Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος VΙ]

            Οι νεκρομάντεις δεν καταδέχτηκαν να μας δουν, οι νεκροί δεν ανέβηκαν από τον Κάτω Κόσμο για να μας πουν το μέλλον… Είχαν τις κλειστές τους; Πείσμωσαν, επειδή πήγαμε με άδεια χέρια; Ποιος να ξέρει;
Κι αφού εκείνοι μάς κράτησαν μούτρα και δεν εμφανίστηκαν, εμείς δεν το βάλαμε κάτω. Αποφασίσαμε να πάμε να τους βρούμε. Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ.
Ο οδηγός μας πήγε ως τις πηγές του Αχέροντα, εξηγώντας μας λίγα πράγματα για τη ζωή των ντόπιων, τους αγώνες τους κατά των Οθωμανών, μας έδωσε πληροφορίες για τα γύρω χωριά και τι άλλο θα άξιζε ακόμα να δούμε.
Φθάσαμε στο χωριό Γλυκή. Λέγεται ότι ο Αχέροντας ήταν ένα παγωμένο ποτάμι, μαύρο που ένας δράκος δηλητηρίαζε τα νερά του, μέχρι που ο Άγιος Δονάτος σκότωσε το δράκο και τα νερά του ποταμού έγιναν κρυστάλλινα και γλυκά – εξ ου και η προέλευση της ονομασίας του χωριού Γλυκή.
Στο δρόμο πριν από το μονοπάτι, υπάρχει ένας τεράστιος χώρος στάθμευσης, μερικές ταβέρνες και λίγο πιο πάνω ακριβώς πριν από την είσοδο του μονοπατιού μια δημόσια, πέτρινη τουαλέτα, ένα μαγαζί με αναμνηστικά και ένα αναψυκτήριο. Εκείνο που μας έκανε εντύπωση ήταν ότι πωλούσαν παπούτσια για το ποτάμι. Ήμασταν τόσο απονήρευτοι!
Συνεχίσαμε να προχωράμε. Πριν μπούμε στο μονοπάτι, υπήρχε προειδοποιητική πινακίδα, όπου ήταν γραμμένο το εξής μήνυμα:
«Προσοχή! Κίνδυνος βραχοπτώσεων. Η διέλευση του μονοπατιού γίνεται με ατομική ευθύνη.»
Όπως κατάλαβες, σε αυτό το ταξίδι, όπου θέλαμε να μπούμε έπρεπε να πάρουμε και την ατομική μας ευθύνη. Ας είναι. Φθάσαμε ως εκεί και ελπίζαμε να μην ήμασταν εμείς οι κατσικοπόδαροι.
Μπαίνοντας στο μονοπάτι, είχαμε την αίσθηση πως είχαμε μεταφερθεί στο Στρουμφοχωριό. Δέντρα, φυτά, ο ήχος από τα ρυάκια που διέσχιζαν το δάσος και μικροπωλητές –
καλλιτέχνες που είχαν στήσει τους πάγκους τους, δούλευαν μέσα στη φύση και πωλούσαν τις δημιουργίες τους στους περαστικούς. Ένας από αυτούς, καθόταν κάτω από ένα δέντρο, δίπλα στο ρυάκι, κι έπαιζε κλαρινέτο έχοντας συντροφιά το κουτάβι του, το οποίο κουλουριαζόταν δίπλα στα πόδια του και απολάμβανε τη μουσική μέσα στη φύση.
Το δάσος έμοιαζε με κολάζ. Από εκεί που ήταν πυκνή η βλάστηση και ίσα – ίσα χωρούσε να περάσει ένας άνθρωπος, ο δρόμος άνοιγε, ήταν γεμάτος λευκές πέτρες και μετά στένευε ξανά. Περισσότερα από εξακόσια είδη φυτών και δέντρων κάλυπταν την περιοχή. Φθάσαμε στο ποτάμι. Ένα ποτάμι, όπως όλα τα άλλα. Η απογοήτευση μεγάλη. Περιμέναμε να δούμε τις Πύλες του Άδη, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Σταθήκαμε μερικά λεπτά για να θαυμάσουμε το τοπίο και απογοητευμένοι επιστρέψαμε στην έξοδο. Μας πέρασε από το μυαλό πως ίσως, να είχαμε πάει σε λάθος σημείο του ποταμού. Είχαμε διαβάσει ότι υπήρχε βάρκα που πήγαινε τους επισκέπτες βόλτα στον Αχέροντα, αλλά δε συναντήσαμε ούτε μια, παρά μόνο καγιάκ και βάρκες για rafting.
Στο μαγαζί με τα αναμνηστικά δώρα, είδαμε μια αφίσα με τις Πύλες του Άδη και ρωτήσαμε την ιδιοκτήτρια πώς θα μπορούσαμε να πάμε ως εκεί. Η απάντηση ήταν από το μονοπάτι. Μας είπε ότι το νερό στην αρχή είναι ρηχό, αλλά όσο απομακρυνόμαστε τόσο βαθαίνει.
Απόπειρα δεύτερη. Περπατήσαμε ως το ίδιο σημείο που είχαμε φθάσει την πρώτη φορά και μόλις στρίψαμε αριστερά, ένα μικρό μαύρο φίδι διέσχιζε το χωμάτινο μονοπάτι. Περιμέναμε να μπει μέσα στους θάμνους και συνεχίσαμε τη διαδρομή μας μέχρι να βγούμε στο ποτάμι. Δεν είχαμε δει άλλους και νομίζαμε πως θα ήμασταν οι δυο μας. Φθάνοντας στην όχθη του ποταμού, δεκάδες άνθρωποι διαφόρων ηλικιών από μικρά παιδιά (περίπου δυο – τριών ετών) μέχρι ηλικιωμένοι, απολάμβαναν τα νερά του και τη διαδρομή προς τις περιβόητες Πύλες.
Είχα μια ασυγκράτητη επιθυμία να τις φωτογραφίσω έχοντας πλήρη άγνοια.
Προσπαθούσα να απαθανατίσω το τοπίο, αλλά οι φωτογραφίες που έβγαζα ήταν περισσότερο στις όχθες του ποταμού. Προσπαθούσα να δω τις Πύλες, αλλά δε φαίνονταν. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν να μπω στο ποτάμι. Σιγά το πράγμα! Έβγαλα τα παπούτσια μου και μπήκα στο νερό.
Αν δεν έχεις πατήσει ξυπόλυτος στον πάγο και θέλεις να νιώσεις το συναίσθημα, ο Αχέρων σού προσφέρει αυτή την εμπειρία. Πίστευα πως το αίμα στα πόδια μου είχε παγώσει και δε θα μπορούσα να κάνω ούτε μισό βήμα. Λάθος! Έκανα περισσότερα του ενός βήματα κι τότε διεπίστωσα και το δεύτερο λάθος που είχα κάνει. Είχα βγάλει τα παπούτσια μου. Μέσα στο ποτάμι υπήρχαν λευκά, μεγάλα βότσαλα που δε βοηθούσαν στο περπάτημα. Σκέφτηκα να φορέσω τα παπούτσια μου, αλλά ήταν υφασμάτινα και μέχρι να φύγουμε δε θα είχαν στεγνώσει. Έβγαλα δυο – τρεις φωτογραφίες, όμως κάθε φορά που ήμουν έτοιμη να πατήσω το κουμπί της μηχανής, έμπαινε ένας άσχετος μέσα στο κάδρο, λες και το έκανε επίτηδες.
Χρυσό μου, δε δουλεύω στην τηλεόραση για να πάρεις τα πέντε λεπτά δημοσιότητας. Για ποιο λόγο έπρεπε να περάσεις από μπροστά μου τη δεδομένη στιγμή;
Τέλος πάντων, στάθηκα στο ύψος μου και βγήκα πάλι στην όχθη. Τότε κατάλαβα για ποιο λόγο πωλούσαν τα παπούτσια για το ποτάμι και πόσο μεγάλο λάθος ήταν που δεν αγοράσαμε κι εμείς. Κάθισα σε ένα βραχάκι, καθάρισα τα πόδια μου, φόρεσα ξανά τις σομόν κάλτσες και τα αθλητικά μου παπούτσια κι εκεί στο βραχάκι έγειρα στον ώμο του αγαπημένου μου με παράπονο που εμείς πήγαμε ξυπόλυτοι στον ποταμό.
Ακολουθήσαμε τη διαδρομή προς την έξοδο με την υπόσχεση πως μια μέρα θα επιστρέψουμε καλύτερα οργανωμένοι και θα περπατήσουμε ως τις Πύλες (μιλάμε για καημό, όχι αστεία).
            Μέχρι να βγούμε στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, δε σου κρύβω πως το στρες που μου είχε προκαλέσει ο μικρός Διαμαντής δε με άφηνε σε ησυχία. Κοιτούσα με καχυποψία γύρω μου μη μας πεταχτεί από κάποιο δέντρο ή βράχο κανένας βόας, πύθωνας, καμία κόμπρα, κανένας δράκος… δεν ξέρω τι έχουμε στην Ελλάδα, και μας κάνει μια χαψιά. Πάντως, ό,τι και να ήταν, ας έμενε σπίτι του ή να πήγαινε έστω προς το βουνό. Τι τα θέλει τα ποτάμια, αφού δεν ξέρει κολύμπι!;
Πήγαμε σε μια ταβέρνα για να γευματίσουμε και επιλέξαμε να καθίσουμε σε ένα τραπέζι δίπλα στην όχθη, να βλέπουμε τα κρυστάλλινα νερά και να ακούμε το κελάρυσμα τους.
Μόλις φάγαμε, είδαμε ότι είχαμε τουλάχιστον μιάμιση ώρα ακόμα στη διάθεσή μας. Πήραμε τα πράγματά μας και ανηφορίσαμε πάλι προς το μονοπάτι. Αυτή τη φορά με τον κατάλληλο εξοπλισμό – τα ειδικά παπούτσια για το ποτάμι – και την πεποίθηση ότι θα τα καταφέρουμε. Εντάξει, και το φόβο μήπως το μικρό φιδάκι, είχε μεταμορφωθεί σε δράκο και μας έτρωγε ζωντανούς, αλλά μπα… μωρέ λες;
Απόπειρα τρίτη και αυτή τη φορά δε θα τύχαινε, θα πετύχαινε.
Δε συναντήσαμε ούτε το Δρακουμέλ, ούτε τον Αδάμ, ούτε την Εύα, ούτε τον καταραμένο όφι. Όλα πήγαν μια χαρά. Αλλάξαμε παπούτσια, φορέσαμε το σακίδιο στην πλάτη, τη φωτογραφική μηχανή ανά χείρας και τον όβολό μας για να δώσουμε κάτι στο Χάρη, αν μας ζητήσει εισιτήριο για την είσοδο στο κονάκι του Άδη.
Ένα μαγικό τοπίο! Πελώρια επιβλητικά βουνά, λευκά βράχια που στο βάθος στένευαν,
δεξιά κι αριστερά μέσα από τις σχισμές τους ανάβλυζαν τα νερά, τα δέντρα γαντζώνονταν απ’ όπου υπήρχε έστω και μια ρανίδα χώματος, οι ρίζες τους είχαν σχηματιστεί σχεδόν στην επιφάνεια και γερμένες προς τα νερά του ποταμού, σα να έσκυβαν για να πιούν λίγο γλυκό, δροσερό νερό και να αντέξουν την ζέστη της ημέρας.
Είχαμε συνηθίσει πια το παγωμένο νερό στο δέρμα μας και περπατούσαμε κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, μέχρι εκεί που μας επέτρεπε το νερό, δηλαδή μέχρι λίγο πάνω από το γόνατο. Δεν είχαμε μαγιό και δεν έπρεπε να βρέξουμε τα ρούχα μας για ευνόητους λόγους. Σε λίγο θα ερχόταν ο οδηγός να μας μεταφέρει στο Καναλάκι, από όπου γύρω στις τέσσερεις θα περνούσε το λεωφορείο με τελικό προορισμό την Πρέβεζα.
Όλοι όσοι βρισκόμασταν εκεί είχαμε στόχο να φθάσουμε ως τις Πύλες του Άδη. Ακούγεται μακάβριο, δε λέω, αλλά ήμασταν όλοι τόσο θαρραλέοι, γιατί ξέραμε ότι όλα αυτά ήταν απλώς μυθολογία. Πίστεψέ με, αν ήταν πραγματικότητα, δε θα πατούσε κανείς! Στην ιδέα να σε περιμένει ένα μαυροφορεμένο, ψηλό αγόρι με το δρεπανάκι του πάνω σε μια βάρκα και να σου λέει κάνοντας σου νόημα:
«Έχω και μαούνα, έλα να σε πάω μια βόλτα, μη φοβάσαι.»
Θα μας έφευγε όλων η μαγκιά, δε νομίζεις;

(…συνεχίζεται…)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου