Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Ταξίδι Δρόμου Με ΚΤΕΛμπους [Μέρος ΙΙI]

Είχα δει την Πάργα σε διάφορες φωτογραφίες στο διαδίκτυο, σε στήλες περιοδικών με προτάσεις για τις διακοπές ή σύντομες αποδράσεις από την πόλη και η φωτογραφία, αυτή η μια, η τραβηγμένη από τη θάλασσα προς την ακτή με τα πολύχρωμα, αμφιθεατρικά χτισμένα, σπίτια και τη δεμένη βάρκα μέσα στα γαλαζοπράσινα νερά που έκανε την επιθυμία σου να αποδράσεις από όλα εκείνα που σε αγχώνουν, σε αναστατώνουν, σε προβληματίζουν ή σε κουράζουν, να διογκώνεται.
Περίμενα με ανυπομονησία να δω εκείνη την καρτ – ποστάλ να ζωντανεύει τα μάτια μου.
Φθάσαμε μεσημέρι. Κάτω από τα ρούχα μας ήταν κρυμμένα τα μαγιό μας και η ανυπομονησία μας να δούμε όσα περισσότερα μπορούσαμε.
Η παραλία της Αμμουδιάς και το Νεκρομαντείο φαίνονταν στο χάρτη πιο κοντά στην Πάργα παρά στην Πρέβεζα. Τα είχαμε όλα σχεδιασμένα τέλεια στο μυαλό μας. Θα επισκεπτόμασταν την Πάργα και έπειτα θα βρίσκαμε ένα τοπικό γραφείο για να συμμετάσχουμε σε μια οργανωμένη εκδρομή στον Αχέροντα και το Νεκρομαντείο.
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο ταιριάζει η φράση:
«Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει».
Αποβιβαστήκαμε από το λεωφορείο και ρωτήσαμε αν υπάρχει κάποιο που να πηγαίνει στον Αχέροντα και η κυρία μας ενημέρωσε ότι δεν υπάρχει και θα πρέπει να πάμε στο Καναλάκι και από εκεί να πάρουμε ταξί. Κάτι το οποίο, το γνωρίζαμε ήδη, γιατί μας το είχαν πει και στο σταθμό της Πρέβεζας, αλλά ελπίζαμε μήπως στην Πάργα άλλαζε η τύχη μας.
Κατηφορίζοντας προς το λιμανάκι για να επισκεφθούμε την πόλη, κάναμε μια μικρή στάση σε μια ταβέρνα για να γευματίσουμε. Η ώρα είχε πάει ήδη τρεις. Η μουσική υπόκρουση του καλοκαιριού – τα τζιτζίκια – στη διαπασών, μέσα από τις ακτίνες του ήλιου πρόβαλαν λαμπερά τα άνθη στις αυλές και τα μπαλκόνια, οι κυματισμοί του ζεστού αέρα πάνω στις πέτρινες μάντρες και επισκέπτες μαυρισμένοι κουβαλούσαν την αλμύρα στην ανηφόρα.
Φθάσαμε στο λιμανάκι, όπου μας αποκαλύφθηκε η πραγματική ομορφιά της κωμόπολης. Σταθήκαμε για λίγο να απολαύσουμε τη θέα στους βράχους που ήταν ριζωμένοι μέσα στη θάλασσα, το νησί της Παναγιάς και στην δεξιά πλευρά πάνω στο λόφο δέσποζαν τα τείχη του βενετσιάνικου κάστρου.
Περπατήσαμε στο δρομάκι πάνω από την παραλία αναζητώντας ένα τουριστικό γραφείο, για να μάθουμε πληροφορίες για τις διαθέσιμες εκδρομές, αλλά εκείνη την ώρα ήταν κλειστά. Σε ένα κιόσκι στη μαρίνα, παρατηρήσαμε ότι οι περισσότερες αναχωρήσεις ήταν πρωινές ώρες, οπότε η κάθε ελπίδα για εκδρομή σβήστηκε, αλλά η καλή διάθεση όσο περνούσε η ώρα φούντωνε.
Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο κάστρο. Μπήκαμε στα καντούνια, περάσαμε μέσα από θόλους και ανεβήκαμε σκαλιά που στα μάτια μου έμοιαζαν ατελείωτα. Δε σου κρύβω πως κάποια στιγμή πίστευα πως θα έπρεπε να είχα μαζί μου μια φιάλη οξυγόνου. Έβλεπα ανθρώπους μεγαλύτερους από εμένα να τα ανεβαίνουν σαν ελάφια και εγώ σερνόμουν, αλλά ούτε εκείνη τη στιγμή μου πέρασε από το μυαλό ότι ήρθε η ώρα να γυμναστώ (Γυμναστι... τι; Τι είναι αυτό;)
Φθάνοντας στην τελική ευθεία και λίγο πριν περάσουμε την πύλη, καθίσαμε στη μάντρα να απολαύσουμε τη θέα από ψηλά. Μπροστά μας μια προειδοποιητική πινακίδα ότι η πρόσβαση στο κάστρο γίνεται με ευθύνη του επισκέπτη. Σοβαρά τώρα; Κόντεψα να λιποθυμήσω στα σκαλιά των καντουνιών για να μην μπορέσω να μπω; Και από την άλλη, τι να υπήρχε άραγε πίσω από τα τείχη; Μην ήταν βόας; Μην ήταν κροταλίας; Μην ήταν δράκος…; Είδαμε κόσμο να βγαίνει, θεωρήσαμε ότι μάλλον δεν είναι και τόσο επικίνδυνα και αποφασίσαμε να μπούμε.
Στην είσοδο υπήρχε ένας μηχανισμός που έμοιαζε με βρύση. Συνεχίσαμε τον περίπατό μας. Στο επάνω επίπεδο ήταν ερείπια του κάστρου και ξερά χόρτα. Προτιμήσαμε να μην περπατήσουμε πολύ στο συγκεκριμένο σημείο, γιατί ίσως να ήταν επικίνδυνο. Κάναμε μια στάση στην καφετέρια. 
Απολαύσαμε το ρόφημά μας και τη θέα στη θάλασσα, στα καΐκια που μετέφεραν δεκάδες τουρίστες που κάτι τραγουδούσαν και χτυπούσαν παλαμάκια, καθώς πλησίαζαν στο μώλο, και ανθρώπους που απολάμβαναν την ξεγνοιασιά των διακοπών τους κάνοντας καγιάκ, αλεξίπτωτο στη θάλασσα και άλλους που προσάραζαν τα πολυτελή τους σκάφη. Η θέα στα βράχια και το νησάκι μαγνήτιζε το βλέμμα και στο βάθος το απέραντο γαλάζιο του Ιονίου. Κλείναμε τα μάτια για να νιώσουμε την αύρα του απαλού αέρα και του αρώματος των πεύκων. Λίγο πριν φύγουμε από το κάστρο, περπατήσαμε στο στρωμένο από απομεινάρια βράχων και χώμα μονοπάτι, που από τη μια πλευρά χάριζαν τον ίσκιο τους τα δέντρα και από την άλλη το απέραντο γαλάζιο που γέμιζε τα πνευμόνια ιώδιο και γαλήνη.
Η κατάβαση των σκαλιών προς το κέντρο, παιχνιδάκι κι εκεί ένιωσα πολύ άνετη και αέρινη· σχεδόν πεταλουδίτσα – με τόση ευκολία τα κατέβηκα (γιατί όταν τα ανέβαινα, το συναίσθημα ήταν αυτό που λέμε: «Μου ‘φυγε η μαγκιά!»).
Σε όλη τη διαδρομή υπήρχαν μαγαζιά με τουριστικά είδη, στην πλειονότητα τους, αλλά και μερικά καφέ ή μαγαζιά ρούχων και αξεσουάρ. Στο τέλος του δρόμου, βρεθήκαμε σε ένα άνοιγμα, όπου μας ήρθε η μυρωδιά διαφόρων μπαχαρικών και βοτάνων. Μια κυρία είχε στήσει τον πάγκο της και πωλούσε τα δώρα της φύσης. Βότανα, μπαχαρικά, μυρωδικά και μέλι.
Λίγο πιο πάνω η εκκλησία και ο κεντρικός δρόμος που χώριζε το γραφικό κέντρο από το πιο σύγχρονο. Επιστρέψαμε στα γραφικά μονοπάτια που οδηγούσαν στο λιμανάκι και την παραλία.
Βουτήξαμε στα δροσερά, καταγάλανα νερά την ώρα που ο ήλιος μας αποχαιρετούσε. Η παραλία, σχεδόν άδεια, ήταν απολαυστική. Η θάλασσα τύλιγε 
το σώμα μας σαν αγκαλιά και με τι καρδιά να βγούμε από μέσα της; 
Το λεωφορείο της επιστροφής, βάσει προγράμματος, θα αναχωρούσε στις 21:45. Μια μικρή καθυστέρηση του λεωφορείου από Αθήνα, το οποίο είχε ανταπόκριση με εκείνο που θα μετέφερε τον κόσμο στην Πάργα, προξένησε ένα μικρό σούσουρο ανησυχίας στην στάση, παρόλο που υπήρχαν αναρτήσεις με το πρόγραμμα και ένα τηλέφωνο έκτακτης ανάγκης. Περιμέναμε μαζί με άλλα τρία άτομα – που όσο περνούσε η ώρα, τόσο αγχώνονταν πως μπορεί να πέρασε νωρίτερα και να το χάσαμε ή να μην έχει άλλο δρομολόγιο ή να μας ξέχασαν.
Η πιο ανυπόμονη αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια της, όσο έβλεπε ότι εμείς οι υπόλοιποι ήμασταν σε ένα κόσμο αγγελικά πλασμένο και δεν μας ένοιαζε αν εκείνο το βράδυ θα κοιμόμασταν στην Πάργα, στην Πρέβεζα, σε βάρκα ή σε παγκάκι. Εξάλλου, διακοπές ήμασταν!
Κάλεσε στο τηλέφωνο που αναγραφόταν στις ανακοινώσεις του εκδοτηρίου και την ενημέρωσαν ότι θα φθάσει σε πέντε λεπτά, λόγω καθυστέρησης της ανταπόκρισης.
Η διαδρομή της επιστροφής, τόσο αργά τη νύχτα, δεν είχε πολλές στάσεις στα χωριά και μας φάνηκε συντομότερη. Όταν φθάσαμε στο δωμάτιο, κουρασμένοι πια από μια ολόκληρη μέρα μέσα στον ήλιο και τη ζέστη – μεταξύ μας, κουρασμένοι, γιατί δεν είμαστε στην πρώτη νιότη, αλλά αυτό δεν το λέμε – αποκοιμηθήκαμε απενεργοποιώντας το ξυπνητήρι. Ό,τι ώρα θα καταφέρναμε να ξυπνήσουμε, θα ξεκινούσε η επόμενη μέρα.
(…συνεχίζεται…)




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου