατώματα, τα χτισμένα όστρακα στα τοιχώματα των θόλων, τις καμάρες που στις πέτρες τους φιλοξενούνται διαφόρων ειδών φυτά, να σταθείς κάτω από τη βελανιδιά για να ξαποστάσεις και περπατήσεις εκατοντάδες μέτρα για να θαυμάσεις ό,τι απέμεινε από το μεγαλείο της.
Το λεωφορείο μας άφησε στη στάση λίγα μέτρα πριν από την είσοδο του αρχαιολογικού
χώρου. Περπατήσαμε κατά μήκος του δρόμου, μεταξύ των δέντρων και δίπλα σε θάμνους που με το πέρασμα των χρόνων, τα κλαδιά τους είχαν δημιουργήσει ένα κέντημα και τα φύλλα του ενός αναμειγνύονταν με του άλλου, αναρριχώμενα φυτά σαν κορδέλες τυλίγονταν ανάμεσα τους και με δυσκολία ξεχώριζες τα είδη των φυτών που συναντούσες. Εκεί μέσα έπαιζαν κρυφτό ερείπεια βυζαντινών και παλαιοχριστιανικών ναών που είχαν απομείνει.
Φθάσαμε στην είσοδο. Προσοχή! Προσοχή! Στο ταμείο (προς το παρόν τουλάχιστον) δε δέχονται πληρωμή με κάρτα. Μια πληροφορία που δεν την είχαμε και τα μετρητά μας έφθαναν μόνο για να πληρώσουμε το ταξί, γιατί το επόμενο λεωφορείο προς Πρέβεζα θα περνούσε στις πέντε παρά τέταρτο το απόγευμα. Μόλις η ταμίας μάς είπε ότι δέχεται μόνο μετρητά, κοιταχτήκαμε και χωρίς δεύτερη σκέψη θυσιάσαμε τα μόνο χρήματα που είχαμε, για την επίσκεψη στο χώρο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δούμε τι κρυβόταν πίσω από εκείνα τα επιβλητικά και τα τεράστια σε μήκος τείχη. Όσο για την επιστροφή; Λύσεις υπήρχαν. Το θέμα είναι να υπάρχει καλή θέληση και σωστή συνεννόηση.
Νικόπολις, λοιπόν. Η «πόλις της νίκης» ιδρύθηκε ως σύμβολο της μεγάλης νίκης του Γάιου Ιουλίου Καίσαρα Οκταβιανού και μετέπειτα Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου ενάντια στο Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα Ζ΄ της Αιγύπτου στο Άκτιο το 31 π.Χ. και άκμασε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Η πρώτη πινακίδα που συναντήσαμε είχε τον τίτλο ο «Οίκος του Εκδίκου Γεώργιου».Πρόκειται για έναν πολυτελή ρωμαϊκό οίκο, ο οποίος καταλαμβάνει ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο και αναπτύσσεται σε διάφορα επίπεδα, στο χαμηλό λόφο δυτικά της βασιλικής Α’. Χρονολογικά τοποθετείται μετά τα μέσα του 4ου αιώνα, όταν ο οίκος περιέρχεται στον έκδικο της πόλης Γεώργιο, αξιωματούχο, στην αρμοδιότητα του οποίου ήταν η προστασία των πολιτών από τις καταχρήσεις της κεντρικής εξουσίας, σύμφωνα με σχετική επιγραφή.
Κοντά στη βελανιδιά βρίσκεται το μικρό νυμφαίο, το οποίο χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π. Χ. και το εσωτερικό των δυο κογχών ήταν επενδυμένο με τριών ειδών κοχύλια (πορφύρες, αχιβάδες και κυδώνια).
Περπατήσαμε στους διαδρόμους, σταθήκαμε για λίγο στη σκιά του τείχους, όπου φυσούσε απαλά το αεράκι και μας δρόσιζε εκείνη τη ζεστή ημέρα που το θερμόμετρο είχε ξεπεράσει τους 30ο Κελσίου. Ήπιαμε λίγο νερό και συνεχίσαμε, κάνοντας μια μικρή στάση σε κάτι σπιτάκια που βρίσκονταν στα αριστερά μας και εκεί είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε τα ψηφιδωτά με τις επιγραφές και τα περίτεχνα σχέδια.
Κατηφορίσαμε προς την έξοδο και… τι; Νομίζεις πως αυτό ήταν; Όχι, βέβαια. Βγήκαμε από την έξοδο και περπατήσαμε λίγο πιο κάτω και περάσαμε μια άλλη πύλη για να επισκεφθούμε το Ωδείο.
Περπατούσαμε… περπατούσαμε… περπατούσαμε και ωδείο δε βλέπαμε. Περάσαμε δίπλα
από χωράφια, θερμοκήπια και στο βάθος διακρίναμε κάτι πέτρες αρχαίες και κάπως αναθαρρήσαμε. Φθάσαμε στο Ωδείο και τότε για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα να κουβαλούν τα κομμάτια ενός πιάνου με ουρά. Όταν μπήκαμε είδα έναν τεχνικό να κουβαλάει μόνος του το καπάκι του πιάνου και με είχε πιάσει η ψυχή μου μην του πέσει και θρηνούμε το πιάνο. Δε θα σχολιάσω ότι είχαν αφήσει παντού στο χώρο τα εξαρτήματα για το στήσιμο του χώρου, λόγω κάποιας εκδήλωσης, και μου χαλούσαν τα κάδρα, θα σταθώ μόνο στο ότι μπροστά μας βλέπαμε ένα χώρο που έμοιαζε με μικρογραφία του Ηρωδείου. Ακόμα και περιμετρικά του Ωδείου ήταν περιτέχνως δομημένο. Αψίδες στο εσωτερικό του διαδρόμου που μου έφεραν στο μυαλό λίγο το
Parc Guell του Gaudí. Στον προαύλιο χώρο είχαν γίνει ένα με τη φύση τα πέτρινα καθίσματα και κομμάτια μαρμάρων με σκαλιστά σχέδια που παρέπεμπαν σε κιονόκρανα.
Φεύγοντας από το χώρο και περπατώντας προς την πύλη είχαμε την αίσθηση ότι είχαμε ταξιδέψει στο χωροχρόνο. Πάνω από εκείνον τον χωματόδρομο σίγουρα θα είχαν περάσει χιλιάδες κάρα, άλογα και πεζοί ανά τους αιώνες, με τα λουλούδια των θάμνων, οι κοπέλες θα στόλιζαν τα μαλλιά τους και πίσω, το μονοπάτι που οδηγούσε στη νότια και τη δυτική πύλη ενδεχομένως, να το ακολουθούσαν για να φθάσουν ως τη βασιλική Α’. Στην πραγματικότητα δεν έχω ιδέα πώς ήταν η πόλη και οι συνήθειες των κατοίκων. Και ίσως, εκείνο που να μου έλειψε από την επίσκεψη στο χώρο να ήταν μια καλή ξενάγηση από επαγγελματία ξεναγό.
Βρεθήκαμε σε σταυροδρόμι και αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο προς τα αριστερά. Περπατήσαμε αρκετή ώρα και βρεθήκαμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο έξω από τον αρχαιολογικό χώρο. Με λίγα λόγια απείχαμε μόλις μερικά μέτρα από το σημείο που μας είχε αφήσει το λεωφορείο όταν φθάσαμε και έτσι, σα να ζούσαμε τη μέρα της Μαρμότας, περπατήσαμε ξανά προς τα εκδοτήρια, καθίσαμε κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου και καλέσαμε ταξί. Και για να μη σε αφήσω με την αγωνία σχετικά με το πού βρήκαμε τα χρήματα, να σου πω ότι του εξηγήσαμε ότι θα θέλαμε να μας αφήσει σε ένα ATM  για να μπορέσουμε να κάνουμε ανάληψη και να τον πληρώσουμε και ήρθε, μάς μετέφερε ως το κέντρο, περίμενε για δυο λεπτά για να κάνουμε ανάληψη, τον πληρώσαμε και έτσι ήμασταν όλοι μας καλύτερα.

(…συνεχίζεται…)

 *Πηγές ιστορικών στοιχείων:
1.        Οδυσσέας











Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙΙI]

Είχα δει την Πάργα σε διάφορες φωτογραφίες στο διαδίκτυο, σε στήλες περιοδικών με προτάσεις για τις διακοπές ή σύντομες αποδράσεις από την πόλη και η φωτογραφία, αυτή η μια, η τραβηγμένη από τη θάλασσα προς την ακτή με τα πολύχρωμα, αμφιθεατρικά χτισμένα, σπίτια και τη δεμένη βάρκα μέσα στα γαλαζοπράσινα νερά που έκανε την επιθυμία σου να αποδράσεις από όλα εκείνα που σε αγχώνουν, σε αναστατώνουν, σε προβληματίζουν ή σε κουράζουν, να διογκώνεται.
Περίμενα με ανυπομονησία να δω εκείνη την καρτ – ποστάλ να ζωντανεύει τα μάτια μου.
Φθάσαμε μεσημέρι. Κάτω από τα ρούχα μας ήταν κρυμμένα τα μαγιό μας και η ανυπομονησία μας να δούμε όσα περισσότερα μπορούσαμε.
Η παραλία της Αμμουδιάς και το Νεκρομαντείο φαίνονταν στο χάρτη πιο κοντά στην Πάργα παρά στην Πρέβεζα. Τα είχαμε όλα σχεδιασμένα τέλεια στο μυαλό μας. Θα επισκεπτόμασταν την Πάργα και έπειτα θα βρίσκαμε ένα τοπικό γραφείο για να συμμετάσχουμε σε μια οργανωμένη εκδρομή στον Αχέροντα και το Νεκρομαντείο.
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ταιριάζει η φράση:
«Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει».
Αποβιβαστήκαμε από το λεωφορείο και ρωτήσαμε αν υπάρχει κάποιο που να πηγαίνει στον Αχέροντα και η κυρία μας ενημέρωσε ότι δεν υπάρχει και θα πρέπει να πάμε στο Καναλάκι και από εκεί να πάρουμε ταξί. Κάτι το οποίο, το γνωρίζαμε ήδη, γιατί μας το είχαν πει και στο σταθμό της Πρέβεζας, αλλά ελπίζαμε μήπως στην Πάργα άλλαζε η τύχη μας.
Κατηφορίζοντας προς το λιμανάκι για να επισκεφθούμε την πόλη, κάναμε μια μικρή στάση σε μια ταβέρνα για να γευματίσουμε. Η ώρα είχε πάει ήδη τρεις. Η μουσική υπόκρουση του καλοκαιριού – τα τζιτζίκια – στη διαπασών, μέσα από τις ακτίνες του ήλιου πρόβαλαν λαμπερά τα άνθη στις αυλές και τα μπαλκόνια, οι κυματισμοί του ζεστού αέρα πάνω στις πέτρινες μάντρες και επισκέπτες μαυρισμένοι κουβαλούσαν την αλμύρα στην ανηφόρα.
Φθάσαμε στο λιμανάκι, όπου μας αποκαλύφθηκε η πραγματική ομορφιά της κωμόπολης. Σταθήκαμε για λίγο να απολαύσουμε τη θέα στους βράχους που ήταν ριζωμένοι μέσα στη θάλασσα, το νησί της Παναγιάς και στην δεξιά πλευρά πάνω στο λόφο δέσποζαν τα τείχη του βενετσιάνικου κάστρου.
Περπατήσαμε στο δρομάκι πάνω από την παραλία αναζητώντας ένα τουριστικό γραφείο, για να μάθουμε πληροφορίες για τις διαθέσιμες εκδρομές, αλλά εκείνη την ώρα ήταν κλειστά. Σε ένα κιόσκι στη μαρίνα, παρατηρήσαμε ότι οι περισσότερες αναχωρήσεις ήταν πρωινές ώρες, οπότε η κάθε ελπίδα για εκδρομή σβήστηκε, αλλά η καλή διάθεση όσο περνούσε η ώρα φούντωνε.
Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κάστρο. Μπήκαμε στα καντούνια, περάσαμε μέσα από θόλους και ανεβήκαμε σκαλιά που στα μάτια μου έμοιαζαν ατελείωτα. Δε σου κρύβω πως κάποια στιγμή πίστευα πως θα έπρεπε να είχα μαζί μου μια φιάλη οξυγόνου. Έβλεπα ανθρώπους μεγαλύτερους από εμένα να τα ανεβαίνουν σαν ελάφια και εγώ σερνόμουν, αλλά ούτε εκείνη τη στιγμή μου πέρασε από το μυαλό ότι ήρθε η ώρα να γυμναστώ (Γυμναστι... τι; Τι είναι αυτό;)
Φθάνοντας στην τελική ευθεία και λίγο πριν περάσουμε την πύλη, καθίσαμε στη μάντρα να απολαύσουμε τη θέα από ψηλά. Μπροστά μας μια προειδοποιητική πινακίδα ότι η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται με ευθύνη του επισκέπτη. Σοβαρά τώρα; Κόντεψα να λιποθυμήσω στα σκαλιά των καντουνιών για να μην μπορέσω να μπω; Και από την άλλη, τι να υπήρχε άραγε πίσω από τα τείχη; Μην ήταν βόας; Μην ήταν κροταλίας; Μην ήταν δράκος…; Είδαμε κόσμο να βγαίνει, θεωρήσαμε ότι μάλλον δεν είναι και τόσο επικίνδυνα και αποφασίσαμε να μπούμε.
Στην είσοδο υπήρχε ένας μηχανισμός που έμοιαζε με βρύση. Συνεχίσαμε τον περίπατό μας. Στο επάνω επίπεδο ήταν ερείπια του κάστρου και ξερά χόρτα. Προτιμήσαμε να μην περπατήσουμε πολύ στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί ίσως να ήταν επικίνδυνο. Κάναμε μια στάση στην καφετέρια. 
Απολαύσαμε το ρόφημά μας και τη θέα στη θάλασσα, στα καΐκια που μετέφεραν δεκάδες τουρίστες που κάτι τραγουδούσαν και χτυπούσαν παλαμάκια, καθώς πλησίαζαν στο μώλο, και ανθρώπους που απολάμβαναν την ξεγνοιασιά των διακοπών τους κάνοντας καγιάκ, αλεξίπτωτο στη θάλασσα και άλλους που προσάραζαν τα πολυτελή τους σκάφη. Η θέα στα βράχια και το νησάκι μαγνήτιζε το βλέμμα και στο βάθος το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου. Κλείναμε τα μάτια για να νιώσουμε την αύρα του απαλού αέρα και του αρώματος των πεύκων. Λίγο πριν φύγουμε από το κάστρο, περπατήσαμε στο στρωμένο από απομεινάρια βράχων και χώμα μονοπάτι, που από τη μια πλευρά χάριζαν τον ίσκιο τους τα δέντρα και από την άλλη το απέραντο γαλάζιο που γέμιζε τα πνευμόνια ιώδιο και γαλήνη.
Η κατάβαση των σκαλιών προς το κέντρο, παιχνιδάκι κι εκεί ένιωσα πολύ άνετη και αέρινη· σχεδόν πεταλουδίτσα – με τόση ευκολία τα κατέβηκα (γιατί όταν τα ανέβαινα, το συναίσθημα ήταν αυτό που λέμε: «Μου ‘φυγε η μαγκιά!»).
Σε όλη τη διαδρομή υπήρχαν μαγαζιά με τουριστικά είδη, στην πλειονότητα τους, αλλά και μερικά καφέ ή μαγαζιά ρούχων και αξεσουάρ. Στο τέλος του δρόμου, βρεθήκαμε σε ένα άνοιγμα, όπου μας ήρθε η μυρωδιά διαφόρων μπαχαρικών και βοτάνων. Μια κυρία είχε στήσει τον πάγκο της και πωλούσε τα δώρα της φύσης. Βότανα, μπαχαρικά, μυρωδικά και μέλι.
Λίγο πιο πάνω η εκκλησία και ο κεντρικός δρόμος που χώριζε το γραφικό κέντρο από το πιο σύγχρονο. Επιστρέψαμε στα γραφικά μονοπάτια που οδηγούσαν στο λιμανάκι και την παραλία.
Βουτήξαμε στα δροσερά, καταγάλανα νερά την ώρα που ο ήλιος μας αποχαιρετούσε. Η παραλία, σχεδόν άδεια, ήταν απολαυστική. Η θάλασσα τύλιγε 
το σώμα μας σαν αγκαλιά και με τι καρδιά να βγούμε από μέσα της; 
Το λεωφορείο της επιστροφής, βάσει προγράμματος, θα αναχωρούσε στις 21:45. Μια μικρή καθυστέρηση του λεωφορείου από Αθήνα, το οποίο είχε ανταπόκριση με εκείνο που θα μετέφερε τον κόσμο στην Πάργα, προξένησε ένα μικρό σούσουρο ανησυχίας στην στάση, παρόλο που υπήρχαν αναρτήσεις με το πρόγραμμα και ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης. Περιμέναμε μαζί με άλλα τρία άτομα – που όσο περνούσε η ώρα, τόσο αγχώνονταν πως μπορεί να πέρασε νωρίτερα και να το χάσαμε ή να μην έχει άλλο δρομολόγιο ή να μας ξέχασαν.
Η πιο ανυπόμονη αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, όσο έβλεπε ότι εμείς οι υπόλοιποι ήμασταν σε ένα κόσμο αγγελικά πλασμένο και δεν μας ένοιαζε αν εκείνο το βράδυ θα κοιμόμασταν στην Πάργα, στην Πρέβεζα, σε βάρκα ή σε παγκάκι. Εξάλλου, διακοπές ήμασταν!
Κάλεσε στο τηλέφωνο που αναγραφόταν στις ανακοινώσεις του εκδοτηρίου και την ενημέρωσαν ότι θα φθάσει σε πέντε λεπτά, λόγω καθυστέρησης της ανταπόκρισης.
Η διαδρομή της επιστροφής, τόσο αργά τη νύχτα, δεν είχε πολλές στάσεις στα χωριά και μας φάνηκε συντομότερη. Όταν φθάσαμε στο δωμάτιο, κουρασμένοι πια από μια ολόκληρη μέρα μέσα στον ήλιο και τη ζέστη – μεταξύ μας, κουρασμένοι, γιατί δεν είμαστε στην πρώτη νιότη, αλλά αυτό δεν το λέμε – αποκοιμηθήκαμε απενεργοποιώντας το ξυπνητήρι. Ό,τι ώρα θα καταφέρναμε να ξυπνήσουμε, θα ξεκινούσε η επόμενη μέρα.
(…συνεχίζεται…)




Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙI]

            Το πρώτο μας πρωινό στην Πρέβεζα μόλις είχε αρχίσει. Ξυπνήσαμε σχετικά νωρίς, κατά τις οκτώ και μισή, για να προλάβουμε το λεωφορείο με προορισμό την Πάργα, το οποίο θα αναχωρούσε στις δέκα και μισή.
Κατεβήκαμε στην αίθουσα του πρωινού. Όπως και σε όλη την υπόλοιπη διακόσμηση κι εκεί επικρατούσαν τα γήινα χρώματα και τα βαριά, σκαλιστά έπιπλα. Το σερβίτσιο λευκό και με παρέπεμψε σε εκείνες τις εποχές που στα σπίτια υπήρχε το καθημερινό και το καλό σερβίτσιο για τα τραπεζώματα στους ξένους.
Η σπιτική μαρμελάδα κυδώνι έφερε πολλές μνήμες. Τότε που η γιαγιά μου καθόταν πάνω από την κατσαρόλα και ανακάτευε το γλυκό του κουταλιού και μύριζε το σπίτι γλύκα. Εκείνη τη γλύκα που έβλεπε κανείς στο πρόσωπό της. Δεν την είχα δει ποτέ να θυμώνει ή να νευριάζει. Έφθασε τα ογδόντα δυο και η γλυκύτητα και η αθωότητα της έμοιαζε με εκείνη ενός μικρού κοριτσιού.
Έπειτα, όταν ήταν έτοιμο το γλυκό, μας έβαζε να δοκιμάσουμε και έψαχνα να βρω τα λευκά αμύγδαλα που κρύβονταν ανάμεσα στα κομμάτια του κυδωνιού.
Φθάνοντας στα εκδοτήρια, μας ενημέρωσαν ότι το λεωφορείο προς Πάργα είχε αναχωρήσει στις δέκα. Τα δρομολόγια άλλαξαν στο χειμερινό ωράριο την προηγούμενη μέρα. Αποφασίσαμε να περιμένουμε στο φούρνο – καφέ που βρισκόταν απέναντι από το σταθμό μέχρι τις δώδεκα και μισή που θα αναχωρούσε το λεωφορείο προς Λευκάδα.
Ήπιαμε καφέ κάτω από την πέργκολα και – όπου και αν στρέφαμε το βλέμμα μας – βλέπαμε πράσινο και ανθισμένες γλάστρες. Σχεδόν σε όλες τις αυλές υπήρχαν ρουέλιες, σελόζιες και κάνες.
Η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε. Διασχίσαμε το δρόμο και επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο. Περάσαμε από χωράφια με θερμοκήπια (απ’ ό,τι ακούσαμε τυχαία από έναν ντόπιο στην Πρέβεζα καλλιεργείται η ντομάτα), αλλά δεν ήταν μόνο λαχανικά· σε ένα από τα θερμοκήπια, υπήρχαν γλάστρες με διαφόρων ειδών λουλούδια.
Περάσαμε τη σήραγγα και λίγο πριν αφήσουμε την ηπειρωτική χώρα, το βλέμμα μας χάθηκε στους υγροβιότοπους όπου διακρίναμε από μακριά μερικά λευκά πουλιά, μάλλον πελαργούς, ένα εκκλησάκι στη μέση της θάλασσας πανιά ανοιχτά από τα ιστιοπλοϊκά που διέσχιζαν το Ιόνιο και μερικά κυματάκια που έτρεχαν από πίσω τους σαν παιχνιδιάρικα πρόβατα.
Λίγο πριν φθάσουμε στη γέφυρα, ξεπρόβαλε το κάστρο της Αγίας Μαύρας στα δεξιά μας.
Τα τείχη ενός κάστρου, του οποίου η ιστορία ξεκινά από το 1300 – και όπως κάθε κάστρο – αναλόγως σε ποιανού τα χέρια βρισκόταν υπήρχαν και οι ανάλογες υποδομές και αλλαγές. Σήμερα είναι επισκέψιμο και σε μια έκταση περίπου εικοσιπέντε χιλιάδων τετραγωνικών, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει όσα άντεξαν στο χρόνο και το μικρό εκκλησάκι αφιερωμένο στην Αγία Μαύρα.

Περπατώντας στα σοκάκια της πόλης της Λευκάδας, ανακαλύψαμε το ναό του Παντοκράτορα που χτίστηκε περί τα 1700 από την οικογένεια Βαλαωρίτη και Σταύρου και εκεί είναι οι τάφοι πολλών σημαντικών Λευκαδιτών, ανάμεσά τους και ο τάφος του μεγάλου ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Περπατήσαμε μέσα στα στενά σοκάκια, όπου κάθε σπίτι είχε το δικό του στυλ διακόσμησης, αλλά όλα είχαν περιποιημένες αυλές, καθαρά, ασβεστωμένα πεζούλια και τα ποδήλατα έγερναν για να ξαποστάσουν στους τοίχους των εισόδων.
Συναντήσαμε και το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης το 1824, αλλά δε θύμιζε σε τίποτα εκείνη την εποχή. Συνεχίσαμε τη βόλτα μας, μπερδευτήκαμε στα στενά και σε μικρές πλατείες, από τις ταβέρνες μάς ερχόταν η μυρωδιά του μουσακά, της τηγανιτής πατάτας και άλλων τοπικών πιάτων, όμως προτιμήσαμε ένα μικρό μαγειρείο που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το ναό του Παντοκράτορα και εκεί γευτήκαμε το καλύτερο μοσχαράκι με μελιτζάνες που είχαμε φάει ποτέ.
Η ώρα της επιστροφής πλησίαζε. Μείναμε για λίγο ακόμα στο λιμάνι για να μας δροσίσει το αεράκι πριν πάρουμε το δρόμο προς την Πρέβεζα με την υπόσχεση πως μια μέρα θα επιστρέψουμε για να εξερευνήσουμε και τα υπόλοιπα μέρη του νησιού.
(...συνεχίζεται...)

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος Ι]

Η ανυπομονησία για το ταξίδι ήταν μεγάλη. Είχαμε πολλούς λόγους να θέλουμε να φύγουμε από την πόλη, αλλά κυρίως είχαμε αμέτρητους λόγους να θέλουμε να απομακρυνθούμε έστω και προσωρινά από κάποιους ανθρώπους. Και κάπως έτσι βρεθήκαμε επτά η ώρα το πρωί στον σταθμό των υπεραστικών λεωφορείων Κηφισού με τελικό προορισμό την Πρέβεζα.
Το λεωφορείο μας θα αναχωρούσε στις επτά και μισή και είχαμε χρόνο για να αγοράσουμε τα εισιτήρια μας και να κάνουμε ένα τελευταίο τσιγάρο πριν από την επιβίβαση. Η ψυχή μου βρισκόταν ήδη εκεί ανυπομονώντας να εξερευνήσει τα σοκάκια και τις γύρω περιοχές, αλλά το σώμα μου περίμενε υπομονετικά να ανοίξει η πόρτα του λεωφορείου.
Το ταξίδι μας ξεκίνησε. Η γιαγιά μου, μόλις έπαιρναν μπρος οι μηχανές, έκανε το σταυρό της και ευχόταν να έχουμε καλό ταξίδι. Εμείς μπορεί να μην κάναμε το σταυρό μας, όμως δεν παραλείψαμε να ευχηθούμε ο ένας στον άλλον καλό ταξίδι έχοντας ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.
Περάσαμε από λιμνοθάλασσες, υδροβιότοπους, βουνά, δάση, κάμπους, διασχίσαμε τη γέφυρα του Ρίου, χωράφια οργωμένα, όπου βρίσκονταν δεμάτια ή τεράστιοι κύλινδροι με άχυρα, που όμοιά τους έχω δει μόνο σε κάτι ταινίες αμερικάνικες που δείχνουν πλάνα από φάρμες. Κάναμε μια στάση για να ξεμουδιάσουμε και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Ακόμα περισσότερα βουνά, κάμποι και διάσπαρτα αγροτόσπιτα μέχρι που περάσαμε από τη Φιλιππιάδα.
Σε ‘κείνο το χωριό μού έκανε εντύπωση το τσιμεντένιο καμπαναριό μια εκκλησίας που είχε περίτεχνο σχέδιο και στις κολώνες της πλατείας οι τεράστιες φωλιές των πελαργών που εκείνη τη μέρα ήταν άδειες.
Έπειτα από λίγη ώρα φθάσαμε στην Πρέβεζα. 
Αποβιβαστήκαμε και το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν το νεκροταφείο που βρισκόταν δίπλα στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων. Δεν το λες και ό,τι καλύτερο το πρώτο πράγμα που αντικρύζεις φθάνοντας σε έναν τόπο να είναι τα μνήματα, αλλά εμείς θα ξορκίζαμε το κακό και ήμασταν αποφασισμένοι αυτές τις ημέρες να περάσουμε τέλεια σε ένα μέρος που εκ πρώτης όψεως, δε μας ενθουσίασε.
Ο κεντρικός δρόμος είχε μαγαζιά και κάποια διώροφα σπίτια από εκείνα τα τετράγωνα, χωρίς κεραμίδια στη στέγη που σε προηγούμενες δεκαετίες θεωρούνταν μοντέρνα, ενώ σήμερα μοιάζουν με κουτιά χωρίς καμία αισθητική. Περπατήσαμε σχεδόν δυο χιλιόμετρα μέχρι να φθάσουμε ως το ξενοδοχείο. Εκείνο που μας εντυπωσίασε ήταν ότι οι περισσότεροι κάτοικοι για τις μετακινήσεις τους προτιμούσαν το ποδήλατο και όπως σε κάθε επαρχιακή πόλη ή χωριό, οι ρυθμοί ήταν αργοί συγκριτικά με εκείνους της Αθήνας και όσο να ΄ναι μια μικρή ζήλεια, τη νιώσαμε.
Το ξενοδοχείο κεντρικό με εύκολη πρόσβαση στο ιστορικό κέντρο, με διακόσμηση σε τόνους γήινους και έπιπλα βαριά. Ανοίγοντας την πόρτα και κοιτάζοντας το δωμάτιο, νιώσαμε σα να είχαμε κάνει κράτηση για ένα μικρό διαμέρισμα. Τεράστιο, καθαρό, ανακαινισμένο και οικονομικό – να τα λέμε κι αυτά.
Ξεκουραστήκαμε λίγο και νωρίς το απόγευμα φύγαμε για τον πρώτο μας περίπατο.
Στο ιστορικό κέντρο, κτήρια παλαιά, αλλά και σύγχρονα. Σχεδόν σε κάθε γωνιά υπήρχαν σταθμευμένα ποδήλατα και κατά μήκος ενός στενού, στις λάμπες του δρόμου ήταν στερεωμένα μεγάφωνα απ’ όπου ακούγονταν σύγχρονα τραγούδια που μετέδιδε ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός. Ακολουθήσαμε το μονοπάτι και βρεθήκαμε στη γεμάτη ιστιοφόρα μαρίνα.
Απολαύσαμε το μεσημεριανό μας σε μια από τις ελάχιστες ταβέρνες που ήταν ανοιχτή εκείνη την ώρα και το βλέμμα μας χανόταν στην ομορφιά του τοπίου.
Έπειτα από ένα νόστιμο γεύμα και αρκετές βόλτες σε καντούνια με παλαιά κτήρια, άλλα εγκαταλελειμμένα και άλλα που όσο περνούσε από πάνω τους ο χρόνος, τόσο ομόρφαιναν. Ο περίπατός μας έμοιαζε με βραδινή βόλτα σε σοκάκια κάποιου νησιού, μέχρι που η νύχτα μας βρήκε σε έναν περίπατο κατά μήκος της μαρίνας, η οποία κατέληγε σε ένα λούνα πάρκ και από εκεί επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Η πρώτη μέρα μόλις είχε τελειώσει και έπρεπε το επόμενο πρωί να μας έβρισκε ξεκούραστους για νέες περιπέτειες στην Πρέβεζα.
(…συνεχίζεται…)