Κυριακή 27 Ιουνίου 2021

Τον Ήλιο Κατάματα

Από το παγκάκι εκεί στο λόφο, ανοίγουν το δρόμο τα σύννεφα για να περάσει ο Ήλιος.
Ώρα προσευχής, μιας μεγάλης ευχής.
Μέσα από τα σύννεφα, ξεπροβάλλει ο Ήλιος. Θεός, φωτεινός, θεραπευτής.
Καίει τον πόνο και διώχνει το σκοτάδι από τα μάτια, από την ψυχή.
Από το παγκάκι εκεί στο λόγο, ανοίγουν το δρόμο τα σύννεφα για να περάσει ο Ήλιος.
Η παράδοση στη γαλήνη του φωτός.




Δευτέρα 21 Ιουνίου 2021

Το Κόκκινο Κυκλάμινο

            Ακόμα μια μέρα σκούπιζε τα σκαλοπάτια του πεζοδρομίου. Η σκούπα σκόνταψε σε μια μικρή πράσινη φουντίτσα που ξεπρόβαλε από το τσιμέντο. Τόσα χρόνια καθάριζε αυτά τα τσιμέντα και τίποτα όμορφο δεν είχε συναντήσει.
            Έσκυψε, χάιδεψε τα φύλλα του και βεβαιώθηκε ότι όντως είχε ριζώσει για τα καλά.
Μέσα από τις φυλλωσιές των δέντρων ακούγονταν τα τιτιβίσματα των πρωινών πουλιών που μόλις είχαν βγει στο σεργιάνι για το κυνήγι του σκουληκιού. Το διάλειμμα αργούσε ακόμα. Δεν είχαν περάσει ούτε δέκα λεπτά από την ώρα που έπιασε δουλειά, αλλά κάθισε δίπλα στο κόκκινο κυκλάμινο, να πιεί δυο γουλιές καφέ, να προσποιηθεί πως καπνίζει το πρωινό τσιγάρο, εκείνο που σε συνδυασμό με την καφεΐνη θα σήμανε την έναρξη της ημέρας. Κουβαλούσε μαζί του ένα τσιγάρο στην τσέπη σα φυλαχτό. Δεν το άναβε· ήθελε μόνο να το κρατά και να έχει την ψευδαίσθηση της μέθης από την πίσσα και την νικοτίνη.
Αναρωτήθηκε πώς να βρέθηκε εκεί και κυρίως, πώς κατάφερε να επιβιώσει. Ένιωσε τη μοναξιά του, την αγωνία και την ανάγκη της επιβίωσης. Να είναι απόκληρος, αλλά να μην το βάζει κάτω.
Διωγμένο από την ασφάλεια της γλάστρας του αναζητούσε τη δική του αφετηρία για μια νέα αρχή. Μπορεί να το είχε φέρει ο άνεμος, ίσως κάποιο πουλί, μπορεί ακόμα και να το πέταξαν. Εκείνο πεισμωμένο ξεγλίστρησε και δεν τους έκανε το χατίρι. Άνθισε μέσα από τα τσιμέντα και ας μην είχε τίποτα παραπάνω από την πρωινή υγρασία ή το νερό της βροχής.
Ενδεχομένως να έφθανε συχνά στα όρια της εξάντλησης, της απογοήτευσης ακόμα και της παραίτησης. Στα όρια, αλλά δεν παραιτήθηκε. Πήρε φόρα και βγήκε μέσα από τη χαραμάδα. Δεν το τρόμαξαν τα εμπόδια, οι βιαστικοί βηματισμοί, οι γάτες που συνήθιζαν να λιάζονται στα σκαλοπάτια, ούτε οι καθαριστές που μπορεί να μπέρδευαν τα φύλλα του με κάποιου είδους ζιζάνιο και να το ξερίζωναν, ούτε την κακοκαιρία. Ήταν αποφασισμένο να επιβιώσει, να ανθίσει και να ακολουθήσει το δρόμο προς την επίτευξη του στόχου του· τη νέα αρχή. Κανένα εμπόδιο δεν ήταν αρκετό, ώστε να μην ανοίξει τα πέταλά του.
Στερέωσε το τσιγάρο στο αφτί του και σηκώθηκε για να συνεχίσει τη δουλειά του, με το βλέμμα χαμηλωμένο τούτη τη φορά, όχι επειδή τον ενοχλούσε ο ήλιος που σιγά – σιγά τεντωνόταν από το ξύπνημά του, ούτε για να σκουπίζει καλύτερα το πεζοδρόμιο. Το βλέμμα του ήταν χαμηλωμένο από δέος προς το κόκκινο κυκλάμινο που είχε περισσότερη θέληση από τον ίδιο.