Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (V)

            Κυριακή πρωί. Ξύπνησε, ήπιε έναν καφέ στο μπαλκόνι δίπλα στην ανθισμένη μπουκαμβίλια, της οποίας τα κλαδιά έφθαναν από τον κάτω όροφο ως τα κάγκελα του μπαλκονιού της. Φωτογράφισε τα άνθη της και τη δημοσίευσε στο instagram για να καλημερίσει τους χιλιάδες θαυμαστές της.
            Από το διπλανό διαμέρισμα ακουγόταν το ραδιόφωνο συντονισμένο στη συχνότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το ηλικιωμένο ζευγάρι ξυπνούσε κάθε Κυριακή στις επτά και μισή. Συντόνιζαν το ραδιόφωνο για να ακούσουν τις ψαλμωδίες όση ώρα ετοιμάζονταν. Έπιναν ζεστό γάλα με μέλι και έτρωγαν δυο φρυγανιές ο καθένας αλειμμένες με μαρμελάδα βερίκοκο. Έπειτα φορούσαν τα καλά τους, εκκλησιάζονταν και στο τέλος, της λειτουργίας, έκαναν έναν περίπατο στο Ζάππειο, έπιναν ένα καφέ και επέστρεφαν στο σπίτι.
 Ένα πρωινό που ο καιρός ήταν βροχερός και δεν είχαν διάθεση να βγουν, είχαν καλέσει τη Μαρουλίτα για να προγευματίσει μαζί τους. Το διαμέρισμά τους τής θύμισε το πατρικό της, όπου η μάνα της ως βασικό στοιχείο διακόσμησης είχε τα κοφτά σεμεδάκια και πάντα στο κέντρο του τραπεζιού, ένα βάζο με τη βοσκοπούλα και πλαστικά λουλούδια, τα οποία αντικαθιστούσε με φυσικά τις γιορτινές ημέρες.
Η ηλικιωμένη γυναίκα την ξενάγησε στο διαμέρισμα. Δεν της είχε τύχει να την επισκεφθεί ξανά ντίβα του θεάτρου και είχε ενθουσιαστεί που το άρωμα μιας πρωταγωνίστριας είχε επισκιάσει το ροδόνερο με την έντονη, σχεδόν πικάντικη μυρωδιά, που τους είχε φέρει μια ανιψιά τους από ένα ταξίδι της στην Βουλγαρία. Η αύρα της έμοιαζε σα να άφηνε χρυσόσκονη στο πέρασμά της και η ηλικιωμένη γυναίκα, αυτό το έβρισκε καταπληκτικό. Ήθελε αυτή η μαγεία να περάσει σε κάθε μέρος του σπιτιού, σε κάθε πόρο των φρεσκοβαμμένων τότε τοίχων. Την παρακάλεσε να τους τραγουδήσει και, μολονότι η Μαρουλίτα δεν τραγουδούσε ποτέ πρωινές ώρες για να προστατεύσει τη φωνή της, δεν μπόρεσε να το αρνηθεί σε εκείνο το ζευγάρι γέρικων ματιών που σχεδόν υγρά την ικέτευαν. Οι κλίμακες της φωνής της ξεδιπλώνονταν αργά – αργά, τόσο που το εύρος των φωνητικών της δυνατοτήτων ήταν μεγαλύτερο από τα εξήντα τετραγωνικά. Ερμήνευσε ένα μέρος από την Αΐντα και όταν τελείωσε τη χειροκροτούσαν και από τις διπλανές πολυκατοικίες. Είχε πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες θεατρικές παραστάσεις της Ελλάδος και του εξωτερικού, αλλά εκείνοι οι δυο ηλικιωμένοι που σηκώθηκαν και με δάκρυα στα μάτια την χειροκροτούσαν φωνάζοντας ενθουσιασμένοι:
«Μπράβο!»
και από τα γύρω μπαλκόνια περίμεναν να ερμηνεύσει ακόμα ένα απόσπασμα, δεν το είχε ζήσει σε κανένα θέατρο του κόσμου, ούτε καν στη Σκάλα του Μιλάνου, γιατί κανένα κοινό δεν της είχε προκαλέσει ρίγη συγκίνησης. Ήταν δεδομένο ότι όποιος πήγαινε να ακούσει την ερμηνεία της, θα μαγευόταν. Εκείνη ήταν η μοναδική φορά που η ίδια μαγεύτηκε από το κοινό και αυτό δεν ήταν δεδομένο. Και πόσο ανόητη ένιωσε που πριν από μερικές ώρες, στεκόταν στην πόρτα του διαμερίσματος τους και απέφευγε να χτυπήσει το κουδούνι, γιατί το πιθανότερο θα ήταν το διαμέρισμα να είχε τη μυρωδιά των νιάτων που μπήκαν στη ναφθαλίνη και του λιβανιού που θα τους συνόδευε στο άπειρο. Πόσο ανόητη ένιωσε, που πριν από μερικές ώρες, δεν της πέρασε από το μυαλό ότι εκείνο θα ήταν το πιο ενδιαφέρον πρωινό της ζωής της.
            Ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ και σηκώθηκε για να ντυθεί.
            Στο σπίτι της Άννας φορούσαν πάντοτε άνετα ρούχα, γιατί ήταν σαν το σπίτι τους. Στη ζεστασιά της οικοδέσποινας, στο αγαπησιάρικο δέσιμο της παρέας, δεν χωρούσαν τύποι και αυστηρά ντυσίματα. Μόνο γέλια, παιχνίδια, χορός και τραγούδι.
            Ο Βελισάριος είχε φροντίσει ένα χώρο στη ντουλάπα του να τον ονομάσει
“Κοστούμια για τα καλέσματα της Άννας” και εκεί είχε μόνο φόρμες και άνετα παντελόνια, πουλόβερ ή μακό μπλουζάκια αναλόγως την εποχή. Όλες τις υπόλοιπες ημέρες προτιμούσε τα κοστούμια.
            Η Μαρουλίτα δεν φορούσε φόρμες. Ακόμα και τις δουλειές του σπιτιού τής έκανε φορώντας ρομπ – ντε – σαμπρ. Η ντουλάπα της ήταν γεμάτη με κοστούμια από το θέατρο, επίσημα ενδύματα, ταγιέρ… Έψαχνε να βρει ένα ξεχασμένο τζιν που είχε καταχωνιάσει κάπου στην ντουλάπα. Είχε πετάξει σχεδόν όλα τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι και εκείνο το τζιν ακόμα δεν είχε βρεθεί. Η τελευταία της ελπίδα ήταν μια βαλίτσα, όπου αποθήκευε όσα επέλεγε σπανίως να φορέσει. Ούτε εκεί. Φόρεσε ένα φόρεμα, τις χαμηλοτάκουνες γόβες της έριξε και μια εσάρπα στους ώμους της και πήγε στο Μοναστηράκι να βρει ένα παντελόνι. Όλο και κάποιο μαγαζί θα ήταν ανοιχτό.
            Μπήκε σε ένα κατάστημα με νεανικά ρούχα. Η πωλήτρια την κοιτούσε περίεργα:
«Καλημέρα. Ναι, εγώ είμαι, αγαπητή μου, μη με κοιτάζετε έτσι. Θα σας υπογράψω ένα αυτόγραφο αργότερα. Προς το παρόν, επείγομαι.»
«Καλημέρα. Δεν ξέρω ποια είστε, αλλά δε νομίζω να έχουμε αυτό που θέλετε.»
«Ξέρετε τι θέλω;»
«Φαντάζομαι, κάποιο ταγιέρ.»
«Δεν έχετε φαντασία, αγαπητή μου, λυπάμαι. Ένα τζιν ψάχνω.»
«Για την κορούλα σας; Βεβαίως, περάστε.», χαμογέλασε η πωλήτρια και έκανε στην άκρη για να περάσει η Μαρουλίτα.
«Κοιτάξτε, δεν το σχολίασα από σεμνότητα και μετριοφροσύνη, αλλά μου φαίνεται πως εσείς είστε αδιόρθωτη. Είμαι η Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο. Αν κάνεις μια αναζήτηση στο ίντερνετ, θα καταλάβεις πόσο μεγάλη τιμή είναι για σένα να με εξυπηρετείς. Και δεν έχω κορούλα. Είναι για μένα. Έχεις ή να πάω αλλού; Δεν έχω χρόνο για χάσιμο.»
«Το νουμεράκι σας;»
«Μεγαλύτερο από το δικό σας σίγουρα. Έχετε ή θα με καθυστερείτε αδίκως;»
«Να ψάξω. Δώστε μου ένα λεπτό.»
Η πωλήτρια δεν βρήκε τίποτα σε τζιν παντελόνι μεγαλύτερο από το medium. Εκείνο το μικροσκοπικό μεσαίο μέγεθος, όπου καμία φυσιολογική γυναίκα, όσο αδύνατη και να ήταν, δεν έμπαινε.
Συνέχισε να ψάχνει και σε δυο – τρία μαγαζιά ακόμα και κατέληξε σε ένα που είχε ρούχα από δεύτερο χέρι. Παρόλο που απεχθανόταν τα “δεύτερα χέρια”, τόσο για λόγους γοήτρου όσο και για λόγους υγειονομικούς – αν και ήξερε ότι τα περνούσαν από τον κλίβανο πριν βρεθούν στα ράφια, δεν έπαυε να τα θεωρεί σιχαμερά. Πλήρωσε και επέστρεψε στο σπίτι για να ετοιμαστεί καταλλήλως για το γεύμα στο σπίτι της Άννας.
Φόρεσε με μεγάλη δυσκολία το καινούργιο τζιν. Ανατρίχιασε που στο δέρμα της ακουμπούσε ένα ύφασμα, το οποίο δεν είχε επισκεφθεί πρώτα το δικό της πλυντήριο για να είναι σίγουρη ότι θα είχε εκτελέσει με τη δύναμη των μπλε και πράσινων κόκκων και το τελευταίο μικρόβιο που κατάφερε να κρυφτεί για να μην μετατραπεί σε ατμό.
Το συνδύασε με ένα ροζ – σομόν βαμβακερό πουκάμισο και μια μάλλινη γκρι ζακέτα. Τίναξε τα μαλλιά της για να φαίνονται επιμελώς ατημέλητα, έκανε ένα ελαφρύ μακιγιάζ, έβαλε σε μια σακούλα τεκίλα, λάιμ και αλάτι για να τους φτιάξει μαργαρίτες, πήρε το τσαντάκι της, κλειδιά, κινητό και ήταν έτοιμη να φύγει. Βγήκε από το διαμέρισμα, πήγε να κλειδώσει και είχε ξεχάσει να βάλει κόκκινο κραγιόν. Καταστροφή! Άνοιξε την πόρτα, έβαψε τα χείλη της κόκκινα και τότε ήταν πραγματικά έτοιμη προς αναχώρηση.

Όταν έφθασε στο σπίτι της Άννας δεν είχε πάει κανείς άλλος, όμως δεν την ενόχλησε καθόλου. Ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τα πουν για λίγο οι δυο τους.
Κλείστηκαν στην κουζίνα. Η Μαρουλίτα έφτιαξε ένα πράσινο τσάι και τη μια στιγμή καθόταν στην καρέκλα και την άλλη, σαν τη μέλισσα, γυρόφερνε την Άννα:
«Μπορείς να σταθείς σε μια μεριά; Με εμποδίζεις και σε λίγο θα έρθει ο κόσμος. Πρέπει να ετοιμάσω.»
«Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μου θύμωσε, επειδή δεν καταδέχτηκα να με ταπεινώνει ένας σκηνοθετάκος.»
«Ε, όχι και σκηνοθετάκος!»
«Τώρα μιλάμε για τα δικά μου συναισθήματα. Τι σου είπε; Θα έρθει;»
«Δεν ξέρω. Δεν μιλήσαμε. Είναι κλειστό το τηλέφωνό του. Λες να έπαθε τίποτα;»
«Μπα, θα το μαθαίναμε.»
Το κουδούνι χτύπησε. Η Μαρουλίτα άφησε την κούπα στο τραπέζι και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα.
«Γειά…»
«Γειά σου και σένα. Δεν περίμενα να χαρείς… καθόλου, μετά από τόσους μήνες που έχουμε να μιλήσουμε.»
«Συγγνώμη, Χρύσα. Δεν είμαι στα καλά μου. Εσύ ξέρεις αν θα έρθει ο Βελισάριος;»
«Να περάσω, γιατί έχουν πιαστεί τα χέρια μου να κρατάω τη γαβάθα και όλα αυτά τα πράγματα;»
Η Χρύσα πήγε στην κουζίνα να αφήσει την γαβάθα με την μακαρονοσαλάτα και μερικά γλυκίσματα. Όταν την είδε η Άννα, σκούπισε τα χέρια της στην πετσέτα, την καλωσόρισε φιλώντας τη σταυρωτά και τη βοήθησε να αφήσει τα πράγματα στον πάγκο.
«Καλησπέρα, Άννα μου!», η Χρύσα έβγαλε το πανωφόρι της, «Τι έγινε, Μαρουλίτα, πάλι τσακωθήκατε εσείς οι δυο;»
«Τα κλασικά. Ακόμα δεν τους έμαθες;», πετάχτηκε η Άννα.

Σιγά – σιγά είχαν μαζευτεί όλοι. Το τραπέζι στρωμένο με διαφόρων ειδών εδέσματα από τη μεξικανική κουζίνα. Περίμεναν μισή ώρα ακόμα μήπως ερχόταν ο Κύρος και ο Βελισάριος.
Έπειτα από μερικά λεπτά εμφανίστηκε ο Κύρος και η Μαρουλίτα ήταν πεπεισμένη πια ότι ο Βελισάριος, δε θα ερχόταν.
            Κάθισαν στο τραπέζι. Ο Κύρος φρόντισε να καθίσει δίπλα στη Μαρουλίτα:
«Καλησπέρα. Είμαι ο Κύρος, ο κουμπάρος της Άννας. Δεν έχει τύχει να γνωριστούμε.»
«Μαρουλίτα Χατζηστυλιανού – Πο.», πρότεινε το χέρι της για χειραψία. Ο Κύρος το έπιασε τρυφερά και της έκανε χειροφίλημα.
«Κοίτα σύμπτωση! Πέρσι μου είχαν πει για μια παράσταση στην όπερα που πρωταγωνιστούσε μια συνονόματή σου. Είστε συγγενείς;»
«Ναι, σιαμαίες.»
«Διακρίνω μια ειρωνεία;»
«Είναι το χιούμορ μου λίγο περίεργο. Με συγχωρείτε.», έσπρωξε ελαφρώς την καρέκλα της για να σηκωθεί.
«Μήπως να αφήναμε τον πληθυντικό; Μια παρέα είμαστε.»
«Θα προτιμούσα να τον διατηρήσουμε. Στην παρέα σας να μιλάτε όπως θέλετε, εγώ δε σας ήξερα και από χθες.»
Πήγε στο μπάνιο και έπλυνε τα χέρια της. Ο ερωτισμός που εξέπεμπε δεν σήμαινε ότι ήταν μια ανοιχτή πόρτα για να μπαινοβγαίνει στη ζωή της όποιος και όποτε ήθελε και ειδικά, εκείνη την Κυριακή είχε κλειδαμπαρώσει. Επέστρεψε στο τραπέζι.
            Όλοι συζητούσαν, γελούσαν, αλληλοπειράζονταν και ο Κύρος την φλέρταρε ασταμάτητα.
«Φάγατε; Βοηθήστε με να μαζέψω για να περάσουμε στην πινιάτα!»
Η Άννα πάντα τους ξεσήκωνε με τις ιδέες της και σαν μικρά παιδιά έτρεξαν όλοι να βοηθήσουν να αδειάσει το τραπέζι από τα περιττά και να αρχίσει το παιχνίδι.
            Σχημάτισαν μια σειρά και ένας – ένας προσπαθούσε με κλειστά τα μάτια να χτυπήσει την πινιάτα που είχε σχήμα κάκτου. Η Μαρουλίτα κατάφερε με ένα χτύπημα να κόψει τον σπάγκο και να τη ρίξει στο πάτωμα, χωρίς όμως να την σπάσει.
            Βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει λίγο αέρα. Έριξε μια ματιά στο δρόμο. Πουθενά το αυτοκίνητό του. Όσο η ώρα περνούσε τόσο μειώνονταν οι ελπίδες της.
«Περιμένεις κάποιον;», ρώτησε ο Κύρος.
«Ναι.»
«Καπνίζεις;»
«Όχι.», του απάντησε ξερά και πήγε στο μπαρ να ετοιμάσει μαργαρίτες για όλους.
Προσπάθησε να καλέσει τον Βελισάριο στο κινητό. Απενεργοποιημένο.
Ετοίμασε δεύτερη μαργαρίτα. Δε θα έκλαιγε σαν μικρό κοριτσάκι που του έκλεψαν το παιχνίδι.
«Σας περισσεύει ακόμα εκείνο το τσιγάρο;», ρώτησε τον Κύρο.
«Παρακαλώ.», άνοιξε το πακέτο και της προσέφερε ένα. Έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη του για να της το ανάψει.
«Έχεις ωραίο βλέμμα.»
«Έχω συνηθισμένο βλέμμα. Τι θα γίνει, θα μου το ανάψετε;»
«Δεν μου έχει τύχει να τους ανάβω το τσιγάρο και να με κοιτάζουν στα μάτια.»
«Εγώ τους κοιτάζω όλους στα μάτια. Ακόμα και όταν μου ανάβουν το τσιγάρο.»
«Σας το ανάβουν συχνά;», τη ρώτησε προσθέτοντας ερωτική χροιά στη φωνή του.
«Έχεις τρελαθεί;! Τι κάνεις εκεί;», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα.
Ο αναπτήρας παρέμεινε αναμμένος, ενώ εκείνη πέταξε το τσιγάρο από το στόμα της και έτρεξε να αγκαλιάσει τον Βελισάριο που μόλις είχε μπει στο διαμέρισμα. Άρχισε να τον φιλάει σε όλο το πρόσωπο και να αφήνει τα αποτυπώματα των κόκκινων χειλιών της:
«Πού ήσουν; Ξέρεις από τι ώρα σε περιμένουμε;»
«Ερχόμουν από Λουτράκι, έπαθε μια μικρή βλάβη το αυτοκίνητο και περίμενα την οδική.»
«Τι πήγες να κάνεις; Μη μου πεις. Ξέρω. Έχεις εθιστεί στον τζόγο.»
«Έχεις χαζέψει; Για Σαββατοκύριακο είχα πάει.»
«Γιατί δεν απαντούσες στις κλήσεις μου;»
«Αυτό τώρα τι είναι; Η σκηνή της χαζογκόμενας;»
«Μίλα μου καλύτερα.»
«Εντάξει, συγγνώμη. Μου έκλεψαν το κινητό. Αγόρασα άλλο. Φυσικά,  θυμόμουν τον αριθμό σου, όμως με είχες εκνευρίσει τόσο που δεν ήθελα να ασχοληθώ άλλο μαζί σου.»
«Και τώρα σου πέρασε;»
«Με αυτά που βλέπω ότι κάνεις, δε νομίζω να έχει πολύ μέλλον η συνεργασία μας.»
«Ό,τι και να σου είπαν είναι ψέμα.»
«Για το τσιγάρο λέω. Θα καταστρέψεις τη φωνή σου.»
«Ούτε που πρόλαβε να μου το ανάψει! Φυσικά, και δε θα κάπνιζα. Ήθελα απλώς να το κρατάω όσο θα καίγεται.»
«Είχες νταλκάδες;»
«Έφυγες μερικές μέρες μακριά μου και άρχισες τις λαϊκές εκφράσεις. Δεν το βλέπεις ότι η απομάκρυνση σου από μένα μόνο κακό σου κάνει;»
«Το αντίθετο. Δεν έχεις ιδέα πόσο έχω ηρεμήσει.»
Έστρεψε το κεφάλι της προς την παρέα και τους είδε να στέκονται και να τους παρατηρούν. Τον τράβηξε από το μπράτσο και βγήκαν στο μπαλκόνι:
«Το αποφάσισα. Όσο εξευτελιστική κι αν ήταν η διαδικασία που απαίτησαν από εμένα, την Μαρουλίτα Χατζηλιανού – Πο, να περάσω από ακρόαση, έριξα τα μούτρα μου και δέχτηκα να πάρω το ρόλο που μου πρότειναν.»
«Μην το δραματοποιείς τόσο. Δε σου έδωσαν ρόλο κομπάρσου.»
«Αυτό τους έλειπε! Τέλος πάντων, προσπαθούσαν να σε ενημερώσουν. Έστειλα email στη βοηθό του Κετγκλάς. Της είπα ότι έλειπες στο εξωτερικό και γι’ αυτό δεν σε έβρισκε.»
«Έκανες το σωστό.»
«Αυτό ήταν. Ένα νέο βήμα στον κινηματογράφο. Αν δεν πετύχει, δε θέλω ούτε να σε ξέρω.»
«Βάλε τα δυνατά σου για να πετύχει.»
Η Μαρουλίτα έφτιαξε έναν ακόμα γύρο μαργαρίτες για όλους και τους ανακοίνωσε τα νέα. Σήκωσαν τα ποτήρια ψηλά και της ευχήθηκαν:
«Σκατά! Σκατά! Σκατά!»

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Σκηνοθετώντας τη Μαρουλίτα (IV)


            Είχαν περάσει αρκετές μέρες από την τελευταία της συνάντηση με τον Βελισάριο στην καφετέρια του μουσείου. Το τηλέφωνο του απενεργοποιημένο και το γραφείο του κλειστό. Προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί του στέλνοντας μηνύματα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, αλλά ούτε εκεί λάμβανε απάντηση.
            Η προσωπική βοηθός του Κετγκλάς προσπαθούσε κι εκείνη να επικοινωνήσει άλλοτε με το Βελισάριο κι άλλοτε απευθείας με Μαρουλίτα, όμως κι εκείνη είχε την ίδια τύχη – κανείς δεν απαντούσε στις κλήσεις και τα μηνύματά της.
            Η Μαρουλίτα είχε συνηθίσει να απολύει τον Βελισάριο πολλές φορές κατά τη διάρκεια της εβδομάδος, όμως δεν είχε αναρωτηθεί τι θα συνέβαινε, αν όντως διέκοπταν τη συνεργασία τους. Και δεν ήταν επαγγελματικό το θέμα. Ο Βελισάριος ήταν μαζί της από το μηδέν μέχρι σήμερα. Ήταν το δεξί της χέρι, ο σάκος του μποξ, ο κολλητός της, η οικογένεια της, η ήρεμη δύναμη στα δύσκολα. Μέσα της ήξερε ότι ήταν μια μεγάλη ευκαιρία η συνεργασία της με τον Κετγκλάς, γιατί η ταινία θα είχε διεθνή προβολή και ίσως να την προτιμούσαν και σε κινηματογραφικούς ρόλους, γιατί ναι μεν ήταν γνωστή σχεδόν σε όλη την Ευρώπη λόγω των ρόλων της σε μεγάλα θεατρικά έργα και στην όπερα, αλλά είχε και η ίδια την ανάγκη να ασχοληθεί με κάτι διαφορετικό. Εκείνο που την ενόχλησε ήταν ότι έπρεπε ακόμα να δίνει εξετάσεις σαν να ήταν πρωτοεμφανιζόμενη και τη θύμωνε που ο Βελισάριος δεν το καταλάβαινε.
            Είχε κλειστεί στο σπίτι και τον εαυτό της. Ακόμα και το ηλικιωμένο ζευγάρι του διπλανού διαμερίσματος είχε πιο ενδιαφέρουσα ζωή από τη δική της. Είχε μάθει ότι κάθε απόγευμα περί τις έξι, έρχονταν οι φίλοι τους για τσάι και μπιρίμπα ή πήγαιναν στο ΚΑΠΗ και συμμετείχαν σε διάφορες δραστηριότητες, εκδρομές ή απλώς, περνούσαν το χρόνο τους συζητώντας με τα υπόλοιπα μέλη. Μια – δυο φορές της είχε περάσει από το μυαλό να τους χτυπήσει την πόρτα για να παίξει μαζί τους χαρτιά και να πιεί τσάι, όμως δεν ήταν σίγουρη αν θα μπορούσε να αντέξει αυτή τη ρουτίνα για πολύ καιρό και από το να κάνει ένα μεγάλο σφάλμα, προτίμησε τη μοναξιά της, συντροφιά με τον υπολογιστή της και το τηλέφωνό της περιμένοντας νέα του.
            Τα νέα δεν άργησαν να έρθουν αν και ο αποστολέας δεν ήταν άλλος από την Άννα, την κοινή τους φίλη, η οποία έστειλε μια ηλεκτρονική πρόσκληση για το γεύμα που θα διοργάνωνε την Κυριακή στο σπίτι της με γεύσεις από το Μεξικό. Απάντησε θετικά χωρίς δεύτερη σκέψη, ελπίζοντας πως θα τον συναντούσε εκεί.
Ο Βελισάριος ποτέ δεν έχανε τις συναντήσεις στο σπίτι της Άννας. Θαύμαζε τις μαγειρικές της ικανότητες και τη ζεστή ατμόσφαιρα ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα. Αντιθέτως, η Μαρουλίτα – παρόλο που αγαπούσε την οικοδέσποινα και ήταν μια από τις καλύτερες της φίλες – απέφευγε να παρευρίσκεται στις συγκεντρώσεις της παρέας την περίοδο που είχε παραστάσεις. Πίστευε πως το αλκοόλ και ο καπνός που εισέπνεε από τους καπνιστές της παρέας, αλλοίωναν τη φωνή της και μείωναν την απόδοσή της στον εκάστοτε ρόλο. Εκείνη την πρόσκληση όμως, θα την αποδεχόταν ακόμα κι αν είχε παράσταση, γιατί ήταν μια ευκαιρία για συμφιλίωση.