Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Ό,τι Είχε Απομείνει


           Περπατούσε στο μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν εκείνος των ψιλών χαλικιών που τρίβονταν στα παπούτσια της, καθώς πλησίαζε στην είσοδο. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκε εκεί. Δε θυμόταν πόσα, αλλά ούτε ενδιαφέρθηκε να τα μετρήσει. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά της… ούτε καν η λαχτάρα της. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να δει ξανά εκείνον τον γαλάζιο ουρανό με τα ασημένια αστέρια.
            Πέρασε την πύλη του πέτρινου τείχους που πάνω του είχαν φυτρώσει αγριολούλουδα, χορτάρια, ακόμα κι ένα μικρό πεύκο που έγερνε για να βρει μια χαραμάδα προς τον ήλιο.
          Το λιθόστρωτο μονοπάτι, τα κανόνια στο βάθος και μια πηγή κρυμμένη στην πλαγιά του λόφου προς την ακρόπολη… Πόσες φορές είχε παίξει μέσα στα τείχη του κάστρου και πόσες φορές είχε ανηφορίσει προς την ακρόπολη συζητώντας με τις φίλες της! Κάποτε όλη η χαρά της άνοιξης απλωνόταν σε τούτο το μέρος. Γεμάτο ανθισμένα λουλούδια και πεταλούδες.
Συνέχισε να περπατά πάνω στις ξερές πευκοβελόνες.
            Πέρασε την πύλη του περιφράγματος. Εκεί που άλλοτε άνθιζαν οι τριανταφυλλιές και στο προαύλιο υπήρχε ένα κιόσκι από σίδερο που πάνω του απλώνονταν τα αναρριχώμενα φυτά για να λιαστούν και δυο – τρεις θάμνοι φοίνικα. Το κιόσκι ξηλώθηκε και τα φυτά εξαφανίστηκαν. Κάτι μπουκαμβίλιες στο πλάι, μπλέκονταν ανάμεσα στα κλαδιά των ελαιόδεντρων και ένας σωρός από πέτρες σχημάτιζαν μια μάντρα. Κοίταξε γύρω της. Απογοήτευση. Μεγάλωσε κι εκείνη και ο τόπος και χάσανε λίγη από τη μαγεία τους μαζί με τα χρόνια που πέρασαν από πάνω τους.
            Ανέβηκε τα σκαλοπάτια. Θυμόταν πως οι μεγαλύτεροι άνθρωποι ανησυχούσαν μήπως πέσει εκείνος ο ουρανός και κάθε φορά που έμπαινε μέσα, η γιαγιά της τής έλεγε να προσέχει και να είναι κοντά της. Στη μνήμη της είχε μείνει η κατανυκτική ατμόσφαιρα, μια ξύλινη, κυκλική, σκαλιστή κατασκευή σα σκάλα όπου ήταν η θέση του ψάλτη. Στην κορυφή της στέκονταν οι σκαλιστοί, ξύλινοι αετοί. Δεν υπήρξε ποτέ ιδιαιτέρως θρήσκα, όμως ποτέ δεν αρνήθηκε στη γιαγιά της να τη συνοδέψει σε εκείνη την εκκλησία για να ανάψουν τα καντήλια με το λάδι που έβγαζε από τις «ελίτσες» της – όπως συνήθιζε να αποκαλεί το μικρό χωραφάκι που είχε με τις λιγοστές ρίζες ελιές. Οι εικόνες παλιές, κάποιες ξεθωριασμένες από το χρόνο. Εκεί ήταν, αυτό που λένε, ο οίκος του Θεού. Ένιωθε πως ο Θεός την κοιτούσε από εκείνον τον ουρανό, παρόλο που δεν είχε βρεθεί ποτέ σε 'κείνη την εκκλησία σε ώρα λειτουργίας. Πήγαιναν αραιά και πού για να ανάψουν τα καντήλια χωρίς να είναι γιορτή. Έτσι… «για το καλό», που λένε.
            Κοιτούσε τον τρούλο. Γαλάζιος, γεμάτος ασημένια αστέρια. Το πάτωμα σκονισμένο από τους σοβάδες που είχαν πέσει, όμως εκείνος ο ουρανός – ακόμα και ξεφλουδισμένος – ήταν ο αγαπημένος της. Δε χόρταινε να τον κοιτάζει.
            Οι φλόγες από τα καντήλια ήταν το μόνο φως που έμπαινε και το ψέλλισμα της προσευχής μέσα από τα χείλη της γιαγιάς της, ο μόνος ήχος που ακουγόταν.
            Έκαναν τον σταυρό τους. Η γιαγιά καθάριζε το λάδι από τα χέρια της με τη χαρτοπετσέτα, έβαζε τα σκουπίδια σε μια νάιλον σακούλα, την έπιανε από το χέρι και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής.
            Τα χρόνια πέρασαν. Η εκκλησία ανακαινίστηκε. Αναστηλώθηκε. Έβαλαν καινούργιες πόρτες, γυάλισαν τα πατώματα, όμως έσβησε η λάμψη της. Ακόμα και τα καντήλια, τα ξεκρέμασαν και το πάτωμα καθάρισε από τους πεσμένους σοβάδες.


Έφυγε και η γιαγιά… Ό,τι είχε απομείνει, ήταν μόνο ένα μικρό κομμάτι ουρανού με πέντε ασημένια αστέρια.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου