Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος V]

Εμείς είχαμε την ψευδαίσθηση ότι βρισκόμασταν σε διακοπές και σε περίοδο χαλάρωσης. Στην πραγματικότητα, η καθημερινότητα μας έμοιαζε περισσότερο με εκείνη του Ιντιάνα Τζόουνς, της Ντόρας της εξερευνήτριας (μαζί με τις επαναλήψεις της κάθε φράσης, με αγαπημένη «Πω! Τι κούραση!), του Παυσανία και λοιπών ταξιδιάρικων ψυχών.
Εκείνη την ημέρα ξυπνήσαμε νωρίτερα από κάθε άλλη. Το λεωφορείο προς Καναλάκι αναχωρούσε στις οκτώ το πρωί. Ούτε πρωινό δεν προλαβαίναμε να φάμε – και σου είπα πόσο ωραίο πρωινό μάς προσέφεραν στο ξενοδοχείο;
Τη διαδρομή ξενοδοχείο – ΚΤΕΛ την είχαμε κάνει τόσες φορές που πλέον ήταν ψωμοτύρι. Έβλεπα από μακριά τους σταυρούς των μνημάτων και κάπως έπαιρνα τα πάνω μου, καθώς αυτό ήταν το σημάδι ότι πλησιάζαμε στο σταθμό.
Την Κυριακή, σχεδόν αξημέρωτα, το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο (κι αυτό) τέσσερα – πέντε άτομα ήμασταν όλοι κι όλοι. Φθάσαμε στο Καναλάκι.
Ένας μεσήλικας, ο οποίος ήταν συνεπιβάτης μας στο λεωφορείο, αποβιβάστηκε στην ίδια στάση με εμάς και έδειξε πρόθυμος να μας βοηθήσει, χωρίς να του το ζητήσουμε. Μάλλον, μας είδε που κοιτούσαμε τριγύρω, σηκώναμε το σαλιωμένο δάχτυλο στον αέρα για να προσανατολιστούμε μήπως και βρούμε κατά που πέφτει η πλατεία. Ήταν πολύ γλυκό εκ μέρους του και αν με ρωτάς, μου είχε λείψει η καλοσύνη των ανθρώπων. Καθίσαμε σε ένα μικρή καφετέρια για να πιούμε έναν καφέ και να φάμε μια τυρόπιτα πριν ξεκινήσουμε τις περιηγήσεις. Η πιάτσα των ταξί μπροστά στην εκκλησία ήταν άδεια - ούτε ένα όχημα. Η ώρα ήταν περίπου εννέα και ήταν και Κυριακή, οπότε όσο να πεις οι ρυθμοί ήταν άλλοι. Οι κάτοικοι είχαν φορέσει τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησία. Αυτή την ηρεμία και την τήρηση των παραδόσεων, την αγαλλίαση είχα να τη νιώσω από τότε που ήρθα στην Αθήνα. Όλα στην πόλη μοιάζουν άχρωμα, άοσμα και αρκετά απάνθρωπα, αλλά αυτή την γκρίνια θα μου επιτρέψεις να μην την αρχίσω τώρα.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο βρίσκονταν διαφόρων ειδών μαγαζιά και σπίτια και κάτω από το μπαλκόνι ενός διώροφου κτηρίου, ένα σμήνος χελιδονιών είχε αρχίσει τα παιχνιδίσματα. Ήταν τα τελευταία χελιδόνια που σιγά - σιγά θα άφηναν κι εκείνα το Καναλάκι, για θερμότερα κλίματα. 
Μια ώρα αργότερα και κανένα ταξί δεν είχε φανεί. Πλησιάσαμε στη στάση, μήπως υπάρχει ανηρτημένο κάποιο τηλέφωνο, αλλά ατυχήσαμε. Ρωτήσαμε τον περιπτέρα - έναν πρόσχαρο, νεαρό άνδρα που καθόταν στο εσωτερικό ενός περιπτέρου από εκείνα, τα παλιά, με το κίτρινο μελί χρώμα, γεμάτο με εφημερίδες, καραμέλες, μικρά παιχνίδια που κρέμονταν στα πλαϊνά του και με πήγε δεκαετίες πίσω, τότε που τα περίπτερα δεν έμοιαζαν με μικρά, συνοικιακά κλαμπ γεμάτα πράγματα τακτοποιημένα και led φωτισμό, αλλά με εκείνα τα ξύλινα που κρεμόντουσαν πράγματα σε όλες τις πλευρές τους και συνήθως, ο περιπτεράς ήξερε όλα τα νέα, ακόμα κι αν αδιαφορούσε να τα συζητά, και εμείς που ήμασταν μικρά παιδιά που εκεί μαθαίναμε την έννοια του χρήματος, γιατί - αν το καλοσκεφτείς - εκεί επενδύαμε το χαρτζιλίκι μας· σε λιχουδιές, μας αντιμετώπιζε σχεδόν με την ίδια σοβαρότητα που ένας επιχειρηματίας αντιμετώπιζε έναν επενδυτή και στο τέλος, μας χαμογελούσε, σα να ήθελε να μας πει ότι μας άφησε να κερδίσουμε τη διαπραγμάτευση, ακόμα και όταν μας έλειπαν δέκα δραχμές για να συμπληρώσουμε το ποσό και να πάρουμε το παγωτό που λαχταρούσαμε.
 Ο συγκεκριμένος περιπτεράς μόλις μάς είδε χάρηκε, μας χαμογέλασε, μάς ρώτησε πώς βρεθήκαμε στα μέρη του και προθυμοποιήθηκε να μας βοηθήσει.  Μας κάλεσε ένα ταξί για να μας πάει στο χωριό Μεσοπόταμος, όπου βρίσκεται το Νεκρομαντείο.
Πέρασαν μόνο μερικά λεπτά μέχρι να εμφανιστεί ο Αδάμ, ένας ταξιτζής με πολλές γνώσεις ιστορικές, αλλά και λαογραφικές. Ήξερε τα πάντα για τον τόπο του και είχε εξερευνήσει κάθε σημείο του. Μας οδήγησε ως το Νεκρομαντείο, όπου μας άφησε να το εξερευνήσουμε και θα τον καλούσαμε ξανά, μόλις ολοκληρωνόταν η επίσκεψή μας στο χώρο.
Μαζί με εμάς στην είσοδο, έφθασε και ένα γκρουπ Ελλήνων με συνοδό (δηλαδή, όχι επίσημη ξεναγό), η οποία από τα λίγα που τους είπε στην είσοδο, κατάλαβα πως προσπαθούσε να πει με δικά της λόγια όσα είχε διαβάσει και δυστυχώς, με έναν τρόπο που μόνο ως ανακρίβειες, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, γιατί αυτό που της διέφευγε ήταν ότι στην αρχαιότητα ορισμένες συνήθειες, ιδανικά, πεποιθήσεις... ακόμα και ο τρόπος ζωής τους διέφερε από το σημερινό και αυτό που σήμερα, θα χαρακτηρίζαμε ως απάτη, εκείνα τα χρόνια αντιμετωπιζόταν με ευλάβεια και σεβασμό.
Πες με βλάσφημη, αλλά την ενέργεια που σου βγάζει η Αρχαία Αγορά ή ο χώρος της Ακρόπολης ή ακόμα και οι Δελφοί, δεν την ένιωσα στο Νεκρομαντείο. Θες, επειδή με είχε συγχύσει εκείνη με τα όσα έλεγε, θες, επειδή το διακωμωδούσαν οι συμμετέχοντες και το θεώρησα ασέβεια ως προς το χώρο και κακό χιούμορ... τι να σου πω, δεν ξέρω πού να το αποδώσω. Για να μη σχολιάσω, ότι έμπαιναν μπροστά στην κάμερα και μου χαλούσαν το κάδρο!
Περπατήσαμε μέσα από τους διαδρόμους του χώρου, όπου δεξιά και αριστερά βρίσκονταν τα ερείπια των δωματίων των ξένων που έρχονταν για να μάθουν το μέλλον από τους νεκρούς. Περάσαμε από την πύλη, βρεθήκαμε στα δωμάτια των προσφορών που ήταν γεμάτα με πιθάρια και περιμέναμε τη σειρά μας για να κατέβουμε στην υπόγεια κρύπτη.
Όταν ανέβηκαν οι προηγούμενοι από εμάς, μια κοπέλα είπε ότι κάποιοι είχαν σφηνώσει στον τοίχο σεντς ως προσφορά στον Άδη και τότε μερικές κυρίες που θα κατέβαιναν με τη δική μας ομάδα, άνοιξαν τα πορτοφόλια τους.
Η σκάλα ήταν σιδερένια και πολύ στενή. Μόλις κατεβήκαμε το μοναδικό φως που υπήρχε ήταν από τους προβολείς που είχε τοποθετήσει η εφορεία αρχαιοτήτων. Δεκαπέντε πέτρινες αψίδες στην οροφή και κάτω ένα πετρώδες έδαφος. Βράχια που είχαν ρωγμές, οι οποίες έμοιαζαν με διαδρομές ενός ρυακιού κι εμείς στεκόμασταν στην ίδια κρύπτη, από την οποία κάποτε πέρασαν μερικές διασημότητες της μυθολογίας, όπως ο Οδυσσέας, ο Ορφέας, ο Ηρακλής, ο Θησέας... Κέρματα σφηνωμένα στους τοίχους δεν είδαμε από το σημείο που βρισκόμασταν.
Βγήκαμε από την ολίγον τι κλειστοφοβική κρύπτη και ανεβήκαμε από την σκάλα που οδηγούσε στον ναό του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου, μπήκαμε στον Οντά, για να βρεθούμε στην έξοδο του χώρου.
Λίγο πριν καλέσουμε τον Αδάμ για να έρθει να μας πάρει, κάναμε έναν περίπατο γύρω από τον χώρο, σε ένα μονοπάτι που μύριζε πεύκο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο χώρο στάθμευσης, ήταν τοποθετημένο ένα ξύλινο τραπέζι με πάγκους κάτω μια μουριά και μια καταπληκτική θέα από τα χωράφια ως τη θάλασσα και απέναντι από το Νεκρομαντείο, η αρχαία Εφύρα, την οποία δεν επισκεφθήκαμε. Ήταν λίγο τρομακτικό να περπατάς στο μονοπάτι, δίπλα στα ξερόχορτα με κίνδυνο να μας επιτεθεί κανένα φίδι.
Καθίσαμε στον πάγκο περιμένοντας τον οδηγό μας και απολαμβάνοντας την ομορφιά της φύσης. Ήταν από εκείνες τις ημέρες που νιώθαμε το μυαλό μας να ξεκουράζεται.

(…συνεχίζεται…)




 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου