Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Μικρές Δημιουργίες

            Αυτές τις ημέρες που μένουμε σπίτι, υπάρχει ένα πρόσωπο που μου λείπει πολύ και δεν είναι άλλο από το Καραμελάκι μου.
Πριν από τον περιορισμό της κυκλοφορίας, μια από τις δραστηριότητες που απολαμβάναμε να κάνουμε μαζί ήταν να φτιάχνουμε κατασκευές και να ζωγραφίζουμε. Είναι, βλέπεις, αυτή η καλλιτεχνική φύση που δεν περιορίζεται και περνάει από νονά σε βαφτιστήρι μέσω του λαδιού. Μιλάμε για παράδοση χρόνων!
            Σήμερα, λοιπόν, καθώς μιλούσαμε μέσω βιντεοκλήσης, μας ήρθε η ιδέα να φτιάξουμε κάτι μαζί, όπως τότε στην προ κορώνα – ιός εποχή, και το αποτέλεσμα είναι αυτό:


 Ένα μπαλόνι που μεταφέρει την αγάπη μου στο μικρό, γλυκό μου Καραμελάκι!

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Πίσω Από Το Προσωπείο


Πέρασα για λίγο…για να μιλήσουμε περί ηρωισμού.
Θυμάσαι πώς ήμασταν και πώς σκεφτόμασταν πριν από ένα – δυο μήνες; Είχαμε ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας, για το οποίο η πλειονότητα έσταζε φαρμάκι, όποτε αναφερόταν σε αυτό. Σχεδόν όλοι διαμαρτυρόμασταν για την κατάσταση στα νοσοκομεία, τα οποία είναι βρώμικα, μπαίνεις μέσα για να επισκεφθείς κάποιον και υπάρχει περίπτωση να φύγεις κουβαλώντας ένα νόσημα, του οποίου την ύπαρξη μπορεί να αγνοούσε ακόμα και ο καλύτερος βιολόγος. Κάποιες νοσοκόμες ήταν αγενείς, οι γιατροί αν δε χρηματίζονταν, μπορεί και να μην έσωζαν τον άνθρωπό σου ή εσένα τον ίδιο, να μην του έδιναν την πρέπουσα σημασία και όσο για εκείνον τον γερο – Ιπποκράτη, τζάμπα είχε βγάλει κάλο το χέρι του να γράψει τον όρκο. Στους διαδρόμους, οι συγγενείς έκαναν διαδήλωση και αν ο γιατρός αγανακτούσε που τον ρωτούσαν κάθε πέντε λεπτά αν έχει νέα, ενώ οι εξετάσεις δεν έχουν βγει ακόμα, τον στόλιζαν κανονικά. Άλλες φορές υπήρχε και η απειλή, η οποία δεν έβγαινε προς τα έξω. Ήταν η άτυπη συμφωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας:
«Κάτσε να πάμε με το καλό στο σπίτι μας και θα δει αυτός ο Καραγκιόζης τι έχει να πάθει.»
                Πηγαίναμε στο σούπερ –μάρκετ περιμέναμε με τις ώρες στα ταμεία, ξεφυσούσαμε για να δείξουμε την αγανάκτησή μας, διότι η ταμίας έκανε μια ώρα να εξυπηρετήσει τον κάθε πελάτη και χάζευε – τώρα αν ο πελάτης είχε αδειάσει δυο καρότσια πάνω στο ταμείο, αυτό δεν είχε καμία σημασία. Περιμέναμε, κυρία μου, ή όχι;!
Για να μην αναφερθούμε στις ουρές των πάγκων των τυριών και των αλλαντικών, όπου μερικοί εξυπνάκηδες έπαιρναν τη σειρά μας κι άλλοτε ερχόμασταν σε άμεση αντιπαράθεση με αυτόν και άλλοτε τα βάζαμε με τον υπάλληλο που δεν έκανε σωστά τη δουλειά του ως τροχονόμος στην περιοχή των γαλακτοκομικών και των λοιπών λιπαρών τροφών.
                Και φυσικά, όλα αυτά συνέβαιναν μόνο εδώ· στην Ελλάδα, στην τριτοκοσμική κουτσουλιά του χάρτη και πουθενά αλλού στον κόσμο. Μη φανταστείς ότι οι υποστηρικτές αυτής της άποψης έχουν ζήσει σε όλες τις χώρες του κόσμου. Όχι! Αυτή η θεωρία ήταν βασισμένη σε μια έγκυρη πηγή που λέγεται ο ξάδελφος του κολλητού του γνωστού του συμπέθερου της θείας της γειτόνισσας του μπατζανάκη, ο οποίος είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Κάθε λιμάνι και καημός, που λέει και το άσμα.
                Κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες μέχρι την 13η Μαρτίου, όπου o κορωνοϊός πήρε τα σκήπτρα του πλανήτη και όλα άλλαξαν. Συντονιστήκαμε να βγούμε στα μπαλκόνια ως τσιρλίντερς για να εμψυχώσουμε μια ομάδα, η οποία είχε μείνει στη συνείδησή μας ως τα «παλτά», αλλά τώρα είναι οι ήρωες. Οι άνθρωποι που δίνουν καθημερινά μάχες για να μας κρατήσουν στη ζωή, για να μας βοηθήσουν, για να βρουν την θεραπεία και για να απαντούν στις ερωτήσεις μας, ώστε εμείς να μπορούμε να προφυλασσόμαστε και να αισθανόμαστε ασφαλείς. Το νοσηλευτικό προσωπικό και οι γιατροί πλέον στα μάτια μας είναι οι Corona Busters και εμείς είμαστε δίπλα τους, να τους μαγειρεύουμε, να τους κανακεύουμε, να σεβόμαστε την υπερπροσπάθεια τους, να τους εκτιμούμε και να αναγνωρίζουμε ότι με κίνδυνο της ζωής τους, αγωνίζονται να υπερασπιστούν τη δική μας στη μάχη που δίνουμε με τον ιό.
                Σε ό,τι αφορά τα σούπερ – μάρκετ, το άστρο της κοινωνικής ευγένειας και του πολιτισμού λάμπει ψηλά στην οροφή του κάθε καταστήματος. Περιμένουμε υπομονετικά τη σειρά μας, χωρίς να δυσανασχετούμε και να ξεφυσάμε, είμαστε ευγενικοί με τους υπαλλήλους και τους συμπολίτες μας, σεβόμαστε τη σειρά προτεραιότητας, είμαστε χαμογελαστοί, ζητάμε και μια συγγνώμη για να περάσουμε και δεν σπρώχνουμε τον άλλον με το καρότσι μέχρι να του προκαλέσουμε κάταγμα στα πλευρά.
                Μας έπιασε και η συμπόνοια, να σεβαστούμε τους υπαλλήλους, οι οποίοι εκθέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο για να μας εξυπηρετήσουν και να μην πηγαίνουμε για ψώνια την Κυριακή. Βεβαίως, είμαστε οι ίδιοι που θα έμπαιναν σε ένα κατάστημα πέντε λεπτά πριν από το κλείσιμο των ταμείων για να αγοράσουν τα ψώνια της εβδομάδας, αλλά τώρα έχουμε κορωνοϊό και ο σεβασμός έχει άλλη αξία.
                Το στενάχωρο για μένα, δεν είναι η προηγούμενη κατάσταση, ούτε η γνώμη που είχαμε για εκείνους – είτε ήταν σωστή, είτε λανθασμένη, είτε σωστή στα σημεία –, αλλά ότι όλη την αλλαγή στον τρόπο σκέψης μερικών ανθρώπων την έφερε ο φόβος που προκάλεσε μια πανδημία. Θα μου πεις, κάτι είναι και αυτό. Ναι, μόνο που όταν βελτιωθεί η κατάσταση ή τελειώσει, δε θα ήταν τίμιο, από εκεί που κάποιοι από εμάς έβγαιναν στα μπαλκόνια για να εμψυχώσουν με ένα χειροκρότημα τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, τους ανθρώπους που εργάζονται σε καταστήματα τροφίμων, να ξεχνούν ότι αυτοί οι άνθρωποι την ίδια δουλειά έκαναν πριν από την πανδημία, την ίδια δουλειά θα κάνουν και μετά από αυτήν.
Ο γιατρός θεράπευε τους ασθενείς πριν από την πανδημία, το κάνει τώρα εν καιρώ πανδημίας και το ίδιο θα κάνει και μετά από αυτήν. Οι νοσηλευτές φρόντιζαν τους ασθενείς πριν από την πανδημία, τους φροντίζουν και τώρα και το ίδιο θα κάνουν και με το πέρας αυτής. Οι υπάλληλοι των καταστημάτων που συναντάμε τώρα,  είναι οι ίδιοι άνθρωποι που βλέπαμε πριν από την πανδημία και θα είναι οι ίδιοι που θα μας εξυπηρετούν και όταν αυτή περάσει.
                Κάτι μου λέει πως όταν όλα περάσουν και επιστρέψουμε στην κανονικότητα, όχι μόνο δε θα έχουμε λόγο για να τους χειροκροτήσουμε, αλλά μπορεί να έχουμε διαγράψει από τη μνήμη μας όλα αυτά τα διθυραμβικά σχόλια για τον ηρωισμό τους.




Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ό,τι Είχε Απομείνει


           Περπατούσε στο μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν εκείνος των ψιλών χαλικιών που τρίβονταν στα παπούτσια της, καθώς πλησίαζε στην είσοδο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί. Δε θυμόταν πόσα, αλλά ούτε ενδιαφέρθηκε να τα μετρήσει. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά της… ούτε καν η λαχτάρα της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να δει ξανά εκείνον τον γαλάζιο ουρανό με τα ασημένια αστέρια.
            Πέρασε την πύλη του πέτρινου τείχους που πάνω του είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα, χορτάρια, ακόμα κι ένα μικρό πεύκο που έγερνε για να βρει μια χαραμάδα προς τον ήλιο.
          Το λιθόστρωτο μονοπάτι, τα κανόνια στο βάθος και μια πηγή κρυμμένη στην πλαγιά του λόφου προς την ακρόπολη… Πόσες φορές είχε παίξει μέσα στα τείχη του κάστρου και πόσες φορές είχε ανηφορίσει προς την ακρόπολη συζητώντας με τις φίλες της! Κάποτε όλη η χαρά της άνοιξης απλωνόταν σε τούτο το μέρος. Γεμάτο ανθισμένα λουλούδια και πεταλούδες.
Συνέχισε να περπατά πάνω στις ξερές πευκοβελόνες.
            Πέρασε την πύλη του περιφράγματος. Εκεί που άλλοτε άνθιζαν οι τριανταφυλλιές και στο προαύλιο υπήρχε ένα κιόσκι από σίδερο που πάνω του απλώνονταν τα αναρριχώμενα φυτά για να λιαστούν και δυο – τρεις θάμνοι φοίνικα. Το κιόσκι ξηλώθηκε και τα φυτά εξαφανίστηκαν. Κάτι μπουκαμβίλιες στο πλάι, μπλέκονταν ανάμεσα στα κλαδιά των ελαιόδεντρων και ένας σωρός από πέτρες σχημάτιζαν μια μάντρα. Κοίταξε γύρω της. Απογοήτευση. Μεγάλωσε κι εκείνη και ο τόπος και χάσανε λίγη από τη μαγεία τους μαζί με τα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους.
            Ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Θυμόταν πως οι μεγαλύτεροι άνθρωποι ανησυχούσαν μήπως πέσει εκείνος ο ουρανός και κάθε φορά που έμπαινε μέσα, η γιαγιά της τής έλεγε να προσέχει και να είναι κοντά της. Στη μνήμη της είχε μείνει η κατανυκτική ατμόσφαιρα, μια ξύλινη, κυκλική, σκαλιστή κατασκευή σα σκάλα όπου ήταν η θέση του ψάλτη. Στην κορυφή της στέκονταν οι σκαλιστοί, ξύλινοι αετοί. Δεν υπήρξε ποτέ ιδιαιτέρως θρήσκα, όμως ποτέ δεν αρνήθηκε στη γιαγιά της να τη συνοδέψει σε εκείνη την εκκλησία για να ανάψουν τα καντήλια με το λάδι που έβγαζε από τις «ελίτσες» της – όπως συνήθιζε να αποκαλεί το μικρό χωραφάκι που είχε με τις λιγοστές ρίζες ελιές. Οι εικόνες παλιές, κάποιες ξεθωριασμένες από το χρόνο. Εκεί ήταν, αυτό που λένε, ο οίκος του Θεού. Ένιωθε πως ο Θεός την κοιτούσε από εκείνον τον ουρανό, παρόλο που δεν είχε βρεθεί ποτέ σε 'κείνη την εκκλησία σε ώρα λειτουργίας. Πήγαιναν αραιά και πού για να ανάψουν τα καντήλια χωρίς να είναι γιορτή. Έτσι… «για το καλό», που λένε.
            Κοιτούσε τον τρούλο. Γαλάζιος, γεμάτος ασημένια αστέρια. Το πάτωμα σκονισμένο από τους σοβάδες που είχαν πέσει, όμως εκείνος ο ουρανός – ακόμα και ξεφλουδισμένος – ήταν ο αγαπημένος της. Δε χόρταινε να τον κοιτάζει.
            Οι φλόγες από τα καντήλια ήταν το μόνο φως που έμπαινε και το ψέλλισμα της προσευχής μέσα από τα χείλη της γιαγιάς της, ο μόνος ήχος που ακουγόταν.
            Έκαναν τον σταυρό τους. Η γιαγιά καθάριζε το λάδι από τα χέρια της με τη χαρτοπετσέτα, έβαζε τα σκουπίδια σε μια νάιλον σακούλα, την έπιανε από το χέρι και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
            Τα χρόνια πέρασαν. Η εκκλησία ανακαινίστηκε. Αναστηλώθηκε. Έβαλαν καινούργιες πόρτες, γυάλισαν τα πατώματα, όμως έσβησε η λάμψη της. Ακόμα και τα καντήλια, τα ξεκρέμασαν και το πάτωμα καθάρισε από τους πεσμένους σοβάδες.


Έφυγε και η γιαγιά… Ό,τι είχε απομείνει, ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι ουρανού με πέντε ασημένια αστέρια.