Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

Οι Σουσούδες του παντοπωλείου


       Το σουπερ – μαρκετ είναι η παιδική μου χαρά. Μπορώ να κάνω βόλτες, να χαζεύω τα προϊόντα και, σε αντίθεση με άλλα καταστήματα, δεν έχω καμία πωλήτρια πάνω από το κεφάλι μου να με ζαλίζει:
«Μήπως θέλετε βοήθεια; Να σας δείξω κάτι; Εξυπηρετείστε;»
Δε λέω, τη δουλειά τους κάνουν τα κορίτσια και θέλουν να μας εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, απλώς μερικές ξεφεύγουν και είναι εκνευριστικές. Στο σούπερ – μάρκετ, όμως κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ακόμα κι αν σταθείς μια ώρα απέναντι από το ράφι με τα ζυμαρικά προσπαθώντας να αποφασίσεις ποιο θα αγοράσεις, δε θα έρθει κανείς να σου πει ότι ο χρόνος παραμονής σου έληξε και πρέπει να αλλάξεις πίστα.
            Επίσης, επειδή ο συγκεκριμένος χώρος συνδέεται άμεσα με την καθημερινότητα μας, μπορείς να παρατηρήσεις τη συμπεριφορά και τις συνήθειες των άλλων, με καλύτερο όλων τη συμπεριφορά των πελατών απέναντι στους υπαλλήλους.
            Οι περισσότεροι είναι ευγενικοί σε ό,τι αφορά το λεκτικό μέρος. Σε ό,τι αφορά το πρακτικό μέρος, τους λες και ολίγον «κουφαλίτσες».
            Κατά καιρούς έβλεπα σκορπισμένα καρότσια σούπερ – μάρκετ και πίστευα πως κάποιος πήγαινε τα ψώνια του μέχρι το αυτοκίνητο και το παρατούσε εκεί. Τα καταστήματα από την άλλη, για να περιορίσουν τις απώλειες, έβαλαν μηχανισμό με κέρματα. Μάλλον, νόμιζαν πως αυτό θα ήταν αποτρεπτικό για κάποιους, αλλά όχι. Τώρα επικρατεί η νέα τάση που ορίζει ότι όχημα δε θεωρείται μόνο το ΙΧ αυτοκίνητο και χώρος στάθμευσης δε θεωρείται μόνο ο χώρος, ο οποίος διατίθεται από το κατάστημα για αυτόν τον σκοπό. Μεταφορικό μέσο είναι οτιδήποτε εξυπηρετεί στην μετακίνησή μας και χώρος στάθμευσης όπου πατάμε – δρόμος, πεζοδρόμιο, αλάνα, γήπεδο… δεν έχει σημασία. Έτσι ο καθένας σέρνει το καρότσι ως τη στάση του λεωφορείου, το παρκάρει εκεί, παίρνει τα ψώνια του και επιβιβάζεται. Τώρα αν η στάση του λεωφορείου βρίσκεται σε απόσταση οκτακοσίων μέτρων από το σούπερ – μάρκετ, φταίει ο ιδιοκτήτης που δε σκέφτηκε να το χτίσει ακριβώς δίπλα. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι υπάλληλοι δε θα χρειαζόταν να παίζουν το παιχνίδι του χαμένου θησαυρού. Από την άλλη, βέβαια, είναι και διασκεδαστικό. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια στη δουλειά. Τακτοποίηση ραφιών, σούρτα – φέρτα στην αποθήκη να κουβαλάνε κούτες… σκέτη πλήξη! Ας παίξουμε το «πού ‘το, πού ‘το, το καρότσι…. Ψάξε, ψάξε… δε θα το βρεις».
            Μην φανταστείς ότι όσοι το κάνουν αυτό είναι τίποτα νεαρά άτομα που βαριούνται την ίδια τους την ύπαρξη, αυθάδεις και τεμπέληδες. Όχι. Όσους είδα να το κάνουν αυτό, είναι άτομα μεγάλης ηλικίας – μεσήλικες ή και ηλικιωμένοι. Καταλαβαίνω πως ένας ηλικιωμένος δυσκολεύεται να μεταφέρει τα ψώνια, αλλά μπορεί να κάνει χρήση της υπηρεσίας διανομής κατ’ οίκον – λιγότερο διασκεδαστικό, θα μου πεις. Και συνήθως είναι οι ίδιοι άνθρωποι που διατυμπανίζουν ότι στα χρόνια τους υπήρχε ‘σέβας’ και ανθρωπιά. Καθώς φαίνεται και τα δυο, μάλλον έφυγαν με εκείνα τα χρόνια, καθότι ούτε ‘σέβας’ στους κανονισμούς υπάρχει, ούτε ανθρωπιά απέναντι στους εργαζομένους. Συμπεριφέρονται ως άλλες Σουσούδες που θεωρούν υποχρέωση των υπαλλήλων να τις υπηρετούν. Η σκέψη να αγοράσουν ένα καρότσι, από αυτά της λαϊκής, και να το έχουν στο σπίτι τους, να μην κουράζονται να κουβαλούν σακούλες ούτε προς ούτε από το λεωφορείο, δεν υπάρχει ως σκέψη;
            Και τέλος πάντων, μήπως να κατεβαίνουμε σιγά – σιγά από το συννεφάκι μας. Η Γη έχει δικό της άξονα, δε γυρίζει γύρω από εμάς για να θεωρούμε τους εαυτούς μας το κέντρο του κόσμου και όλους τους υπολοίπους υποχρεωμένους να τρέχουν από πίσω μας.