Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος VΙI]

Κι έφθασε· εκείνο το βράδυ στην Πρέβεζα που θα νιώθαμε την τελευταία ζεστή ανάσα της
ανεμελιάς στο λαιμό μας, σαν εκείνη ενός εραστής που ήθελε να αφήσει το αποτύπωμά του για να μην σβηστεί από τη μνήμη.
Πάντα η ίδια αίσθηση. Όσο πλησιάζει η μέρα της επιστροφής στην καθημερινότητα τόσο δυνατότερα ακούγονται οι αλυσίδες που έρπουν προς το μέρος μας σέρνοντας τη σιδερένια μπάλα.
Και δε λέω, ωραία περνάμε και στην Αθήνα, αλλά δεν έχουμε την ξεγνοιασιά που θα θέλαμε. Η επιστροφή στη βάση πάντοτε είναι μια ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα. Ένας καθημερινός αγώνας δρόμου να προλάβουμε… τι; Μακάρι να ΄ξερα! Μάλλον, η συνήθεια να τρέχουμε χωρίς λόγο, μας έχει κάνει να χάνουμε την ουσία.
Μόλις απομακρυνόμαστε έστω και ένα χιλιόμετρο μακριά από την Αττική, σαν κάτι να γίνεται. Σαν ένα αόρατο χέρι να σβήνει με τη γόμα το άγχος και τις υποχρεώσεις. Αισθανόμαστε σα σχολιαρόπαιδα, που μόλις τελειώσει η χρονιά, πετάνε τα βιβλία, τους βαθμούς και τρέχουν να παίξουν μπουγέλο στην πλατεία.
Δε θέλαμε να μελαγχολήσουμε. Δεν μας ταίριαζε το μοιρολόι πάνω από το χυμένο γάλα. Μια τελευταία βόλτα, μια ακόμη απόπειρα να επισκεφθούμε το κάστρο του Παντοκράτορα.
Περπατήσαμε στην Κυανή Ακτή, περνώντας από τον βοτανικό κήπο. Καθίσαμε για λίγο στο παγκάκι. Ήμασταν οι δυο μας. Εμείς και τα ανθισμένα τριαντάφυλλα. Είχε συννεφιά και ελπίζαμε να μην πιάσει βροχή και μας χαλάσει τη βόλτα μας. Δεν είμαστε και από ζάχαρη για να λιώσουμε, αλλά ούτε θέλαμε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο με φτέρνισμα.
Λίγο πιο πάνω, σε ένα αλσάκι, είδαμε μια παρέα ηλικιωμένων που κάθονταν σε ένα υπαίθριο σαλόνι. Καναπές, πολυθρόνα, μια ραφιέρα, όπου πάνω της ήταν τοποθετημένη μια τηλεόραση – από εκείνες τις παλιές που τις χτυπούσαμε ελαφρά στο πάνω μέρος ή στο πλάι για να επιδιορθωθούν – και στο κέντρο ένα αυτοσχέδιο τραπέζι και ένα βάζο με πλαστικά λουλούδια κι ένα τρανζίστορ. Ένα σαλόνι έξω, για να φιλοξενήσει εκείνους που αναζητούσαν παρέα ένα απόγευμα κάτω από τη σκιά των δέντρων, λίγα μόλις μέτρα από τον παφλασμό των κυμάτων.
Κοιτούσαμε ξανά και ξανά το χάρτη, όμως εκείνη η ευθεία στο τέλος της οποίας θα συναντούσαμε το κάστρο, έμοιαζε ατελείωτη. Είχαμε ήδη περπατήσει αρκετά χιλιόμετρα και δε φαινόταν ούτε μια πέτρα από το τείχος, ούτε ένας πυργίσκος… τίποτα. Μόνο δέντρα και ανάμεσά τους ξεπρόβαλλαν βεράντες σπιτιών.
Είχαμε ήδη κουραστεί και δεν αντέχαμε να συνεχίσουμε άλλο. Εξάλλου, σε λίγο θα νύχτωνε για τα καλά και δε θέλαμε να περπατάμε μέσα στα σκοτάδια.
Στρίψαμε για να επιστρέψουμε στο κέντρο και ακριβώς μπροστά μας, στεκόταν πίσω από
τη σιδερένια πόρτα ενός περιφραγμένου περιβολιού, μια από τις ευγενικότερες φυσιογνωμίες που είχαμε συναντήσει στο ταξίδι μας· ο Πλάτωνας. Ο κηδεμόνας του είχε τοποθετήσει μια πινακίδα με το μήνυμα ότι δεν επιτρέπεται να τον ταΐζουν, γιατί μπορεί να του προκαλέσουν πρόβλημα στην υγεία του, αλλά αν κάποιος ήθελε να τον κεράσει ένα καροτάκι, ήταν ευπρόσδεκτο.
Εμείς μη γνωρίζοντας ότι θα βρισκόμασταν στα μέρη του, δεν είχαμε προνοήσει κι έτσι αρκεστήκαμε σε μια καλησπέρα και στο θαυμασμό μας για τα πελώρια, μαύρα, μελαγχολικά του μάτια.
Για τελευταία φορά, σεργιανίσαμε στον πεζόδρομο της μαρίνας, είδαμε τα φώτα του λούνα – παρκ και μόλις η βροχή άρχισε να δυναμώνει επιστρέψαμε στην ασφάλεια του δωματίου μας.
Την επόμενη ημέρα το πρωί θα παίρναμε το λεωφορείο προς τον Κηφισό και για τελευταία φορά θα βλέπαμε τους μεγάλους λευκούς σταυρούς που πλέον ήταν το σημάδι μας ότι η απόσταση προς τον σταθμό των λεωφορείων μειωνόταν και σε λίγο θα φθάναμε. 
Σε λίγες ώρες, θα βρισκόμασταν πίσω. Εκεί που οι άνθρωποι έχουν την μανία να δηλώνουν πολυάσχολοι και να κυκλοφορούν με αυτοκίνητα ή μηχανάκια. Κανείς δε θα χαμογελά, κανείς δε θα χαιρετά κανέναν και κανείς δε θα κυκλοφορεί με το ποδήλατο, πάνω στο οποίο θα έχει κρεμάσει ένα διακοσμητικό στοιχείο ή θα έχει προσθέσει ένα καλάθι για να μεταφέρει τα ψώνια του… Το χειρότερο όλων, όσοι δεν είχαν την ευκαιρία να συναντήσουν έναν Πλάτωνα, θα χρησιμοποιούν ως ύβρη το είδος του αδιαφορώντας για την ευγενική και υπομονετική φυσιογνωμία των ζώων αυτών.
Όλη η μαγεία των διακοπών, σιγά – σιγά θα φθαρεί, γιατί τούτη η πόλη έχει μια μανία να καταβροχθίζει ό,τι υπέροχο κουβαλάει κανείς. Όχι. Δεν ευθύνεται η πόλη αυτή καθ’ αυτή, αλλά οι άνθρωποί της που έχουν εθιστεί στα χρώματα του νέφους και οτιδήποτε άλλο ξεφεύγει από το γκρι, κάπως τους ξενίζει και κάπως το απομακρύνουν.
Και όλα αυτά τα ανεχόμαστε – ίσως από συνήθεια – και συνεχίζουμε να προχωράμε με τις αλυσίδες σφιχτά δεμένες στους αστραγάλους μας, περιμένοντας καρτερικά την επόμενη απόδραση μας.

 Τέλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου